Η Αγία Σοφία

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ.


’Μέρα καὶ νύχτα μελετᾷ
ὁ βασιλὲς στὴν Πόλη
νὰ κτίσῃ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.
Σ’ ὅλο τὸν κόσμον ἐρωτᾷ,
καὶ σχέδια φέρνουν ὅλοι,
κτιστά, ἢ μόνο ζωγραφιά.

Ὁ Ἀρχικτίστης ὁδηγᾷ,
κι’ ὁ ὑπουργὸς προτείνει
ἐμπρὸς σὲ θρόνον ἁψηλό.
Ὁ βασιλές, αὐτὸς σιγᾷ,
αὐτὸς μόνο δὲν κρίνει
κανένα ἄξιο καὶ καλό.

—Εἶναι ἡ Δύναμ’ ὁ Θεὸς
κ’ ἡ Εὐμορφιὰ μονάχη,
π’ ἀντανακλᾶται σ’ ὁλουνούς.
Γι’ αὐτὸ τοῦ πρέπει κι’ ὁ ναὸς
δύναμη, κάλλος νἄχῃ,
νᾆν’ ὅμοιος μὲ τοὺς οὐρανούς.—

Ὅλ’ οἱ μαστόροι σκυθρωποί,
καὶ ὅλ’ οἱ μεγιστᾶνοι
τὸν προσκυνοῦν γονατιστά.
Κανεὶς δὲν ξεύρει τί νὰ ’πῇ,
κανένας πῶς νὰ κάνῃ
τὴν ἐκκλησιὰ ποῦ τοὺς ζητᾷ.

Κι’ ὁλονυχτῆς ’σκυμμέν’ ἐκεῖ
τὸ σχέδιο, ποῦ προστάζει,
καθεὶς νὰ κάμῃ προσπαθεῖ.
’Ξημέρωσεν ἡ Κυριακή,
κανένας δὲν ἀδειάζει
νὰ ’πάγῃ νὰ λειτουργηθῇ.

Ἐκεῖ στὴν πρωϊνὴ δροσιὰ
θωροῦν ἕνα τρικέρι,
κι’ ἀκοῦν γεροντικὴ λαλιά:
Ἀπέλυσεν ἡ ἐκκλησιά,
κι’ ὁ Πατριάρχης φέρει
τ’ ἀντίδωρο στὸν βασιλιά.

Σκύβ’ ἀπ’ τὸν θρόνο καὶ φιλᾷ
τὸ χέρι, ποῦ τοῦ δίδει
τὸ Ὕψωμα καὶ τὴν εὐχή.
Μὰ ’κεῖ, δὲν ἔπιασε καλά,
τοῦ πέφτ’ ἕνα ψυχίδι
’σὲ λεοντόδερμα παχύ.


Τὰ σκῆπτρ’ ἀφῆκε στὴν στιγμή,
τὸν θρόνον ἔχ’ ἀφήσει,
καὶ νὰ τὸ εὕρῃ προσπαθεῖ,
μὴ μείνῃ κατὰ γῆς, καὶ μὴ
κανένας τὸ πατήσῃ
κι’ ἀπὸ τὸ κρῖμα κολασθῇ.

Μὰ ’κεῖ, ποῦ μ’ ὄψη θλιβερή
γιὰ νὰ τὸ εὕρ’ ἀκόμα
ἐμπρὸς στὸν θρόνο του ζητᾷ,
νά καὶ μιὰ μέλισσα θωρεῖ,
τ’ ἀντίδωρο στὸ στόμα,
κι’ ἀπ' τὸ παράθυρο πετᾷ.

’Βγάλλει παντοῦ διαλαλητὴ
στὴν ’ξακουστὴ τὴν Πόλη,
καὶ τάζ’ ἕνα πουγγὶ βαθύ.
—Ὅποιος μελίσσια κι’ ἂν κρατῇ,
νὰ τὰ τρυγήσετ’ ὅλοι,
τ’ ἀντίδωρό μου νὰ ’βρεθῇ!—

Τρυγοῦν οἱ ἄνθρωποι γοργά,
κανένας δὲν κερδαίνει
ἄλλ’ ἀπὸ μέλι καὶ κερί.
Κι’ ὁ Πρωτομάστορης τρυγᾷ,
κ’ ἐξαφνισμένος μένει
ἐμπρὸς στὸ θαῦμα ποῦ θωρεῖ!

Σ’ ἕνα κοφίνι διαλεχτό,
στὸ πιὸ καλὸ κυψέλι,
λάμπει κι’ ἀστράφτει κἄτι τί.
Ξανθὸ κερὶ δὲν εἶν’ αὐτό,
γλυκὸ δὲν εἶναι μέλι,
εἶν’ ἐκκλησιὰ πελεκητή!

Οἱ τροῦλοι λές κι’ εἶν’ οὐρανοί,
πυκνά οἱ στύλοι δάση,
καὶ Οἰκουμέν’ ἡ πατωσιά.
Ποτὲ χριστιανικὴ φωνὴ
Θεὸ δὲν θὰ δοξάσῃ
σὲ πιὸ καλήτερ’ ἐκκλησιά!

Μὲ τὴν ’ματιά του προχωρεῖ
μέσ’ στ’ Ἅγιο-βῆμα μνίσκει,
ποῦ τὸ φωτίζει μι’ ἀντηλιά·
στὴν Ἅγια-τράπεζα θωρεῖ,
στὸν Ἀστερίσκο ’βρίσκει
τ’ ἀντίδωρο τοῦ βασιλιᾶ!

Στὸν θρόνο ’μπρὸς μὲ συστολὴ
βαθειὰ μετάνοια κάνει,
δείχνει τὸ σχέδιο τοῦ ναοῦ.
—Εἴμεθα ὅλ’ ἁμαρτωλοί,
κανένας μας δὲν φθάνει
τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.


Γιὰ τ’ ἁγιασμένο Του ψωμὶ
τὸ καθαρὸ μελίσσι
διές, τὶ κερήθρα συγκροτεῖ!
Γιὰ τοῦ Ὑψίστου τὴν τιμὴ
ὁ βασιλὲς ἂς κτίσῃ
μιὰν ἐκκλησία σὰν αὐτή.—

Στὸν Πλάστη στρέφ’ ὁ βασιλές,
—Εὐχαριστῶ σε, κράζει,
μεγαλοδύναμ’ Εὐμορφιά!—
Φιλᾷ τὸ σχέδιο τρεῖς βολαῖς,
καὶ σὰν αὐτὸ προστάζει
νὰ κτίσουν τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.