Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Μελέτη/Τόμος 6/Τεύχος 1/Η Λολίτα

Από Βικιθήκη
Η Μελέτη, Τόμος 6, Τέυχος 1
Συγγραφέας:
Ἡ Λολίτα


“Η ΛΟΛΙΤΑ„
ΔΡΑΜΑ ΕΙΣ ΠΡΑΞΙΝ[1]

À Mlle V. F.

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ, σαράντα πέντε ἐτῶν καὶ ἤδη σχεδὸν γέρων.
ΧΡΗΣΤΙΝΑ, γρῃὰ ὑπηρέτριά του· στὰ μάτια της ζωγραφισμένη ἡ ἀφοσίωσις.
ΚΩΣΤΑΣ, συνομήλικος σχεδὸν τοῦ Φιλίππου· ἀρρενωπὴ μορφὴ καὶ παράστημα.
ΙΟΥΛΙΑ, γυναῖκά του κατά τι νεωτέρα του, μὲ ἀρκετὰ ὅμως ἄσπρα μαλλιά.
—Ἡ δρᾶσις σύγχρονος, εἰς μίαν ἐπαρχιακὴν πόλιν τῆς Ἑλλάδος.—


[Μικρὰ αἴθουσα στὸ σπίτι τοῦ Φιλίππου. Θύρα εἰς τὸ βάθος· ἄλλη θύρα δεξιᾷ. Ἀριστερᾷ παράθυρον μὲ κλειστὰ παραπετάσματα καί, πρὸς τὸ προσκήνιον, ἑστία ἀναμμένη. Παντοῦ κομψοτεχνήματα, φωτογραφίαι, βάζα στολισμένα μὲ ἄνθη. Σ’ ἕνα τραπεζάκι ἕνα βιβλίο ἀνοικτὸ καὶ ἕνα λεύκωμα φωτογραφιῶν. Εἶναι βράδυ. Μία λάμπα μὲ βάσιν στηριζομένην ἐπὶ τοῦ δαπέδου καὶ κόκκινο abat-jour φωτίζει ἀνεπαρκῶς. Οἱ τοῖχοι, σκοτεινοῦ χρώματος, μαντεύονται μᾶλλον ἀπὸ τὰς εἰκόνας ποῦ τοὺς στολίζουν].


ΣΚΗΝΗ Α΄
ΦΙΛΙΠΠΟΣ καὶ ΧΡΗΣΤΙΝΑ

[Ὁ Φίλιππος κάθεται μόνος κοντὰ στὴ φωτιά. Τὸ βλέμμα του, ἀπλανὲς καὶ περίλυπον, εἶναι ῥιγμένο ἐπάνω στὴ φλόγα. Ὀνειροπολεῖ... Εἰσέρχεται ἀθορύβως ἡ Χρηστίνα].

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀργά, χωρὶς νὰ στρέψῃ τὸ πρόσωπον). — Σύ εἶσαι Χρηστίνα;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Μὲ γλυκύτητα). — Μάλιστα Κύριε. Ἦρθα νὰ ’ρωτήσω μήπως ἠθέλατε ἕνα φλυτζάνι τσάϊ.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εὐχαριστῶ. Θὰ μοῦ χαλάσῃ τὴν ὄρεξι. Kαὶ ἔχω τόσον ὀλίγη ἀπόψε...

ΧΡΗΣΤΙΝA (Μετὰ μικρὸν δισταγμόν). — Ἡ ἀλήθεια εἶναι, πῶς μιὰ ’βδομάδα τώρα ὁ Κύριος δὲν ἔχει διόλου ὄρεξι.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀνακινούμενος). — Ναί!... Δὲν εἶμαι τόσον καλά. ... Ἴσως ἀπὸ τὸν καιρό. Πῶς κρυόνω! Κι' ὅμως ὅταν χιονίζῃ, λέγουν, δὲν κάνει τόσο κρύο. Φέρνεις, σὲ παρακαλῶ, ὀλίγα ξύλα ἀκόμα;

ΧΡΗΣΤΙΝA. — Εὐχαρίστως Κύριε. (Ἐξέρχεται καὶ ἐπανέρχεται μετ’ ὀλίγον κομίζουσα ξύλα). Τὸ στρόνει Κύριε ἔξω! Θεέ μου! Τί κρύο! Τί καιρός!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καλλίτερα ποῦ χιονίζει. Θὰ ξεθυμάνῃ καὶ αὔριο θἄχουμε καλὴ ἡμέρα.

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ῥίπτουσα ξύλα στὴ φωτιά). — Θὰ πᾶτε μετὰ τὸ φαεῖ στὴ Λέσχη, Κύριε;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Δυσθύμως). — Ποῦ νά πάω μ’ αὐτὸν τὸν καιρό! Θὰ πέσω καλλίτερα νὰ κοιμηθῶ.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ἄλλοτε κανένας καιρὸς δὲν τὸν κρατοῦσε τὸν Κύριο ἀπὸ τὴ Λέσχη.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Αἴ, μὴ κυττᾷς ἄλλοτε. Τώρα πειὰ δὲν εἶμαι νέος. Κι’ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο...

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἐγειρομένη). — Ἂν ἠθέλατε, θὰ εἰμποροῦσα νὰ φωνάξω ἕνα ἁμάξι...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὰ τὶ ἐπιμονή! Θέλεις σώνει καὶ καλὰ νὰ μὲ στείλῃς στὴ Λέσχη!

ΧΡΗΣΤΙΝA. — Λέω πῶς διασκεδάζετε λιγάκι ἐκεῖ, Κύριε. Εὑρίσκετε ὅλους τοὺς φίλους σας...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τοὺς φίλους μου! (Μ’ ἕνα πικρὸ γέλοιο). Ξέρεις τί λέω κι’ ἐγὼ λοιπόν, καλὴ μου Χρηστίνα; Νά· θὰ πεθάνω μιὰ μέρα, καὶ κανεὶς δὲ θὰ κλάψῃ γιὰ τὸ γέρω-Φίλιππο.

ΧΡΗΣΤΙΝA. — Κύριε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Χά! χά! χά! Δὲν εἶναι ὅμως εὐχάριστο αὐτό; Νὰ μὴν ἀφήσῃς σὲ κανέναν λύπη!

