Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η αγάπη του σκιάχτρου

Από Βικιθήκη
Η αγάπη του σκιάχτρου
Συγγραφέας:


Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.

Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλά-καλά δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, τ’ αυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του. Ήτανε κι άλλοι άνθρωποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι αλλήθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα ούτε πετούμενο ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο.

Οι άνθρωποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κοίταζαν. Τον κοίταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με σιχαμό. Τον κοίταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι άνθρωποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάσει από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χιμούσανε να τον φάνε. Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του· ήξερε πως κατιτί τον φύλαγε σα φυλακτό απ’ τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν, κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σα να τα είχε δαρμένα.

Ο άσχημος άνθρωπος -έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός-αγάπησε τ’ ομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα-νύκτα περνούσε κάτω απ’ το σπίτι του κοριτσιού και κοίταζε στα παράθυρα μ’ ένα παράπονο που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Τ’ αδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώσει και κανένας. Ποιος γύριζε να ιδεί τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κι εκείνες και πειράζανε τ’ όμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τ’ όμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κι έκλαιγε απ’ το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό!» έλεγε. «Να μ’ αγαπήσει ένα σκιάχτρο!» Το ’παιρνε σαν καταφρόνια και σα φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κι έκλαιγε μοναχή της.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξει στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε οι μέρες, από την πίκρα και τον καημό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κοιτάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακριά. Τρελαμένος απ’ την αγάπη είδε κι απόειδε και μια νύκτα έβαλε ένα τρομπόνι στα μηλίγγια του και σκόρπισε στον άνεμο το άσχημο πρόσωπό του.

Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ’ την ασχημιά του και χρειάστηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σα σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.

Μα τ’ όμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξει την καταφρόνια που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους της πώς, μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήσει. Κι απ’ την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και σιχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κι έλιωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που τη βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο· αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου ανθρώπου, για την ομορφιά της που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.

Τ’ όμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ’ τον κόσμο κι έλιωνε σαν το κερί. Κι όλο έλιωνε, ώσπου μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα και δεν τ’ άνοιξε πια.

Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κι οι τραγουδιστάδες τής βγάλανε τραγούδι. Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι αυτή απ’ την αγάπη, πως ένας κρυφός καημός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε…

Έτσι, ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζί του την αγάπη του και δεν την άφησε να τη χαρεί άλλος κανένας στον κόσμο. Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.