Η Τρίχα/Γ

Από Βικιθήκη
Η Τρίχα
Συγγραφέας:
Μέρος Γ'


  I
(Ὁ Φράρης ἐσφύριξε κι' ἦρθαν μερικοὶ ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο καὶ κάποιος ποὺ κατοικεῖ)

ὄξω ὸχ τὴ Χώρα τῶν Κορφῶν καὶ ἐκεῖ τὴν κωλοσούρει

  III
Κάτι μπορῶ νὰ ξέρω ἐγὼ· κι' ἐσὺ θὰ ξέρεις κάτι·

  III
Ἕνα τσουφί, μικρὸ τσουφί, γραμμένο σὲ τρία μέρη
«καὶ μέσα ἦταν τριχοῦλες»
καὶ τὸ τσουφί τὴ μιὰ μεριὰ κι' ὁ δόχτορας τὴν ἄλλη
κάτι μεγάλα ζύγη ἰδοὺ εὑρέθηκαν δεξία
βρίσκεται μέσα ὁ δόχτορας καὶ τὸ τσουφὶ ζερβία.

  IV
+ + καὶ χάμου προσκυνᾶνε
ὡς συνηθοῦσε στὰ Levez (καθὼς μοῦ λένε κάνε)
+ + τοὺς εἶπε ἀφήστε τς ἀναγοῦλες
βάνει στὰ ζύγη ἐδῶθε αὐτοὺς κ' ἐκεῖθε τὲς τριχοῦλες.

  V
Πάντα στὸ δίσκο ἐδείχνανε μεγάλη κορδομάρα·
καὶ ὁ φλάρης ἀκλούθαγε καὶ ἐσυχνοβροντοῦσε
καὶ πάντοτε ἡ παρθενικὴ τρίχα τοὺς ἐνικοῦσε.

  VI
Γιὰ πολὺ κόπο τάχατε τὸ πόδι ἀντιστηλιώνει
βροντᾶ τοὺς δίσκους τρεῖς φορὲς καὶ τέλος τοὺς ὑψώνει,
ἀφοῦ γιὰ λίγο ἐμείνανε σὲ μιὰ μεριά, τὴν ἄλλη,
γέρνουν κατὰ τὸ δόχτορα καὶ πέφτουν κάτω ἀγάλι
Τοῦ ζυγιαστῆ τὰ δάχτυλα ἀναψοκοκκινῆσαν,
στὸ δίσκο τὸ βαρύτερο ἐκοίταξε ἐρευνῶντας,
κι' ἐχαμογέλασε γλυκὰ τὴν κεφαλὴ κινῶντας·
κάτ' ηὗρε, ρίχνει το μακριὰ κι' εἶναι μιὰ μύγα ψόφια
μικρή, ξερή, κουτσόφτερη κι' οὔτε δὲν εἶναι ἀτόφια.
Καὶ τὴ δουλειὰ ξανάρχισε κι' ἀναπαυμὸ δὲν εἶχα
ἀπάνου πάντα ὁ δόχτορας καὶ πάντα κάτου ἡ τρίχα.

  VII
Τοῦ κάκου ἀνακατεύονταν οἱ μαῦροι ντροπιασμένοι
πολληώρα ἀκλούθαε + + τὸ φοβερὸ παιγνίδι
κι' ὁ νιὸς ἁρχίναε μὲ χαρὰ κι' ἀναδευε τὸ φρείδι
Ὁ φλάρης τὸ νοιωσε κι' εὐθὺς τὸν ἄδραξε ὀχ τὰ στήθια
μέσα τὸν ἔβαλε κι' αὐτὸν νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια·

  VIII
(Νὰ βάλῃς στὴ ζυγαριὰ καὶ τὸ Φορέστη. Ἐνῶ ζυγιαζόταν «εἶχε περούκα κι' ἔπεσε».
Καινούργιο σφύριγμα κι' Οὐρανὸς κι' ἡ Γῆ ἕνα κάποιο ποὺ ἐγὼ τὸν ξέρω.)

 Λέει ὄ,τι φθάσῃ, ὅμως κακό, ποτὲ καὶ στὰ καλά σου
παρὰ ἂν τοῦ δίνῃς νὰ γευθῇ· κι' ἅν πάψῃς, συφορά σου.

  IX
Πανταγρουΐλ τὴ γλῶσσα του ἀπόξω μισοβγάζει
τοῦ φαίνεται πὼς στράτεθμα ὁλόκληρο σκεπάζει.

  X
Ἀπόξω κάνει τὸ γιατρὸ καὶ παίζει καὶ τὴ Βιόλα

  XI
Ὁπόταν ἐξεφώνησες μιὰ κάποιαν ὁμιλία
ὁποὺ τὸ ἕνα ἄφινε κι' ἔμπαινε σ' ἄλλα τρία,
σὰ μαϊμου (συχώρεσι ἂν ἕνας φλάρης βάλῃ
ἑτούτη τὴν παρόμοιασι ποὺ δὲν τὴν εἶπαν ἄλλοι)
ποὺ τὸ μεγάλο κάστανο ποὺ τσ' ἔρριξαν τὸ σφίγγει
καὶ βγάνει χαρχατούρισμα ἀπὸ τὸ αἰσχρὸ λαρύγγι,
σιμώνει τὰ μπομπόχερα στὴ μπομπερὴ μουσούδα
συχνοχτυπάει τὰ βλέφαρα καὶ τοῦ πετάει τὴ φλούδα·
κι' ὅτ' ἄρχισε νὰ τὸ γευθῇ τ' ἀφίνει νὰ τῆς πέσῃ
κι' ἀδράχνει γύρου ποὺ γελοῦν χαρτί, μαντήλι, φέσι.
Κι' ἔτσι δά, καλὲ δόχτορα, τὸ πρᾶμα ὡραῖα ταιριάζει
γιατὶ καλὰ μιμιέσαι αὐτὴν ὁποὺ κακὰ μᾶς μοιλαζει.

  XII
Τώρα τί κάνει εἶπ' αὐτός; κι' ὁ φλάρης εἶπε lugent
καὶ δὲν κοιμοῦνται μὴ γι' αὐτοὺς πολὺ γελάσῃ ὁ [Ντοῦγκεντ]

  XIII
Τὰ δίστηλα ἦτανε ὁ σκοπός, τὰ δίστηλα τὰ μέσα

  XIV
(Ὁ νεανίσκος φοροῦσε πάντα μιὰ προσωπίδα ποὺ ὁ φλάρης τοῦ βγάζει.
Μ' αὐτὴν φαινόταν πάντα χαμογελοῦσε.)

Εἶχα σαστίξει βλέποντας ποὺ σ' ὅλα αὐτὰ + + ἑνο
τὀ ἴδιο γέλοιο ἔδειχνε σὰ γέλοιο τυπωμένο.

  XV
Κι' εἶδα τὸ μάτι κατὰ μὲ σὰν ἀπὸ νέφι άχτῖδα
ἐπονηράστραψε δεινὰ ἀπὸ τὴν προσωπίδα.