Η Μελέτη/Τόμος 6/Τεύχος 2/Ο κώδων
←Τὸ ὕδωρ της λήθης | Η Μελέτη, Τόμος 6, Τέυχος 2 Συγγραφέας: Μεταφραστής: Χ. Ὁ κώδων |
Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων: Λογοδοσία τοῦ Δ. Συμβουλίου→ |
Τίτλος πρωτοτύπου: La Cloche από το έργο Contes blancs: la Cloche; la Chapelle blanche; Mariage blanc. (1910) |
Ὁ μικρὸς ναὸς τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου εἶχεν ἕνα παλαιὸν κώδωνα καὶ ἕνα γέροντα ἐφημέριον.
Ὁ κώδων ἦτο τόσον ραγισμένος, ὥστε ὁ ἦχός του ὡμοίαζε μὲ τὸν βῆχα γραίας, δυσάρεστος εἰς τὴν ἀκοὴν καὶ προξενῶν λύπην εἰς τοὺς γεωργοὺς καὶ εἰς τοὺς ποιμένας τοὺς διεσπαρμένους εἰς τοὺς ἀγρούς.
Ὁ ἐφημέριος ἀββᾶς Κοραντὲν ἦτο ἀκμαῖος ἀκόμη, ἄν καὶ ἡλικίας ἑβδομήκοντα πέντε ἐτῶν. Εἶχε πρόσωπον παιδικόν, ρυτιδωμένον, ἀλλὰ θαλερόν, πλαισιούμενον ὑπὸ τριχῶν λευκῶν ὅπως τὸ ἔριον, τὸ ὁποῖον ἔνηθον αἱ ἀγαθαὶ γυναῖκες τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου. Τὸν ἐλάτρευον δὲ οἱ ἐνορῖταί του ἐξ αἰτίας τῆς καλωσύνης του καὶ τῆς μεγάλης του εὐσπλαγχνίας.
Ἐπειδὴ ὅσον οὕπω ἐπρόκειτο νὰ συμπληρωθῇ ἡ πεντηκονταετηρὶς τῆς ἱερωσύνης του, οἱ ἐνορῖταί του ἀπεφάσισαν νὰ τοῦ προσφέρουν ἀξιόλογόν τι δῶρον πρὸς πανηγυρισμὸν τοῦ ἰωβιλαίου του.
Οἱ τρεῖς ἐπίτροποι ἐνήργησαν κρυφίως ἔρανον μεταξὺ τῶν κατοίκων καὶ ἀφοῦ ἐσύναξαν ἑκατὸν τάλληρα, τὰ ἔφεραν εἰς τὸν ἐφημέριον καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πόλιν καὶ νὰ ἐκλέξῃ ὁ ἴδιος ἕνα νέον κώδωνα διὰ τὴν ἐκκλησίαν.
— Παιδιά μου, εἶπεν ὁ ἀββᾶς Κοραντέν, ἀγαπητά μου τέκνα... χωρὶς ἄλλο ὁ Θεός... θέλω νὰ εἰπῶ... δηλαδὴ τρόπον τινά...
Καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ εἰπῇ περισσότερα ἕνεκα τῆς σφοδρᾶς του συγκινήσεως. Ἠδυνήθη μόνον νὰ ψελλίσῃ:
«Νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ».
Ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς μὲ τὴν φαντασίαν γεμάτην ἤδη ἀπὸ τοὺς μέλλοντας φαιδροὺς ἤχους τοῦ κώδωνος, ἐβάδιζε κατευχαριστημένος, δοξάζων τὸν Θεόν, ὅπως ὁ ἅγιος Φραγκῖσκος, διὰ τὴν ὡραιότητα τῆς πλάσεως.
