Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο ΙΑ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
ΙΑ'. Πέτρος και Ματθαίος


Εδίδασκε ο Ιησούς μέσα στις Συναγωγές, όπου περνούσε, και όταν συσσωρεύουνταν πολύς ο κόσμος, τόσος που δε χωρούσε πια σε χτίριο, τότε έβγαιναν έξω και, είτε έμπαινε σε καμιά βάρκα της λίμνης και μιλούσε στα πλήθη που μαζεύουνταν για να τον ακούσουν στην αμμουδιά, είτε κάθιζε κάτω από κανένα δέντρο, ή ανέβαινε σε κανένα λόφο, και από κει τους δίδασκε.

Μια μέρα, στέκουνταν ο Ιησούς στην ακρολιμνιά και δίδασκε. Ήταν εκεί δυο καράβια, αραγμένα στην αμμουδιά κοντά, κι οι ψαράδες έπλεναν και στέγνωναν τα δίχτυα τους, τ' άπλωναν στα βότσαλα, τα μπάλωναν, και συνάμα άκουαν τη διδαχή του Ιησού, που αποτείνουνταν σε πλήθος πολύ, μαζεμένο εκεί να τον ακούσει.

Το ψάρεμα ήταν στη Γαλιλαία, ένα από τα κυριότερα και τα πιο προσοδοφόρα έργα. Από τη λίμνη της Γενησαρέτ, το ψάρι πήγαινε παστό ή καπνιστό στην Ιερουσαλήμ, σε μεγάλες ποσότητες, και πουλιούνταν εκεί. Το εμπόριο αυτό έφερνε κέρδη μεγάλα, και συχνά οι ψαράδες ήταν άνθρωποι εύποροι με αρκετή περιουσία.

Από τα δυο καράβια, δεμένα εκείνο το πρωί στην ξηρά, το ένα ήταν του Πέτρου.

Επειδή το πλήθος αύξανε και πήγαινε και ολοένα μαζεύουνταν πιο κοντά και τον στενοχωρούσε, ο Ιησούς μπήκε στο καράβι του Πέτρου, και τον παρακάλεσε να το σπρώξει λίγο πέρα από την ξηρά. Και καθισμένος στο καράβι εδίδασκε το λαό.

Σαν τελείωσε την ομιλία του, είπε του Πέτρου:

— Ανοίξου στα βαθιά, και ρίξετε τα δίχτυα σας να ψαρέψετε.

Αποκρίθηκε ο Πέτρος και είπε:

— Κύριε, όλη νύχτα παιδευτήκαμε, και τίποτα δεν πιάσαμε μα πιστεύω το λόγο σου και ρίχνω πάλι τα δίχτυα. Πήγαν στα βαθιά, και έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς, και αμέσως γέμισαν τα δίχτυα τους τόσο, που σχίζουνταν.

Με νοήματα φώναξαν τους γιους του Ζεβεδαίου, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, που ήταν βοηθοί του Πέτρου, ψαράδες και αυτοί, να καταφθάσουν με το άλλο καράβι να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν και τράβηξαν τα δίχτυα, και τόσο ψάρι μάζεψαν, που βούλιαζαν σχεδόν τα δυο καράβια.

Τότε ο Πέτρος ρίχθηκε στα πόδια του Ιησού λέγοντας:

— Έβγα από το πλοίο μου, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Κύριε.

Όλη η ορμητική φύση του Πέτρου είναι στα λόγια αυτά. Έβλεπε τη θεότητα του Ιησού, και ένιωθε πως δεν ήταν άξιος να βρίσκεται κοντά του. Φόβος τον έπιασε, κι εκείνον και τους συντρόφους του, σαν είδαν το πλήθος των ψαριών που έπιασαν, μ' ένα μόνο λόγο.

Μα ο Ιησούς τον σήκωσε και του είπε:

— Μη φοβάσαι· από δω και πέρα, ανθρώπους θα ψαρεύεις και θα πιάνεις.

Και, από τότε, όλα τα παράτησε ο Πέτρος, για ν' ακολουθήσει τον Ιησού. Άφησε στους φτωχούς πλοία, δίχτυα και ψαρική, και προσκολλήθηκε στον Ιησού, μαθητής του και απόστολος, ως το θάνατο πιστός.

Το ίδιο και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι υιοί της βροντής, όπως τους έλεγαν για τον ενθουσιασμό και την ορμητικότητά τους, άφησαν ό,τι είχαν για να ακολουθήσουν τον Ιησού.

Και δεν ήταν αυτοί οι μόνοι μαθητές του Ιησού.

Μια μέρα, περνώντας, είδε ο Ιησούς έναν τελώνη, τον Λευή, γιο του Αλφαίου, καθισμένο στο τελωνείο του.

Αν οι Εβραίοι περιφρονούσαν τους τελώνες όταν ήταν εθνικοί, πολύ περισσότερο ακόμα τους μισούσαν όταν τύχαινε να είναι ομόθρησκοι τους. Επειδή όμως η δουλειά αυτή, που σήκωνε πολλές αυθαιρεσίες, έφερνε σημαντικά κέρδη, ο πειρασμός ήταν μεγάλος, και συχνά τύχαινε κανένας Εβραίος να καταπνίξει τη φυσική και φυλετική του αντιπάθεια για το έργο αυτό, και να το εξασκήσει ο ίδιος εναντίον των ομοφύλων του, έγκλημα που δεν του συγχωρούσαν ποτέ οι πατριώτες του.

Ο Λευής λοιπόν αυτός τύχαινε να είναι και Εβραίος και τελώνης.

Είχε ακούσει κάποτε τη διδαχή του Ιησού και ο λόγος του τον συντάραξε βαθιά.

Περνώντας μια μέρα με τη συνοδεία του, ο Ιησούς τον είδε που κάθουνταν στο τελωνείο του.

Τον κοίταξε και του είπε:

— Ακολούθα με.

Και σηκώθηκε ο Λευής και τον ακολούθησε.

Και δεν ξαναγύρισε πια στο τελωνείο.

Όλα τα παράτησε μ' ένα λόγο του Ιησού, πλούτη, καλοπέραση, φιλοδοξία, ησυχία. Το χαμόγελο του νέου προφήτη του άνοιξε καινούριους κόσμους, η αγάπη και η πίστη πήραν τη θέση της πλεονεξίας· στην ψυχή του μέσα είχε γίνει το θαύμα.

Και, από τότε, ο Λευής μετονομάσθηκε Ματθαίος, που θα πει «Δώρο του Θεού».

Αυτός είναι ο Ματθαίος ο Ευαγγελιστής.