Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Θ
←Η'. Η Σαμαρείτισσα | Η ζωή του Χριστού Συγγραφέας: Θ'. Ιησούς και Ναζαρηνοί |
Ι'. Καπερναούμ→ |
Από τη Σαμάρεια, έφυγε ο Ιησούς και τράβηξε για τη Ναζαρέτ. Στο δρόμο, δίδασκε όπου περνούσε, και κήρυττε λέγοντας:
— Μετανιώνετε, γιατί κοντεύει η Βασιλεία των Ουρανών.
Η φήμη του απλώνουνταν σ' όλα τα μέρη, και όσοι τον άκουαν δόξαζαν τ' όνομά του.
Έφθασε στη Ναζαρέτ Σάββατο, και, κατά τη συνήθειά του, μπήκε στη Συναγωγή.
Η Συναγωγή των Εβραίων δεν ήταν ναός· ναό είχαν ένα, του Σολομώντος, στην Ιερουσαλήμ· γι' αυτό και στην Ιερουσαλήμ μόνο υπήρχε κλήρος.
Συναγωγή θα πει συνάθροιση· ήταν το χτίριο όπου μαζεύουνταν οι Εβραίοι για ν' ακούσουν το δάσκαλο, το Ραββίνο, που τους διάβαζε και τους εξηγούσε τη Γραφή. Φυσικό ήταν, κοντά στην εξήγηση αυτή, να προστεθούν μερικές προσευχές, λίγο λίγο όμως οι προσευχές αυτές μεταβλήθηκαν σε ιερουργίες. Στην αρχή, περιορίζουνταν στις ιερουργίες του Σαββάτου, της μεγάλης αργίας των Εβραίων έπειτα, επεκτάθηκαν στις εορτές και στις νηστείες· και με τον καιρό, επεκράτησε οι ιεροπραξίες αυτές να γίνουνται τις ίδιες μέρες και τις ίδιες ώρες, όπως και στον ιερό Ναό της Ιερουσαλήμ.
Η Συναγωγή ήταν και δικαστήριο· εκεί μαζεύουνταν η τοπική Γερουσία, το Σανχεδρίν, δηλ. το Συνέδριο, και έκρινε και δίκαζε τις υποθέσεις των πιστών.
Η Συναγωγή ήταν χτισμένη πάντα κατά τη δύση, με τρόπο που οι πιστοί να προσεύχονται στραμμένοι προς το βασίλεμα. Στα πρώτα καθίσματα, κάθουνταν δέκα ή περισσότεροι πρεσβύτεροι ή προεστοί, διαλεγμένοι ανάμεσα στους πιο σοφούς και νομοδιαβασμένους· αυτοί σχημάτιζαν το Συνέδριο. Ο σημαντικότερος αναμεταξύ των ήταν ο αρχισυνάγωγος. Οι γυναίκες, τυλιγμένες στα μακριά πέπλα τους, κάθουνταν πίσω από καφάσια, χωριστά.
Στο βάθος της συναγωγής, πίσω από το καταπέτασμα»[1], στημένη μερικά σκαλοπάτια ψηλότερα από το πάτωμα του Ναού, υψώνουνταν η «Κιβωτός», χρωματισμένο ξύλινο κουτί, όπου φύλαγαν τα ιερά βιβλία και, στο ένα πλάγι της Συναγωγής, στέκουνταν το βήμα, όπου διαβάζουνταν η Γραφή.
Τα χαράματα του Σαββάτου, οι πιστοί πήγαιναν τρεχάτα στη Συναγωγή· γιατί ο ραββινικός κανόνας, που καθόριζε όχι μόνο τις πράξεις, αλλ ακόμα και τις σκέψεις και τα αισθήματα των πιστών, πρόσταζε να πηγαίνουν βιαστικά, τάχα με λαχτάρα, στο ναό, ενώ στην επιστροφή, απεναντίας, να γυρίζουν με μετρημένο αργό βήμα, δείχνοντας έτσι τη θρησκευτική τους κατάνυξη, απαραίτητη μετά την ακολουθία.
Στην αρχή της ιεροτελεστίας, κάθε Σάββατο, λέγουνταν πρώτα οι προσευχές, και ύστερα, από το βήμα, διαβάζουνταν ένα μάθημα από το Νόμο, και άλλο ένα από τους Προφήτες.
Επειδή ιερείς δεν υπήρχαν, το βήμα ήταν ελεύθερο για κάθε νομομαθημένο, και, μιας και είχε την έγκριση του αρχισυνάγωγου, όχι μόνο μπορούσε να διαβάσει το μάθημα της ημέρας εκείνης, αλλά και να το σχολιάσει κατά τη δική του κρίση.
