Η Αννιώ

Από Βικιθήκη
Η Αννιώ
Συγγραφέας:


Μα ας είχε τα μάτια κλειστά ο έμπορoς, φαίνεται δεν κοιμόταν κι άκουσε την ιστορία του γιατρού, γιατί το άλλο βράδυ μας είπε και κείνος τη δική του.

Συνηθίζουνε στα χωριά μας —έτσι κάπως άρχισε— και μας ξενιτεύουνε μικρούς. Στη Βλαχιά και στη Ρουσία και τώρα ύστερα και στην Αμερική· ο τόπος μας είναι στενός· βουνά, τσουκάρια, γκρεμοί και σάρες. Δε βγάζει τίποτες η γης, δε μας φτάνει να ζή­σουμε. Και γω, σαν έμαθα δύο τρία γράμματα, έπρεπε να φύγω. Και σα δεν είχε η μάνα μου κανένανε δικό στη Ρουσία ή στη Βλαχιά, μ’ έστειλε κάτω στην πόλη. Ήταν εκεί ένας μπάρμπας μου που έκανε κουτσοδουλειές στο πόδι και κείνος μ’ έβαλε σ’ ένα μπακάλικο να τρώω στην αρχή μόνο ψωμί. Έτρωγα ξύλο περσότερο κι έπλενα ποτήρια και βαρέλια και σκούπιζα τα μαγαζί και κουβαλούσα νερό από τα πηγάδια της γει­τονιάς. Ο αφεντικός μου μ’ έστελνε στο πιο κοντινό που ήτανε σε μιαν αυλή από πίσω από το μαγαζί, μα εμένα μου άρεσε να πηγαίνω σ’ έν’ άλλο μακρινότερο, όπου μαζευότανε κόσμος περσότερος κι έπρεπε να πε­ριμένω πολλή ώρα για να πάρω αράδα να γεμίσω. Έτσι μπορούσα και χάζευα, κουβέντιαζα, έπαιζα και συχνά ξεμαλλιαζόμουνα κιόλας με τ’ άλλα μπακαλό­πουλα. Του αφεντικού μου, που με πρόσμενε με τα χαστούκια, του έβρισκα πρόφαση πως στο πηγάδι της γειτονιάς με πειράζανε και με πετροβολούσαν τα παιδιά. Και δεν έλεγα και ψέματα. Γιατί πράγματι τα παιδιά που μαζευόνταν εκεί ολόγυρα στις μυγδαλιές και γκρεμίζαν με τις πέτρες τα τσάγαλα, άμα με βλέπανε να περνώ, με περγελούσανε για τη μεγάλη μύτη μου και τα φλώρα μου μαλλιά. Κι όταν έκανα να τους πω τίποτες και γω, γυρίζαν τις σφεντόνες τους απάνω μου. Και καθώς έφευγα για να γλιτώσω, και τα κορί­τσια που παίζαν τα πεντόβολα και το σκοινάκι στην αυλή, με περγελούσανε και κείνα και με φωνάζαν μυ­ταρά. Μα κι όλα τ’ άλλα παιδιά να λείπαν, έφτανε να με δει μόνο η Αννιώ, το κορίτσι του σπιτιού. Πετιότανε στην πόρτα, τέντωνε τα δάχτυλα μπροστά στη μύτη και μου έβγαζε μια πιθαμή τη γλώσσα. Έπρεπε να περάσουν κάμποσα χρόνια, να μεγαλώσουμε κι οι δυο, να πάψουν τα παιδιά να με πετροβολούνε, για να λείψουν και τα περιγέλια της Αννιώς. Τώρα όχι μόνο δε μου ’βγαζε τη γλώσσα, μα σα μ’ έβλεπε να ’ρχουμαι στο πηγάδι, έπαιρνε τον κουβά της κι έβγαινε και κείνη εκεί. Εγώ κοκκίνιζα κι έφευγα βιαστικός. Μου φαινόταν πως κοίταζε πάντα τη μύτη μου. Κι αφού δεν μπορούσα να την κόψω, αποφάσιζα να μην ξαναπάγω στο πηγάδι της Αννιώς. Μα και γω δεν το ’νιωθα πως βρισκόμουν πάλε κει και την ξαναείχα μπρος μου και με κοίταζε, σα να της άρεσε να βλέπει τα μάτια μου να χαμηλώνουν ντροπαλά μπροστά της, μου γελούσε, μου μιλούσε, σα να της άρεσε ν’ ακούω τη φωνή της. Έπειτα έπαιρνε τον κουβά και μου γύριζε την πλάτη κι έφευγε για να μου δείξει και το σβέλτο της κορμί. Το ένιωθε πως στεκόμουν εκεί και την κοίταζα· ύστερα, άμα έφτανε στην πόρτα, γύριζε και μου γελούσε άλλη μια φορά. Και γύριζα και γω στο μαγαζί! και πότιζα ούζο και νερά τον κόσμο. Κι άμα ξαναρχόμουν στο πηγάδι και τύχαινε να μην μπορεί να βγει και κείνη, γιατί ήταν η μάνα της ή άλλος στην αυλή, έβγαινε μόνο στην πόρτα και μου πετούσε πετραδάκια και γελούσε και κρυβόταν. Και γω πάλι γέμιζα τον κόρφο μου κάν­τιο ή ζάχαρη, ό,τι έβρισκα πιο του χεριού κι ερχόμουν και της τα ’δινα. Έτσι λίγο λίγο άρχισα να ξεχνώ τη μύτη μου και να μην τη βλέπω στο μικρό καθρεφτάκι, που είχα κρυμμένο στη στοίβα τα σακιά και το ’βγαζα κι έσκυβα πίσω εκεί και χτένιζα τα μαλλιά μου βιαστικά πριν πάω στο πηγάδι. Της Αννιώς της άρεσε να με πειράζει, να μου λέει πως κάνω τη χωρίστρα μου στραβά, πως είμαι όμορφος κι ένα σωρό άλλα. Όλο και ξε­θάρρευε περσότερο μαζί μου. Και μια μέρα με ρώ­τησε γιατί περπατώ ξυπόλυτος.

