Η ζωή του Χριστού/Κεφάλαιο Γ

Από Βικιθήκη
Η ζωή του Χριστού
Συγγραφέας:
Γ'. Φωνή στην Έρημο


Εκείνο τον καιρό βόιζε η Ιουδαία όλη με το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή. Γιος του Ζαχαρία, του ιερέα κάποιου βουνίσιου χωριού στα νότια μέρη της Ιερουσαλήμ, και της Ελισάβετ, που συγγένευε με τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού, ο Ιωάννης είχε αποτραβηχθεί από τους ανθρώπους και ζούσε μονάχος, πότε στην έρημο της Ιουδαίας, και πότε στις κατάφυτες όχθες του Ιορδάνη.

Ο Ιορδάνης, που εβραίικα θα πει γοργοπόταμος, κατεβαίνει ορμητικά από τρεις πηγές, μια από το όρος Ερμών, άλλη από το βουνό βόρεια της πόλεως Δαν, και τρίτη από το ύψωμα βόρεια της Καισάρειας του Φιλίππου· περνά τη λίμνη Μερών, διασχίζει τη λίμνη της Τιβεριάδος, ποτίζει όλη την Παλαιστίνη παρασέρνοντας πέτρες και χώματα στο ορμητικό του διάβα, και χύνεται στη Νεκρή Θάλασσα.

Στις πράσινές του όχθες, ζούσε ασκητικά ο Ιωάννης, ανάμεσα στις ανθισμένες ροδοδάφνες, στις μυρικιές και στους παπύρους, ή αποτραβιούνταν στην έρημο μέσα στις πέτρες και στ' αγρίμια.

Περιφρονώντας την καλοζωία και κάθε ανθρώπινη φροντίδα, φορούσε ένδυμα από καμηλότριχα και ζώνη πέτσινη στη μέση, και τροφή του ήταν ακρίδες και μέλι άγριο. Ήταν νέος τότε, ως τριάντα χρονών, λίγους μήνες μεγαλύτερος από τον Ιησού.

Η κακία των ανθρώπων τον έθλιβε, τον αναστάτωνε. Από μέσα από τους βράχους της ερήμου ή πλάγι στα ορμητικά νερά του Ιορδάνη, βροντοφωνούσε την οργή του, την αγανάκτησή του. Η φωνή του αναστάτωνε τα πλήθη, και η φήμη της αγιοσύνης του απλώνουνταν σ' όλη την Ιουδαία. Κι έτσι, όσο αυτός αποτραβιούνταν από τους ανθρώπους και τις πολιτείες τους, τόσο περισσότερο έτρεχε ο κόσμος να τον δει και ν' ακούσει τη διδαχή του. Η φωνή του βοούσε στην ερημιά και στην αγριάδα.

— Μετανιώνετε και βαπτίζεσθε για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας, βροντοφωνούσε ο ερημίτης, γιατί πλησιάζει η Βασιλεία των Ουρανών.

Ο λαός τον σέβουνταν σα μεγάλο προφήτη, και πολλοί έτρεχαν κοντά του να ξεμολογηθούν. Κι εκείνος τους βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη για να τους ξεπλύνει από τις αμαρτίες τους, και όσοι έφευγαν από κοντά του αισθάνουνταν λυτρωμένοι κι εξαγνισμένοι, και διαλαλούσαν την αγιοσύνη του.

Η ηθική του ήταν αλύγιστη, και το κήρυγμά του σκληρό, τα λόγια του τραχιά, ορμητικά σαν το ρεύμα του Ιορδάνη.

Βλέποντας πολλούς από τους Φαρισαίους και Σαδδουκαίους που έρχουνταν να βαπτισθούν, τους φώναζε:

— Γεννήματα οχιών, ποιος σας οδήγησε να ξεφύγετε από τη μέλλουσα οργή;

Προφήτευε μεγάλες καταστροφές, τιμωρίες ουράνιες για τις αμαρτίες του Ισραήλ.

— Η αξίνη, έλεγε, βρίσκεται κιόλα στη ρίζα των δέντρων κάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά.

Παρίστανε το Μεσσία, το Σωτήρα, που κατάφθανε με λιχνιστήρι στο χέρι, για να συνάξει το σιτάρι και να ρίξει το άχυρο στη φωτιά.