Η φήμη του Ιησού είχε φθάσει ως την πατρίδα του.
Καθώς λοιπόν μπήκε στη Συναγωγή το Σάββατο εκείνο, του επέτρεψαν, ή και τον παρακάλεσαν ίσως, να διαβάσει και να ερμηνεύσει το Νόμο.
Του έδωσαν το ιερό βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, έναν πάπυρο τυλιγμένο, και τον ξετύλιξε ο Ιησούς και διάλεξε το ακόλουθο μέρος:
— «Το Πνεύμα του Κυρίου είναι απάνω μου, και γι' αυτό μ' έχρισε και μ' έστειλε να φέρω εγώ το καλό μήνυμα στους φτωχούς, να παρηγορήσω τις συντριμμένες καρδιές, να κηρύξω ελευθερία στους αιχμαλώτους και ανάβλεψη στους τυφλούς, να ελευθερώσω εκείνους που τους συντρίβουν τα δεσμά, και να κηρύξω τον σωτήριο χρόνο που έρχεται ο Κύριος και που περιμένει ο κόσμος.»
Σταμάτησε εκεί ο Ιησούς, ξανατύλιξε το βιβλίο, τον πάπυρο, και δίνοντάς τον στον υπηρέτη της Συναγωγής, εκάθισε.
Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα απάνω του. Σιωπηλοί και περίεργοι περίμεναν οι συντοπίτες του, ν' ακούσουν την πρώτη διδαχή του στην πατρίδα του.
Και είπε ο Ιησούς:
— Σήμερα εκπληρώθηκε η γραφή αυτή που ακούσατε.
Τους ανέπτυξε το θέμα, τους ανήγγειλε το χαρούμενο μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο, τους είπε πως ο Μεσσίας, που από 700 χρόνια τους τον είχε αναγγείλει ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας, είχε φθάσει, ήταν αναμεταξύ τους, τους έφερνε παρηγοριά ουράνια, συγχώρεση, αγάπη.
Καμιά από τις εθνικές τους ελπίδες δεν ανέφερε, ούτε λέξη δεν ξεστόμισε για τα υλιστικά τους όνειρα, για στρατιωτικές κατακτήσεις και βασιλείες· τα λόγια του ήταν ζωντανή αντίθεση με ό,τι είχαν διδάξει και εξηγήσει οι σοφότεροι Ραββίνοι, ήταν η διάψευση των πιο αγαπημένων εβραίικων ονείρων.
Και όμως όλοι άκουαν συνεπαρμένοι, όλοι απορούσαν με τη χάρη των λόγων που έβγαιναν από το στόμα του. Κρεμασμένοι στα χείλη του θαύμαζαν τη γλύκα, και συνάμα το μεγαλείο της διδαχής του.
Μα όσο προχωρούσε ο Ιησούς, και καταλάβαιναν πως τον εαυτό του εδήλωνε χρισμένο από το Πνεύμα το άγιο, και πως παρουσιάζουνταν ως Μεσσίας σταλμένος από το Θεό, λίγο λίγο η εντύπωση των ακροατών άρχιζε ν' αλλάζει.
Θυμήθηκαν την ταπεινή του καταγωγή, τη φτώχεια του, και άρχισαν ν' απορούν, πως αυτός ο γιος του μαραγκού, που τους έφτιανε τους ζυγούς και τ' αλέτρια τους, μιλούσε με τόση δύναμη.
— Από πού τόση σοφία σ' αυτόν; έλεγαν αναμεταξύ τους. Δεν είναι τούτος ο γιος του Ιωσήφ;
Με τι τόλμη έρχουνταν στον τόπο, όπου από παιδί όλοι τον ήξεραν, και παρουσιάζουνταν ως Μεσσίας, ενώ οι παραδόσεις τους και οι θρύλοι τους παρίσταναν πάντα τον Μεσσία σα δεύτερο Δαυίδ, μεγαλύτερο και από τον Δαυίδ, και πλουτισμένο με πνεύμα θεϊκό;
Κι έλεγαν:
— Από πού τα έμαθε αυτά; Τούτος δεν είναι ο μαραγκός, ο γιος της Μαρίας, ο αδελφός του Ιακώβου και του Ιωσή, του Ιούδα και του Σίμωνα; Δεν κάθονται οι αδελφές του εδώ με μας;
Ο Ιησούς είδε στα μάτια τους τη δυσαρέσκεια, κατάλαβε τους λογισμούς των. Ένιωσε την απορία τους, πως αυτός, που γιάτρευε άλλους και έκαμνε μεγάλα θαύματα αλλού, δεν άρχιζε από τον εαυτό του, δεν κοίταζε να βγει από τη φτώχεια και την καταφρόνια που του έδειχναν οι πρόκριτοι τους, δεν καλυτέρευε την κοινωνική του θέση πρώτα πρώτα;
Και τους είπε:
— Το ξέρω, θα μου πείτε αυτή την παραβολή: «Γιατρέ, γιάτρεψε τον εαυτό σου. Όσα ακούσαμε πως έγιναν στην Καπερναούμ, κάνε τα κι εδώ, στην πατρίδα σου.»