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Πῶς λέτε αὐτὰ τὰ λόγια, Κύριε!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἶναι ἡ ἀλήθεια. (Σὰν νὰ ’μιλῇ μάλλον πρὸς τὸν ἑαυτόν του): Οἱ παλῃοί μου φίλοι ἔχουν γύρῳ τους ἄλλα πρόσωπα τώρα, ποῦ τοὺς εἶναι βέβαια προσφιλέστερα ἀπὸ ἐμένα. Οἱ ἄλλοι μ’ ἀνέχονται ἐν ὅσῳ μπορῶ ἀκόμη καὶ τοὺς εἶμαι εὐχάριστος. Μιὰ ’μέρα ποῦ δὲν θ’ ἀκούω πειὰ καλά, ποῦ δὲν θὰ βλέπω πειὰ καλά, ποῦ δὲν θ’ ἀντιλαμβάνωμαι πειὰ καλά, θὰ μ’ ἐγκαταλίπουν βέβαια κι’ αὐτοί. Καὶ θὰ μ’ ἀπομείνῃ τότε ἡ ἀγάπη ἐκείνων, ποῦ ἐλπίζουν ἕνα μερίδιο...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κύριε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὤ, ἔννοια σου Χρηστίνα. Δὲν τὸ λέγω αὐτὸ γιὰ σένα. Ξέρω πῶς σὺ μ’ ἀγαπᾷς μὲ εἰλικρίνεια.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κάνω ὅ, τι μπορῶ γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Κύριο, σὰν πτωχὴ ὑπηρέτρια πάντα ποῦ εἶμαι.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καὶ σ’ εὐγνωμονῶ γι’ αὐτό, Χρηστίνα. Εἶσαι πολὺ καλὴ καὶ στάθηκα ἀλήθεια τυχερὸς νὰ βρῶ μιὰ νοικοκυρὰ ὡσὰν ἐσένα νὰ μὲ φροντίζῃ. Ἄν ἕλειπες δὰ κι’ ἐσύ! Δὲν θἄχα κανένανε στὸ κόσμο.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Κι’ ὅμως γιὰ τὸν Κύριο, δὲν ἦταν τόσο δύσκολο... (Διστάζει νὰ προχωρήσῃ).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Νἄχω κι’ ἐγὼ μιὰ οἰκογένεια, ὅπως ὅλ’ οἱ ἄλλοι;...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὁ κύριος ἤτανε πάντα τόσο καλὸς καὶ τόσον εὐκατάστατος... Ἴσως ἡ τύχη μάλιστα νὰ τοὔφερε μπροστὰ μιὰ ἄξια κοπέλλα... (Ὁ Φίλιππος δὲν ἀπαντᾷ). Ὁ Κύριος ὅμως δὲν θὰ ἦθέλησε... (Ὁ Φίλιππος μένει καὶ πάλιν σιωπηλός). Ὤ, Κύριε! Πόσον καλὰ θὰ ἦταν ἄν εἴχαμ’ ἐδῶ μέσα μιὰ καλὴ Κυρία, κι’ ἀντὶς ποῦ σᾶς ’μιλῶ ἐγώ, σᾶς ὡμιλοῦσ’ ἐκείνη μὲ τὴ γλυκειά της τὴ φωνὴ. Κι’ ἦταν ἀκόμη δυὸ ἀγγελούδια, τὸ μεγαλείτερο μ’ ἕνα βιβλίο, τὸ πειὸ μικρὸ μ’ ἕνα παιχνίδι, σιμὰ σ’ αὐτὴ τὴν ὡραία φωτιά. Ὤ, τότε βέβαια δὲ θὰ σᾶς ἔλεγα κ’ ἐγώ, νά πᾶτε μετὰ τὸ φαεῖ στὴ Λέσχη, κι’ ἴσως τότε νὰ πέρνατε ἕνα φλυντζάνι τσάϊ, ἂν σᾶς τὤδινε μὲ τὰ λευκά της χέρια ἡ καλὴ ἐκείνη Κυρία. Καὶ τὸ χιόνι αὐτὸ ποῦ πέφτει ἀπόψε ἔξω, θἄταν κι’ αὐτὸ μιὰ εὐτυχία... (Σκουπίζει ἕνα δάκρυ. — Μακρὰ σιγή).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Τὸ ἀπόγευμα εἶχα πάει εἰς τὸ ξενοδοχεῖον νὰ ’δῶ ἐκεῖνον τὸν Κύριο μὲ τὴν Κυρία ποῦ εἶχαν ἔλθῃ τὴς ἄλλαις νὰ μὲ ζητήσουν. Θυμᾶσαι ποῦ μοὖπες;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Μάλιστα, Κύριε. Αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Οἱ φίλοι σας.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λοιπόν... Κάθησε Χρηστίνα.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Δὲν πειράζει, Κύριε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὄχι, κάθησε. Ἐγὼ δὲν σὲ θεωρῶ ἁπλῆ ὑπηρέτρια.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Καθημένη μὲ πολὺ σέβας). — Εὐχαριστῶ, Κύριε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λοιπόν, ἔπρεπε νά ἔβλεπες. Τί ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο! Τοὺς βρῆκα στὸ ἀναγνωστήριο. Ἐκάθηντο ὁ ἕνας κοντά στὸν ἄλλον κι’ ἐφυλλομετροῦσαν τὰ περιοδικά. Καὶ σὲ κάθε εἰκόνα ποῦ βλέπανε: «— Ἄχ, ξεφωνοῦσαν, δὲν μοιάζει αὐτὸ τὸ ἀγοράκι τοῦ Τέλη μας!; — Αὐτὸ τὸ κοριτσάκι δὲν εἶναι ἴδια ἡ Νινίκα μας!; — Αὐτὴ ἡ βεράντα δὲν εἶναι ἐντελῶς σὰν τοῦ σπιτιοῦ μας!;», καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα λόγια, τέτοια λόγια, ποῦ ἐφανέροναν τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωσι, τόση εὐτυχία! Ἐστάθηκα ἀπ’ ἔξω λίγαις στιγμὲς ἀκούοντας αὐτὴ τὴ φλυαρία δύο ψυχῶν ποῦ τὴς συνέδεον τόσο ἁρμονικὰ αἱ ἀναμνήσεις καὶ τὰ ὄνειρα, ὁ Τέλης τους, ἡ Νινίκα τους καὶ τὸ σπιτάκι τους μὲ τὴ βεράντα. Καὶ ἔπειτα... ἔφυγα. Ἔφυγα χωρὶς νὰ πῶ λέξι, κρυφά, κρατῶντας τὴν ἀναπνοή μου, μὲ φόβο μήπως ἕνα τρίξιμο ποῦ θὰ ἐπρόδιδε τὴν παρουσία μου ταράξῃ, καταστρέψῃ, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ, ὅλη ἐκείνη τὴν εὐτυχία. Τί γύρευα πράγματι ἐγὼ μέσα σ’ ἐκεῖνο τὸ περιβάλλον; Δὲν ἤμουν ἕνας ξένος, ἕνας περιττός ἕνας ἐχθρός, ἂν θέλῃς;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὤ, Κύριε! Γιατί λέτε αὐτὰ τὰ λόγια; Ἐκεῖνοι φαίνονται νὰ σᾶς ἀγαποῦν τόσο πολύ!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ — Ναί, δὲν σοῦ λέγω... Μὰ ἤμουν περιττὸς ἐκείνη τὴ στιγμή.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Μετὰ μικρόν). — Καὶ θὰ μείνουν πολὺ ἀκόμη στὸν τόπον μας αὐτοὶ οἱ ξένοι, Κύριε;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἦρθαν νὰ πάρουν κἄποια μικρὴ κληρονομιὰ ἑνὸς μακρυνοῦ συγγενοῦς των. Ἡ δουλειά τους εἶναι σὲ καλὸ δρόμο. Σὲ ’λίγαις ἡμέραις ἐλπίζουν νὰ τελειώσῃ καὶ τότε θὰ φύγουν πάλι γιὰ τὸ ἐξωτερικό, σὲ μιὰ πόλι ποὖν’ ἐγκατεστημένος ὁ φίλος μου καὶ ὅπου τὰ παιδιά τους τοὺς περιμένουν.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Θὰ τοὺς γνωρίζετε βέβαια καὶ τοὺς δύο ἀπὸ νέος...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὲ τὸν Κύριο ἐσπουδάζαμε μαζὶ εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἦταν ἕνας νέος μὲ λαμπρὰ αἰσθήματα καὶ πῆρε ἀπὸ ἐκτίμησι τὴ γυναῖκα ποὔχει.