Δεν της αποκρίθηκα πως ήμουν έτσι πιο λεύτερος ούτε πως με χαστούκιζε ο αφεντικός μου άμα μ’ έβλεπε ποδεμένο. Κοκκίνισα μονάχα και της είπα:

«Και συ το ίδιο δεν περπατείς;»

«Στο σπίτι, μα όχι και στο δρόμο», μου αποκρί­θηκε.

Κι αλήθεια, όταν έβγαινε από το «άλλο μέρος του σπιτιού, που ήταν ο δρόμος, η Αννιώ φορούσε τις κεντητές παντούφλες της και το καθαρό φουστάνι. Πολλές φορές που έτυχε, περνώντας από κει, να τη δω να σεργιανίζει κρατημένη μπράτσο με τις γειτονο­πούλες, μ’ έπιανε ντροπή. Έτσι στολισμένη μου φαι­νόταν βέβαια ομορφότερη, ωστόσο μου άρεσε καλύ­τερα όπως ερχόταν στο πηγάδι, γιατί έτσι ταίριαζε περσότερο μαζί μου. Έβλεπα τον εαυτό μου λιγδιασμένο και βρόμικο κι έτρεχα να φύγω και φρόντιζα να μην περνώ απ’ το δρόμο άμα την έβλεπα εκεί. Στεκόμουνα μόνο κρυμμένος στη γωνιά και την κοί­ταζα. Μα μια βραδιά είδα και κάτι που δε μου άρεσε. Καθώς περπατούσε πέρα δώθε με μιαν άλλη, κάποιος νέος τις είχε αποκοντά και κάτι τους έλεγε κι αυτές γελούσαν. Το άλλο βράδυ ξαναπήγα και παραφύλαξα. Πάλι ο ίδιος νέος αποκοντά και πάλι αυτές τα ίδια. Δε βάσταξα και το είπα της Αννιώς, άμα την είδα. Μου απάντησε γελώντας πως ο νέος τριγύριζε τη φι­λενάδα της. Μα μιαν άλλη βραδιά που πήγαινα κρασί σε κάποιο σπίτι και πέρασα πάλι αποκεί, η Αννιώ σεργιάνιζε στο δρόμο με μιαν άλλη φιλενάδα της κι ο νέος πήγαινε πάλι από πίσω. Μου ήρθε, και γω δεν ξέρω τι, ήθελα να κλάψω απ’ το κακό μου και δυο μέρες δεν πήγα στο πηγάδι. Μα δε βάσταξα περσότερο κι η Αννιώ σα με είδε, ήρθε χαμογελώντας.

«Με περγελάς», της είπα και κόντευα να κλάψω αλήθεια.

Μου ’μολόγησε πως πράγματι ο νέος κυνηγούσε αυτή, αυτή όμως δεν τον αγαπά. Μονάχα εμένανε αγαπά. Δεν είναι κουτή, μου είπε, να μπλεχτεί με κείνον, γιατί ξέρει πως δεν την παίρνει.

«Τότε γιατί τον κοιτάζεις;» της είπα.

«Δεν τον κοιτάζω γω, εκείνος με κοιτάζει», απάντησε.

«Άστ’ αυτά», της έκαμα· «σε είδα με τα μάτια μου που του γελάς.»

«Δε γελώ γω· εκείνος με κάνει και γελώ», είπε και γέλασε.

«Πώς σε κάνει;»

«Να—μου λέει—»

«Τι σου λέει;»

Κοκκίνισε και γελούσε και δεν ήθελε να πει. Έπειτα όμως μου είπε πως της λέει πως είναι όμορφη, πως έχει όμορφα μάτια, όμορφα…

Σταμάτησε και χαμήλωσε τα μάτια.

«Τι άλλο;» ρώτησα.

Μα δε μιλούσε· χαμογελούσε μόνο πάντα και κοίταζε κάτω.

Είχα απιθώσει χάμω τον τενεκέ με το νερό και στε­κόμουν ορθός σιμά της και την κοίταζα. Τα δέντρα της αυλής σκεπάζαν το πηγάδι και δεν μπορούσε να μας δει κανείς. Έσκυψα και την αγκάλιασα.

Δε θύμωσε. Γύρισε μόνο και κοίταξε φοβισμένα πίσω της.

