Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ευέλπιδες

Από Βικιθήκη
Εὐέλπιδες
Συγγραφέας:
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ (1922)


Ἡ συντροφιὰ ἦτο μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα γνωστή. Ὁ Γιώργης ὁ Ἴκκινης καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπαλαρῆς. Ὁ Ντῖνος ὁ Γαρίπης καὶ ὁ Νιόνιος ὁ Ἄου. Κάποτε ἔμπαινε μεταξύ τους καὶ ὁ Θανάσης ὁ Παλιαδερφὸς γιὰ νὰ κάνῃ θελήματα καὶ νὰ λέῃ τὶς ἀφάνταστες παλικαριές του. Αὐτὸς ὅμως ἦτο τῆς προσκολλήσεως. Ἀχώριστοι ἦσαν οἱ τέσσεροι πρῶτοι.

Τὰ ἐπίθετά τους εἶχαν λησμονηθεῖ ἐντελῶς καὶ ἐζοῦσαν μόνον μὲ τὰ παρανόμια τους. Βέβαια θὰ ἐτελείωναν εἰς ποῦλος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι δὲν θυμόνταν πὼς ἄρχιζαν. Ἂν τύχαινε νὰ ἔρθῃ γράμμα τους, ὁ γραμματοκομιστὴς θὰ ἐκτυποῦσεν ὅλες τὶς ἄλλες πόρτες καὶ ὕστερα τὴ δική τους. Ἔτυχε κάποτε νὰ ζητηθῇ ἐπειγόντως εἰς τὸ τηλεγραφεῖο ὁ Γιώργης Ἀναγνωστακόπουλος, νὰ γίνῃ τόση κουβέντα εἰς τὸ καφενεῖο καὶ ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα ν᾿ ἀκουσθῇ ὁ Μπαλαρῆς χτυπώντας τὸ μέτωπό του:

- Μωρέ!.. Ἀναγνωστακόπουλος εἶμαι γώ!..

Οἱ δύο πρῶτοι ἐκρατοῦσαν συντροφικὰ ἕνα καφενὲ στὸ Σταυροπάζαρο. Ἀπὸ πότε τὸν εἶχαν δὲν θυμοῦνται, καὶ οἱ ἴδιοι. Οὔτε ἀπὸ τοὺς γεροντοτέρους τοῦ χωριοῦ ἠμποροῦσε νὰ μαρτυρήσῃ κανείς. Ὅλοι θυμοῦνται καὶ τὸν καφενὲ καὶ τοὺς ἐνοικιαστᾶς ἴδιους καὶ ἀπαράλλακτους. Τὸ πρῶτο μὲ τοίχους γεμάτους ἀράχνες, μὲ ὀροφὴ κατάμαυρη, τὸ πάτωμα ἄπλυτο κι αἰωνίως βρεμένο· τοὺς καθρέφτες καὶ τὰ κάδρα σκεπασμένα ἀπὸ μυγοκαθίσματα· τοὺς πάγκους μὲ ξεσχισμένους μουσαμάδες καὶ τὴ τζαμαρία σκεπασμένη μ᾿ ἕνα ξεβαμμένο μπουγασί. Τοὺς καφετζῆδες οὔτε καθαρότερους οὔτε χαρωπότερους ἀπὸ τὸν καφενέ τους. Κοντοὶ καὶ οἱ δύο, κακοτράχαλοι, μὲ κεφάλια ὠχρὰ καὶ μακρουλὰ σὰν πεπόνια, ὅταν δὲν ἐκοιμῶντο εἰς τὶς καθέκλες τους ἐβημάτιζαν σὰν ὑπνωτισμένοι. Ὅταν τοὺς ἔβλεπες μὲ τὸ δίσκο ἢ μὲ τὸν ναργιλὲ νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς πελάτες, ἐνόμιζες ὅτι τὰ πράγματα ποὺ κρατοῦσαν ἔσυραν αὐτοὺς παρὰ ἐκεῖνοι τὰ πράγματα.

Ἀλλὰ σπάνιον ἦτο νὰ ὑπηρετοῦν καὶ οἱ δύο ταυτοχρόνως. Πάντα ὁ ἕνας θὰ ἔπαιζε χαρτιὰ ἂν δὲν ἔπαιζαν καὶ οἱ δύο. Καὶ ἂν τότε παρουσιάζετο πελάτης καὶ ζητοῦσε καφὲ ἢ λουκούμι, ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἐνῶ ἐχτυποῦσε δυνατὰ τὸν φάντε εἰς τὸ τραπέζι τοῦ ἔλεγε:

- Ἔμπα φτιάσ᾿ τον μία στιγμή! δὲ θὰ κουρασθῇς.

Καὶ τοῦτο ἂν ἐτύχαινε ξένος. Γιατὶ οἱ τακτικοὶ πελάτες, ἅμα τοὺς ἔβλεπαν καθισμένους εἰς τὸ παιγνίδι, ἐπήγαιναν ἴσα στὸν πάγκον, ἔκαναν μόνοι τους τὸν καφὲ καὶ ἐσερβίριζαν μονάχοι τους.

* * *

Αὐτὰ γιὰ τοὺς δύο πρώτους. Ὁ τρίτος ὁ Γαρίπης εἶχε διαδεχθεῖ τὸν πατέρα του στὸ μπακάλικο. Ἀντὶ ὅμως νὰ αὐξήσῃ τὴν πελατεία του καὶ νὰ πλουτίσῃ τὰ εἴδη τῆς μπακαλικῆς, ἔδειξε ὅλη του τὴν δραστηριότητα εἰς τὸ νὰ τὸ καλλωπίσῃ μόνον. Ὅποιος τὸ ἔβλεπε τὸ ἔπαιρνε γιὰ κουρεῖο, ὄχι μπακάλικο. Πρώτη καὶ κυριότερη φροντίδα τοῦ ἔβαλε πῶς νὰ κρύψῃ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν θεατῶν κάθε πρόστυχο ἐμπόρευμα.

Δὲν περιορίστηκε μόνον νὰ τυλίξῃ καὶ τὰ σαρδελοβάρελα μὲ χρωματιστὰ χαρτιά, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔβαψε τὰ ράφια μὲ χτυπητὰ χρώματα, ἀφοῦ ἔστρωσε τοὺς τοίχους μὲ χρυσόχαρτα καὶ ἅπλωσε χάρτινες χρωματιστὲς καδένας ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη χιαστὶ στὸ ταβάνι, ἅπλωσε εἰς τοὺς τοίχους ἀρχαῖα ρητά: Μηδὲν ἄγαν. Εἷς οἰωνὸς ἄριστος· ἀμύνεσθε περὶ πάτρης. Χρόνου φείδου.

Ἐκτὸς δύο ἢ τριῶν ποὺ ἠμποροῦσαν νὰ τὰ διαβάσουν καὶ νὰ τὰ ἐννοήσουν, οἱ περισσότεροι τὰ ἔπαιρναν καὶ αὐτὰ γιὰ κεντήματα. Ὅλα ὅμως αὐτὰ δὲν ἐτραβοῦσαν πελατείαν. Μόνον κατὰ τὸ κοντόβραδο ὅταν ἐσκόλαζαν οἱ ἐργάτες, εἶχε κάποιο νταραβέρι χάρις εἰς τὴν συνήθειαν ποὺ καὶ αὐτὴν ἐκληρονόμησε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἐσυνήθιζε δηλαδὴ νὰ ρίχνῃ ἕνα τενεκὲ νερὸ στὸ πηγάδι καὶ οἱ ἐργάτες ἦσαν βέβαιοι ὅτι μαζὶ μὲ τὸ ρακὶ θὰ πιοῦν καὶ ἕνα ποτήρι δροσερὸ νερό. Ἀλλὰ τόσο τοῦ ἔφτανε.

