Η ελληνική σημαία

Από Βικιθήκη
Η Ελληνική σημαία
Συγγραφέας:


Υψούται κυματίζουσα η εθνική σημαία,
Και με του στερεώματος το κυανούν ενούται·
Ως του απείρου η χροιά, ην παριστά, ωραία·
Παρήγορος, ως ο σταυρός όν αύτη εγκολπούται.

Και βλέπει την ακρόπολιν, την χώραν της ευκλείας,
Ήτις μακρά εγείρεται διαμαρτυρομένη·
Απόμαχος, αναπολεί τους χρόνους της ανδρείας
Και τείνει δίσκον, παρελθόν λαμπρόν διηγουμένη.

Ωραία κόρη τουρανού, προς όν σιγώσα νεύει,
Εις τον γλαυκόν ορίζοντα εκεί ανηρτημένη
Όταν η αύρα προσφιλώς το σώμα της σαλεύη,
Ω! διατί αγωνιά, συστρέφεται και στένει;

Συ, αύρα, ήτις φέρεσαι ευώδης, ελευθέρα,
Σεις νέφη, όσα νωχελώς τον ουρανόν μετρείτε,
Και σεις, ελεύθερα πτηνά, οικούντα τον αέρα,
Ειπέτε διατί θρηνεί και διατί λυπείται.

Υπό την πράόν της σκιάν κοιμώνται τόσοι νέοι
Εκεί εις το Βαφέ· βροχή και άνεμος τους δέρει·
Αλλ’ η πατρίς απέκαμε τα τέκνα της να κλαίη,
Ως λόγον επιτάφιον σιγήν οδύνης φέρει.

Ελπίς εις τον ορίζοντα τον μάγον της πατρίδος,
Το κράσπεδον του ουρανού χαρίεσσα θωπεύει·
Αφού υπέστη την φοράν αγρίας καταιγίδος
Αποστραφείσα εκ της γης τον ουρανόν λατρεύει.

Ναι! Λάτρευε τον ουρανόν· η γη αυτή προδίδει·
Ανδράποδα οι άρχοντες αυτοί σε πλήττουν πρώτοι,
Και έκαστος πολιτικός αντί αγώνων ήδη
Με όνειρα υπουργικά απλούμενος υπνώττει.

Οι μητραλοίαι! Έσχισαν τας ιεράς πτυχάς σου
Και έρραψαν βαλλάντιον· κατάπτυστοι εκείνοι
Επρόδωκαν αντί μισθού μικρού τα όρφανά σου·
Αλλ’ ουδ’ η λήθη τώνειδος αυτών θα αποπλύνη.

Άφες αυτούς· την άκανθαν ο χους των θα βλαστήση·
Άφες· μικροί περί μικρών ας σκέπτωντ’ αιωνίως·
Όταν η δόξα ευμενής το έθνος χαιρετίση,
Εξόριστοι του κλέους σου ας τήκωνται αθλίως.

Τα έθνη ων η ύπαρξις ωδήγησε το μέλλον,
Ων δορυφόρος έπεται χωλή η οικουμένη,
Δεν σβύνουν, ως διάττον φως βραχείαν λάμψιν στέλλον,
Άλλ’ ήλιος μεσουρανών εκ νέου τα προσμένει.

Ίνα ταφώμεν, την μικρά εκτήσαμεν γωνίαν
Εν η το έθνος δύσπνοιαν αισθάνεται και φθίνει;
Έν μνήμα μας εχάραξαν; και την ελευθερίαν
Χωρίς δεσμά, αλλ’ εις ειρκτήν αφίνομεν να σβύνη;

Ορίζοντα, ορίζοντα εις την ψυχορραγούσαν·
Και πρέπει γη ελληνική τον χουν να περικλείση
Των κοιμωμένων εις Βαφέ, εις ξένην γην πενθούσαν,
Και της σημαίας η σκιά την Κρήτην να μετρήση.

Ω! ναι, σημαία, έπρεπεν η αύρα του Βοσπόρου
Να σε θωπεύση φέρουσα τα μύρα της Ασίας,
Αντί να σήπεσαι εντός μεμετρημένου χώρου,
Να λούεσ’ επί της υγράς της Έλλης κατοικίας.

Ή αν προώρισται μικρά διά παντός να μένης,
Αν πολεμίων ταπεινών γενναίον πέσης θύμα,
Αν σε πατάξη η φορά βαρβάρου ειμαρμένης,
Γενού σινδόνη εις ημάς και ο σταυρός σου μνήμα.