Ὅτε ἐπλησίαζεν εἰς Ροζύ-λέ-Ρόζ, εἶδε παρὰ τὴν ὁδὸν ἅμαξαν θιάσου σχοινοβατῶν ἀπεζευγμένην. Ὄχι μακρὰν τῆς ἁμάξης γηραιὸς ἵππος ἔκειτο κατὰ γῆς κατακεκλιμένος εἰς τὸ ἔν πλευρόν, μὲ τοὺς τέσσαρας πόδας τεταμένους καὶ ἀκινήτους, μὲ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ αἰχμηρὰ ὀστᾶ τῶν νώτων σχεδὸν διαπερῶντα τὸ τετριμμένον δέρμα, μὲ τοὺς μυκτῆρας αἱματωμένους, μὲ τὴν κεφαλὴν ἀδρανοῦσαν καὶ τὰ ὄμματα λευκὰ καὶ ἀπλανῆ.
Εἷς γέρων καὶ μία γραῖα φέροντες ἀλλόκοτα ράκη καὶ περικνημῖδας πλεκτὰς ἐμβαλωμένας βαμβακερὰς ροδίνου χρώματος ἐκάθηντο παρὰ τὴν τάφρον τῆς ὁδοῦ θρηνοῦντες τὸν νεκρὸν ἵππον.
Κοράσιον δεκαοκταετὲς προέκυψεν ἐκ τῆς τάφρου καὶ ἔδραμε πρὸς τὸν ἀββᾶν λέγων:
— Κάμετε, ἐλεημοσύνην, ἅγιε ἐφημέριε! ἐλεημοσύνην, σᾶς παρακαλῶ!
Ὁ ἀββᾶς βραδύνας τὸ βῆμα, καὶ ἐξαγαγὼν τὸ βαλλάντιόν του εἶχεν ἤδη ἀνασύρη ἐξ αὐτοῦ ἓν νόμισμα δέκα λεπτῶν· ἀλλ’ ἀντικρύσας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ κορασίου, ἐσταμάτησε καὶ ἤρχισε νὰ τὸ ἐρωτᾷ.
— Ὁ ἀδελφός μου, εἶπεν ἡ μικρά, εἶναι εἰς τὴν φυλακήν, διότι τὸν κατηγοροῦν ὅτι ἔκλεψε μίαν ὄρνιθα· αὐτὸς μᾶς τρέφει καὶ εἴμεθα νηστικοὶ τώρα δύο ἡμέρας.
Ὁ ἀββᾶς ἐπανέθεσε τὸ χάλκινον νόμισμα εἰς τὸ βαλλάντιον καὶ ἀνέσυρεν ἓν ἄλλο ἀργυροῦν.
— Ἐγώ, ἐξηκολούθησεν ἡ μικρά, ξεύρω νὰ κάμνω παιγνίδια καὶ ἡ μητέρα ξεύρει νὰ λέγῃ τὴν τύχην· ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀφίνουν νὰ δουλεύσωμεν εἰς τὰς πόλεις καὶ εἰς τὰ χωρία, διότι εἴμεθα πολὺ ἐλεεινοί. Καὶ τώρα νὰ ποῦ μᾶς ἐψόφησε καὶ τὸ ἄλογόν μας! Τὶ θὰ γίνωμε οἱ δυστυχισμένοι;
— Ἀλλά, ἠρώτησεν ὁ ἀββᾶς δὲν ἠμπορεῖτε τάχα νὰ ζητήσετε νὰ εὕρετε καμμίαν ἐργασίαν ἐδῶ τριγύρω;
— Οἱ ἄνθρωποι μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς πετροβολοῦν. Ἔπειτα δὲν ἐμάθαμεν ποτὲ καμμίαν ἐργασίαν· ἄλλο δὲν ξεύρομεν νὰ κάνωμεν παρὰ παιγνίδια σχοινοβατικά... Ἄν εἴχαμεν ἓν ἄλογον καὶ μερικὰ χρήματα διὰ νὰ ἐνδυθῶμεν, ἴσως θὰ ἠμπορούσαμεν ἀκόμη νὰ ζήσωμεν μὲ τὴ δουλειά μας... Ἀλλὰ τώρα δὲν μᾶς μένει ἄλλο παρὰ ν’ ἀποθάνωμεν τῆς πείνας.
