Η ανεράδα

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η ανεράδα
Συγγραφέας:


Στην χώραν π’ αναγιώθηκα
κ̌αι ‘κόμα αναγιώννουμουν
κ̌ι άρκ̌εψα νάκκον να λαχτώ,
τότε εξηφοήθηκα
τα ζώδκια κ̌ι εν εχώννουμουν
κ̌ι εξέβηκα να δκιανευτώ.

Σε μιαν ποταμοδκιάβασην
μιαν λυερήν εσχ̌ιάστηκα
- νείεν καεί η σταλαμή! -
ούλα τ’ αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επκιάστηκα,
αντάν πκιαστεί μες στην νομήν.

Αντάν με είδεν, έφεξεν
κ̌ι ο νους μου εφενκ̌ιάστηκεν
κ̌ι εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου ‘χαμογέλασεν,
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου κ̌ι έμεινα ξερός.

Ευτύς το πας μου έχασα,
τον κόσμον ελλησμόνησα
κ̌ι έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: «Έλα κλούθα μου»,
κ̌αι ‘που καρκιάς επόνησα
κ̌ι εκλούθησά της, ο χαντός.

Λαόνια, κάμπους κ̌αι βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ’ αθθούς κ̌ι αγκαθθερά·
η στράτα δεν ετέλειωννεν
κ̌αι δεν εποσταθήκαμεν·
ήτουν για λλόου μας χαρά.

Έτρεμεν μεν κ̌αι χάσει με
κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι χάσω την
κ̌αι μεν της πω κ̌αι μεν μου πει·
εδίψουν την, εκαύκουμουν
κ̌ι έτρεμα μεν κ̌αι πκιάσω την
κ̌αι γίνουμεν κ̌ι οι δκυο ‘στραπή.

Ύστερα σγοιαν παράδεισον
έναν βουνόν εφτάσαμεν
ίχ̌ια με τα ‘ψη τ’ουρανού.
κ̌ει πάνω κ̌ει εκλάψαμεν
αντάμα κ̌ι εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.

Λαλεί μ’: «Αν είσαι πέρκαλλος,
τώρα πκιον μείνε δίχως μου,
αν σου αρέσκ’ έτσι ζωή»,
κ̌αι ξαπολά ‘ναν χάχχανον,
ιχ̌ιά ‘νωσα το στήθος μου
πως άλλο νάκκον να ραεί.

Είπεν κ̌ι εγίνην άφαντη,
ευτύς ‘π’ ομπρός μοχάθηκεν,
σγοιαν άνεμος περαστικός·
εράην η καρτούλλα μου,
ευτύς ο νους μοστάθηκεν
κ̌ι είμαι ‘που τότες ξηστηκός.

Οι πλήξες που μ’ ετρώασιν
ακόμα ‘ν’ αφανέρωτες
κ̌ι εις τα πουλλιά που κ̌ηλαδούν.
Έχ̌ει που τότες, όπου δω
τες ανεράδες, τρέμω τες·
κ̌αι πογυρίζω μεν με δουν.