—Χθὲς ἀκόμ’ ἡ Νυχτερίδα ποντικὸς μὲ τὴν οὐρά, ἔξαφνα καί παρ’ ἐλπίδα ποῦ τὰ ηὗρε τὰ φτερά; —Εἰς τὴν ἐκκλησιὰν ἐμβῆκε, στὴν γωνιὰ τοῦ ἱεροῦ, καί τ’ ἀντίδωρον εὑρῆκε μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ. Μετὰ φόβου Θεοῦ τρέχει καὶ τὸ παίρν’ ἀπὸ τὴν γῆ: δι’ ἁγιασμὸ τὸ ἔχει κι’ ὄχι μόνο γιὰ φαγί. Κ’ ἡ εὐλάβεια ἡ τόση, καὶ ὁ εὐσεβής της νοῦς τὰ φτερά τῆς ἔχουν δώσει, ποῦ τὴν πᾶν στοὺς οὐρανούς.