Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΚΑ
←Κ'. Η Κολυμβήθρα της Βηθεσδάς | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: ΚΑ'. Το Τέλος του Βαπτιστή |
ΚΒ'. «Λιγόπιστε, γιατί Δίστασες;»→ |
Διωγμένος από την πατρίδα του και από την Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς, διδάσκοντας πάντα και συγχωρώντας, γιατρεύοντας και ευλογώντας, γύρισε στη Γαλιλαία. Η πονεμένη του ψυχή δε γνώριζε θυμό και μίσος, μόνο σπλαχνιά και λύπη είχε για κείνους που τον κατέτρεχαν, και πήγαινε σκορπίζοντας αγάπη.
Στη Γαλιλαία, του έφθασε μια είδηση που τον έθλιψε βαθιά.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε αποκεφαλιστεί.
Από τότε που τον έπιασε ο Ηρώδης, και δεμένο τον έριξε στη σκοτεινή φυλακή, ο Ιωάννης, από μέσα από το ζωντανό του τάφο, δεν έπαυε να βροντοφωνεί και να ειδοποιεί τον τύραννο του πως κατάρα Θεού θα πέσει απάνω του, αν δεν αλλάξει ζωή και δε διώξει από κοντά του την Ηρωδιάδα.
Κόρη του Αριστόβουλου, που ήταν ο μικρότερος αδελφός του Ηρώδη Αντίπα, η Ηρωδιάς είχε παντρευθεί το θείο της τον Φίλιπππο, το μεγαλύτερο γιο του Ηρώδη του Μεγάλου, και, φυσικά, αδελφό του Αντίπα. Γυναίκα όμορφη όσο και ανήθικη, η Ηρωδιάς μια και μόνη φιλοδοξία είχε στη ζωή, να γίνει βασίλισσα. Ο άντρας της, αποκληρωμένος από τον πατέρα του τον Ηρώδη το Μεγάλο, ζούσε στη Ρώμη όπου δεν κατείχε καμιά επίσημη θέση.
Σε μιαν επίσκεψη που έκανε του Τιβέριου στη Ρώμη, ο Ηρώδης ο Αντίπας, θείος και αντράδελφός της, την είδε, την αγάπησε, την έκλεψε και την έφερε στη Γαλιλαία, όπου, αφού έδιωξε τη γυναίκα του, τη στεφανώθηκε εκείνη και την έκανε βασίλισσα.
Τέτοιους γάμους συγγενικούς δεν επέτρεπε ούτε ο εβραίικος ούτε ο ρωμαϊκός νόμος· μα κανένας δεν τολμούσε να πει του βασιλέα Ηρώδη πόσο τον κατηγορούσε ο λαός του όλος, για τον παράνομο αυτό γάμο.
Από μέσα όμως από τη φυλακή τη σκοτεινή, η φωνή του Βαπτιστή δεν έπαυε ν' ακούεται, να κατακρίνει και να καταδικάζει την αμαρτία και με αγανάκτηση, αλλά και με τρόμο, άκουε ο τύραννος την κατηγορία που τον ξευτέλιζε.
Όταν πρωτάκουσε ο Ηρώδης πως ο φυλακισμένος τον κατέκρινε, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Ήλθε ο μεγάλος Ιωάννης, ντυμένος πάντα με την προβιά του, αδυνατισμένος από την κακοπέραση της φυλακής, αλλ' αλύγιστος στην ψυχή. Ατρόμητα του είπε ο ερημίτης τις αμαρτίες του, και επέμεινε να διώξει τη γυναίκα του αδελφού του.
Η Ηρωδιάδα, σαν το έμαθε, θέλησε να τον θανατώσει ο Ηρώδης όμως τον φοβούνταν, για την αγάπη που του είχε ο λαός, και συνάμα τον σέβουνταν για την αγιότητα και την αρετή του πολλές φορές τον κάλεσε, του μίλησε, απόρησε με τα λόγια του και τον θαύμασε και τον αγάπησε, αν και ο Βαπτιστής δεν έπαυε να του φωνάζει:
— Δε σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου.
Εκείνον το χρόνο, έτυχε να πάγει ο Ηρώδης στο Μαχαιρούντα, το φοβερό φρούριο με τις άγριες φυλακές, όπου ήταν κλεισμένος ο Ιωάννης. Μες στο φρούριο, είχε ένα πολυτελέστατο παλάτι, ώστε, όποτε πήγαινε εκεί ο Ηρώδης, έπαιρνε μαζί του ολόκληρη αυλή.