Λίγες μέρες ησύχασα. Μα ένα δειλινό που ήρθα πάλι για νερό και πήγα προς την πόρτα της να γυ­ρέψω τον κουβά της, γιατί ο δικός μου έτρεχε, την πήρε το μάτι μου που στεκότανε μπρος στον καθρέ­φτη κι έδενε μια κορδέλα στα μαλλιά. Την έδενε και την ξανάδενε κι όλο δεν της άρεσε. Το παράθυρο ήτανε μισογυρμένο και σίμωσα σιγά εκεί και στάθηκα και κρυφοκοίταζα.

«Είσαι ομορφότερη έτσι, θα του αρέσεις καλύτερα», της σφύριξα.

Τρόμαξε και χύμησε και μου ’κλεισε το παράθυρο στα μούτρα.

Έκανε μέρες να βγει στο πηγάδι. Τρύπωνε άμα μ’ έβλεπε. Τις καραμέλες όμως, που της άφηνα στην αυ­λόπορτά της κάτω από μια πέτρα, πήγαινε και τις έπαιρνε κι έτσι δεν απελπιζόμουν πως μου θύμωσε για πάντα. Και τόντι να την, ξαναπαρουσιάστηκε ένα πρωί. Με το πρόσωπο κατεβασμένο, μα όταν της γέ­λασα και της μίλησα, χαμογέλασε κι αυτή.

«Μα να το ξέρεις» μου είπε· «δεν θα σου ξαναμι­λήσω, αν το ξανακάνεις, αν με πειράξεις άλλη φορά για κείνον. Σου είπα δεν αγαπώ άλλον από σένα.»

Ύστερα έμαθα από μια γειτόνισσα πως την περα­σμένη μέρα η μάνα της την έπιασε να μιλεί με τον λιμοκοντόρο και την έδειρε κι έβρισε και φοβέριζε κι αυτόν.

Κι αλήθεια δεν τον ξαναείδα να περάσει. Από τη χαρά μου δεν μπορούσα να το πιστέψω πως είχα μεί­νει μοναχός. Στην αρχή μπλέχτηκα με την Αννιώ δί­χως να ’χω τίποτε στο νου, δίχως να λογαριάζω και να περιμένω κάτι. Τώρα όμως άρχισα να παίρνω αλλιώ­τικα το πράμα· θα ’μουν ως είκοσι χρονών. Ο αφεντι­κός μου με είχε βάλει σε μιστό και δε γυρνούσα πια ξυπόλυτος, αγόρασα με δικά μου χρήματα που­κάμισα και ρούχα και δεν ήμουν τόσο βρομιάρης, καθώς πρώτα.

Και τη Λαμπρή και του Χριστού που κλείναμε το μαγαζί, άλλαζα, στολιζόμουνα και γω κι έβγαινα γύρω στους δρόμους. Περνούσα κι από κείνον, όπου σερ­γιάνιζε γιορτοφορεμένα κι η Αννιώ και μου φαινό­τανε πως ήμουν εγώ τώρα ο λιμοκοντόρος, που την κυνηγούσε μια φορά. Μα τώρα πάλι δεν μπορούσα να πηγαίνω πάντα στο πηγάδι για νερό· ήταν το μι­κρότερο παιδί του μαγαζιού γι’ αυτό, κι έτσι δε μπο­ρούσα πια να βλέπω κάθε μέρα την Αννιώ. Την αυλή του σπιτιού της τη χώριζε από την αυλή του μαγαζιού μας ένα στενό, και κει πετιόμουνα καμιά στιγμή κι αλλάζαμε δυο τρία λόγια, όταν τύχαινε να πεταχτεί κι αυτή την ίδια ώρα, και κει αρχίσαμε να σμίγουμε και το βράδυ αργά, όταν κλείναμε το μα­γαζί κι έβρισκε κι αυτή καιρό να ξεκλεφτεί από τη μάνα της.

Εκεί, ένα βράδυ που είχε αρρωστήσει κάποιος δικός της, κι η μάνα της πήγε να τον ξενυχτίσει, έτρεξε η Αννιώ και μου είπε να πάω αργότερα να κρυφτώ μέσα στο πλυσταριό της και να την περιμένω. Στην αρχή φοβήθηκα, μα μια και της το έταξα, πήρα θάρ­ρος ύστερα και πήγα. Ήταν χειμώνας και θυμούμαι φυσούσε κι έβρεχε. Το ρέμα, που περνούσε δίπλα εκεί, βούιζε κατεβασμένο, σε μιαν άκρη του πλυστα­ριού κοιμόντανε κι οι κότες· κι από κάτω από τη σκεπή σ’ ένα πέταυρο καρφωμένο στην αστρέχα κούρνιαζαν τα παγόνια, που έθρεφε η μάνα της Αννιώς. Κι αυτά κι οι κότες ταραζόντανε κάθε στιγμή και μας ξαφνίζαν. Από το πίσω μέρος συνόρευε το πλυσταριό με το στάβλο του διπλανού σπιτιού και τ’ άλογα δίναν και κείνα ώρες ώρες βαριές κλωτσιές στο ξύλινο το χώρισμα. Ο τρόμος δε με άφησε ούτε μια στιγμή κι έφυγα αποφασισμένος να μην ξεγελαστώ να ’ρθω άλλο βράδυ. Μα όταν ξαναέλειψε η μάνα της Αννιώς, ήρθα και δεύτερο και τρίτο και μια κι έγινε η αρχή, η Αννιώ ξακολούθησε κι ύστερα που ήταν η μάνα της στο σπίτι να της ξεκλέβεται και τότε πού και πού. Όσο που τη μυρίστηκε κι άξαφνα μια νύχτα, καθώς πήδησα τον τοίχο βρέθηκα μπροστά στον ίσκιο της.