Ὁ ἀββᾶς ἔθεσε πάλιν τὸ ἀργυροῦν νόμισμα εἰς τὸ βαλλάντιόν του.
— Ἀγαπᾷς τὸν Θεόν; ἠρώτησε.
— Θὰ τὸν ἀγαπῶ, ἂν μᾶς βοηθήσῃ, ἀπήντησε τὸ κοράσιον.
Ὁ ἀββᾶς ᾐσθάνετο περὶ τὴν ὀσφύν του τὸ βάρος τοῦ σάκκου τοῦ περιέχοντος τὰ ἑκατὸν τάλληρα τῶν ἐνοριτῶν του.
Ἡ ἐπαῖτις εἶχε διαρκῶς ἐστραμμένους πρὸς τὸν ἀγαθὸν ἱερέα τοὺς ὀφθαλμούς της, τοὺς ἀθιγγανικοὺς ὀφθαλμούς της, τῶν ὁποίων αἱ κόραι ἐσκίαζαν ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν.
Ὁ ἀββᾶς ἠρώτησεν ἐκ νέου:
— Εἶσαι φρόνιμη;
— Φρόνιμη; εἶπεν ἡ ἀθιγγανὶς μετ’ ἐκπλήξεως, διότι δὲν ἐννόει τὴν ἐρώτησιν.
— Γιὰ πές: «Θεέ μου, σὲ ἀγαπῶ!»
Τὸ κοράσιον ἐσίγησε καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἐπλήσθησαν δακρύων.
Ὁ ἀββᾶς ἐξεκούμβωσε τὸ ράσον του καὶ ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖράς του τὸν ὀγκώδη σάκκον μὲ τὰ χρήματα.
Ἡ ἀθιγγανὶς ἥρπασε τὸν σάκκον μὲ κίνημα πιθήκου καὶ εἶπεν:
— Ἅγιε ἐφημέριε, σ’ ἀγαπῶ!
Καὶ ἔφυγε πρὸς τοὺς δύο γέροντας, οἵτινες ἀκίνητοι ἐξηκολούθουν νὰ θρηνοῦν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ ἵππου.
Ὁ ἀββᾶς ἐξηκολούθησε τὴν πορείαν του πρὸς τὸ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ, ἀναλογιζόμενος τὴν μεγάλην ἀθλιότητα, εἰς ἣν εὐδοκεῖ ὁ Ὕψιστος νὰ κρατῇ πολλὰ τῶν πλασμάτων του, καὶ ἱκετεύων αὐτὸν νὰ φωτίσῃ τὴν μικρὰν ἀθιγγανίδα, ἥτις προφανῶς ἦτο ἄθρησκος, κατὰ πᾶσαν δὲ πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν βαπτισθῇ.
Ἀλλ’ αἴφνης ἐσυλλογίσθη ὅτι ἦτο περιττὸν νὰ μεταβῇ εἰς Πὸν - λ’ Ἀρσεβέκ, ἀφοῦ δὲν εἶχε πλέον τὰ χρήματα τοῦ κώδωνος.
Ὅθεν ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω.
Δὲν κατώρθωνε τώρα νὰ ἐννοήσῃ πῶς εἶχε δώσῃ εἰς μίαν ἄγνωστον ἐπαίτιδα, εἰς μίαν σχοινοβάτιδα ποσὸν χρημάτων τόσον σημαντικόν, τὸ ὁποῖον πρὸς τούτοις δὲν τοῦ ἀνῆκεν.
Ἔσπευσε τὸ βῆμα ἐλπίζων νὰ ἐπανεύρῃ τὴν ἀθιγγανίδα· ἀλλὰ παρὰ τὴν ἄκραν τῆς ὁδοῦ δὲν εὑρίσκετο πλέον παρὰ τὸ πτῶμα τοῦ νεκροῦ ἵππου καὶ τὸ ἀπεζευγμένον ἁμάξιον.
