Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ι

Από Βικιθήκη
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Θωμά, ἡ γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα· δίπλα εἰς τὴν μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιῶ, καὶ ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν ἐργασίαν.

Τὴν δευτέραν ἡμέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχεν ἐνοχληθῆ μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ' ἐθορύβουν. Σχεδὸν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα ἢ δεκαπέντε τὸν ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, ἐχοροπηδούσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους φωνάς, ὡς Ἠχοῖ, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν ὁ παιγνιώδης φόβος - καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον γραίαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἤσυχαι τὴν ἐργασίαν των.

Δυὸ πύλας εἶχεν ἡ εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικράν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως ἡ Γιαννοὺ μὲ τὸν μοχλόν, ἢ μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ εὔρη ἡσυχίαν· κ' αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ' ὀλίγον ἀνοικταὶ ἑκάστοτε· τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν ἢ νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς ἢ φίλοι τῆς οἰκίας. Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν οἰκοκυρᾶν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Ἀύται τῆς ἀπήντησαν ὅτι «νὰ κοιτάζη τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνη κουμάντο σὲ ξένο βιό».

Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Γιαννοὺ ἔστειλε τὴν Κρινιῶ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φέρη ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῆ ὅτι θὰ ἔβραζεν ἡ Ἀμέρσα -ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνη μέρος εἰς τὴν πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας- διὰ νὰ γευματίσουν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνη. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ ἢ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. Ἡ κυρὰ δασκάλα πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν «βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἧτο καιρὸς πλέον νὰ «χειραφετηθώσιν».

Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ' αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἐν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, ἡ Ξενούλα, ἄρχισε νὰ περιγελὰ τὴν γραίαν, μὲ μιμικᾶς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ τοῦ στόματος.

Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ' ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ' ἡ βέργα ἧτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν ἔφθανε.

- Ἕ! Θέ μου, καὶ νὰ 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννού. Τί λευθεριὰ θὰ 'κανες τῆς μάννας σου!

- Ἕ! Σέ μου, τσαὶ νὰ 'μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη παρωδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες τσὴ μπάμιάς σου!

Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ πρίν.

Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἧτο φραγμένον μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἔφ' ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἧτο χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβᾶ, δι' οὐ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρᾶ καὶ κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χάσκον στόμα τοῦ φρέατος. Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἴτα μέγας πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ.

Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἧτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιὰν κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἧτο μιᾶς ὀργυιᾶς.

Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ φωνάξη καὶ νὰ τρέξη εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλη, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος στοχασμὸς τῆς ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν ἡ παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα ὁ Θεὸς (ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ;) εἱσήκουσε τὴν εὐχήν της, καὶ δὲν ἧτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλη πλέον χείρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχὴ τῆς εἱσηκούετο.

Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθη μέχρι τοῦ στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς τὸ νερόν, εἶπε καθ' ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὴν σώση. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο... αὐτὴν θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἧτο ἀργά. Ἀργὰ ἴσως θὰ ἧτο διὰ νὰ σωθῆ ἡ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν θὰ ἧτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθωότητά της. Καὶ ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἧτο, ἂν ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ' ὁποία κακὴ τύχη! Πὼς τὴν ἐπαίδευεν ἡ ἁμαρτία! Ἂν ἧτο τώρα ἡ Κρινιῶ ἐδῶ, πόσον εὐκταῖον θὰ ἧτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν -διότι τὸ πηγάδι, ὅπως συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς- καὶ πιθανὸν ἧτο νὰ κατώρθωνεν ἡ Κρινιῶ νὰ σώση τὴν μικρὰν κορασίδα. Τώρα ὅμως ἧτο ἀπελπισία καὶ θάνατος!

Εἰς αὐτὰς τὰς στιγμάς, ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ εἰσακουσθῆ ἡ εὐχή της καὶ νὰ πνιγὴ ἡ παιδίσκη. Εἴτα εὐθὺς πάλιν ὁ λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα.

Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμη.

«Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. θὰ προφασισθῶ, ἐπειδὴ τὸ Κρινιῶ ἀργεῖ νὰ ἔλθη -ἴσως νὰ μὴν εἴν' ἕτοιμο τὸ φαΐ- πὼς πείνασα τάχα πολύ, κ' ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ' τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιῶ, νὰ κουβαλά».

Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ' ἔβαλε τὸ κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, καὶ ἀπῆλθεν.