Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η αγάπη

Από Βικιθήκη
Ἡ ἀγάπη
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Μιχαήλ Αργυρόπουλος
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1890 του Κωνσταντίνου Σκόκου


Η ΑΓΑΠΗ

Δερβίσσης ἐταξείδευε μαζύ μας, μὲ κιρβάνι.
Κ’ ἕνας Ἐμίρης ξακουστὸς μ’ ὁλόχρυσο καφτάνι
Λίγα φλουριὰ τοῦ χάρισε ἀπ’ τὰ πολλὰ δικά του,
Γιὰ τὸ φτωχό του σπητικὸ καὶ τὰ φτωχά παιδιά του.
Ξάφνου ’σ τὸν κάμπο κλεφτουριὰ ἀπάντεχτη, μιὰ ’μέρα,
Πέφτουν, σὰν λύκοι, ἁρπάζουνε καὶ φεύγουν πέρα - πέρα.
Οἱ ταξειδιῶταις κλαίγανε… τὰ δάκρυα τί θένε!..
— Δὲν στρέφει ὁ κλέφτης τὰ φλουριά, καὶ ἂν προσκυνοῦν κι’ ἂν κλαῖνε…


Μόν’ ὁ Δερβίσσης ἔμεινεν ἀκίνητος ’σ τὴν ἄκρη·
Δὲν ἔβγαλ’ ἕνα στεναγμό, δὲν ἔχυσ’ ἕνα δάκρυ·
Καὶ ὅταν τὸν ἐρώτησα ἂν πῆραν τὰ φλουριά του,
Ἐκεῖνος μὲ τὴν ἥσυχη, τὴ πρωτινὴ λαλιά του:
— Τὰ πῆραν, εἶπε· μὰ ἐγὼ δὲν τ’ ἀγαποῦσα τόσο,
γιὰ νὰ πονέσω ὕστερα, σὰν μοῦ ’παν νὰ τὰ δώσω.

*


Ποτέ, σὲ τίποτε γερὰ μὴ δένῃς τὴν καρδιά σου,
Γιατὶ τὸ πῶς θὰ ξεδεθῇς ’σ τὰ ὑστερνά, στοχάσου…


Καὶ εἶπ’: Ἀλήθεια! Ἄχ! κ’ ἐγὼ ’σ τὰ πρῶτα μου τὰ νειάτα
Κ’ ἐγὼ ἀγάπησα μιὰ νειά, γιομάτη κάλλη ἀφράτα
Καὶ ἦταν ἡ ἀγάπη μου καὶ ἡ φωτιά μου τόση,
Ὡσὰν τὴν ὡμορφάδα της, ποὖχε ὁ Ἀλλὰχ τῆς δώσει.
Ἅγιο Κιβλὰχ[1] μ’ ἐγίνηκε ἐκείνη πειὰ ’σ τὰ μάτια,
Κι’ ὅλῳ σιμά της μ’ ἔσερνε, μὲ χάδια, μὲ γινάτια,
Γιὰ νὰ μοῦ δώση, σὲ γλυκαὶς κουβένταις καὶ τσιμπούσια,
Ἀπὸ τὰ πλούτη τῆς ζωῆς, τὰ κέρδη τὰ πειὸ πλούσια…
Ἄχ! ἴσως θὰ τῆς μοιάζουνε ἐπάνω τ’ ἀγγελούδια!
Ἀλλοιῶς, ἐχὰθ’ ἡ ὠμερφιὰ στοῦ κόσμου τὸ περβόλι
Καὶ δὲν θ’ ἀνθίσουνε ποτὲ ὡσὰν αὐτὴν λουλούδια.
Τ’ ὁρκίζομαι σὲ φίλο μου, καὶ νὰ τὸ μάθουν ὅλοι:
Πῶς τὸ καλλίτερο νερὸ κι’ ἂν τώχουν στάξει κρῖνοι,
Δὲν θενὰ γίνῃ ἄγγελος ποτὲ ὡσάν Ἐκείνη…


Μὰ ξάφνου, μιὰ κακιὰ στιγμή, τὸ πόδι της τ’ ἀφράτο,
’σ τὴ λάσπη ἐβουτήχθηκε τοῦ χάρου, ἐδῶ κάτω·
Καὶ ὁ καπνὸς τοῦ χωρισμοῦ, ποῦχ’ ἡ ψυχὴ σκορπίσει,
ἐπέταξ’ ἀπὸ τὸ σπίτι της ἐπάνω. — Εἶχε σβύσει…


Μέραις πικραὶς ἐπέρασα ’σ τοῦ τάφου της τὸ χῶμα,
Καὶ σὲ τραγούδια ἔβγαιναν τὰ λόγια μ’ ἀπ’ τὸ στόμα:
«Ἂς ἦταν, τὴ κακιὰ στιγμὴ ἐκείνη ποὗχα μάθει
πῶς σ’ ἐκεντοῦσε ἄπονα τοῦ χάρου τὸ ἀγκάθι,
Μὲ μιὰ σπαθιὰ του νἄπερνε ὁ Θάνατος κ’ ἐμένα
Νὰ μὴ θωροῦν τὰ μάτια μου τὴ γῆς — χωρὶς Ἐσένα.
Γέρνω στὸ μαῦρο μνῆμα σου κι’ ἀπ’ τὴ καρδιά μου λέω:
Ἂς ἤμουν κ’ ἐγὼ δίπλα σου!.. Μὰ σὺ σιωπᾶς καὶ κλαίω…»


Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀπόφασι τὸ πῆρα
Ν’ ἀφήσω ἥσυχο τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μου χήρα.
Ποτέ μου πειά, σὲ τίποτε νὰ μὴ δεθῶ ὀπίσω
Νὰ πνίξω τῄς λαχτάραις μου καὶ… νὰ μὴν ἀγαπήσω.


Εἶναι καλὴ ἡ θάλασσα, μ’ ὅλῳ νησιὰ διαμάντια,
Μὰ… ἔχει μαῦρα κύματα μὲ πεινασμένα βάθεια.
Καλὰ ῏ναι τὸ τραντάφυλλο γιὰ χάδια ἀπ’ ἀγνάντια,
Μἄχει μελίσσια μέσα του καὶ πλάγια του ἀγκάθια.
Χθὲς ἤμουν ’σ τῆς ἀγάπης μου, ’σ τὸ μόνο μου στολίδι,
Μὰ τώρα μακριὰ ἀπ’ αὐτὴ στριφογυρνῶ, σὰν φίδι…


  1. Τὸ μέρος πρὸς ὃ στρέφουσι τὰ ὄμματα οἱ μουσουλμάνοι, ὅταν προσεύχωνται.