ΧΡΗΣΤΙΝA. — Τί ἔμορφη Κυρία ποῦ εἶναι!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἔπρεπε νὰ τὴν ἐγνώριζες στὰ νειάτα της. Ἦταν πολὺ ὡραία. Ξανθή, λιγάκι ὡχρά, καὶ τί καλή! Ἄχ! δὲν ξέρεις τί καλή! Στὸ στόμα της ἀνθοῦσε πάντα ἕνα χαμόγελο. Τώρα ἔχει κι’ αὐτὴ ἄσπρα μαλλιὰ καὶ ᾑ ῥυτίδες ἀρχίσαν ν’ αὐλακόνουνε τὸ πρόσωπο. Μόνο τὸ γέλοιο της ἐξακολουθεῖ ἀκόμα, χωρὶς ἴσως τὸ θέλγητρο ποῦ εἶχε ἄλλοτε, μὰ πάντα τόσο ἀγαθό! Εὐτυχισμένος ποῦ εἶναι ὁ φίλος μου νἄχῃ τέτοια γυναῖκα. Στὴ θέσι του πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα! (Ὡς ἐν ἐκστάσει): Πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα!...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Πόσο σᾶς κοστίζει τὸ παράδειγμά τους, Κύριε. Γι’ αὐτό, ἆρά γε, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ ἤρθανε...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ζωηρῶς). — Ὄχι, σοῦ εἶπα! Δὲν εἶν’ αὐτό. Εἶναι ὁ καιρός, αὐτὸς ὁ κακὸς καιρὸς ποῦ μὲ κρατεῖ κλεισμένο ἐδῶ μέσα σὰν νἆμαι ἄρρωστος, ἐν ᾧ ἐγὼ εἶμαι καλά! Εἶμαι καλά! Εὐτυχῶς χιονίζει ἀπόψε, χιονίζει πολύ, καὶ αὔριο θἄχουμε καλὴ ἡμέρα. Αὔριο θὰ βγῇ πάλι ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα θὰ εἶναι λησμονημένα... (Ἀκούεται θόρυβος ἁμάξης).

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἀκροωμένη). — Ἕν’ ἁμάξι στάθηκε! (Κωδωνισμός). Ἡ πόρτα!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐγειρόμενος). — Ποιὸς νἆνε μὲ τέτοιο καιρό!... (Τρομάζει. Ἡ Χρηστίνα ἐξέρχεται).


ΣΚΗΝΗ Β΄
ΦΙΛΙΠΠΟΣ, ΧΡΗΣΤΙΝΑ, ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ.

ΧΡΗΣΤΙΝA (Ἐμφανιζομένη τρέχουσα εἰς τὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας). — Κύριε! Εἶναι οἱ ξένοι, οἱ φίλοι σας ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό! (Παραμερίζει).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Σπεύδων πρὸς τὴν θύραν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐμφανίζονται ὁ Κώστας καὶ ἡ Ἰουλία). — Κώστα! Κυρία Ἰουλία!

ΚΩΣΤΑΣ (Φαιδρά, τείνων τὸ χέρι). —Καλὴ ’σπέρα, φίλε μου.

ΙΟΥΛΙΑ (Ὁμοίως). — Καλὴ ’σπέρα σας, κύριε Φίλιππε. Σᾶς κάνουμε surprise.

ΚΩΣΤΑΣ. — Βέβαια δὲν μᾶς ἐπερίμενες.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ὀλίγον σαστισμένος). — Ὁμολογῶ ὅτι ὄχι. Μ’ αὐτὸν τὸν καιρό!... Εἶμαι πολὺ εὐτυχής... Χρηστίνα! Τὸ καπέλλο τοῦ Κυρίου. Καθίστε λοιπόν.

ΚΩΣΤΑΣ. — Ἄ! Ὄχι, ὄχι! Ἤρθαμε γιὰ μιὰ στιγμή.

ΙΟΥΛΙΑ. — Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσωμε.

ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ. — Φεύγουμε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Φεύγετε!;

ΚΩΣΤΑΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ. — Μὲ τὸ ἀτμόπλοιον ποῦ ἀναχωρεῖ ἀπόψε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἀπόψε!; Ἀλλά... εἶναι δυνατόν; Μὲ τέτοιον καιρό;...

ΚΩΣΤΑΣ. — Αἴ, τί νὰ κάνῃς, φίλε μου. Ἡ ὑπόθεσίς μας ἐτελείωσε εὐτυχῶς. Καὶ ὅταν κανεὶς πλέον δὲν ἔχει δουλειὰ εἰς ἕνα μέρος...

ΙΟΥΛΙΑ. — Κι’ ἔχει δυὸ ἀγγελούδια, σἂν τὸν Τέλη μας καὶ τὴν Νινίκα, νὰ τὸν περιμένουν... Νὰ ξέρατε πῶς ἤθελα νὰ τὰ φιλήσω. Φαντασθῆτε! Λείπουμε τώρα δέκα πέντε ’μέραις.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λυποῦμαι ποῦ δὲν τὸ ἤξευρα ἐνωρίτερα. Φεύγετε τόσον ξαφνικά! Δὲν ἠμπόρεσα νὰ σᾶς περιποιηθῶ, ὅπως ἔπρεπε...

ΙΟΥΛΙΑ. — Καλὲ τί λέτε! Ἦτο δυνατὸν νὰ κάμετε ἀκόμη περισσότερα;

ΚΩΣΤΑΣ. — Ἄ, φίλε μου. Φεύγουμε μὲ τὰς ἀρίστας ἐντυπώσεις.

ΙΟΥΛΙΑ. — Δὲν θὰ λησμονήσουμε ποτὲ αὐταὶς ταῖς ὀλίγαις ἡμέραις ποῦ ἐπεράσαμε μαζί.

ΚΩΣΤΑΣ. — Κρῖμα μόνο ποῦ δὲν ἦταν ὁ καιρὸς λιγάκι εὐνοϊκώτερος.

ΙΟΥΛΙΑ. — Ἄχ, ἀλήθεια. Θὰ ἠμπορούσαμε νὰ κάνουμε τότε καμμιὰ ἐκδρομὴ στὰ περίχωρα, ποῦ λέγετε τόσον εὔμορφα. Ὅπως ἄλλοτε, παλαιά. Ἐνθυμεῖσθε;

ΚΩΣΤΑΣ. —Αἴ! Τί νὰ γίνῃ! (Τείνων τὴν χεῖρα). Λοιπόν, Φίλιππε, σ’ εὐχαριστοῦμε πολὺ - πολὺ γιὰ ὅλας σου τὰς περιποιήσεις...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐν μεγάλῃ ταραχῇ). — Ἀλλ’ ὄχι, ὄχι. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον! Νὰ φύγετε τόσον ξαφνικά!... (βλέπων τὴν ἀνένδοτον ἔκφρασιν τοῦ Κώστα). — Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους, καὶ ἀπόψε ἂν φύγετε, μπορεῖτε, μοῦ φαίνεται, νὰ μείνετε ’λιγάκι ἀκόμη στὸ σπίτι μου.

ΚΩΣΤΑΣ. — Δυστυχῶς ὄχι. Τὸ ἀτμόπλοιον φεύγει μετὰ δύο ὥρας. Κι’ ἔχω ἐν τῷ μεταξὺ νὰ γράψω κι’ ἕνα γράμμα τοῦ δικηγόρου μου, ὁ ὁποῖος βρέθηκε σήμερα, ὁ εὐλογημένος, νὰ πάῃ κυνῆγι! Πρέπει νὰ τοῦ δώσω μερικὰς ὁδηγίας ἀκόμη.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καὶ δὲν τοῦ γράφεις ἐδῶ;

ΚΩΣΤΑΣ. — Ἐδῶ;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Βεβαίως, εἰς τὸ γραφεῖόν μου.

ΚΩΣΤΑΣ (Μετὰ μικρὸν δισταγμόν). — Ναί! Αὐτὸ γίνεται... Μάλιστα... θὰ σὲ παρακαλέσω. Στὸ ξενοδοχεῖον θὰ μοῦ ἦτο ἀδύνατον νὰ γράψω. Εἰς τὸ δωμάτιόν μας κάνει ἕνα κρύο διαβολεμένο, καὶ εἰς τὸ ἀναγνωστήριον αὐτὴν τὴν ὥρα εἶναι πάντα τέτοιος κόσμος!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Φαιδρῶς). — Ἔν ᾧ ἐδῶ θὰ ἔχῃς καὶζέστη καὶ ἡσυχία. Χρηστίνα! Τὸ φῶς τοῦ γραφείου. (Ἡ Χρηστίνα κινεῖται πρὸς τὴν δεξιὰν θύραν). Ἡ θερμάστρα καίει;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Μάλιστα Κύριε. (Ἐξέρχεται δεξιᾷ).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λαμπρά! Τὸ καπέλλο σου Κώστα. (Τὸ πέρνει καὶ τὸ ἀποθέτει σ’ ἕνα τραπεζάκι). Κυρία Ἰουλία!... (Τῆς δείχνει ἕνα ἀνάκλιντρον κοντὰ στὴ φωτιά).