— Εγώ, έλεγε, σας βαπτίζω με νερό. Έρχεται όμως ο δυνατότερος μου, που δεν είμαι άξιος ούτε τα λουριά των σανταλιών του να λύσω. Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα άγιο, και φωτιά, που καθαρίζει και καίει κι εξαγνίζει τις αμαρτίες. Στο χέρι βαστά φτυάρι, για να καθαρίσει το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη, ενώ το άχυρο θα το κάψει σε άσβεστη φωτιά.

Με τις αλληγορίες αυτές εκήρυττε τη μετάνοια. Μέσα, για να εξαγοράσουν οι άνθρωποι τις αμαρτίες τους και να συγχωρεθούν, ήταν τα καλά έργα, προπάντων η ελεημοσύνη και η ηθική.

— Μετανιώνετε κάνετε έργα άξια της μετάνοιάς σας, φώναζε.

Κι επειδή οι Εβραίοι νόμιζαν πως, ως παιδιά του Αβραάμ και λαός διαλεκτός του Θεού, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε, τους έλεγε:

— Μη λέτε μέσα σας, «Πατέρα έχομε τον Αβραάμ». Γιατί σας λέγω πως ο Θεός μπορεί και από τούτες τις πέτρες, τις σκορπισμένες χάμω, να κάνει παιδιά του Αβραάμ.

Αυτοί λοιπόν ρωτούσαν:

— Τι πρέπει, να κάνομε;

Κι εκείνος αποκρίνουνταν:

— Όποιος έχει δύο φορέματα, να δίνει το ένα σ' εκείνον που δεν έχει και όποιος έχει τροφές να φάγει, το ίδιο να κάνει.

Πήγαιναν και οι τελώνες στον Ιωάννη να βαπτισθούν και τον ρωτούσαν τι να κάνουν για να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους κι εκείνος τους απαντούσε:

— Να μην παίρνετε τίποτε περισσότερο από κείνο που σας είναι ορισμένο.

Γιατί οι τελώνες, που ήταν υπάλληλοι του Ρωμαϊκού Κράτους, και σύναζαν τους φόρους, με την αφορμή των φόρων, συχνά πίεζαν αυθαίρετα το λαό και θησαύριζαν. Οι Εβραίοι τους μισούσαν, πρώτον γιατί ήταν υπάλληλοι του κατακτητού, και αυτοί δεν παραδέχουνταν άλλον αρχηγό από το δικό τους βασιλέα και δεύτερον γιατί τους θεωρούσαν όλους εκβιαστές και κλέφτες, ακόμα και όταν δεν έκλεβαν, απλως και μόνο επειδή, κατά τη γνώμη τους, οι φόροι αυτοί ήταν θεσμός αυθαίρετος και πιεστικός. Πήγαιναν και στρατιώτες, και ρωτούσαν τον Ιωάννη:

— Και εμείς τι να κάνομε;

Κι εκείνος τους αποκρίνουνταν:

— Κανέναν μη διαβάλετε, ούτε να καταχρασθείτε, και να αρκείσθε με το μισθό σας.

Η φήμη του άγιου είχε φθάσει ως τη Ναζαρέτ, ο κόσμος άκουε τα λόγια του και θαύμαζε και απορούσε και τρόμαζε.

Τα λόγια αυτά θα έφθασαν βέβαια και στο φτωχικό μαραγκούδικο όπου εργάζουνταν ο Ιησούς. Και το βράδυ, όταν τελείωνε η δουλειά και οι γυναίκες έβγαιναν στο κατώφλι και τα παιδιά έτρεχαν και έπαιζαν στις αυλές, ίσως ν' άφηνε και ο Ιησούς τους σκονισμένους δρόμους του χωριού και στη χλόη της ήρεμης εξοχής, καθισμένος κάτω από καμιά συκιά, βυθισμένος στη σκέψη, απέναντι από τα βουνά με τις απαλές γραμμές, να συλλογίζουνταν τα λόγια του Βαπτιστή, που ήταν το προάγγελμα της δικής του διδαχής.

Και, μια μέρα, άφησε τη Γαλιλαία και πήγε στην Ιουδαία, στην έρημο, όπου βοούσε η φωνή του Ιωάννη.

Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του Βαπτιστή, που οι Ιουδαίοι από την Ιερουσαλήμ του έστειλαν ιερείς και Λευίτες να τον ρωτήσουν ποιος είναι, με την ιδέα πως ίσως ήταν εκείνος ο Χριστός που περίμεναν. Μα εκείνος τους αποκρίθηκε πως δεν ήταν ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, όπως νόμιζαν, ούτε ο προφήτης.