Ἀνεμέτρησε τὴν πρᾶξίν του. Χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν εἶχε σοβαρῶς ἁμαρτήσῃ. Εἶχε καταχρασθῇ τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν ἐνοριτῶν του, εἶχε σπαταλήσῃ τὴν δοθεῖσαν εἰς αὐτὸν παρακαταθήκην, εἶχε κλέψῃ σχεδόν.
Καὶ διέβλεπε μετὰ τρόμου τὰς συνεπείας τοῦ σφάλματός του.
Πῶς νὰ τὸ κρύψῃ; Πῶς νὰ τὸ ἐπανορθώσῃ; Ποῦ νὰ εὕρῃ ἄλλα ἑκατὸν τάλληρα; Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ τί ν’ ἀπαντήσῃ εἰς ἐκείνους ὁποῦ θὰ τὸν ἐρωτοῦσαν; Πῶς θὰ ἠδύνατο νὰ δικαιολογήσῃ τὴν διαγωγήν του;
Ὁ οὐρανὸς ἐσυννεφοῦτο. Τὰ δένδρα ἀπέκτων χρῶμα πράσινον τραχὺ καὶ ἀποκρουστικὸν εἰς τὸν πελιδνὸν ὁρίζοντα. Χονδραὶ ρανίδες βροχῆς ἤρχισαν νὰ πίπτουν. Ὁ ἀββᾶς Κοραντὲν συνῃσθάνθη τὴν κατήφειαν τῆς φύσεως.
Ἠδυνήθη νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸ πρεσβυτέριόν του ἀπαρατήρητος.
— Ἐγυρίσατε, ἅγιε ἐφημέριε; ἠρώτησεν ἡ ὑπηρέτριά του, ἡ γραῖα Σχολαστική· ὥστε δὲν ἐπήγατε εἰς Πόν-λ’ Ἀρσεβέκ;
Ὁ ἀββᾶς ἠναγκάσθη νὰ ψευσθῇ.
— Δὲν ἐπρόφθασα τὸ λεωφορεῖον τοῦ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ... Θὰ ὑπάγω μίαν ἄλλην ἡμέραν... Ἄκουσέ με ὅμως, μὴν εἰπῇς εἰς κανένα πῶς ἐγύρισα ἀπὸ τώρα...
Τὴν ἐπαύριον δὲν ἐλειτούργησεν. Ἔμεινε κλεισμένος εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ δὲν ἐτόλμησε οὔτε κἂν νὰ περιπατήσῃ εἰς τὸν λαχανόκηπόν του.
Τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν ἦλθαν νὰ τὸν ζητήσουν, διὰ νὰ ὑπάγῃ μὲ τὴν ἁγίαν Μετάληψιν νὰ κοινωνήσῃ ἕνα ἐπιθάνατον εἰς τὸ μικρὸν χωρίον Κλὸ-Μουσσέ.
— Ὁ ἅγιος ἐφημέριος δὲν ἐγύρισεν, εἶπεν ἡ θεράπαινα.
— Ἡ Σχολαστικὴ πλανᾶται· ἐδῶ εἶμαι, πᾶμε, εἶπεν ὁ ἀββᾶς Κοραντέν.
Ἐπιστρέφων ἐκ Κλὸ-Μουσσὲ συνήντησεν ἕνα τῶν εὐλαβεστέρων ἐνοριτῶν του.
— Λοιπόν, ἅγιε ἐφημέριε, τὸν ἠρώτησεν αὐτός, ἐκάμετε καλὸ ταξίδι;
Ὁ ἀββᾶς ἐψεύσθη διὰ δευτέραν φοράν.
— Ὡραῖον, φίλε μου, ὡραῖον.