Τα ’χασα και σταμάτησα. Και κείνη την πρώτη στιγμή φάνηκε πως τρόμαξε, μα όταν με γνώρισε, χύμησε και με άδραξε από το αφτί και με πέταξε έξω από την αυλόπορτα χωρίς να χάσει πολλά λόγια.

Την άλλη μέρα ήρθε στον αφεντικό μου και κείνος με πήρε πίσω από τα σακιά και με άρχισε στις κατακεφαλιές.

Του ’ταξα πως δεν το ξανακάνω για να γλυτώσω εκείνη τη στιγμή. Μα γλήγορα ξέχασα το τάξιμο και γλή­γορα ξέχασε κι η Αννιώ το ξύλο που έφαγε κι αυτή απ’ τη μάνα της.

Δεν πέρασε καιρός, και μας ξανάπιασαν πάλι να κρυφομιλούμε μέρα μεσημέρι κάτω από την καμάρα του γεφυριού. Η μάνα της έστειλε τώρα ένα δικό της και μ’ έκραξε στην αυλή του μαγαζιού και μου είπε να πάψω να ντροπιάζω το σπίτι της ξαδέρφης του.

«Δε θέλω να ντροπιάσω κανένα σπίτι» του απο­κρίθηκα· «έχω καλό σκοπό για το κορίτσι.»

«Για τα μούτρα σου είναι», θύμωσε και μου άστραψε και κείνος δυο στα μάγουλα και με φοβέριζε πως αν ξαναμάθει πως μίλησα με την Αννιώ, θα βάλει τον αστυνόμο να με κάμει εξορία.

Μας ξανάπιασαν πίσω στο στενό, και την άλλη μέρα ήρθε ο αστυνόμος και μ’ έδειρε και με φοβέριξε πως θα μ’ εξορίσει για λωποδύτη.

Μα το άκουσε ο αφεντικός μου και πήρε το μέρος μου, γιατί δεν του έπεφτε τόσο εύκολο να βρει αμέ­σως άλλο παιδί στο πόδι μου.

Ήταν κιόλας με το άλλο κόμμα και κόντεψε να γίνει σούσουρα. Μα οι δικοί της Αννιώς το σωπάσανε. Για μένα όμως ήταν η Αννιώ χαμένη. Φτωχοκόριτσο ήταν κι αυτή, μα μια φορά ο πατέρας της ήταν καλός, η μάνα της κρατούσε από γωνιά και γυρεύανε να βρούνε κάποιο νοικοκύρη να τη σιγουρέψουν. Την κλείσαν μέσα και δεν μπορούσα να την ξαναδώ. Δε μου έμενε άλλο παρά να την κλέψω. Μα με τι και πώς; Αφού δεν μπορούσα να το κάμω αυτό, μου ήρθε στο νου κάτι άλλο· θυμήθηκα πόσοι φύγανε από το χωριό μου και πήγανε και κάμανε κατάσταση στην ξενιτιά. Κι αποφάσισα να ξενι­τευτώ και γω, να πάω να καζαντίσω και να ’ρθω να πάρω την Αννιώ με το σπαθί μου.

Είπα λοιπόν του αφεντικού μου πως θα φύγω και του ζήτησα να μου πληρώσει τους μιστούς. Είχα να λάβω κάπου δυο εκατοστάρικα. Σε μια τρύπα κάτω από την καμάρα του γεφυριού είχα κρυμμένα κι όσα σούφρωνα στο μεταξύ από τον μπεζαχτά δεκάρα τη δεκάρα, όταν έβρισκα καιρό.

Ο αφεντικός μου θέλησε να μου γυρίσει το κεφά­λι, μα δεν μπόρεσε. Με πλήρωσε κι ετοιμάστηκα να φύγω. Μα πριν φύγω, ήθελα να σμίξω την Αννιώ· ας ήτανε και μια στιγμή.

Σηκώθηκα λοιπόν πρωί θαμπά και καθώς ήξερα πως ξυπνά πρωτύτερα από τη μάνα της, τράβηξα και μπήκα στην αυλή.

Τη βρήκα μπρος στην πόρτα. Καθότανε σ’ ένα κασόνι και τάγιζε τις όρνιθες και τα παγόνια. Πήγα τόσο σιγά που με κατάλαβε μόνο άμα έφτασα μπρο­στά της. Ξαφνίστηκε που με είδε και μου έριξε μια φοβισμένη ματιά χωρίς να κουνηθεί.

«Ήρθα να σου αφήσω γεια», της είπα «φεύγω σήμερα.»

«Πού πας;» ψιθύρισε ανήσυχα και φοβισμένα.

«Στην ξενιτιά.»

«Και δε θα ξαναρθείς;»

«Σαν καζαντίσω. Θα ’ρθω να σε πάρω· θα με περιμένεις;»

«Ναι, θα σε περιμένω», είπε και με κοίταξε θολά.