Ὅσο γιὰ τὸν Ἄου καὶ αὐτὸς εἶχε κληρονομήσει ἕνα σπίτι μὲ μεγάλη περιοχὴ γιὰ νὰ κάθεται καὶ λίγα στρέμματα σταφίδα. Τὸ σπίτι εἶχε μεγάλον κῆπον καὶ ἠμποροῦσε μὲ λίγα ἡμεροδούλια νὰ ἔχῃ τῆς χρονιᾶς του τὰ λαχανικὰ καὶ τὰ ὀπωρικά· ἀλλὰ τὸν ἄφηνε ἀκαλλιέργητον. Τὴν σταφίδα τὴν ἐκαλλιεργοῦσε μὲ ξένους ἐργάτες. Καὶ βέβαια ἡ σταφίδα δὲν κατόρθωνε νὰ καλύπτῃ τὰ ἔξοδα τῆς χρονιᾶς του· ἀλλὰ δὲν ἐφρόντιζε νὰ κάμῃ καὶ τίποτε ἄλλο. Ἐπίστευε πὼς δὲν ἦτο καμωμένος γιὰ δουλειά.

* * *

Ὡστόσο μεταξύ τους οἱ τέσσερες φίλοι ἐζοῦσαν ζωὴ χαρισάμενη. Τὸ κυριότερο μέρος ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσε στὴ ζωὴ ἦταν ἡ κουβεντούλα καὶ τὸ φαγοπότι. Καὶ εἰς αὐτὸ εἶχαν ὁμολογήσει ἀμοιβαία κοινοκτημοσύνη. Ἅμα ἐπλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ κολατσιοῦ, τοῦ φαγητοῦ ἢ τοῦ δείπνου πήγαινε ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ρωτοῦσε:

- Ἔχεις τίποτα γιὰ μάσημα:

- Κάτι θὰ βρεθῇ…

Καὶ τὸ κάτι φανερωνότανε σὲ λιγάκι εἴτε ὡς τζουβέκι, εἴτε ὡς τσιπούρα Μεσολογγίτικη φτιασμένη μὲ τὸ κρεμμυδάκι, εἴτε γαρδοῦμπες ποὺ κολυμποῦσαν στὴ σάλτσα, εἴτε κυνήγι κατὰ τὴν ἐποχή.

Ἄλλη φορὰ χωρὶς προσυνεννόηση στὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ἔφτανε στὸν καφενὲ καμία πιατέλα ἕτοιμη ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ νταβᾶς ἀπὸ τὸ φοῦρνο καὶ ἐκκαλεῖτο ἡ συντροφιὰ νὰ τὸν παστρέψῃ. Τότε εἰς τὸ σπίτι ἐστέλλοντο μερικὲς δεκάρες γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ φαγητὸ μὲ ψωμοτύρι. Ἐτύχαινε ὅμως κάποτε ἕνας ἀπὸ τὴ συντροφιὰ νὰ προσκληθῇ σὲ δεῖπνο ἔξω τῆς παρέας. Ἡ συντροφιὰ εἰδοποιεῖτο καταλλήλως τὴν ὥρα καὶ τὸ μέρος ποὺ θὰ ἐγίνετο ἡ συγκέντρωσις. Τότε ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, δῆθεν τυχαίως περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ καὶ

- Μπά! ἐδῶ εἶσαι κι ἐγὼ σὲ γύρευα κατακαπινοῦ!

- Μὲ ἤθελες τίποτα;

- Κάτι σ᾿ ἤθελα...

- Μὲ φώναξε ἀποδῶ ὁ τάδε νὰ φᾶμε. Κάτσε νὰ πάρεις μεζέ.

- Δὲν ψώνισα τίποτα γιὰ τὸ σπίτι. Ἂς εἶναι... Τὸν παίρνω ἕνα μεζὲ στὸ πόδι...

Καὶ ἐνῶ ἔλεγε στὸ πόδι ἔπαιρνε κάθισμα καὶ κάθιζε στὸ τραπέζι. Ὁ νοικοκύρης δὲν ἔλεγε τίποτα. Μάλιστα προσπαθοῦσε νὰ περιποιηθῇ τὸν ἀπρόσκλητο. Μὲ ἕνα παραπάνω τὸ φαγὶ δὲ θὰ λείψῃ. Τῶν ἐννιὰ νομάτων τὸ φαῒ δικάει καὶ τοὺς δέκα. Πρὶν ὅμως προφτάσῃ νὰ ἀποτελειώσῃ τὸ λαϊκὸ συλλογισμό του, ἀκουόταν ἀπὸ τὸ δρόμο ἄλλη φωνή.

- Ρὲ Μπαλαρῆ! τί θὲς ἐδῶ μέσα;

- Νά, ἔχει μεζὲ ὁ τάδε καὶ μὲ φώναξε νὰ τοῦ κάμω συντροφιά.

- Ὥστε δὲν ἑτοίμασες τίποτα γιὰ σήμερα;

- Καὶ μ᾿ ἄφησε ἡ πρέφα! Ἀπὸ τὴν αὐγὴ τώρα δᾶ τελειώσαμε. Κάτσε νὰ πάρεις μεζέ.

- Τί μεζὲ ποὺ δὲ σὲ βλέπω ἀπὸ τὴν πείνα; Ὁ νοικοκύρης ξεροκαταπίνει ἀλλὰ προσθέτει καὶ κεῖνος.

- Κάτσε ἀδερφὲ Γιώργη. Εἶναι ἀρκετὸ φαγί.

- Τί ἀρκετό; εἴσαστε τόσοι νομάτοι! Ἄ! μωρὲ Μπαλαρῆ· θὰ μοῦ τὸ πληρώσῃς!

Καὶ θυμωμένος τάχα κάνει νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸ μαγαζί. Ὁ Μπαλαρῆς γελᾶ· ὁ νοικοκύρης τὸ παίρνει στὸ φιλότιμο. Πηδάει ἀπάνω, τρέχει στὴν πόρτα.

- Δὲ σ᾿ ἀφήνω νὰ περάσῃς· λέει γελαστὰ στὸν Ἴκκινη. Κάτσε νὰ φᾶμε τώρα.

- Ἄσε με.

- Δὲ σ᾿ ἀφήνω. Θὰ κάτσῃς.

- Ὄχι. Θὰ πάω νὰ πάρω ψωμοτύρι νὰ φάω!

- Τὸ τρῶς κι ἐδῶ τὸ ψωμοτύρι...

Τέλος πείθεται ὁ Ἴκκινης, γυρίζει καὶ κάθεται στὴ συντροφιά, βρίζοντας τὸν Μπαλαρῆ. Δὲν ἔχει βάλει τρίτη μπουκιὰ ὁ δόλιος νοικοκύρης καὶ ὁρμᾶ μέσα, ἀναψοκοκκινισμένος ὁ Ἄου.

- Μωρὲ μπράβο σας! λέει. Καλά μου τὴν καταφέρατε. Μωρὲ Μπαλαρῆ δὲ συμφωνήσαμε ἀπὸ χτὲς νὰ βάλεις σήμερα ντζουβεκάδα; Ποῦ εἶναι τη;

- Νά τη!

- Ἐδῶ τὴν εἴχατε κι ἐγὼ περίμενα στὸν καφενέ! Γυρεύω τὸν ἕνα, λείπει· γυρεύω τὸν ἄλλον, πουθενά. Κι ὁ καφενὲς γεμάτος ἀπὸ εὐέλπιδες. Ἄλλοι φτιάνουν καφέδες, ἄλλοι σουμᾶδες καὶ νοικοκύρης πουθενά.