— Καὶ ἡ καμπάνα;
Ὁ ἀββᾶς ἠναγκάσθη νὰ καταφύγῃ ἐκ νέου εἰς ψεῦδος. Ἀλλοίμονον! τὰ ψεύδη του ἐγένοντο πλέον ἀναρίθμητα.
— Πολὺ ὡραία, φίλε μου, θαυμασία! Νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι ἀσημένια. Τί εὔμορφα ποῦ κτυπᾷ!.. Ἔτσι ἁπλῶς νὰ τῆς δώσῃ κανεὶς μιὰ μὲ τὰ δάκτυλα, κτυπᾷ καὶ δὲν τελειώνει πλέον.
— Καὶ πότε θὰ τὴν ἰδοῦμε;
— Σὲ λιγάκι, παιδί μου, σὲ λιγάκι. Ἀλλὰ χρειάζεται προτήτερα νὰ χαραχθῇ ἐπάνω εἰς τὸ μέταλλον τὸ ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ βαπτισθῇ ἡ καμπάνα, τὰ ὀνόματα τοῦ ἀναδόχου καὶ τῆς ἀναδόχου, ὅπως συνηθίζεται, καὶ μερικὰ ρητὰ ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφήν... Ὥστε δι’ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται νὰ περάσῃ λίγος καιρός.
— Κυρὰ Σχολαστική, εἶπεν ὁ ἱερεύς, ὅταν εἰσῆλθεν εἰς τὴν κατοικίαν του, ἐὰν πωλήσωμεν τὴν πολυθρόναν, τὸ ὡρολόγι καὶ τὸ ἑρμάρι ποῦ εἶναι εἰς τὸ δωμάτιόν μου, νομίζεις ὅτι μποροῦμε νὰ πιάσωμε ὣς ἑκατὸ τάλληρα;
— Οὔτε τριᾶντα φράγκα δὲν σᾶς δίνουν, ἅγιε ἐφημέριε· γιατί, καὶ νὰ με συμπαθᾶτε, ὅλα σας τὰ ἔπιπλα μαζωμένα, δὲν ἀξίζουν ἕνα παρᾶ. — Κυρὰ Σχολαστική, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, δὲν θὰ ξαναφάγω κρέας, ἐπειδὴ μὲ βλάπτει.
— Ἅγιε ἐφημέριε, ἀπήντησεν ἡ γηραιὰ θεράπαινα, αὐτὰ ποῦ λέτε δὲν ἔχουν τὸν τόπον τους... κάτι θὰ σᾶς συμβαίνῃ, χωρὶς ἄλλο. Τὸ βλέπω ἀπὸ τὴν ἡμέραν ὁποῦ ἀνεχωρήσατε διὰ τὸ Πὸν-λ’- Ἀρσεβέκ. Τί σᾶς ἐσυνέβηκε λοιπόν;
Καὶ τόσον πολὺ τὸν ἐστενοχώρησε μὲ τὰς ἐρωτήσεις της, ὥστε εἰς τὸ τέλος ὁ ἱερεὺς τῆς τὰ διηγήθη ὅλα.
— Ὤ! δὲν μοῦ παραξενοφαίνεται, εἴπεν ἡ γραῖα. Ἀπὸ τὴν πολλή σας καλωσύνη τὰ τραβᾶτε αὐτά... Ἀλλὰ μὴ χολοσκᾶτε, ἅγιε ἐφημέριε. Ἐγὼ ἀναλαμβάνω νὰ δικαιολογήσω τὸ πρᾶγμα, ἕως νὰ ἠμπορέσετε νὰ μαζεύσετε ἄλλα ἑκατὸν τάλληρα.