Έσκυψα, της έπιασα το χέρι και χωριστήκαμε.

Καθώς έβγαινα, γύρισα κι είδα την αυλή. Έμπαι­νε η άνοιξη κι οι μηλιές και μια ροδακινιά μπρος στο πηγάδι ήταν όλες φορτωμένες με άνθια. Στάθηκα μια στιγμή ακόμα και ξαναείδα την Αννιώ που με κοίτα­ζε κι αυτή απ’ την πόρτα δίχως να σαλέψει.

Ύστερα έκλεισα την πόρτα κι έφυγα.


Και ξενιτεύτηκα. Στο χωριό που πήγα να δω τη μάνα μου, έσμιξα με άλλους δυο πατριώτες μου και τραβήξαμε στη Βλαχιά.

Τον πρώτον καιρό βρήκα το καζάντισμα δυσκολότερο παρότι το λογάριαζα, κι ήρθαν στιγμές που δείλια­σα, και το συλλογιζόμουν τι είχα κάμει. Μπήκα υπηρέ­της και κει. Ύστερα άνοιξα δυο μαγαζιά και τα ξανάκλεισα, γύρισα πολιτείες και χωριά, περάσανε πεντέξι χρόνια και δεν μπορούσα να ψυχοπιαστώ. Είχα ένα φουρνάρικο στη Σιμνίτσα, όταν άνοιξε ο ρούσικος ο πόλεμος στα εβδομήντα οχτώ· έβαλα σύντροφο ένα Ρου­μάνο και μπορέσαμε και πήραμε μερίδι στην προμή­θεια του στρατού. Όταν εσυχάσανε τα πράματα και χωρίσαμε τη συντροφιά, μεράσαμε από κάπου δεκαοχτώ χιλιάδες ο ένας. Κι αποφάσισα να φύγω. Ίσια με τότε στον ύπνο και στον ξύπνο μου είχα μπροστά μου την Αννιώ· και πετούσε η καρδιά μου άμα συλλο­γιζόμουνα πως θα γύριζα μια μέρα με γεμάτο το κε­μέρι και θα τη γύρευα της μάνας της. Πως η μάνα της δε θα μου την έδινε, πως η Αννιώ δε θα με πε­ρίμενε, δεν το έβαζα ούτε μια στιγμή στο νου ως τότε όσο γυρνούσα εδώ και κει, όσο ακόμα δε μπορούσα να βάλω στην άκρη δυο πεντόλιρα. Μα τώρα που τα ένιωσα στον κόρφο μου δέκα φορές διπλά, μ’ έπιασε δείλια. Τάχα θα μου την δώσουν, άρχισα να στοχάζουμαι, τάχα η Αννιώ με περιμένει; Μου γυρίσανε στη θύμηση τα παιγνιδίσματα που έκανε μια φορά με το λιμοκοντόρο, την ξανάφερνα μπροστά μου να σιάζει μπρος στον καθρέφτη τα μαλλιά, να στολίζεται, να γελά με κάποιονε στο δρόμο, να του ανοίγει τη νύ­χτα την πόρτα της, χωρίς να θέλω την έβλεπα στεφα­νωμένη με άλλον, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά. Ήταν οι φόβοι αυτοί που μ’ εμποδίσανε να φύγω, ή μια καλή δουλειά με τα σιτάρια που μου παρουσιάστηκε έξαφνα; Δεν το κατάλαβα και γω πως μπερ­δεύτηκα με αυτή κι ύστερα με άλλη κι ύστερα μ’ ένα μεγάλο μαγαζί. Διπλιάσανε, τριπλιάσανε τα καπιτάλια μου και ο τζίρος μου μεγάλωνε με την ημέρα. Μου ερχόταν κρίμα να φύγω πια. Πολλές φορές, άμα έφτανεν ο βαρύς, μακρύς χειμώνας, άμα στρωνόντανε τα χιόνια και κρεμόταν από πάνω ο σταχτερός, ο μολυβένιος ουρανός, συγνέφιαζε και μένα ο νους· και μπούχ­τιζα την κρύα ξενιτιά κι η αυλή της Αννιώς έφεγγε ανθισμένη μπρος μου. Πολλές φορές σαν τύχαινε να βγω στην εξοχή κι έβλεπα καμιά χωριατοπούλα που τάγιζε τις όρνιθες, μου ξαναπρόβαλε η Αννιώ θλιμ­μένη και χλωμή καθώς την άφησα, και γύριζα στο μαγαζί κατσουφιασμένος και με την καρδιά βαριά. Μα δεν αργούσανε να με τραβήξουν πάλι οι άλλες έννοιες. Είχα μεστώσει στο εμπόριο και στον παρά. Είχα κάμει τόσα χρήματα, που αν ήθελα να τα ση­κώσω και να φύγω, θα μπορούσα να ζήσω καλά με τον τόκο τους. Όμως άμα μπει κανείς στον πλούτο, γλυκαίνεται, μεθά μ’ αυτόν και δεν του κάνει όρεξη να σταματήσει. Και μόλις μου βρέθηκε η περίσταση να πληθύνω μεμιάς το έχει μου και να συγγενέψω κιόλας με μια καλή και πλούσια φαμίλια, δε δίσταζα. Παντρεύτηκα.

