Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η αναχώρησίς της (2)

Από Βικιθήκη
Ἡ ἀναχώρησίς της
Συγγραφέας:
Τὰ Ἅπαντα (1873)


νω τ’ ἄνθη τῶν κήπων μας θάλλουν
Καὶ μυρίζουν τὰ δένδρ’ ἀνθισμένα,
Εἰς τὰ φύλλα τοῦ δάσους κρυμμένα
Λυπημένα — τ’ ἀηδόνια πῶς ψάλλουν;

Τῆς μολπῆς των ὁ θρῆνος πληγόνει,
Χαιρετοῦν ἀδελφὴν ποῦ τ’ ἀφίνει,
Ὤ, μὴ φεύγῃς! ἀνθίζουν οἱ κρίνοι,
Ἡ γαλήνη — τὸ κῦμα χρυσόνει.

Χελιδόνας ὁρῶν ἀντικρύ μου,
Ἦλθον πάλιν, στενάζω μὲ πόνον·
Ὤ, τὰς βλέπω καὶ κλαί’ ἡ ψυχή μου,
Ἡ καλή μου — δὲν φαίνεται μόνον.

Ἀμβροσίαν τὸ ἔαρ ἐκχύνει
Εἰς τοῦ δάσους τ’ ἀτίμητα κάλλη·
Ἀηδόνων φωνὴ τὸ καλλύνει,
Ἀλλ’ ἐκείνη — συγχρόνως δὲν ψάλλει.

Τὰ πτηνὰ περιΐπτανται λάβρα
Μαγικοῦ ὡσὰν κάτοικα κόσμου…
Μορμυρίζει ματαίως ἡ αὖρα·
Ὅλα μαῦρα — παρίσταντ’ ἐμπρός μου.

Μυροβόλα φυτὰ τριγυρίζουν
Τὸ κρυστάλλινον νᾶμα τῆς κρήνης,
Ὅλα κύκλω μου μόσχον μυρίζουν…
Τί ἀξίζουν — ἀπούσης ἐκείνης;