Και με λύπη πρόσθεσε:
— Αλήθεια σας λέγω, κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός, ούτε βρίσκει υπόληψη στην πατρίδα του και μεταξύ στους συγγενείς του και στο σπίτι του.
Το σημείο που ήθελαν, το θαύμα που θα τους έκαμνε ίσως να τρομάξουν και να πιστέψουν, ο Ιησούς τους το αρνείται. Όπως σε όλη του τη ζωή, έτσι και στην περίσταση αυτή, τους λιγόπιστους δε θέλει να τους κερδίσει με σημεία της θεϊκής του δυνάμεως· τα θαύματά του είναι για κείνους που τ' αξίζουν, για τους πιστούς.
Την απαίτησή τους, να θαυματουργήσει πρώτα στην πατρίδα του, την αποκρούει η αγάπη του Θεού δεν ανήκει σ' αυτούς μόνο, αλλά στον κόσμο όλο, η δύναμή του δε φανερώνεται σε περιορισμένο και διαλεγμένο απ' αυτούς μέρος, αλλά σε όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα παιδιά του Θεού, όπου υπάρχει πίστη και αγνή ψυχή.
— Αλήθεια σας λέγω, τις μέρες που ζούσε ο Ηλίας, πολλές ήταν οι χήρες ανάμεσα στο λαό του Ισραήλ όταν κλείστηκε ο ουρανός, και, για τρία χρόνια και έξι μήνες, δεν έβρεχε, και έπεσε πείνα σε όλη τη γη, τους είπε. Και όμως σε καμιά απ' αυτές δεν στάλθηκε ο Ηλίας, παρά τον έστειλε ο Θεός στα Σάρεπτα της Σιδωνίας, σε μια χήρα γυναίκα[2] — για να πληθύνει με θαύμα το λάδι και το αλεύρι της, και ν' ανταμείψει έτσι την ευσέβεια και τη φιλανθρωπία της. Και όταν ζούσε ο Ελισσαίος ο προφήτης, πολλοί λεπροί ήταν ανάμεσα στο λαό του Ισραήλ, και κανένας δεν καθαρίστηκε, παρά μόνο ο Νεεμάν ο Σύριος[3].
Οι Ναζαρηνοί αγρίεψαν με τα λόγια αυτά. Τι, δεν άξιζαν αυτοί περισσότερο από τους Σιδωνίτες τους ειδωλολάτρες ή τους λεπρούς, που σε όλο το Ισραήλ θεωρούνταν καταραμένοι από το Θεό;
Οργισμένοι σηκώθηκαν όλοι μέσα στη Συναγωγή, και, με φωνές και φοβέρες, άρπαξαν τον Ιησού, τον έβγαλαν έξω, τον έσυραν πέρα από την πόλη τους, σε μια προεξοχή του βουνού όπου ήταν χτισμένη η χώρα τους, με απόφαση να τον γκρεμίσουν στο βάραθρο.
Μα δεν είχε έλθει η ώρα του.
Πέρασε ο Ιησούς από μέσα τους, κι έφυγε χωρίς να τον βλάψει κανένας.
- ↑ Καταπέτασμα ήταν μεγάλη βαριά κουρτίνα που έκλειε το ιερό.
- ↑ Βασιλειών Γ', Κεφ. ΙΖ', 7 και 10.
- ↑ Νεεμάν ο Σύριος, ήταν αρχιστράτηγος του βασιλέα της Συρίας. Έπασχε από λέπρα και τον διέταξε ο προφήτης Ελισσαίος να πάγει να λουστεί επτά φορές στον Ιορδάνη, για να γιατρευθεί. Ο Νεεμάν γιατρεύθηκε, και, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, θέλησε να στείλει πολύτιμα δώρα του Ελισσαίου, ο οποίος τ' αρνήθηκε. Ο υπηρέτης όμως του προφήτη, ο Γιεζί, κατόρθωσε, με απάτη, να πάρει μερικά, και όταν το έμαθε ο Ελισσαίος, τον καταράστηκε να πάρει μαζί και τη λέπρα του Νεεμάν, κι ευθύς ο Γιεζί «έγινε από τη λέπρα άσπρος σαν το χιόνι». Δ ' Βασιλειών, 5ο κεφάλαιο.