Πώς δε μ’ έτρωγε μέσα μου το τάξιμο, που είχα κάμει της Αννιώς, δεν μπορώ να το πω. Κι ίσως να ήταν αυτό που άλλαξε άξαφνα την τύχη μου. Τη δεύ­τερη βδομάδα που στεφανώθηκα, ένα ξαφνικό φαλι­μέντο κάποιου χρεώστη μου το πλήρωσα είκοσι χι­λιάδες. Τον άλλο μήνα δεύτερο κακό. Και κατόπι το ένα πάνω στο άλλο στη σειρά. Φόβο δεν είχα για να πέσω, μα οι απανωτοί χαμοί με κάμαν μίζερο και νευρικό. Δεν ταίριαζαν κιόλας τα χνώτα μας με τη Βλάχα που πήγα και φορτώθηκα. Είτε γω έφταιγα είτε αυτή, δεν ήταν ζωή εκείνη που περάσαμε μαζί δυο χρόνια. Αλλιώς μαθημένη αυτή, αλλιώς εγώ. Δεν είχαμε και την τύχη να μας δώσει ο Θεός ένα παιδί. Δεν πήγαινε μακρύτερα το πράμα. Της γύρισα πίσω την προίκα και χωρίσαμε.

Μα δεν μπορούσα και γω να μείνω άλλο στον τόπο. Και σούσουρα γίναν πολλά, και βαρέθηκα κιόλας την ξενιτιά. Έκαμα λογαριασμό, μου μέναν αρκετά. Πού­λησα το μαγαζί, τα σήκωσα όσα είχα και το μάζεψα για την πατρίδα. Ξεκίνησα με το σκοπό να τραβήξω ίσια στο χωριό μου. Μα η μάνα μου ήταν πεθαμένη, με τ’ αδέρφια μου δεν είχαμε πολλές αγάπες. Μόνο άμα χρειάζονταν τίποτες, μου γράφανε καμιά φορά. Κι έτσι τράβηξα στην πόλη, που είχα παρατήσει την Αννιώ. Πήγαινα για κείνη; Δεν ήξερα ούτε αν ακόμα ζούσε. Πήγαινα, γιατί δεν είχα πού άλλου να πάω.

Κατέβηκα τη νύχτα στο ξενοδοχείο. Ήταν και­νούριο. Τότε που έφυγα, δεν ήτανε χτισμένο εκεί το μέρος. Το πρωί σαν ξύπνησα, βγήκα στην αγορά. Δε με γνώριζε βέβαια κανείς, μα εγώ γνώρισα κάποιους αμέσως κι είχα το φόβο μη με γνωρίσουνε κι αυτοί. Πήγα και κάθισα στον καφενέ κι ο κόσμος με κοί­ταζε, όπως το κάνει στα μικρά τα μέρη, όπου είναι μετρημένοι οι ξένοι. Πήρα μιαν εφημερίδα κι έκανα πως διάβαζα κι έριχνα γύρω μου λοξές ματιές. Κατιτί σα χαρά πηδούσε μέσα μου, η χαρά που έχει κανείς όταν γυρίζει στην πατρίδα. Και για μένα ήταν σαν πατρίδα ο τόπος αυτός όπου είχα έρθει μικρός και πρωτογνώρισα τον κόσμο. Μα και μια θλίψη ένιωθα μαζί με τη χαρά. Εκεί που γνώριζα ένα πρόσωπο παλιό στον έναν, που ξεχώριζα μια γνώριμη φωνή στον άλλο, έβλεπα κιόλας πως τα πρόσωπα τα είχε αλλάξει και τα ζάρωσε ο καιρός, άκουγα πως τη φωνή τη βραχνιάσανε και την ψευδίσανε τα χρόνια. Ένας κύριος ήρθε σε λίγο και κάθισε στο διπλανό τραπέζι. Τον γνώρισα αμέσως πως ήταν ο γιατρός του αφεντι­κού μου. Τον άφησα με τα μαλλιά ψαρά, μα με κορμί ορθό ακόμα. Τώρα οι πλάτες του είχανε λυγίσει και τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα.

Ύστερα ήρθε πάλι κάποιος άλλος και κάθισε αν­τίκρυ του κι αρχίσανε να παίζουν. Μαζεύτηκαν κι άλλοι γύρω, φαίνεται. Έχανε ο γιατρός και θύμωνε και φώναζε. Από τ’ άλλα τα τραπέζια γύρω γελούσανε. Στην πόρτα ήρθε και στάθηκε ένα παιδί και κοίταζε προς το τραπέζι του γιατρού. Θα το στείλανε να του μηνύσει, κι αυτό φοβότανε να τον σιμώσει, απαράλλαχτα όπως μια φορά και γω, όταν τον έβλεπα έτσι θυμωμένο. Έτσι είδα πάλι πόσο λίγο αλλάζουν είκοσι χρόνια τη ζωή.