ΙΟΥΛΙΑ. — Εὐχαριστῶ. (Κάθεται. Στὸν Κώστα) Λοιπὸν Κώστα ἐμεῖς θὰ σὲ περιμένουν ἐδῶ. Μὴν ἀργήσῃς ὅμως, γιατὶ ὅλα τὰ πράγματά μας εἶναι ἀκόμη ἔξω. (Ἡ Χρηστίνα ἐμφανίζεται εἰς τὴν θύραν καὶ παραμερίζει),

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Πέρασε Κώστα. (Οἱ δύο ἄνδρες ἐξέρχονται δεξιᾷ).


ΣΚΗΝΗ Γ΄
ΙΟΥΛΙΑ καὶ ΧΡΗΣΤΙΝA

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ἡ Κυρία μήπως θέλει τίποτε;

ΙΟΥΛΙΑ. — Εὐχαριστῶ, καλή μου γυναῖκα. Εἶμαι τόσον καλὰ ἐδῶ, κοντὰ σ’ αὐτὴ τὴν ὡραία φωτιά. (Παρατηρεῖ γύρῳ μὲ face-à-main). Τί εὔμορφο σαλονάκι. Μὲ τί γοῦστο βαλμένα ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα πράγματα.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ἄ, ὁ Κύριος εἶναι τόσον τακτικός! Ὅλα αὐτὰ ποῦ βλέπετε τάχει βαλμένα μὲ τὸ χέρι του. Ἀλλοίμονο, ἂν κάνω πῶς πειράζω ἐγὼ τίποτε. «— Χρηστίνα! Αὐτὴ τὴ φωτογραφία τὴ θέλω ἐκεῖ, ὄχι ἐκεῖ! Αὐτὰ τὰ ἄνθη τὰ θέλω ἔτσι, ὄχι ἔτσι!» Ποῦ κοτῶ νὰ τ’ ἀγγίξω. Ξεσκονίζω πάντα μὲ τόση προσοχή! Ὤ, δὲ θέλω νὰ κακοκαρδίζω τὸν Κύριο.

ΙΟΥΛΙΑ. — Καὶ κάνεις καλά. Εἶναι τόσον καλὸς ὁ Κύριός σου!

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὤ, Κυρία! Νὰ ἠξεύρατε τί καλός! Κρῖμας, λέγω καμμιὰ φορά, ἕνας τέτοιος καλὸς Κύριος νὰ μείνῃ ἐλεύθερος, ἐν ᾧ μποροῦσε νἄχῃ μιὰ οἰκογένεια καὶ νἆναι εὐτυχισμένος κι’ αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένεια του.

ΙΟΥΛΙΑ. — Αἴ, αὐτὰ εἶναι τυχερά, καλή μου γυναῖκα.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Τυχερά, καλή μου Κυρία.

ΙΟΥΛΙΑ. — Εἶναι τοὐλάχιστον εὐχαριστημένος ἔτσι;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ὤ, Κυρία. Δὲν νομίζω. Κἄποτε μάλιστα τὸν πιάνει τέτοια στενοχώρια καὶ φαίνεται νὰ μετανοιόνῃ τόσον πολύ!... Δὲν ξέρετε πῶς σᾶς καμαρόνει σᾶς καὶ τὸν Κύριο ποῦ εἶσθε τόσον εὐτυχισμένοι οἱ δυό σας. Πρὶν ἔρθετε εἴχαμε τὴν ὁμιλία σας...

ΙΟΥΛΙΑ (Ζωηρῶς). —Τί ἔλεγε; Τί ἔλεγε;

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Ἔλεγε τοὺς χίλιους ἐπαίνους γιὰ σᾶς καὶ ’θλιβόταν ποῦ δὲν εἴχαμε κι’ ἐμεῖς ἐδῶ μέσα μιὰ τόσο καλὴ Κυρία. «Πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα, Χρηστίνα», μοὔλεγε, «πῶς θὰ τὴν ἀγαποῦσα!».

ΙΟΥΛΙΑ (Με καταφανῆ συγκίνησιν). — Καλὴ μου γυναῖκα! Νὰ τὸν ἀγαπᾷς τὸν Κύριό σου καὶ νὰ τὸν περιποιῆσαι ὅσο μπορεῖς. Ὁ Θεὸς σ’ ἔστειλε κοντά του, κι’ ὅ,τι κάνεις ποῦ θ’ ἀρέσῃ σ’ αὐτόν, θ’ ἀρέσῃ καὶ στὸ Θεό.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Μάλιστα, Κυρία.

ΙΟΥΛΙΑ. — Νὰ κυττάζῃς πάντα νὰ μὴ τοῦ λείπῃ τίποτα. Ἕνα καλὸ φαεῖ, μιὰ καλὴ φωτιά. Νὰ τὰ βρίσκῃ ὅλα ἕτοιμα. Τὸ τραπέζι, τὸ κρεββάτι του, τὸ γραφεῖό του. Νὰ τὸν προσέχῃς νὰ μὴ βγαίνῃ χωρὶς παλτό, ὅταν κάνῃ κρύο. Ἰδίως τὰ βράδυα ποῦ εἶναι ὑγρασία. Καὶ νὰ μὴν τὸν δυσαρεστῇς σὲ τίποτε. Ἴσως ἡ μοναξιά του νὰ τὸν κάνῃ ὀλίγο παράξενο. Σὺ νὰ κάνῃς ὑπομονή. Πάντα ὑπομονή. (Μὲ πολλὴν συγκίνησιν). Ἄχ, καλὴ μου γυναῖκα! Νὰ τὸν ἀγαπᾷς τὸν Κύριό σου, νὰ τὸν ἀγαπᾷς πολύ!

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Τὸν ἀγαπῶ, καλή μου Κυρία, καὶ κάνω ὅ,τι δύναμαι γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστῶ. Μὰ εἶμαι πάντα μιὰ πτωχὴ ὑπηρέτρια. (Ἐπανέρχεται ὁ Φίλιππος καὶ ἡ Χρηστίνα ἀποχωρεῖ).


ΣΚΗΝΗ Δ΄
ΦΙΛΙΠΠΟΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Φαιδρῶς). — Κυρία Ἰουλία, εἶμαι εἰς τὰς διαταγάς σας. Ὁ Κώστας γράφει τὸ γράμμα του. Δὲν πλησιάζετε λιγάκι ἀκόμα στὴ φωτιά;

ΙΟΥΛΙΑ. — Σᾶς εὐχαριστῶ. Εἶμαι πολὺ καλά ἐδῶ.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Καθήμενος). — Τί κρῖμα ποῦ φεύγετε! Ἐλογάριαζα πάντα νὰ σᾶς περιποιηθῶ λιγάκι περισσότερον... Μὰ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ μείνετε λίγαις ἡμέραις ἀκόμη;

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε. Λησμονεῖτε πάντα τὰ παιδιά. Ἔπειτα τί περισσότερο εἰμπορούσατε νὰ κάμετε γιὰ ’μᾶς; Ὤ δὲν θὰ λησμονήσωμε ποτέ, ὁ Κώστας καὶ ἐγώ, ὅλας σας τὰς περιποιήσεις.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Παρακαλῶ.... Ὅ, τι ἔκαμα ἦτο ἕνα καθῆκον πρὸς παλαιοὺς φίλους ποῦ εἶχα τόσα χρόνια νὰ ’δῶ.

ΙΟΥΛΙΑ. — Εἴκοσι χρόνια.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἴκοσι δύο, διὰ τὴν ἀκρίβειαν. Μιὰ ζωὴ!