- Ὡρὲ μᾶς ἀφήνεις μὲ τὸν καφενέ σου! λέει τάχα θυμωμένος ὁ Ἴκκινης. Πεινᾶς; κάτσε φάε.

- Τί νὰ φάω μωρέ! Τί νὰ φάω! φωνάζει ἀγαναχτισμένος ὁ Ἄου, δείχνοντας τὸν νταβᾶ ἀδειανὸν σχεδόν. Κόκαλα θὰ φάω; Ἐγὼ ἄφησα μία συναγρίδα στὸ σπίτι ποὺ ἦταν σὰν παιδί. Τὴν ἄφησα γιὰ τὴ συντροφιά.

- Προφτάνεις καὶ τώρα...

- Τώρα! οὔτε τὰ σπάραχνά της δὲ βρίσκω τώρα. Στὸ σπίτι τρῶνε ἀπὸ τὶς ἕνδεκα.

- Ἔ μὴν κάνεις ἔτσι· ἐτόλμησε νὰ εἰπῇ ὁ νοικοκύρης. Κάτσε κι ὅ,τι βρεθῇ.

- Τί νὰ κάτσω; δὲ βλέπω τίποτα.

- Κάτσε· θὰ πάρουμε καὶ τυρί.

Καὶ χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντηση δίνει τὸ κάθισμά του στὸν Ἄου, παίρνει λεπτὰ καὶ βγαίνει νὰ ἀγοράσῃ τυρί. Πίσω του ὅλοι καὶ οἱ τέσσερες μὲ ἕνα σύνθημα φουσκώνουν τὰ μάγουλά τους καὶ ξεραίνονται στὰ γέλια.

* * *

Τὰ γεύματα αὐτὰ ἡ συντροφιὰ τὰ ἔλεγε τῆς προσκολλήσεως. Ἔτρωγε συχνὰ εἰς βάρος ἄλλων· συχνότερα ὅμως ἔτρωγαν ἄλλοι εἰς βάρος δικό της. Καὶ ἐπειδὴ τὰ γεύματά της τὰ ἔκανε πάντα μέσα εἰς τὸν καφενέ, ἀδύνατον κάθε φορὰ νὰ μὴν τύχουν καὶ ἄλλοι νὰ τοὺς εἰποῦν - Κοπιᾶστε! Καὶ τὸ ἔκαναν πάντα μὲ εὐχαρίστησή τους. Ἦσαν καλοφαγᾶδες ἀλλ᾿ ὄχι καὶ λαίμαργοι· κρασοπατέρες ἀλλ᾿ ὄχι μπεκρῆδες· γλεντζέδες ἀλλ᾿ ὄχι θορυβοποιοί.

Τὸ νόστιμο εἶναι ποὺ μοναχός του καθένας ἔκανε τὴν ἐντύπωση κακούργου. Ἀμίλητος, ἀγέλαστος, σκυθρωπός, μισάνθρωπος. Ἂν τὸν συναντοῦσες μπροστά σου θ᾿ ἀπόφευγες νὰ τοῦ εἰπεῖς: καλημέρα. Ὅταν ὅμως ἔσμιγαν μεταξύ τους ἄλλαζαν ἀμέσως· γίνονταν παιδιά. Δὲν ἤθελαν τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ γύρω σ᾿ ἕνα νταβᾶ, μὲ τὸ ρουμπίνι στὸ ποτηράκι νὰ κουτσοπίνουν καὶ νὰ φλυαροῦν γιὰ ὅλα τὰ πράγματα τῆς κοινωνίας, γιὰ ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, γιὰ ὅλα τὰ νιτερέσια. Καὶ τὸ ἔκαναν ἐλαφρά, χαρωπά, λεπτά, τσουχτερά, γελαστά, ἄκακα. Ὧρες ἔτσι ἐπερνοῦσαν. Καὶ ὅταν ἐτελείωναν μὲ τοὺς ἄλλους ἄρχιζαν καὶ μεταξύ τους. Ἡ μύτη τοῦ ἑνός, τὸ χτένισμα τοῦ ἄλλου, τὸ φόρεμα τοῦ τρίτου, τὸ περπάτημα τοῦ τέταρτου ἦσαν τόσες ἀφορμὲς γιὰ γέλια, γιὰ παρανόματα, γιὰ πειράγματα ἀφάνταστα. Καὶ στὸ φαγί τους ἀκόμη ἐπροσπαθοῦσαν ὁ ἕνας νὰ πειράξῃ τὸν ἄλλον. Ἔτρωγαν πολλὲς φορὲς βιαστικὰ γιὰ νὰ μείνῃ στὸν ἄλλον λιγότερο ἢ ἐπροκαλοῦσαν τοῦ ἑνὸς μία διήγηση καὶ ἐνῶ ἐκεῖνος ἔλεγε, αὐτοὶ ἐπροσπαθοῦσαν νὰ σαρώσουν τὸ φαγί. Ἢ τὸν ἔκαναν νὰ κοιτάζῃ ἀλλοῦ καὶ τοῦ ἅρπαζαν τὸ φαγὶ ἀπὸ τὸ πιάτο. Ἢ τὸν ἐκούρδιζαν νὰ θυμώσῃ καὶ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ νὰ τοῦ κλέψουν τοὺς καλυτέρους μεζέδες. Συνέβη μάλιστα κάποτε καὶ τὸ ἑξῆς. Ὁ Γαρίπης ἐψώνισε γιὰ τὴν παρέα χαμοκελᾶδες, τὰ μικρὰ ἐκεῖνα πουλάκια τοῦ Σαρανταημέρου, ποὺ ἔρχονται εἰς τὸν Κάμπο καὶ τὰ μαζεύουν κοπάδια τὸ βράδυ μὲ τὸ πυροφάνι. Πῆρε δύο δωδεκάδες καὶ τὶς ἔδωκε τοῦ Μπαλαρῆ νὰ τὶς βάλῃ στὸ φοῦρνο. Πρὶν ὅμως ἐδιάλεξε τὶς πιὸ παχιές, καὶ τὶς σημάδεψε μὲ μία κλωστή. Ὁ Μπαλαρῆς δὲν ἔφερε ἀντίρρηση· τὶς ἑτοίμασε καὶ τὶς ἔδωκε στὸ φοῦρνο.

Εἰδοποίησε ὅμως τοὺς ἄλλους γιὰ τὴν πονηρία τοῦ Γαρίπη. Πᾶνε ἐκεῖνοι στὸ φοῦρνο, λύνουν τὴν κλωστὴ ἀπὸ τὶς παχιὲς καὶ τὴ δένουν σὲ ἄλλες ἰσάριθμες, ἀλλὰ τὶς πιὸ ἀδύνατες. Τὸ βράδυ στὸ τραπέζι ὁ Γαρίπης ἐκοίταζε τὸ νταβᾶ καὶ ἀποροῦσε: «Αἱ μὲν χεῖρες χεῖρες Ἰσαὰκ ἡ δὲ φωνὴ φωνὴ Ἰακὼβ» σκεφτότανε. Ἔπαιρνε τὰ σημαδεμένα πουλιά, ἀλλ᾿ οὔτε ἡ γεῦσις οὔτε τὰ μάτια του τὸν ἔπειθαν πὼς ἦταν καὶ τὰ καλύτερα. Τὴν ἄλλη ὅμως ἡμέρα καὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ μήνα ἀκόμη καὶ μπορεῖ ὡς τὰ σήμερα νὰ διηγεῖται τὸ πάθημα τοῦ Γαρίπη καὶ νὰ γελάῃ ὅλο τὸ χωριό.