Καὶ ἡ κυρὰ Σχολαστικὴ ἐπενόησε διαφόρους μύθους, τοὺς ὁποίους διηγεῖτο εἰς τὸν τυχόντα.. Εἰς τὴν ἀρχὴν εἶπεν ὅτι ὁ νέος κώδων ἐρραγίσθη, ἐνῷ τὸν ἐτύλιγαν διὰ τὴν ἀποστολήν, καὶ ἔπρεπε νὰ χυθῇ ἐξ ἀρχῆς. Ἔπειτα ὅτι, ἀφοῦ ἐξαναχύθη ὁ κώδων, ὁ ἅγιος ἐφημέριος ἐσκέφθη νὰ τὸν στείλῃ εἰς τὴν Ρώμην, διὰ νὰ τὸν εὐλογήσῃ ὁ Μακαριώτατος Πάπας καὶ τὸ ταξίδι αὐτὸ ἦτο μακρυνόν.
Ὁ ἀββᾶς τὴν ἄφινε νὰ λέγῃ, ἀλλ’ ἔπασχεν ἀκόμη περισσότερον. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἰδικά του ψεύδη συνῃσθάνετο ὅτι ἔφερε τὴν εὐθύνην καὶ διὰ τὰ ψεύδη τῆς Σχολαστικῆς, τοῦτο δὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑπεξαίρεσιν τῶν χρημάτων τῶν ἐνοριτῶν του ἀπετέλει ἕνα ὀγκώδη σωρὸν ἁμαρτημάτων. Ἔκυπτεν ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῶν καὶ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὠχρότης πελιδνὴ διεδέχθη ἐπὶ τῶν ἰσχνῶν παρειῶν του τὴν ροδίνην χροιὰν τοῦ ἀθῴου καὶ εὐρώστου γήρατός του.
Ἡ ὡρισμένη ἡμέρα διὰ τὸν πανηγυρισμὸν τῆς συμπληρώσεως πεντηκονταετίας τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἐφημερίου καὶ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τοῦ κώδωνος εἶχε παρέλθῃ πρὸ πολλοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου ἠπόρουν διὰ τὴν τόσην βραδύτητα. Φῆμαι δυσάρεστοι ἐκυκλοφόρουν. Ὁ Φαριγκοὺλ ὁ πεταλωτὴς διηγεῖτο ὅτι εἶχεν ἰδῇ τὸν ἀββᾶν Κοραντὲν μὲ κακὴν συντροφιὰν εἰς τὰ περίχωρα τοῦ Ροζὺ-λὲ-Ρόζ. Καὶ προσέθετεν:
— Ἀκοῦστε ποῦ σᾶς τὸ λέγω: ὁ παπᾶς θὰ ἔφαγε χωρὶς ἄλλο τὰ χρήματα τῆς καμπάνας.
Φατρία ἐχθρικὴ ἐσχηματίζετο ἤδη ἐναντίον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως. Ὅταν ἐπεριπάτει εἰς τὰς ὁδούς, πολλαὶ κεφαλαὶ ἔμενον κεκαλυμμέναι κατὰ τὴν διάβασίν του, ἤκουε δὲ ὄπισθεν του ψιθυρισμοὺς ἐχθρικούς.
Ὁ ἐνάρετος κληρικὸς ἦτο συντετριμμένος ἐκ τῆς τύψεως τοῦ συνειδότος. Ἀνεμέτρει καὶ συνῃσθάνετο ὅλον τὸ μέγεθος τοῦ σφάλματός του, ἐδοκίμαζε δὲ ἀλγεινοτάτην συντριβήν· ἀλλ’ ὅμως μὲ ὅλα ταῦτα δὲν ἠδύνατο νὰ φθάσῃ εἰς τελείαν μεταμέλειαν.
ᾘσθάνετο ὅτι τὴν ἀπερίσκεπτον ἐκείνην ἐλεημοσύνην, τὴν ἐλεημοσύνην μὲ ξένα χρήματα τὴν ἔκαμεν οἱονεὶ ἀκουσίως του καὶ χωρὶς κἂν νὰ ἔχῃ τὴν ἐλευθερίαν νὰ σκεφθῇ. Καὶ ἐνδομύχως ἐφρόνει ὅτι ἡ παράλογος ἐκείνη ἐλεημοσύνη ὑπῆρξε πιθανὸν διὰ τὴν ἀμαθῆ ψυχὴν τοῦ τέκνου τῶν ἀθιγγάνων ἡ ἀρίστη ἀποκάλυψις καὶ ἡ ἔναρξις τοῦ ψυχικοῦ του φωτισμοῦ. Καὶ διαρκῶς ἔβλεπεν ἐνώπιόν του μαῦρα πολὺ καὶ γλυκέα καὶ πλήρη δακρύων τὰ ὄμματα τῆς μικρᾶς σχοινοβάτιδος...