ΙΟΥΛΙΑ. — Κι’ ὅμως, βλέπετε; Δὲν σᾶς ἐλησμονήσαμεν. Ἡ πρώτη μας δουλειά, μόλις αἱ ὑποθέσεις μας ’μᾶς ἔφερον ἐδῶ, ἦταν νὰ ῥωτήσουμε γιὰ τὸν καλὸν φίλον τῆς παλαιᾶς καλῆς ἐποχῆς. Δὲν εἰμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω μὲ τί χαρὰ ἐμάθαμε ὅτι ἐμένατε ἐδῶ κι’ ἐτρέξαμε στὸ σπίτι σας νὰ σᾶς ἰδοῦμε. Ἐλπίζω τώρα νὰ ’ρθῆτε καὶ σεῖς στὰ μέρη μας. Θὰ μᾶς κάμετε μεγάλην εὐχαρίστησιν. Θὰ γνωρίσετε τὰ παιδιά. Νὰ ’δῆτε πῶς θὰ σᾶς ἀγαπήσουν ἀμέσως. Σὰν ἕνα καλὸ θεῖο... Τὰ καϋμένα. Τί ἀνυπομονησία ἔχω νὰ τὰ ξαναδῶ! Καὶ πῶς θὰ μᾶς περιμένουν! Πῶς θὰ μετροῦν τὴς ἡμέραις!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἶσθε εὐτυχὴς, Κυρία Ἰουλία.

ΙΟΥΛΙΑ. — Ὤ! ναί! Εἶμαι εὐτυχής. Τόσον εὐτυχής, ὅσον ἴσως δὲν ἤλπιζα. Δὲν εἴμεθα βέβαια πλούσιοι....

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — τὰ πλούτη!...

ΙΟΥΛΙΑ. — Καὶ δὲν περνᾶμε βασιλικά. ’Μπορῶ μάλιστα νὰ ’πῶ ὅτι ὁ καϋμένος ὁ Κώστας πολλαὶς φοραὶς εὑρέθη τόσον στενοχωρημένος!... Ἐν τούτοις εἴμεθα εὐτυχεῖς, πολὺ εὐτυχεῖς, καὶ δοξάζουμε γι’ αὐτὸ τὸ Θεό.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἶναι τόσον καλὸς ὁ Κώστας....

ΙΟΥΛΙΑ. — Ὤ, Κύριε Φίλιππε! Νὰ ἠξεύρατε πόσον μ’ ἀγαπᾷ καὶ πόσον γι’ αὐτὸ εἶμαι εὐτυχὴς ἐγώ...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἀλλὰ καὶ ὁ Κώστας, πιστεύσατέ με, δὲν εἶναι, οὔτε πρέπει νὰ εἶναι, ὀλιγώτερον ἀπὸ σᾶς εὐτυχής.

ΙΟΥΛΙΑ. — Εἴθε! Τοῦ ἀξίζει.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὢ ναί, εἶναι πολὺ εὐτυχὴς κι’ ὁ Κώστας, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος ποῦ θἄτανε στὴ θέσι του.

ΙΟΥΛΙΑ. — κύριε Φίλιππε....

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μετὰ ζέσεως). — Ναὶ - ναί!. Διότι σεῖς εἶσθε ἕνας ἄγγελος, ἕνας ἄγγελος σωστός, ποῦ ξέρετε νὰ ἀγαπᾶτε. Ὤ! Σᾶς γνωρίζω δά! Εἶνε τόσον πολλὰ τὰ προτερήματά σας, ὥστε δὲν ἠξεύρω τί περισσότερο εἰμποροῦσε νὰ χρειασθῇ κανεὶς, γιὰ νἆναι ἀπολύτως εὐτυχής.

ΙΟΥΛΙΑ. — Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Δὲν ἠξεύρω, ἂν ἔχω ὅλα αὐτὰ τὰ προτερήματα ποῦ νομίζετε. Ἐκεῖνο ποῦ ἠξεύρω εἶναι ὅτι εὐγνωμονῶ τὸν Κώστα γιὰ ὅσα ἔκαμε καὶ κάμνει ἀκόμα γιὰ μένα. Κι’ αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη μου μὲ κάμνει νὰ τὸν ἀγαπῶ τρελλά! Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸν εὐγνωμονῶ καὶ τὸν ἀγαπῶ, ὅταν πρὸ εἴκοσι ἐτῶν ’θυσιάσθηκε γιὰ μένα... (Κίνημα τοῦ Φιλίππου). Διότι ἐθυσιάσθηκε ὁ Κώστας, μάλιστα, Κύριε Φίλιππε, ἐθυσιάσθηκε, ὅταν πρὸ εἴκοσι ἐτῶν ἄφησε τὸ στάδιό του, τὸ μέλλον του, καὶ ἐξενιτεύθηκε μαζί μου, (χαμηλόνουσα τὸ βλέμμα) γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ μὲ ζήσῃ.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὤ Κυρία Ἰουλία! Δὲν ἔχετε δίκαιον εἰς ὅ, τι λέγετε!...

ΙΟΥΛΙΑ. — Λησμονῆτε ὅτι δὲν ἤμουν πλουσία.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Εἴχατε ὅμως τόσα ἄλλα προτερήματα ποῦ ἔπρεπε κανεὶς νὰ λησμονήσῃ αὐτό, ὄχι ὕστερ’ ἀπὸ τόσα χρόνια, ἀλλ’ ἀμέσως ἐκείνη τὴ στιγμή.

ΙΟΥΛΙΑ. — Σᾶς παρακαλῶ... Μὴν ὁμιλεῖτε ἔτσι περὶ ἐμοῦ. Μὲ στενοχωρεῖτε περισσότερον ἀπ’ ὅ, τι ἐὰν ἐλέγατε τὴν ἀλήθειαν.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία καὶ εἶναι ὅπως τὴν λέγω. Διότι τὴν ἐγνώρισα ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, καὶ τόσα χρόνια ποῦ πέρασαν ἔκτοτε δὲν ἔκαμαν ἄλλο, παρὰ νὰ τὴν καταστήσουν ἀληθεστέραν. Δὲν εἶχα ἀνάγκην νὰ σᾶς ἐπανίδω διὰ νὰ μὴν ἀμφιβάλλω περὶ αὐτοῦ. Σᾶς ἐφανταζόμην πάντοτε ὅπως σᾶς ἐγνώρισα. (Μετὰ μικρὰν σιγὴν): Ἐκεῖνο μόνον ποῦ δὲν ἐφανταζόμην εἶναι αὐτὰ τὰ ἄσπρα σας μαλλιά. Ἡ ζωηρὰ ἀνάμνησίς μ’ ἔκαμε νὰ λησμονῶ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου. Καὶ ὅταν σᾶς εἶδα πρὸ ὀλίγων ἠμερῶν, γιὰ πρώτη φορὰ πάλι, ἐσκέφθηκα μὲ κἄποια ἀπορία, σεῖς ἆρά γε νὰ εἶσθε ἡ ξανθὴ ἐκείνη νέα μὲ τὸ ὠχρὸ τὸ πρόσωπο, ποῦ ὅμως ἐκοκκίνιζε τόσον πολὺ στὴ θέα μιᾶς ταπεινῆς πασχαλιᾶς ποῦ τῇς προσεφέρετο...