* * *

Ἔξαφνα ὅμως ἕνα σύγνεφο παρουσιάστηκε εἰς τὸν γελαστὸν ὁρίζοντα τῆς συντροφιᾶς. Ὁ Μπαρμπα-Λινάρδος. Ἦταν καὶ αὐτὸς τῆς ἀγορᾶς, μαγαζάτορας μὲ ὑπόληψη. Ἀλλὰ πασίγνωστος γιὰ τὴν τσιγκουνιὰ καὶ τὴν λιχουδιά του. Ποτὲ δὲν καθότανε σὲ καφενεῖο ἢ σὲ κρασοπουλειό, παρὰ ὅταν ἐπλήρωνε ἄλλος. Τὸν πρωινὸ καὶ τὸν μισημεριάτικο καφέ του, τὸν ἔπινε στὸ σπίτι γιατὶ ἐδικαιολογεῖτο - ἐσυχαινότανε νὰ πίνῃ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Μπαλαρῆ. Οὔτε σὲ κουρεῖο, ἐπάτησε ποτέ. Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἔκοβε τὰ μαλλιά του καὶ τότε κατέφευγε εἰς τὴν προβατοψαλλίδα τοῦ φίλου του Μπακαφούκα, ποὺ εἶχε μάθει τὴν τέχνη ἐπάνω εἰς τὴν ράχη τῶν προβάτων του.

Ὁ Λινάρδος εἶχε γυναίκα καὶ μονάκριβο παιδί. Γιὰ νὰ τοὺς γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν ζέστη καὶ τοὺς πυρετοὺς τοῦ κάμπου, τοὺς ἔστειλε νὰ περάσουν τὸ καλοκαίρι στὸ βουνὸ κι ἐκεῖνος ἄρχισε τὴ ζωὴ τοῦ ἐργένη. Ἔτσι μία ἡμέρα παρουσιάσθηκε εἰς τὸν καφενὲ τὴν ὥρα ποὺ ἀρχίζει τὸ μάσημα τῆς συντροφιᾶς. Κατὰ τὴν συνήθειά τους τὸν ἐκάλεσαν νὰ πάρῃ μεζέ. Ἐδέχθη πρόθυμα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ ἴδιο. Ἐπίσης καὶ τὴν ἄλλη. Ὁ Λινάρδος εἰς τὴν ὁρισμένη ὥρα ἐπερνοῦσε τυχαίως ἀπόξω καὶ ἄρχιζε ὁ διάλογος:

- Καλῶς τὰ χαίρεστε.

- Εὐχαριστοῦμε... ὁρίστε.

- Χαιρόστε. Τώρα ἀπόφαγα κι ἐγώ.

- Δὲν πειράζει. Ἕνα μεζέ.

- Δὲν πάει κάτου...

- Θὰ πάει.

Καὶ ἀληθινὰ ἐπήγαινε καὶ παραπήγαινε. Οἱ μποῦκες κατέβαιναν ἡ μία πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη σὰν οἱ χάντρες τοῦ κομπολογιοῦ. Ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ διασκέδαζε μὲ τὴν ἀχορταγιά του. Κατάπινε τὰ κομμάτια, κατασύντριβε τὰ κόκαλα, ἐξέσχιζε τοὺς τένοντας, ἐρουφοῦσε τὸ μεδούλι καὶ κατέβαζε τὰ ποτηράκια ἀπανωτά, σὰν νὰ ἐνήστευε βδομάδες. Ἡ συντροφιὰ ἔκοβε τὸ μάσημα, ἐδιηγοῦντο ἀνέκδοτα, κοροϊδεύονταν, γελοῦσαν, ἐπειράζοντο. Ἐκεῖνος ἐμάσα κι ἔπινε ἀμίλητος.

- Μπὰ τὸν κόρακα! ἐψιθύριζε μέσ᾿ ἀπὸ τὰ δόντια του ὁ Μπαλαρῆς.

- Μωρὲ θὰ μᾶς φάει κι ἐμᾶς!... ἔλεγε ὁ Γαρίπης.

Ἒπειτ᾿ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἡ συντροφιὰ ἄρχισε ν᾿ ἀνησυχῇ. Ἕνας μὲ τὸν ἄλλον τοῦ ἔριχναν πόντους νὰ τοῦ δείξουν τὰ καθήκοντά του.

- Αὔριο τί θὰ φτιάσουμε, παιδιά;

- Εἶναι ἡ σειρὰ τοῦ Λινάρδου αὔριο. Ἂς φτιάσῃ ὅ,τι θέλῃ.

- Δὲν μπορεῖ ὁ Λινάρδος. Ποῦ νὰ κάτσῃ νὰ κάνῃ τέτοια πράματα!

- Ἅμα εἰπῇ τοῦ Νικολοῦ τοῦ Τσάντα τὸ ἑτοιμάζει στὴ στιγμή.

- Τί τοῦ Τσάντα; ἔλεγε ὁ Μπαλαρῆς. Ἂς πῇ ὁ Λινάρδος κι ἐγὼ τὸ ἑτοιμάζω στὸ φτερό. Πότε θέλτε; Θέλεις αὔριο; Καὶ κοίταξε τὸ γέρο στὰ μάτια ἐρωτηματικά.

- Ὡραῖο ψητό! κουρκουφίγγι!.. ἔλεγε ἐκεῖνος σφογγίζοντας μὲ τὸ μαντήλι τὰ μουστάκια του.

- Ἐγὼ τὸ ἑτοίμασα. Νὰ σοῦ φτιάσω ἐγὼ τζουβέκι ποὺ νὰ γλείφεις καὶ τὰ δάχτυλά σου. Πότε τὸ θές; ἐξαναρώτησε ὁ Μπαλαρῆς.

- Ἀφῆτε νὰ χωνέψουμε τοῦτο. Ἀπὸ τώρα θὰ σκεφτοῦμε γι᾿ αὔριο. Ἂς ζήσουμε ὣς αὔριο.

Ἡ συντροφιὰ ἔσκαε στὰ γέλια μὲ τὸν τρόπο ποὺ γλιστροῦσε ὁ Λινάρδος. Καὶ οἱ μέρες ἐπερνοῦσαν ἔτσι εὐχάριστες, ἀμέριμνες, μὲ γέλια καὶ μὲ χάχανα.

* * *

Ἀλλὰ ἔφτασε ὁ κόμπος στὸ χτένι. Ἀπόγεμα Σαββάτου καὶ τὸ Σταυροπάζαρο μοιάζει μὲ μεγάλο ἀρχοντικὸ ποὺ περιμένει γιορτή. Τὰ παιδιὰ τῶν μαγαζιῶν εἶναι ὅλα σὲ κίνηση. Τὰ περισσότερα μὲ τὰ ψηλὰ σαρώματα στὰ χέρια, σαρώνουν ὄχι μόνον τὸ πεζοδρόμι ἀλλὰ καὶ τὸ δρόμο ὁλόκληρο. Ἄλλα ξύνουν τοὺς πάγκους μὲ μαχαιράκια· ἄλλα γυαλίζουν τὶς ζυγαριὲς καὶ τὰ ζύγια· ἄλλα πλένουν τὰ ρακοπότηρα, ἄλλα καταβρέχουν. Ὁλοῦθε κίνησις καὶ θόρυβος. Οἱ ἐργάτες γυρίζουν ἀπὸ τὶς ἐργασίες συντροφιὲς συντροφιὲς καὶ σκορπίζουν ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Ὁ Γαρίπης ἐκάθητο ἀπόξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ μαζὶ μὲ τὸν Λινάρδο καὶ κοίταζαν τὴν κίνηση τῆς ἀγορᾶς, περιμένοντες μοιρολατρικῶς τοὺς πελάτες. Ὅ,τι στείλῃ ὁ Θεός!