Ἐν τοσούτῳ ἡ στενοχωρία τῆς συνειδήσεώς του καθίστατο ἀφόρητος. Τὸ ἁμάρτημά του ἐμεγεθύνετο ἐφ’ ὅσον διήρκει. Ἡμέραν δέ τινα, ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν προσερχόμενος, ἀπεφάσισε ν’ ἀποπλύνῃ τὸ σφάλμα του, ἐξομολογούμενος αὐτὸ δημοσίᾳ πρὸς τοὺς ἐνορίτας του.
Τὴν ἑπομένην Κυριακὴν ἀνέβη εἰς τὸν ἄμβωνα μετὰ τὸ Εὐαγγέλιον, ὠχρότερος δὲ καὶ ἐξ ὑψίστης προσπαθείας μᾶλλον ἀπτόητος τῶν μαρτύρων ἐν τῇ κονίστρᾳ τῶν θηριομαχιῶν, ἤρχισε λέγων ταῦτα:
— Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀγαπητοί μου φίλοι, ἀγαπητά μου τέκνα, ἔχω κάτι νὰ σᾶς ἐξομολογηθῶ!...
Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἦχοι κώδωνος διαυγεῖς, φαιδροί, ἀργυρόηχοι, ἐκπορευόμενοι ἐκ τοῦ κωδωνοστασίου, εἰσέδυσαν εἰς τὸν παλαιὸν ναόν.
Πᾶσαι αἱ κεφαλαὶ ἐστράφησαν καὶ ψίθυρος θαυμασμοῦ διέτρεξε τὰ θρανία τῶν πιστῶν:
— Ἡ καινούργια καμπάνα! ἡ καινούργια καμπάνα...
Θαῦμα ἆρά γε συνετελεῖτο; Ὁ Θεὸς εἶχε στείλῃ τὸν νέον κώδωνα διὰ τῶν ἀγγέλων του, ὅπως σώσῃ τὴν τιμὴν τοῦ εὐσπλάγχνου λειτουργοῦ του;
Ἢ μήπως ἡ Σχολαστικὴ εἶχε μεταβῇ νὰ ἐκμυστηρευθῇ τὴν στενοχωρίαν τοῦ γηραιοῦ κυρίου της εἰς τὰς δύο ἐκείνας κυρίας —τὰς δύο Ἀμερικανίδας, καλέ! —τὴν Σωσσάνην καὶ τὴν Βεττίναν Πέρσιβαλ, τὰς κατοικούσας εἰς ὡραίαν ἐξοχικὴν ἔπαυλιν, εἰς τριῶν λευγῶν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου καὶ αἱ καλαὶ ἐκεῖναι κυρίαι ἀνέλαβον νὰ κάμουν εἰς τὸν ἀββᾶν Κοραντὲν τὴν ἐξαφνικὴν ἐκείνην εὐχαρίστησιν;
Κατὰ τὴν γνώμην μου καὶ αὐτὴ ἡ δευτέρα εἰκασία παρουσιάζει ὄχι ὀλιγωτέρας ἀμφιβολίας ἀπὸ τὴν πρώτην.
Ὁπωσδήποτε ὅμως οἱ κάτοικοι τῆς Ἀνθισμένης Χέρσου δὲν ἔμαθαν ποτὲ τί ἤθελε νὰ τοὺς ἐξομολογηθῇ ὁ ἀββᾶς Κοραντέν.
Μετάφρασις Χ.