ΙΟΥΛΙΑ (Χαμηλόνουσα τὸ πρόσωπον). —Κύριε Φίλιππε! Μὴν ὁμιλεῖτε γιὰ ’κείνη τὴ νέα. Δὲν εἶμαι ἐγώ. Ἡ ξανθὴ νέα μὲ τὸ ὠχρὸ τὸ πρόσωπο (ἀτενίζουσα αὐτὸν) ἀπέθανε, Κύριε Φίλιππε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ὄχι ἀκόμα. Τὰ μάτια της λάμπουνε πάντα, κι’ ἡ λάμψις τους φωτίζει ὅσα ἐσκίασεν ὁ χρόνος. Σᾶς βλέπω ὅπως εἶσθε τὴ στιγμὴ ποῦ σᾶς πρωτόειδα. Ἦταν καὶ τότε βράδυ... Ἐνθυμεῖσθε;

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — ἀφήσατέ με νὰ ἀναπολήσω ’λιγάκι τὸ παρελθόν. Πάντα μοῦ ἦταν τοῦτο ἡ προσφιλεστέρα ἐνασχόλησις, καὶ τώρα ποῦ σᾶς βλέπω ’μπρός μου, μοῦ εἶναι σχεδὸν μία ἀνάγκη. Χωρὶς σχεδὸν νὰ θέλω ἡ παρουσία σας μὲ παρασύρει μὲ ὁρμὴν ἀκράτητον πρὸς τὰ ὀπίσω, καὶ νομίζω πῶς εἶμαι ἀκόμη ὁ ὀνειροπόλος ἐκεῖνος φοιτητής, ποῦ ἐθεώρει ὡς τὸ μεγαλείτερον κατόρθωμα νὰ σᾶς εἰπῇ δυὸ λόγια χωρὶς νὰ τὰ σαστίσῃ, καὶ ὡς τὴν μεγαλειτέραν εὐτυχίαν ν’ ἀκούσῃ ἄλλα δυὸ ἀπ’ τὰ χείλη σας, χωρὶς αὐτὰ τὰ χείλη νὰ τὸν εἰρωνευθοῦν. (Μ’ ἕνα μικρὸ γέλοιο). Ἐνθυμεῖσθε τὸ πάθημά μου μὲ τὴν ἐσσάρπα σας; Πόσαις φοραὶς δὲν τὸ ἐσυλλογίσθηκα μὲ φρίκη! Πόσαις φοραὶς ἕνα τόσο μικρὸ πραγματάκι μ’ ἐκράτησε νύχταις ὁλόκληραις χωρὶς νὰ κλείσω μάτι! Ἐνθυμεῖσθε; Ἐτραγουδούσατε στὸ πιάνο... Ἐκεῖνο τὸ ἱσπανικὸ τραγουδάκι ποῦ μ’ ἄρεσε τόσο πολύ τότε, καὶ ποῦ τώρα ἡ μοῖρα θέλει ν’ ἀκούω ἀπὤνα ὀργανέτο, ποῦ περνᾷ στὸ δρόμο πρὸς τὸ βράδυ, φρικτὰ παιγμένο, παράφωνο, κι’ ὅμως σὲ κάθε ἦχό του ἕνα ῥῖγος διατρέχει τὸ σῶμά μου καὶ νοιώθω τὸ στῆθός μου ν’ ἀναφουσκόνῃ...

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μετὰ ζέσεως). — Ἄχ, ἐκείνη ἡ ἐποχή! Ἄχ, ἡ χρυσῆ ἐκείνη ἐποχή! Τὴν ἐπέρασα ἀλλοίμονο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς ἦταν ἡ ζωὴ τὴς ζωῆς μου!... Ἔπειτα ἀπὸ ἐκείνη τὴ ἐποχὴ, μοῦ φαίνεται σὰν νὰ μὴν ἔζησα. Ἔφυγα. Ἐπῆγα στὴν Γερμανία. Ἔμεινα ἐκεῖ πέντε ἔτη. Ὅταν ἐπέστρεψα, δὲν σᾶς εὑρῆκα πλέον. Εἴχατε ὑπανδρευθῆ. Ἦρθα ἐδῶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν μου. Ἠθέλησα νὰ δοκιμάσω τὰς συγκινήσεις τοῦ πολιτικοῦ βίου. Τὸ ἐπέτυχα. Γρήγορα ὅμως ἐβαρύνθην καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν. Ἐπεχείρησα ἔκτοτε πολλὰ ταξίδια. Ἐδοκίμασα ὅλας τὰς ἐκπλήξεις ποῦ παρέχουν αἱ μεγαλουπόλεις. Τί ἐκατάλαβα; Τίποτα. Ἀπογοητευμένος, χορτασμένος, ἀηδιασμένος, κατεστάλαξα πάλι σ’ αὐτὴ τὴ γωνιά. Οὔτε μία ἀνάμνησις κἂν εὐχάριστος, δὲν μοῦ ἀπόμεινε ἀπ’ τὸ μεγάλο αὐτὸ κενὸ τὴς ζωῆς μου. Ὅλαι μου αἱ ἀναμνήσεις συγκεντροῦνται μόνον εἰς τὴν ζωὴν ποῦ ἔζησα τότε εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἀναμνήσεις μοῦ προξενοῦν πόνο, εἶναι ἀλήθεια, μὰ ἕναν πόνο εὐχάριστο, σὰν ἐκεῖνον ποῦ αἰσθάνεται κανεὶς ὅταν ξύῃ μιὰ ἀμυχὴ ποῦ τὸν πονεῖ. Ἄχ! τότε ἔβλεπα μὲ πάρα πολλὴν αἰσιοδοξίαν τὸ μέλλον. Ἢ μᾶλλον δὲν τὸ ἔβλεπα διόλου! Ἀλλοιώτικα αὐτὰ τὰ ντουβάρια ποῦ πλακόνουν κανενὸς τὰ στήθη σὰν νὰ βρίσκεται μέσα σὲ τάφο, αὐτὰ τὰ ξύλα ποῦ τρίζουν μὲ παράπονο σὰν νὰ σιγοκλαῖνε ποῦ καίγονται ἀδίκως, (μὲ δυνατὴ φωνὴ) θὰ μοῦ ἔκαναν βέβαια φρίκη!... (Μὲ φωνὴ πνιγμένη). Ὤ, θὰ μοῦ ἔκαναν βέβαια φρίκη... (Μακρὰ σιγή. Ἔπειτα ἠρεμώτερον): Προηγουμένως μ’ ἐρωτήσατε ἂν ἐνθυμοῦμαι τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ποῦ ἐκάναμε. Ὤ, ἂν τὰς ἐνθυμοῦμαι τὰς φαιδρὰς ἐκείνας ἐκδρομάς! Μάλιστα ἀπὸ αὐτἀς μοῦ ἔχει ἀπομείνῃ καὶ κἄτι ὑλικώτερον ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις. (Ἐγείρεται καὶ ἀνοίγει τὸ ἐπὶ τῆς τραπέζης λεύκωμα). Μία φωτογραφία... Κυττάξετε!... Ἐνθυμεῖσθε;

ΙΟΥΛΙΑ (Φέρουσα μὲ τρέμον χέρι τὴν σελίδα πρὸς τὸ φῶς τῆς λάμπας). — Εἰς τὸ κτῆμα τοῦ θείου.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἀκριβῶς. Ἦτο ἡ τελευταία μας ἐκδρομή. Ἐνθυμεῖσθε; (Μετὰ μικρόν). Διακρίνετε τὸν ἑαυτόν σας;

ΙΟΥΛΙΑ (Παρατηροῦσα). — Ποῦ εἶμαι;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Κάθεσθε χάμω, στὰ χόρτα. Νά, ἐδῶ. Μὲ τὴν ἐξαδέλφην σας, τὴν κυρία Νίνα.