Ἔξαφνα ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Στρεμενοῦ φωνὴ τραγουδιστὴ καὶ δυνατή:

- Κύριοι πολίτες!...
Στοῦ Δημητράκη τὴν ταβέρνα,
βάλανε καλὸ κρασί!...
Ὀχτὼ λεφτὰ τὸ κατοστάρι,
δεκαπέντε ἡ μισή!
Ἂν ρωτᾶς γιὰ τὴν ἀκέρια
τρέχα στὰ παλιὰ δεφτέρια!...

Καὶ πρὶν νὰ σβήσῃ τὸ τραγούδι ἐφάνη ν᾿ ἀναβαίνῃ καταμεσῆς του δρόμου ὁ Κόλιας, ὁ τελάλης μὲ τὴ μεγάλη κορμοστασιά του, μὲ τὴν Ἀληπασάδικη γενειάδα του, τυλιγμένος στὰ ράκη του μεγαλοπρεπής, αὐστηρός, ἐπιβλητικός. Στὸ δεξὶ χέρι κρατοῦσε ἐπιδεικτικὰ ἕνα μεγάλο κομμάτι ρουμπίνι, μία φιάλη μὲ κρασὶ καὶ στὸ ἄλλο ποτήρι ἀδειανό. Ἐπλησίαζε τὶς διάφορες συντροφιές, ἔχυνε ἀπὸ λίγο κρασὶ στὸ ποτήρι καὶ τὸ ἔδινε νὰ δοκιμάσουν. Σύγκαιρα ἀντὶ νὰ δώσῃ ἀπάντηση εἰς τὸ ρώτημά τους, ἐτραγουδοῦσε δυνατὰ καὶ ρυθμικά:

Στὸν Δημητράκη τὴν ταβέρνα,
βάλανε καλὸ κρασί!
Ὀχτὼ λεφτὰ τὸ κατοστάρι,
δεκαπέντε ἡ μισή!
Ἂν ρωτᾶς γιὰ τὴν ἀκέρια
τρέχα στὰ παλιὰ δεφτέρια!...

-Ἀρχίζει τὸ γλέντι· εἶπε μὲ παιδικὴ χαρὰ ὁ Γαρίπης.

Καὶ πραγματικῶς ἀκούσθηκε ἀμέσως ἡ πρώτη βόμβα - Βζίτ!... Ὁ Κόλιας ἐτινάχτηκε σὰν τὸ ἄλογο ποὺ τὸ τσιμπᾶ ἀλογόμυγα καὶ κοίταξε γύρω του. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα σοῦτ!... συγκρατητὸ ἐβγῆκε, ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καὶ τὸ βζίτ! δὲν ξανακούστηκε. Ὁ Κόλιας ἐπειράχτηκε περισσότερο. Σίγουρα ὑπῆρχε συνενόησις. Ταραγμένος ἔφτασε κοντὰ εἰς τοὺς δύο φίλους καὶ μὲ χέρια τρεμουλιαστὰ τοὺς κέρασε τὸ τελευταῖο κρασί.

- Βλέπω ἔχουμε ἡσυχία σήμερα, Διονύση· τοῦ εἶπε ὁ Γαρίπης.

- Ναί· διαβολικὴ ἡσυχία! ἐφώναξε δυνατὰ ὁ Κόλιας.

Κι ἐνῶ εἶχε τελειώσει τὴ δουλειά του καὶ ἠμποροῦσε νὰ φύγῃ, ἄρχισε πάλι νὰ κατεβαίνῃ τὸ Σταυροπάζαρο καὶ νὰ φωνάζῃ νευρικά:

- Μαρούλια! μαρούλια! Ἀγγουράκια, κολοκυθάκια, ραπανάκια! χλωρὰ κουκιά! Μπάμνιες, ντομάτες, μελιτζάνες!.. ποῦ νὰ σᾶς πάρῃ ὁ διάβολος!...

Τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν εἶχε στὰ χέρια του· δὲν ἦτο ἄλλωστε τῆς ἐποχῆς. Ἤθελε ὅμως νὰ κάνῃ νὰ τὸν προσέξουν στὴν ἀγορά, νὰ τὸν πειράξουν ὅπως ἄλλοτε, νὰ θυμώσῃ, νὰ βρίσῃ, νὰ γίνῃ ντόρος γύρω του. Ἀλλὰ τίποτα! Κανεὶς δὲν τὸν ἐπρόσεξε. Αὐτὸ τὸν ἐσκύλιαζε περισσότερο· τὰ γένια του ἄρχισαν νὰ τρέμουν καὶ τὰ πόδια του νὰ μὴν τὸν βαστάζουν γερά. Ὡστόσο ἐπέμενε νὰ κοιτάζῃ προκλητικά, ἔσπρωξε δύο τρεῖς μὲ τὶς πλάτες, τάχα κατὰ λάθος καὶ τέλος ἐφώναξε μυστικὰ βζίτ! βζίτ! τάχα πὼς τὸ φωνάζει ἄλλος. Καὶ ἔτσι ὅμως ἡ ἴδια ἀδιαφορία. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔσπρωχνε ἢ ποὺ πατοῦσε, πάγαιναν πάρα πέρα, ἐφυλάγοντο· μὰ οὔτε λέξη τοῦ ἔλεγαν, οὔτε γύριζαν νὰ τὸν κοιτάξουν. Ἐφρένιασε ὁ ἄνθρωπος.

Ἐστάθηκε ἄξαφνα, ἔβαλε τὰ χέρια στοὺς γοφούς, γύρισε τὰ μάτια πέρα δώθε καὶ ἄρχισε τὶς φωνές:

- Βζίτ! βζίτ!.. Μιλᾶτε ρὲ διάολοι! Βαλθήκατε νὰ μὲ τρελάνετε σήμερα!.. Φωναχτὲ βρὲ Βελζεβούληδες, Ἑωσφόροι, Ὀξαποδῶ, κακοῦργοι!... Βζίτ! βζίτ! βζίτ! βζίτ!..

* * *

Ὁ Λινάρδος ὡστόσο ἀκόμη ἔσκαε τὴ γλώσσα του ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τοῦ κρασιοῦ ποὺ δοκίμασε.

- Σ᾿ ἄρεσε βλέπω· τοῦ εἶπε ὁ Γαρίπης.

- Μ᾿ ἄρεσε, λέει! Μ᾿ ἄρεσε! Μὰ κρασὶ εἶναι τοῦτο ἢ θεός!

- Πᾶμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ ἕνα;

- Πᾶμε· θὰ κεράσω γώ· εἶπε πρόθυμα ὁ Λινάρδος.

Ὁ Γαρίπης παραξενεύτηκε· εἶπε πὼς δὲν ἄκουσε καλὰ καὶ ἤθελε νὰ βεβαιωθῇ.

- Ὄχι, δά· ἐγὼ θὰ κεράσω.

- Δὲ γίνεται· ἐπέμενε ὁ Λινάρδος. Εἶπα θὰ κεράσω γώ. Ξέρεις, ἐσένα δὲ σὲ λογαριάζω σὰν τοὺς ἄλλους. Σὰν παραστρατισμένος μοῦ φαίνεσαι μέσα σὲ κείνη τὴν παρέα.

Ἀληθινὰ ἦτο παραστρατισμένος ὄχι μόνον στὴ συντροφιὰ ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ χωριὸ ὁ Γαρίπης. Λεπτός, αἰσθηματικός, ἐπιφυλακτικός, ἐμοίαζε σὰν νὰ ἔπεσε ἀπὸ ἄλλη πιὸ πολιτισμένη κοινωνία ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάμῃ ἀλλιῶς ἐπέμενε νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὸ περιβάλλον ὅπως ἕνας ἄλλος θὰ τὸ ἔριχνε στὸ κρασί, στὰ χαρτιὰ ἢ στὸ χαρτοπαίγνιο. Γιὰ τοῦτο καὶ τώρα ποὺ τοῦ τὸ θύμησε ὁ Λινάρδος ἐμελαγχόλησε.

