Ζέστη

Από Βικιθήκη
Ζέστη
Συγγραφέας:
Ιούλιος 1882.


Πῶ! πῶ! τί ζέστη τούτη, τί φοῦρνος, τί καμίνι!
τὴν ἔφεραν μαζί των οἱ Ἀλεξανδρινοί·
τῆς Ἀφρικῆς ὁ λίβας φωτιὰ καὶ λαύρα χύνει,
κι' οὔτε λεπτὸ ἀγέρι τὰ φύλλα δὲν κουνεῖ.
Ἱδρόνουν ὅλοι κι' ὅλαις, ἱδρόνουν πόδια, χέρια,
καὶ χωριστὰ κοιμοῦνται νεοϋπάνδρων ταίρια.

Ἐχώθη κι' ὁ Τρικούπης μὲς στῶν χαρτιῶν τὰς στίβας
μὲ στέμμα στὸ κεφάλι καὶ τρικαντὸ βαρύ,
μὰ φαίνεται κι' ἐκεῖνον τὸν ἔσφιξε ὁ λίβας,
καὶ δός του ἕναν κι' ἄλλον παρασημοφορεῖ.
Παράσημα ἐμπρός του καὶ πίσω σκορπισμένα,
καὶ ἂν τὸν παρασφίξῃ, θὰ δώσῃ κι' εἰς ἐμένα.

Ὁ Σέυμουρ ὁ Ἄγγλος μὲ πεῖσμα βομβαρδίζει
τοῦ Ἀραμπῆ τὰ κάστρα κι' ἡ Αἴγυπτος χαλᾷ,
καὶ στοὺς Στραβαραπάδες ἡ ζέστη δαιμονίζει
καὶ τοὺς παραφουσκόνει μὲ σχέδια ψηλά.
Καὶ ἡ σοφὴ Εὐρώπη μὲ χέρια σταυρωμένα
τὸν Ἀραμπῆ κυττάζει καὶ τἄχει σὰ χαμένα.

Κι' οἱ Τοῦρκοι θυμωμένοι ἁπλόνουν τὸ ζωνάρι
καὶ τῆς Φατμές ἐκεῖνο τὸ ἱερὸ βρακὶ
μέσα στὴν τόση ζέστη λίγη δροσιὰ νὰ πάρῃ,
κι' ἀρχίζει νὰ φουντώνῃ δροσιὰ πολεμική.
Εἰς τὴν Εὐρώπη τρόμος, στὴν Αἴγυπτο νεμποῦτι,
κι' ἐδῶ ἀπὸ τὴ ζέστη ἀνάβει τὸ μπαροῦτι.