ΙΟΥΛΙΑ. — Ἡ καϋμένη! Μόλις ἔζησε ὀλίγους μῆνας ἔπειτα. Τί φαιδρὰ ποῦ ἦταν ἐκείνη τὴν ἡμέρα. (Ἐξετάζουσα πάντοτε τὴν φωτογραφίαν). Ὁ μπαμπᾶς!... Ὁ θεῖος!... Ἡ μαμά!... Ἄχ, κύριε Φίλιππε. Ὅλα αὐτὰ τὰ προσφιλῆ πρόσωπα δὲν ὑπάρχουν πλέον! Ἡ καϋμένη ἡ μαμά! Πόσα χρόνια εἶναι τώρα!... Πῶς ἄλλαξαν ὅλα αὐτά!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Δεικνύων ἐπὶ τῆς φωτογραφίας). — Αὐτὸν τὸν ἀναγνωρίζετε;

ΙΟΥΛΙΑ. — Εἶσθε σεῖς... Κρατεῖτε μιὰ μπέρτα. Ἄχ, καλέ! Τὴν γνωρίζω αὐτὴ τὴ μπέρτα. Εἶναι ἡ ἰδική μου! Ἐκείνη ἡ κόκκινη...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὲ τ’ ἄσπρα σειρήτια.

ΙΟΥΛΙΑ. — Δὲν φαίνονται. Καὶ ὅμως εἶναι ἀλήθεια. Πῶς ἐνθυμεῖσθε!... Τί ἀστεία ποῦ εἶμαι ἐγώ! Τὰ μαλλιά μου εἶναι γεμᾶτα παπαροῦνες.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Ἐνθυμεῖσθε ποῦ ἐκόψαμε αὐταὶς τὴς παπαροῦνες;... Ἦταν ἡ ἐξαδέλφη σας, σεῖς καὶ ἐγώ. Κάτω-ἐκεῖ, στὴ ῥεμματιὰ ποῦ ἦταν ἕνα ἀρχαῖο ὑδραγωγεῖο!... Ἐνθυμεῖσθε Ἔπειτα ἔφυγε ἡ ἐξαδέλφη σας καί πῆγε στὸ σπίτι.

ΙΟΥΛΙΑ. — Γιὰ νὰ ζητήσῃ ἕνα σχοινί...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Νὰ δέσουμε μιὰ κούνια....

ΦΙΛΙΠΠΟΣ καὶ ΙΟΥΛΙΑ (Συγχρόνως). — Στὸν πλάτανο!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Καὶ δὲν ἐπῆγα ἐγὼ γιὰ νὰ μείνουμε μόνοι στὸ πράσινο ἐκεῖνο μέρος. Ὅπως κι’ ἐμείναμε. Κι’ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ μέναμε μόνοι τόσο μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ πρώτη καὶ... ἡ τελευταία... Ἀρχίσατε ἀμέσως νὰ κόβετε παπαροῦνες, καὶ κάθε μιὰ ποῦ ’κόβατε, μοῦ ἐφωνάζατε: — «Ἄχ, τί ὡραία ποῦ εἶναι αὐτὴ! Κυττάξ’τε, Κύριε Φίλιππε!». Ἔπειτα σᾶς ἦρθε ἡ ἰδέα νὰ τὴς καρφόσετε στὰ μαλλιά σας. Ἐνθυμεῖσθε; Ἐγὼ σᾶς ἔβλεπα νὰ παιδεύεσθε, νὰ παιδεύεσθε ... Ἐπὶ τέλους σᾶς εἶπα: «— Θέλετε νὰ σᾶς βοηθήσω, δεσποινίς;» Μοῦ εἴπατε: — «Ἄν ἔχετε τὴν καλωσύνη». Ἐπλησίασα, ἐπῆρα τῆς παπαροῦνες... Ἄχ! Τί ᾐσθάνθην τότε!

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μετὰ πολλῆς ζέσεως). — Τὸ ἄρωμα τῶν μαλλιῶν σας, ποῦ ἄγγιζαν γιὰ πρώτη φορὰ τὰ δάκτυλα μου, μὲ κρατοῦσε ζαλισμένο... Τὰ μάτια μου θαμπόνανε... Δὲν εἰμποροῦσα νὰ ξεχωρίσω τῆς παπαροῦνες ἀπ’ τὰ μαλλιά σας, τὰ χρυσᾶ ἐκεῖνα μαλλάκια... Θεέ μου! Καὶ σεῖς μοῦ λέγατε: —«Κάμετε γρήγορα, κύριε Φίλιππε, κάμετε γρήγορα μὴν ἔρθῃ κανεὶς γιὰ τὸ Θεό! Καὶ τί θὰ πῇ ἂν μᾶς ἰδῇ!». Κι’ ὅταν ἐτελείωσα ὅπως - ὅπως μ’ ἐκυττάξατε στὰ μάτια καὶ μοὔπατε: —«Σᾶς ἀρέσω ἔτσι;» Κ’ ἐγίνατε κόκκινη, κατακόκκινη, πειὸ κόκκινη ἀπὸ τὴς παπαροῦνες ποὔχατε στὸ κεφάλι.

ΙΟΥΛΙΑ (Κρύπτουσα μὲ τὰς χεῖρας τὸ πρόσωπον). — Κύριε Φίλιππε! Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀκατάσχετος). — Ἄχ, πῶς μοὖρθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ πέσω καὶ νὰ σᾶς ἀγκαλιάσω τὰ γόνατα, ν’ ἀφήσω πειὰ τὴν καρδιά μου νὰ χυθῇ καὶ νὰ φωνάξω: «—Λολίτα! Λολίτα! Σ’ ἀγαπῶ! Θέλεις νὰ γίνῃς ’δική μου! Ν’ ἀνήκῃς πειὰ σὲ ’μένα! Μόνο σὲ μένα ποῦ σ’ ἀγαπῶ τόσον πολύ, Λολίτα!», Ἀλλά... (μ’ ἕναν λυγμὸ) δὲν τὦπα! — (Πίπτει εἰς ἕνα fauteuil. Μακρὰ σιγή, ἔπειτα ἠρεμώτερον): Πᾶνε τώρα πολλὰ χρόνια, κι’ ὅμως μιὰ σκέψι δὲν ἄφησε τὸ νοῦ μου. Τί ἆρά γε σεῖς θὰ εἴχατε νὰ ἀπαντήσετε στὰ λόγια μου ἐκεῖνα;...

ΙΟΥΛΙΑ. — Κύριε Φίλιππε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐγειρόμενος). — Ὤ, εἰπέτε μου, εἰπέτε μου! Σὲ λίγαις στιγμαὶς θὰ φύγετε καὶ ποτὲ πειὰ δὲ θὰ σᾶς ξαναδῶ. Ποτὲ πειὰ! Εἰπέτε μου λοιπόν. Μὴ μ’ ἀφήσετε σ’ αὐτὴ τὴν ἀγωνία. Μὴ μ’ ἀφήσετε μ’ αὐτὸ τὸ μυστήριο ’ποῦ μὲ βασανίζει τόσα χρόνια τώρα. Πρὸς Θεοῦ! Εἰπέτε μου, εἰπέτε μου!

ΙΟΥΛΙΑ (καλύπτουσα πάντοτε διὰ τῶν χειρῶν τὸ πρόσωπον). — Δὲν ἠξεύρω καλὰ - καλά, ἐκείνη τὴ στιγμή, τί ἀκριβῶς θὰ ἔλεγα. Μὰ πάντα, ὅ, τι ἔπρεπε νὰ ’πῇ μιὰ κόρη, στὴν πειὸ εὐτυχισμένη στιγμὴ τῆς ζωῆς της.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Πνιγόμενος). — Ὥστε, μ’ ἀγαπούσατε λοιπόν! Μ’ ἀγαπούσατε ἀληθινά!;

ΙΟΥΛΙΑ (Ἀναλυομένη εἰς λυγμούς). — Ὤ, ἂν σᾶς ἀγαποῦσα! Μ’ ἐρωτᾶτε ἂν σᾶς ἀγαποῦσα!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Λολίτα!...

ΙΟΥΛΙΑ (Ἐγειρομένη ἔντρομος). — Κύριε Φίλιππε!

(Ὁ Κώστας κρατῶν μίαν ἐπιστολὴν εἰσέρχεται καὶ ἵσταται ἐμβρόντητος. Πάραυτα ὅμως συνέρχεται καί, πρὶν ἀκόμη γίνῃ ἀντιληπτός, βγάζει καὶ παρατηρεῖ τὸ ὡρολόγι του εἰς τὸ φῶς τῆς λάμπας, στρέφων οὕτω κατά τι τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκονται ὁ Φίλιππος καὶ ἡ Ἰουλία).