- Ἄσ᾿ τα! εἶπε· τί κάθεσαι καὶ ψιλοκοσκινίζεις.

Καὶ κοίταξε ἐρευνητικὰ γύρω του. Ὁ Λινάρδος ὑποψιάστηκε πὼς ἤθελε νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ τοὺς ἄλλους.

- Ἄσ᾿ τους! εἶπε· μὴν τοὺς λὲς τίποτα. Πᾶμε μόνοι μας νὰ τὸ τραβήξουμε.

Φυσικὰ ὁ Γαρίπης ἔκαμε τὸ ἀντίθετο. Ἔκλεισε τὸ μάτι τοῦ Μπαλαρῆ, ὁ Μπαλαρῆς τοῦ συντρόφου του, ἐκεῖνος τοῦ Ἄου καὶ στὴ στιγμὴ ἡ μισὴ ἀγορὰ ἤξερε τὸ μέγα γεγονὸς ὅτι ὁ Λινάρδος ἐπήγαινε νὰ κεράσῃ τὸ Γαρίπη.

Δὲν ἔφτασε ὁ τηλέγραφος τῶν ματιῶν ἀλλὰ ἐμπῆκε εἰς ἐνέργεια καὶ τὸ χέρι. Ὁ Γαρίπης πηγαίνοντας δίπλα στὸ Λινάρδο μὲ τὰ χέρια πίσω, ἔγνεφε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν φίλοι καὶ γνώριμοι. Καὶ ἔγινε ὅπως ἤθελε. Μόλις ἔφθασαν στὸ κρασοπουλειὸ καὶ διέταξαν τὸ κατοσταράκι σὲ δύο ποτήρια, ἐφάνηκαν, ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς ταβέρνας οἱ φίλοι. Πρῶτοι ἐφάνηκαν ὁ Ἄου μὲ τὸν Μπαλαρῆ καὶ ξαφνίστηκαν τάχα ποὺ τοὺς εἶδαν.

- Μπά! ἔτσι, μοναχοί σας τὸ πίνετε;

Ὁ Λινάρδος γιὰ νὰ φανῇ κουβαρντᾶς εἶπε ἀμέσως στὸν ταβερνιάρη.

- Μοίρασέ το στὰ τέσσερα!.. καὶ ἀμέσως ἔριξε μία δεκάρα στὸν πάγκο.

Ὁ ταβερνιάρης ἐπῆρε ἄλλα δύο ποτήρια καὶ ἄρχισε ψηλοκρεμαστὰ καὶ ἀργὰ νὰ μοιράζῃ τὸ κατοσταράκι στὰ τέσσερα καὶ νὰ ψιθυρίζῃ τραγουδιστά.

- Τὸ ρουμπί, τὸ ρουμπί, τὸ ρουμπίνι τὸ κρασί. Τὴν καρδού! τὴν καρδού! τὴν καρδούλα μου τὴ σεῖ!... Ἀμέσσσ!.. Μία δεκάρα στὰ ὅλα καὶ δεκαπέντε ρέστα!...

-Ἐμεῖς μοῦλοι ἤμαστε! Δὲν μᾶς γέννησε μάνα καὶ μᾶς! ἀκούσθηκε ἄξαφνα ἡ φωνὴ τοῦ Ἴκκινη μαζὶ μὲ τὸν Παλιαδερφό. Ὁ Λινάρδος δυσαρεστήθηκε· ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ δείξῃ. - Καλῶς τους! εἶπε· ἐλᾶτε. Φέρε δύο ποτήρια ἀκόμη.

Καὶ ἠθέλησε ν᾿ ἀδειάσῃ ἀπὸ τὸ ποτήρι του.

- Τί; ἕνα κατοστάρι στὰ ἕξι! εἶπε ὁ Μπαλαρῆς.

- Γιὰ νὰ μεταλάβομε ἤρθαμε; εἶπε ὁ Ἄου.

- Κάμε τὸ μισή! διέταξε ὁ Ἴκκινης.

- Νὰ βάλω; ρώτησε ὁ ταβερνιάρης τὸν Λινάρδο πιάνοντας τὴν ὀκά.

- Ἐγὼ κατοστάρι πλήρωσα. Νὰ τὴ δεκάρα.

- Μὰ δὲ φτάνει οὔτε τὸ λαρύγγι μας νὰ βρέξομε!

- Φτάνει καὶ παραφτάνει· δὲν ἤρθαμε νὰ μεθύσουμε.

- Πιάσε μας μισή, βρὲ ἀδελφέ! ἐπίμενε ὁ Ἴκκινης.

- Δὲν τὸ λέει ὁ Λινάρδος. Ἂς τὸ εἰπῇ καὶ πιάνω μία βαρέλα· εἶπε ὁ ταβερνιάρης.

- Δὲν ἔχω ἄλλα λεφτὰ μαζί μου· εἶπε ὁ Λινάρδος.

- Δὲν πειράζει· τὰ γράφω.

- Ὄχι· βερεσέδια δὲ θέλω.

- Πιάσε μας μισὴ καὶ πληρώνω γώ, ἀδερφέ! εἶπε τάχα θυμωμένος ὁ Γαρίπης.

Ὁ Λινάρδος τὸν κοίταξε στὰ μάτια, ἐκατάλαβε τὸ λάθος του, ἐξεροκατάπιε καὶ τέλος βάζοντας ὅσην μποροῦσε προσπάθεια εἶπε στὸν ταβερνιάρη:

- Ἂς εἶναι· βάλε μας ὅλη τὴ δεκάρα.

* * *

Ὅταν τὸ βράδυ συνάχθηκε ἡ συντροφιὰ ὁ Γαρίπης ἀγαναχτισμένος εἶπε:

- Καταλαβαίνετε τί μᾶς γίνεται, ρὲ παιδιά; Ἐμεῖς γελᾶμε μὲ ὅλο τὸ χωριὸ κι ὁ Λινάρδος γελάει μ᾿ ἐμᾶς. Μᾶς φουσκώνει τὰ μάγουλα γιὰ καλά. Δὲν ἐννοῶ ἄλλη φορὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ μᾶς οὔτε ἕνα ποτήρι νερό.

- Νὰ μὴν πάρῃ δὲν εἶναι τίποτα· εἶπε ὁ Ἴκκινης. Τὸ ζήτημα εἶναι πῶς νὰ πληρώσῃ ἐκεῖνα ποὺ ἔφαγε.

- Ποῦ πιάνεται! Ξέρεις τί πονηρὸ ζουλάπι εἶναι! εἶπε ὁ Μπαλαρῆς.

- Θὰ πιαστεῖ! ἐπέμεινε ὁ Γαρίπης. Μὲ ὅλες τὶς πονηριές του, θὰ πιαστεῖ. Σᾶς τὸ ὑπόσχομαι.

- Νὰ ἰδοῦμε.

Καὶ ἀληθινὰ δὲν ἄργησαν πολὺ νὰ τὸ ἰδοῦν.

Ὁ Νικολὸς ὁ Τσάντας εἰδοποίησε τὴ συντροφιὰ ὅτι ὁ Λινάρδος ἐψώνισε ἀρνάκι τοῦ γάλακτος. Ὁ Γαρίπης ἔβαλε εἰς ἐνέργειαν τὸ σχέδιό του. Ἐπῆγε ἴσα στὸ Λινάρδο.