Και το ξαναείδα όταν ύστερα βγήκα και στην αγορά. Άρχισα να γνωρίζω ένα ένα τα παλιά τα μα­γαζιά. Είχαν ξεκαινουργωθεί πολλά, είχαν χτιστεί άλλα νέα, μα τα περσότερα μέναν τα ίδια όπως τ’ άφησα. Κι όπως προχωρούσα, βρισκόμουν ολοένα πάλι στην ίδια την παλιά ζωή. Ο κόσμος πηγαινοερχότανε, στεκότανε και κουβέντιαζε, λιαζότανε στους μπάγκους, νύσταζε και χασμουριόταν. Και μέσα στα μαγαζιά οι έμποροι μετρούσαν με την πήχη, σκίζανε χασέδες, οι μπακάληδες γέμιζαν χαρτουλίνες και μποτίλιες, οι τσα­ρουχάδες χτυπούσαν τα πετσιά, οι καποτάδες ράβαν καθισμένοι σταυροπόδι, ο ντελάλης φώναζε και τα μπακαλόπουλα γυρνούσαν βρόμικα και κουβαλούσανε ξυπόλητα νερό.

Τέλος βρέθηκα μπρος και στο παλιό μου μαγαζί. Έμενε το ίδιο, απαράλλαχτο σα να είχα φύγει εχτές. Δεν άλλαξαν ούτε οι μπάγκες του· δίπλωναν από πάνω ακόμα και μονάχα πως είχανε χρωματιστεί. Κι ακόμα κρεμιόντανε, σα να τα είχα εγώ κρεμάσει το πρωί, τα μάτσα τα σκοινιά, τα θειαφοκέρια, τα χταπόδια· κι από κάτω οι μπουκάλες με τα σκάγια και το ρετσινόλαδο, τα βάζα με τη γιάμπολη, τη στύψη και την αλοή. Κι από πίσω ο αφεντικός μου ορθός, κοντόπαχος καθώς τον άφησα, φουστανελάς ακόμα, σβέλτος πάντα μ’ όλο το έγκωμο κορμί και τ’ άσπρα τα μαλλιά.

Μπήκα μέσα και του έπιασα το χέρι και τον κοί­ταξα στα μάτια.

Με κοίταξε και κείνος ξαφνισμένος.

«Δε με γνωρίζεις;» του είπα.

Σήκωσε τις πλάτες και σούφρωσε τα χείλη.

«Δε με θυμάσαι; Δε με είχες μια φορά στο μαγαζί;»

Με κοίταξε από πάνω ίσια με κάτω κι η ματιά του σταμάτησε, σα σαστισμένη στην καθαρή καινούρια φορεσιά μου. Έπειτα έμεινε κοιτάζοντας με κατάματα.

«Τη μύτη μου τουλάχιστο δεν τη θυμάσαι;» γέλασα.

Χτύπησε το χέρι του στο μέτωπο. Και γέλασε και το δικό του πρόσωπο και χύμησε, έπεσε απάνω μου και με αγκάλιασε.

Δε με άφησε να φύγω ίσια με το μεσημέρι. Χαιρό­τανε, σα να ξανάβρισκε χαμένο παιδί του.

Έστειλε κι έφερε και φάγαμε στο μαγαζί και με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε, όσο που έμαθε όλο το ιστορικό μου.

Και ρώτησα κι έμαθα και γω πολλά. Μόνο για ένα δεν τολμούσα να ρωτήσω: τι απόγινε κει πίσω από την αυλή του μαγαζιού. Δίχως να θέλω, τα μάτια μου όλο προς τα εκεί γυρίζαν. Μια στιγμή αποφάσιζα να βγω να δω, μα πάλι μ’ έπιανε δείλια, θαρρείς ο ίδιος φόβος που είχα μια φορά σαν ξεκλεβόμουνα κι έτρεχα εκεί κρυφά.

Μα εκεί που τρώγαμε ύστερα, έμαθα ό,τι ήθελα να μάθω δίχως να ρωτήσω.

«Τι να πει κανένας! Όλα είναι τυχερά στον κό­σμο· έπρεπε να ντέσεις έτσι μια φορά, για να πας να βρεις την τύχη σου», είπε ξαφνικά ο αφεντικός μου.

«Και κείνοι τι γίνουνται;» βρήκα την ώρα και ρώ­τησα και γω.

Δε μελέτησα όνομα, όμως κατάλαβε.

«Σε καρτερούν», απάντησε και με κοίταξε χαμογε­λώντας.

Ο λόγος με χτύπησε σαν αστραπή. Για να μην προδοθώ, πήρα το ποτήρι κι ήπια.

«Ναι, σε καρτερούνε», ξαναείπε ο αφεντικός μου. «Ύστερα όταν έφυγες, ξεχάστηκε το πράμα και τη γυρέψανε δυο τρεις. Της πέσανε οι δικοί της, η μάνα της την έσφιξε, μα δε θέλησε να πει το ναι. Εγώ έναν ήθελα, τους είπε, εκείνονε που δε μου δώσατε. Αν έρθει εκείνος να με πάρει, τότες μοναχά θα παν­τρευτώ. Και κλείστηκε από τότες μέσα και δεν ξαναφάνηκε στον κόσμο».

Έσκυψα το κεφάλι, σα να ντρεπόμουνα να γυρίσω να τον δω. Του είχα πει όλο το ιστορικό μου, δεν του έκρυψα μήτε πως είχα παντρευτεί.

«Και ζει ακόμη η μάνα της;» ρώτησα.