ΣΚΗΝΗ E΄
ΟΙ ΑΥΤΟΙ, ὁ ΚΩΣΤΑΣ καὶ ἐν τέλει ἡ ΧΡΗΣΤΙΝΑ

ΚΩΣΤΑΣ (Ὡς ἐὰν οὐδὲν εἶδε. Τονίζων ὅμως ἑκάστην λέξιν με πολλὴν ἔμφασιν). — Ἆ, φίλε μου. Εἶναι πολὺ ἀργά. Ἑπτά παρὰ τέταρτον. Καὶ τὸ ἀτμόπλοιον φεύγει εἰς τὰ ὀκτώ.

ΙΟΥΛΙΑ (Καταστέλλουσα τὴν ταραχὴν της). — Πρέπει νὰ γυρίσουμε ἀμέσως εἰς τὸ ξενοδοχεῖον. Τὰ πράγματά μας εἶναι ὅλα ἔξω.

ΚΩΣΤΑΣ (Κρύπτων τὴν ἐπιστολήν). — Ἄχ, αὐτὸ τὸ γράμμα. Μοῦ ἔφαγε περισσότερην ὥρα ἀπὸ ὅ, τι ἔπρεπε. (Πλησιάζων τὸν Φίλιππον βραδέως): Κρῖμα ποῦ δὲν εἰμποροῦμε πλέον νὰ μείνουμε ἐδῶ οὔτε στιγμὴ, γιὰ νὰ σὲ ’δῶ κι’ ἐγὼ λιγάκι ὅπως τόσον ἐπεθύμουν, Φίλιππε. Ἄλλα... τί ἔχεις;... (Θέτων τὴν χεῖρα ἐπὶ του ὤμου τοῦ Φιλίππου). Καλέ μου φίλε. Ἢ ἀναχώρησίς μας σὲ λυπεῖ. Τὸ βλέπω. Μὰ... τί εἰμπορεῖ νὰ γίνῃ! (Πλησιάζει εἰς τὸ τραπεζάκι ποῦ εἶναι τὸ καπέλλο του καὶ τὸ πέρνει).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Πρὸς τὴν Ἰουλίαν, σιγά). — Φεύγετε!... Φεύγετε!

ΙΟΥΛΙΑ (Πρὸς τὸν Φίλιππον, ὁμοίως). — Δὲν ἀκούσατε; (Μ’ ἕνα πικρὸ μειδίαμα). Εἶναι πολὺ ἀργά. (Δίδουσα αὐτῷ τὴν χεῖρα ὑψηλοφώνως). Χαίρετε, Κύριε Φίλιππε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Μὴ μ’ ἀποχαιρετᾶτε ἀκόμη. Θὰ σᾶς συνοδεύσω.

ΚΩΣΤΑΣ (Ἐπανερχόμενος). — Εἰς τὸ ξενοδοχεῖον; Μ’ αὐτὸν τὸν καιρό; Ἀλλὰ εἶναι τρέλλα!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. — Κώστα, σὲ παρακαλῶ!...

ΚΩΣΤΑΣ. (Τονίζων πάντοτε ἑκάστην λέξιν). — Μὰ εἶναι τρέλλα! Εἶναι σωστὴ τρέλλα! Ἔπειτα δὲ’ θὰ μπορέσουμε νὰ φανοῦμε διόλου εὐγενεῖς πρὸς σένα. Ὅταν φεύγῃ κανεὶς σὲ μιὰ ὥρα, ἔχει τόσα πράγματα νὰ κάνῃ!... (Ἀμείλικτα): Ὑγίαινε Φίλιππε.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Μὲ ἐγκαρτέρησιν). — Ὑγίαινε Κώστα. (Δίδουν τὰ χέρια τους. Μὲ φωνὴ βραχνὴ ἀπὸ συγκίνησιν). Χρηστίνα! Τὸ φῶς! (Πρὸς τὴν Ἰουλίαν ἐτοιμαζομένην νὰ τὸν ἀποχαιρετήσῃ καὶ πάλιν). Θὰ ἔλθω ὥς κάτω. (Μὲ φωνὴ πειὸ βραχνὴ). Χρηστίνα! (Ἐμφανίζεται ἡ Χρηστίνα με μιὰ λάμπα εἰς τὴν θύραν τοῦ βάθους).

ΚΩΣΤΑΣ (Ἐν ᾧ ἀπέρχονται). — Ἂς μὴ λυπόμαστε ἐν τούτοις, Φίλιππε. Εἶναι ἀλήθεια πῶς πᾶμε μακρυὰ καὶ ἴσως νὰ μὴν ξαναϊδωθοῦμε πλέον. Ποιὸς ξέρει ὅμως πάλι; (Κτυπῶν αὐτὸν ἐλαφρὰ εἰς τὸν ὦμον). Μόνο τὰ βουνὰ δὲν σμίγουνε.

(Ἐξαφανίζονται. Καὶ μετ’ ὀλίγον ἀκούεται ὁ θόρυβος ἀπομακρυνομένης ἁμάξης).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄
ΦΙΛΙΠΠΟΣ καὶ ΧΡΗΣΤΙΝΑ
(Ὁ Φίλιππος ἐπανέρχεται κάτωχρος καὶ ἐν μεγίστῃ νευρικῇ ταραχῇ. Ἡ Χρηστίνα κρατοῦσα πάντοτε τὴν λάμπα, τὸν ἀκολουθεῖ μέχρι τῆς θύρας.)

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Μὲ γλυκύτητα). — Νὰ ἑτοιμάσω τὸ τραπέζι, Κύριε;

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (ἠρέμα). — Ἄφησε ἀκόμη. Δὲν εἶναι καιρός.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ. — Εἶναι ἑπτά.

ΦΙΛΙΠΠΟΣ. —Θὰ φάω ἀργότερα ἀπόψε. Ἔχω προηγουμένως... κἄτι νὰ γράψω... μιὰ δουλειά...

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Θρηνωδῶς). — Κύριε! Τί ἔχετε, Κύριε!;...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἀνυπομονῶν). — Δὲν ἔχω τίποτε. Ἄφησέ με, σὲ παρακαλῶ.

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Στὸν ἴδιο θρηνώδη τόνο). — Κύριε!... Δὲν θὰ φᾶτε ἀπόψε Κύριε!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἐν μεγάλῃ ἐξάψει). —Λοιπὸν ὄχι, ἀφοῦ τὸ θέλεις!

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Γοερῶς). — Κύριε!...

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Ἄγρια, σὰν ἕνας γίγας ποῦ μαίνεται). — Δὲν θὰ φάω σοῦ λέγω ἀπόψε!! (Ὁρμᾷ καὶ τῆς κλείνει κατάμουτρα τὴν πόρτα).

ΧΡΗΣΤΙΝΑ (Ἔξωθεν). — Ἄχ! (Ἀκούεται νὰ πέφτῃ ἡ λάμπα καὶ νὰ σπάῃ).

ΦΙΛΙΠΠΟΣ (Παραπονιάρικα, σὰν ἕνα παιδάκι ποῦ κλαίει). — Δὲ’ θὰ φάω σοῦ λέω ἀπόψε....


ΑΥΛΑΙΑ


Φεβρουάριος 1908.


  1. Παρεστάθη διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸ θέατρον τῆς Νέας Σκηνῆς τὴν 3 Αὐγούστου 1910. Πρῶτοι διδάξαντες ἠθοποιοί: Ἐδμ. Φὺρστ (Φίλιππος), Μαρίκα Κοτοπούλη (Ἰουλία), Χρυσοῦλα Μυρὰτ (Χρηστίνα), Ἀθ. Περίδης (Κώστας).