— Ποιος είσαι; τον ρώτησαν τότε. Γιατί πρέπει να δώσομε απάντηση σ' εκείνους που μας έστειλαν. Τι λες για τον εαυτό σου;

Κι εκείνος τους είπε:

— Είμαι η φωνή εκείνου που βοά στην έρημο. Ισιάσετε το δρόμο που πάγει στον Κύριο — καθως είπε ο Ησαΐας ο προφήτης.

Και τον ρώτησαν οι Φαρισαίοι αποσταλμένοι:

— Γιατί λοιπόν βαπτίζεις, αν δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;

Τους αποκρίθηκε ο Ιωάννης και τους είπε:

— Εγώ βαπτίζω με νερό· ανάμεσά σας όμως στέκεται εκείνος που δεν τον γνωρίζετε αυτός θα βαπτίσει με Πνεύμα άγιο.

Και όταν την επαύριο ήλθε ο Ιησούς στον Ιορδάνη, τον είδε ο Ιωάννης που πλησίαζε και, γυρνώντας σ' εκείνους που ήταν κοντά του, είπε:

— Αυτός είναι ο αμνός του Θεού, που φορτώθηκε την αμαρτία του κόσμου. Αυτός είναι για τον οποίο είπα, πως πίσω μου έρχεται άνθρωπος που υπήρχε πριν από μένα.

Κατέβηκε ο Ιησούς στον Ιορδάνη για να τον βαπτίσει ο Ιωάννης. Κι εκείνος τον σταμάτησε λέγοντας:

— Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα, και συ έρχεσαι σε μένα;

Μα ο Ιησούς του αποκρίθηκε:

— Άφησε τώρα είναι ανάγκη να κάνουμε κάθε χρέος μας, κάθε τι που είναι δίκαιο και σύμφωνο με το θέλημα του Θεού.

Τότε τον βάπτισε ο Ιωάννης μέσα στον Ιορδάνη, και, έξαφνα, άνοιξε ο ουρανός, και το Πνεύμα το άγιο κατέβηκε σαν περιστέρι απάνω στον Ιησού και τον περιέλουσε με φως, και φωνή ακούστηκε μεγάλη από τον ουρανό λέγοντας:

— Αυτός είναι ο υιός μου ο αγαπητός, που σ' αυτόν έδωσα όλη μου την αγάπη.

Αφού βαπτίσθηκε ο Ιησούς, τραβήχθηκε στην έρημο για να προετοιμασθεί με προσευχή και νηστεία, για το μεγάλο έργο που είχε έλθει στον κόσμο να εκτελέσει. Εκεί έμεινε σαράντα μέρες νηστεύοντας και προσευχόμενος.

Μα ο πειρασμός ζήτησε να τον κλονίσει τότε στη μεγάλη του απόφαση.

Αφού νήστεψε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, ο Ιησούς πείνασε τότε ήλθε ο διάβολος και τον πείραζε λέγοντας:

— Αν είσαι υιός του Θεού, πες στις πέτρες τούτες να γίνουν ψωμιά.

Μα ο Ιησούς του αποκρίθηκε και είπε:

— Είναι γραμμένο: «Με ψωμί μονάχα δε θα ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με τα θεία λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Θεού.»

Τον παρέλαβε και τον έφερε τότε ο διάβολος στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ, και τον έβαλε να σταθεί στην άκρη της στέγης του Ναού.

— Αν είσαι υιός του Θεού, του είπε, ρίξου κάτω· γιατί είναι γραμμένο: «Τους αγγέλους του για σένα θα προστάξει, και στα χέρια θα σε σηκώσουν, μήπως σκοντάψει σε πέτρα το πόδι σου.»

Του αποκρίθηκε ο Ιησούς:

— Πάλι είναι γραμμένο: «Δε θα πειράξεις Κύριον τον Θεόν σου.»

Τρίτη φορά τον παρέλαβε και τον έφερε ο διάβολος σ' ένα βουνό ψηλό πολύ, και του έδειξε γύρω όλα τα βασίλεια του κόσμου με τη δόξα τους, και του είπε:

— Όλα αυτά θα σου τα δώσω, αν πέσεις και με προσκυνήσεις.

Τότε του λέγει ο Ιησούς:

— Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί είναι γραμμένο: «Κύριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσεις και μόνο εκείνον θα λατρέψεις.»

Τότε πια τον άφησε κι έφυγε ο διάβολος, και οι άγγελοι κατέβηκαν και τον παραστέκουνταν.