«Ζει», μου είπε· «ζει και βοηθά την Αννιώ. Ζούνε κι οι δυο με τις ξενοδουλειές. Τ’ αγόρια δε βγήκαν προκοπή. Το ένα έγινε αστυφύλακας, το άλλο κακοπαντρεύτηκε, δυστύχεψε.»

«Θα πάω να τις δω», του είπα· «έρχεσαι μαζί;»

«Γιατί δεν έρχουμαι;» αποκρίθηκε.

Ήθελε να του πω να πάμε ίσια κιόλας, μα τον κατάλαβα που ήθελε να βγούμε μαζί στον καφενέ. Με πήρε και βγήκαμε. Καμάρωνε που με είχε πλάγι του και με γνώρισε με τον ένανε και με τον άλλον. Ίσια με το βράδυ έπιασα κιόλα συντροφιές.

Μα το άλλο πρωί άμα ξύπνησα, κάτι με τραβούσε να πάω ίσια στης Αννιώς μιαν ώρα πρωτύτερα. Και το βρήκα κιόλας καλύτερα να πάω μονάχος.

Τράβηξα λοιπόν ίσια και μπήκα στην αυλή.

Τη βρήκα όπως την άφησα. Το πηγάδι, το χαμόσπιτο, το πλυσταριό, τα δέντρα, όλα τα ίδια, σα να μην πέρασαν από πάνω τους τόσα χρόνια. Μόνο η Αννιώ δεν ήταν εκεί έξω, μα η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και τράβηξα να μπω. Φαίνεται όμως ν’ άκουσε τα πατήματα μου και βγήκε στο κατώφλι.

Με αντίκρισε και στάθηκε ξαφνισμένη και με κοίταξε.

«Ξέρεις ποιος είμαι;» ψιθύρισα.

Μια στιγμή δε μίλησε.

«Σ’ έμαθα που ήρθες», είπε ύστερα.

Της έδωσα το χέρι και μου άπλωσε και κείνη το δικό της. Μα το πήρε πάλι και το άφησε να πέσει και με κοίταζε αμίλητη.

«Σου το ’ταξα πως θα ’ρθω κι ήρθα», της είπα.

Κρύο χαμόγελο της χώρισε μια στιγμή τα χείλη, μα έσβησε αμέσως.

Στάθηκα ώρα εκεί και στεκότανε κι αυτή.

Δε μου ’λεγε να μπω, δε σάλευε απ’ τον τόπο της.

Της χαμογέλασα, μα δεν απάντησε μήτε στο γέλιο.

Κοίταζε μόνο μπροστά της, σα να μην έβλεπε μπροστά της σα να μη στεκότανε εκεί κανείς μπροστά της. Έμοιαζε σα να ονειρευότανε.

Ο ήλιος είχε δώσει αντίκρυ κι έπεφτε στην πόρτα και της φώτιζε το πρόσωπο. Δεν είχε πολύ ασκημίσει, μα ήτανε στεγνό και τα μάγουλα πήραν και σουφρώσανε γύρω στα χείλη. Είχε δεμένη σκέπη στα μαλ­λιά, η ντυμασιά της ήταν ξεβαμμένη κι από τις παντούφλες που φορούσε μισοβγαίνανε έξω τα δάχτυλα.

«Ήρθα να σε πάρω»,της είπα και της ξανάπιασα το χέρι. «Μπορώ να σου φορέσω τώρα μεταξωτά φορέματα, ποδήματα χρυσά», μου ερχότανε να της πω ακόμα, ο λόγος όμως δε μου έβγαινε απ’ το στόμα.

Στεκόμουνα μόνο και την κοίταζα και δεν μπο­ρούσα, δεν ήθελα να το πιστέψω αυτό που έβλεπα.

«Έλα, ήρθα να σε πάρω», ξαναμίλησα· «δεν ακούς;»

«Αργά ήρθες», μου είπε τέλος και μου έριξε μιαν αγέλαστη, στεγνή ματιά.

Κι η φωνή της ήταν άλλο τόσο παγωμένη και στεγνή.

«Τότε να φύγω;» ρώτησα.

«Ναι, να φύγεις», ψιθύρισε. Κι έσκυψε και πήρε τη σκούπα, που είχε αφήσει από το χέρι άμα με είδε πρωτύτερα.

Και γύρισα κι έφυγα και γω...

Ο έμπορος σώπασε, μα όταν είδε πως τον κοιτά­ζαμε όλοι, σα να περιμέναμε κάτι ακόμα:

Και την άλλη μέρα —ξακολούθησε— έφυγα και για το χωριό μου. Άνοιξα μαγαζί εκεί για να βρίσκουμαι σε δουλειά και δεν ξανακατέβηκα στην πόλη.

«Άλλο θάμα τούτο», είπε ο σπαθοφόρος και χτύ­πησε με το χέρι το γόνατο. Τι, το ’μαθε πως είχες παν­τρευτεί;»

«Ναι, τα πρόφτασε όλα της μάνας της ο αφεντικός μου, καθώς κατάλαβα», είπε ο έμπορος.

«Και δεν της έδωσες τίποτε;» ρώτησε ο γιατρός.

«Άφησα του αφεντικού μου να τους δώσει, μα δεν τα πήραν», αποκρίθηκε ο έμπορος και τέλειωσε την ιστορία.