- Τί ἔχεις σήμερα;

- Τί νὰ σοῦ εἰπῶ ἀδερφέ, εἶπε ἐκεῖνος σηκώνοντας τοὺς ὤμους. Ἤθελα νὰ νηστέψω, γέρος ἄνθρωπος, μὰ δὲ βρίσκεις καὶ τί νὰ φᾶς. Οὔτε ξέρω τί νὰ κάμω...

- Ἐγὼ ἔχω μία πείνα!...

- Πίνα;

Ὁ Λινάρδος ἐκοίταξε τὸν φίλο του μὲ ἀπορίαν καὶ ζήλια μαζί. Ἀμέσως ἔνοιωσε νὰ τοῦ γαργαλίζῃ τὴ μύτη ὀσμὴ τῆς θαλάσσης τόσο δυνατὴ ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ δακρύσῃ· ἡ γλώσσα του χωρὶς νὰ θέλῃ ἔσκασε ἀπολαυστικὰ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη του. Εἶδε ἐμπρός του τὰ μεγάλα ὄστρακα τῆς πίνας μισοανοικτὰ νὰ στάζουν ἅλμη καὶ νὰ ὑπόσχονται ἀπολαύσεις, ὅπως τὰ βελουδένια κουτιὰ γαργαλίζουν τὴ γυναίκα. Καὶ ἔπειτα πάλι εἶδε τὸ κρέας της μέσα στὸ πιάτο καρυκευμένο μὲ κρεμμυδάκια ψιλὰ ψιλὰ μὲ μαϊδανὸ νὰ μοσχοβολᾶ γαργαλιστικὰ μὲ τὴν σάλτσαν μελανήν.

- Ἔχεις πίνα, εἶπες; ξαναρώτησε.

- Πείνα ποὺ δὲ σὲ βλέπω.

- Ποῦ τὴν ηὖρες; Δὲν εἶδα τέτοιο πράμα στὸ παζάρι.

- Μοῦ τὴν ἔστειλαν ἀπ᾿ τὴ Γλαρέτζα. Ὁ Λευκαδίτης. Τοῦ ᾿κανα κάποια δουλειὰ καὶ γιὰ νὰ μ᾿ εὐχαριστήσῃ μοῦ τὴν ἔστειλε.

- Πότε;

- Σήμερα τὴν αὐγή.

- Τὴν ἔφτιασες;

- Μοῦ τὴν ἔστειλε ἕτοιμη. Ξέρεις· θέλει τέχνη γιὰ νὰ τὴ φκιάσῃς. Νὰ βγάλεις τὸ κάρβουνο. Στὴ Γλαρέτζα εἶναι τεχνίτες.

- Θὰ τὴν φᾶτε στὸν καφενέ!

- Μπά! τ᾿ εἶναι ὁ κάβουρας τί εἶν᾿ τὸ ζουμί του; Ἂν τὴν φανερώσω στὴν παρέα δὲ θὰ φτάσῃ οὔτε ἀπὸ μία πιρουνιά. Ἄ! μονάχος μου θὰ τὴν δουλέψω. Νὰ καταλάβω φαγί.

- Ἔχεις δίκιο.

- Καὶ νὰ ἰδῇς ποὺ δὲν ξέρω πῶς νὰ τοὺς ξεφύγω. Ὅπου καὶ νὰ πάω θὰ μ᾿ εὕρουν. Νὰ κλειστῶ στὸ μαγαζὶ θὰ σπάσουν τὴν πόρτα. Νὰ πάω σπίτι θὰ ἔρθουν ἀποκοντά.

- Ἂν θέλεις κάνεις ὅπως θὰ σοῦ εἰπῶ. Ὁ Λινάρδος ἐκόμπιασε. - Ἔλα νὰ φᾶς στὸ μαγαζί· εἶπε μὲ τρεμουλιαστὴ φωνή.

Ὁ Γαρίπης χαμογέλασε πονηρά. Ὁ Λινάρδος πειράχτηκε.

- Ὄχι· ἔσπευσε νὰ εἰπῇ. Μὴ θαρρεῖς πὼς θέλω νὰ φάω ἀμάκα. Ἔχω κι ἐγὼ τὸ φαΐ μου. Γιὰ νὰ φυλαχτεῖς ἀπὸ τοὺς ἄλλους στὸ λέω. Θὰ κάτσουμε στὸ πίσω μέρος τοῦ μαγαζιοῦ καὶ θὰ βάλω τὸ παιδὶ νὰ φυλάῃ. Ὅποιος ἔρθῃ, τσ! δὲν εἶναι μέσα!..

- Τί φαῒ ἔχεις ἐσύ: ρώτησε ὁ Γαρίπης μὲ φανερὴ δυσπιστία.

- Χελομάνα ἀπὸ τὸ Κοτίχι· ἔσβησε τὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ πάχος. Μοῦ τὴν ἔφερε ὁ Κράγκαρης.

- Θαλασσινὰ καὶ τὰ δύο, πάει πολύ! εἶπε ὁ Γαρίπης σουφρώνοντας τὰ χοντρόχειλά του μὲ δυσαρέσκεια.

- Ἔχω καὶ ψητό! ἐπρόσθεσε βιαστικὰ ὁ Λινάρδος. Ἀρνάκι τοῦ γαλάτου. Στάσου νὰ ἰδεῖς. Καὶ γυρίζοντες πρὸς τὰ μέσα τοῦ μαγαζιοῦ ἐφώναξε. - Σταῦρο! Σταῦρο!

- Ἀμέσως!... ἀκούστηκε ψηλοκρεμαστὴ φωνή. Καὶ φάνηκε μπροστά του ξυπόλυτος, μὲ ἀλατζένια ποδιὰ μακρύτερη ἀπὸ τὸ ἀνάστημά του, ξεσκούφωτος ὑπηρετάκος.

- Τί ἐψώνισες σήμερα; ρώτησε ὁ Λινάρδος.

- Ἀρνάκι τοῦ γαλάτου... νεφραμιά.

- Καὶ τί τὸ ᾿καμες;

- Τὸ ᾿βαλα στὸ φοῦρνο· γκιουβέτσι.

- Ἦταν παχύ;

- Κουρκουφίγγι!

- Καλά, ἂς εἶναι... Μὲ κατάφερες· εἶπε ὁ Γαρίπης, χαριζόμενος δῆθεν εἰς τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Λινάρδου. Ἀλλὰ κοίταξε καλά. Μὴ μᾶς πάρουν μυρουδιὰ οἱ ἄλλοι!

- Ἔννοιά σου. Πήγαινε σὺ νὰ φέρεις τὴν πίνα σου κι ἐγὼ ἑτοιμάζω. Ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα. Νὰ ξέρεις.

- Ἑτοίμασε κι ἔφτασα.