Τη μέρα λοιπόν που είχε τα γενέθλιά του, ο άρχοντας έκανε μεγάλο τραπέζι στους αυλικούς του, με μουσικές και διασκεδάσεις. Έξαφνα, στη μέση του γεύματος παρουσιάστηκε η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας από τον πρώτο της γάμο, νέα πολύ, όμορφη σαν τη μητέρα της, κι εμπρός στους ξαφνισμένους αυλικούς χόρεψε με πολλή χάρη κάποιο χορό δικό της.
Ήταν πράμα πρωτάκουστο και άσεμνο, να χορέψει βασιλοπούλα, και τόσο νέα μάλιστα, χορό, μονάχη της μπροστά σε τόσους άντρες. Ο Ηρώδης όμως, μισομεθυσμένος από το πολύ κρασί, δεν είδε παρά τη χάρη της και την ομορφιά της. Ενθουσιασμένος, μαγεμένος, της είπε με όρκο:
— Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, ως το μισό μου βασίλειο, και θα σου το δώσω.
Ζαλισμένη από τέτοια υπόσχεση, η κόρη έτρεξε στη μητέρα της και τη ρώτησε:
— Τι να ζητήσω;
Κι εκείνη της είπε:
— Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Τρεχάτη γύρισε πίσω η Σαλώμη, και, στέκοντας μπροστά στο βασιλέα, του είπε:
— Θέλω να μου δώσεις τώρα ευθύς, σε δίσκο απάνω, το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή.
Τα λόγια της τάραξαν φοβερά και κατέθλιψαν τον Ηρώδη· θα της έδινε με χαρά κάθε άλλο, για να γλιτώσει τον Προφήτη, που τον σέβουνταν και τον εκτιμούσε. Μα η Σαλώμη επέμεινε, και ο Τετράρχης της το είχε τάξει μπροστά σ' όλους τους καλεσμένους.
Περίλυπος έδωσε τη διαταγή, και αμέσως πήγε ο δήμιος στη φυλακή, έκοψε το κεφάλι του Ιωάννη, και το έφερε εμπρός σε όλους τους καλεσμένους, σ' ένα δίσκο απάνω, και το έδωσε της βασιλοπούλας.
Το πήρε αυτή και το πρόσφερε στη μητέρα της, που με άγρια χαρά κοίταξε το σωπασμένο πια στόμα, που είχε τολμήσει να την αποδοκιμάσει. Σαν έμαθαν οι μαθητές του Ιωάννη το άγριο τέλος του, ζήτησαν να πάρουν το σώμα. Και αφού το έθαψαν, ευθύς έφυγαν, και πήγαν και είπαν του Ιησού πως ο αγαπημένος πρόδρομος του πέθανε.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του φίλου, που τόσο αγαπούσε και εκτιμούσε, έθλιψε βαθιά τον Ιησού.
Εκείνες τις μέρες, γύρισαν οι μαθητές του από την περιοδεία τους, και είπαν όσα έκαναν, διδάσκοντας, παρηγορώντας, γιατρεύοντας στ' όνομά του. Τ' άκουσε ο Ιησούς, και ίσως τα λόγια τους να έφεραν λίγη παρηγοριά στη θλιμμένη του ψυχή.
Τον ίδιο καιρό, άλλο μήνυμα έφθασε του Ιησού.
Ο Ηρώδης Αντίπας, γυρίζοντας στην πρωτεύουσά του την Τιβεριάδα, άκουσε τόσα να λέγουν για τον Ιησού και τη θεϊκή του δύναμη, που απόρησε.
Μερικοί έλεγαν πως ήταν ο Ηλίας· άλλοι πως ήταν άλλος προφήτης. Ο Ηρώδης όμως, που είχε βαριά τη συνείδηση για τον άσχημο φόνο που έκανε, τρόμαξε, αγριεύθηκε και είπε:
— Είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής· σηκώθηκε από τους νεκρούς, και γι' αυτό έχει μέσα του τόση δύναμη.
Ζήτησε τότε να τον δει, μα καθώς το έμαθε ο Ιησούς, πήρε τους μαθητές του, και έφυγε με πλοίο αντίπερα της λίμνης.
— Ελάτε μαζί μου στην ερημιά, τους είπε, να ξεκουραστείτε λίγο.
Και τράβηξαν για τη βορειοανατολική όχθη, σ' έναν τόπο έρημο που λέγουνταν Βηθσαϊδά.