* * *

Δὲν πέρασε μισὴ ὥρα καὶ οἱ δύο φίλοι εἶχαν ἀρχίσει τὸ φαγί. Δύο σαπουνοκασέλες, ριγμένες τ᾿ ἀπίστομα καὶ στρωμένες μὲ καθαρὸ ἀλατζένιο τραπεζομάντιλο ἔκαναν τὸ τραπέζι· καὶ δύο κάσες τοῦ πετρελαίου ἐχρησίμευαν γιὰ καθίσματα. Στὴ μέση ἦταν τοποθετημένος ὁ χωμάτινος νταβᾶς μὲ τὸ ψητό, ποὺ ἀληθινὰ καὶ νεκρὸ ἀνάσταινε. Δίπλα ἕνας μαστραπᾶς γεμάτος κρασὶ καὶ ποτήρια. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε παράθυρο ἄφησαν ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπαίνῃ λίγο φῶς· ἄλλωστε ἀποκεῖ ὁ δρόμος ἦτο στενοσόκακο καὶ δὲν ὑπῆρχε φόβος νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ διαβάτης. Ὅταν τὸν εἶδε μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια τὸ Γαρίπη ὑποψιάστηκε ὁ Λινάρδος καὶ τὸν ρώτησε ἀνήσυχα:

- Ποῦ εἶναι τὸ φαγί;

- Τώρα θά ᾿ρθῃ· τὸν ἡσύχασε ἐκεῖνος. Μὴ ρωτᾶς· ἐκινδύνεψα νὰ τοὺς ξεφύγω. Κάτι πῆραν μυρουδιὰ καὶ δὲ μὲ ἄφηναν βῆμα ἀπὸ κοντά τους. Φαντάσου! εἶπα πὼς πάω στὴν ἀνάγκη μου γιὰ νὰ γλυτώσω· μὰ ποῦ! Ὁ Μπαλαρῆς ἀκόμα στέκει καὶ μὲ περιμένει στὴν πόρτα. Ἐγὼ πήδησα ἀπὸ τὴν πίσω μάντρα καὶ ξέφυγα, θαρρῶ πὼς ξεσκίστηκα κι ὅλα. Ἐπρόσθεσε κοιτάζοντας ἀνήσυχα τὸ πανταλόνι του.

- Καὶ ἡ πίνα; ξαναρώτησε ὁ Λινάρδος.

- Θὰ ᾿ρθῃ. Ἔστειλα τὸ Λάμπρο τὸν Μποντὲ νὰ τὸ πάρῃ ἀπὸ τὸ σπίτι.

- Μὴν τὸν πιάσουνε στὸ δρόμο;

- Μπά. Τοῦ εἶπα νὰ ἔρθῃ ἀπὸ τὴ Λάκκα.

- Καὶ δὲ θὰ γνωρίσουν τὸ τσουκάλι;

- Καλά! Ἔχουσι τὸν νοῦν οἱ φύλακες. Τοῦ εἶπα νὰ βάλῃ τὸ τσουκάλι μέσα στὴν καρδάρα καὶ νὰ τὸ σκεπάσῃ μὲ τὸ τυροπάνι. Ὅποιος τὸν ἰδεῖ, θὰ εἰπῇ πὼς φέρνει γάλα νὰ πουλήσῃ.

- Ὡραία! Μπράβο! Μὰ τοῦ εἶπες νά ᾿ρθῃ ἀπὸ τὴν πίσω πόρτα;

- Τοῦ εἶπα. Κάτσε τώρα καὶ θὰ κρυώσῃ τὸ φαγί.

- Δὲ θὰ περιμένουμε;

- Τί νὰ περιμένουμε; Τὸ θαλασσινὸ βλέπεις τρώγεται καὶ κρύο. Μὰ τὸ τζουβέκι...

- Ἔχεις δίκιο...

Ἐκάθισε· ἀλλ᾿ ὁ Λινάρδος δὲν ἔτρωγε μὲ τόση προθυμία ὅπως ὁ σύντροφός του. Δὲν ἤθελε νὰ χορτάσῃ. Κρέας θὰ εὕρισκε καὶ αὔριο· ἤθελε ν᾿ ἀπολαύσῃ τὸ θαλασσινό.

- Ἐβίβα! ἐχαιρέτησε μὲ τὸ ποτήρι στὸ χέρι ὁ Γαρίπης.

- Ἐβίβα· πάντα μὲ τὸ καλό· εὐχήθηκε ὁ Λινάρδος.

- Πάντα τέτοια.

- Ἀμήν, Παναγία μου!

Ἔξαφνα ἀκούστηκαν πατήματα εἰς τὸν δρόμον.

- Κάποιος ἔρχεται· εἶπε μὲ συγκίνηση ὁ Λινάρδος.

- Ὁ Μποντὲς θὰ εἶναι. Τὴν φέρνει...

Ἀλλ᾿ ἀντὶ νὰ φανῇ ὁ Μποντὲς μὲ τὴν πίνα ἐφάνη ἕνας εὔελπις, ἕνα παιδὶ μὲ τὸ καμουτσὶ στὸ χέρι, μὲ τὴν τρίτσα ἀναρριχτα στὸ κεφάλι, καταϊδρωμένο.

- Μπαρμπα-Λινάρδο· εἶπε λαχανιάζοντας· τρέχα στὸ σπίτι· σὲ θέλει ἡ κυρά.

- Ποιὰ κυρά, μωρέ;

- Ἡ γυναίκα σου. Τώρα τοὺς ἔφερα μὲ τὸ κάρο. Νὰ τρέξῃς, λέει, στὸ σπίτι. Νὰ πᾶς καὶ τὸ γιατρό.

- Τὸ γιατρό; ἡ γυναίκα μου;

- Ναί· ἀρρώστησε τὸ παιδί. Προφτάνεις δὲν προφτάνεις.

- Συφορά μου;

- Δὲν θὰ εἶναι τίποτα... Μὴν κάνεις ἔτσι· εἶπε ὁ Γαρίπης.

Ἀλλὰ ὁ Λινάρδος εἶχε τιναχθεῖ ὀρθὸς καὶ ὅπως ἦταν ξεσκούφωτος καὶ ἀκατάστατος πετάχτηκε ἀπὸ τὴν πόρτα, ρίχνοντας μόνον δύο λόγια στὸ σύντροφό του.

- Ἔχε ἔννοια τὸ μαγαζί...

* * *

Ἐνῷ ἀπὸ τὴ μία πόρτα ἔβγαινε ὁ Λινάρδος στὴν ἄλλη ἐφάνηκαν γελαστὲς οἱ μορφὲς τῶν τριῶν φίλων.

- Τοῦ τὴν κατάφερες μία χαρά! εἶπε ὁ Ἄου στὸ Γαρίπη.

- Νέφτι τοῦ ᾿βαλες! πρόσθεσε ὁ Ἴκκινης. -Ἂς λείπουν τὰ σχόλια· εἶπε ὁ Μπαλαρῆς, παίρνοντας τὴ θέση του στὸ τραπέζι. Θὰ κρυώσῃ τὸ γκιουβέτσι.

- Καὶ θὰ πλακώσῃ ὁ Λινάρδος.

- Δὲν εἶναι φόβος· εἶπε ὁ Γαρίπης· τὸ σπίτι του εἶναι μακριά. Ὥστε νὰ πάῃ καὶ νὰ ᾿ρθῃ τελειώνουμε.

-Ο εὔελπις τὰ κατάφερε καλά;

- Περίφημα!

Ἐκάθισαν καὶ ἄρχισαν μὲ τὴ συνηθισμένη τους ὄρεξη τὸ φαγί. Ὅ,τι ἔλειπε ἀπὸ τὸ τραπέζι, ἔστελναν τὸ παιδὶ τοῦ μαγαζιοῦ νὰ παίρνῃ λεφτὰ ἀπὸ τὸν μπεζαχτᾶ καὶ νὰ ψωνίζῃ ψωμί, τυρί, φροῦτα· νὰ γεμίζῃ καὶ τὴν κανάτα κρασί. Ἡ διαφορὰ ἀπὸ ἄλλοτε ἦταν ὅτι ὅλα τὰ ἔκαναν βιαστικά. Ὅταν ἐτελείωσαν, ἔστειλαν τὸν ὑπηρετάκο κάπου γιὰ δουλειά, ἔκλεισαν τὴν πίσω πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ, ἔκλεισαν καὶ τὴν μπροστινὴ καὶ εὔθυμοι σὰν παιδιὰ τοῦ σχολείου ἐπῆγαν στὸν καφενὲ γιὰ τὸν καφέ τους. Πρὶν ὅμως ὁ Γαρίπης ἔγραψε μὲ κιμωλία στὴν πόρτα:

Κλειστὸν ἕνεκα πένθους.