Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Ο παράδοξος πλοίαρχος

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ὁ παράδοξος πλοίαρχος


Ο ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ
(ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ)
ΥΠΟ
Αντ. Θ. Σπηλιωτοπουλου


Ἀντ. Θ. Σπηλιωτόπουλος ἐν Πειραιεῖ
ΕΞ ὅλων τῶν παιδικῶν μου ἀναμνήσεων μία διατηρεῖται ἀκόμη ἐν τῇ μνήμῃ μου. Ὅτε ἤμην παιδίον εἰσέτι διεμένομεν ἐν Πάτραις, ἃς μόλις φαντάζομαι νῦν. Ἡ οἰκία τοῦ πατρός μου ἔκειτο εἰς παραλιακήν τινα συνοικίαν καὶ τόσῳ ἐγγὺς τῆς θαλάσσης, ὥστε ὅταν ἐταράσσετο αὕτη, τὰ κύματά της ἔθιγον σχεδὸν τοὺς τοίχους αὐτῆς καὶ ἡ αἰωρουμένη ἄχνη τοῦ συντριβομένου ἀφροῦ της εἰσήρχετο μέχρι τῆς κλίνης μου διὰ τοῦ ἀνοιγομένου παραθύρου. Δὲν ἦτο πλέον οἰκία, ἦτο αὐτόχρημα πλοῖον διαρκῶς ἠγκυροβολημένον ἐκεῖ, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐθεώμεθα τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν καὶ τοὺς ἱπταμένους ἐπάνωθεν λάρους, οἵτινες ὀκνηροὶ κατεσκόπευον ἔνθεν κἀκεῖθεν τὰ ἔγκατά της. Ὤ! τὸν ὡραῖον μου κόλπον! Τὸν ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη μὲ τὰς καταφύτους ἀκτάς του καὶ τὰ καταντικρὺ σιγηλὰ τῆς Στερεᾶς ὄρη, τόσῳ γαλήνιον καὶ αἰγλήεντα τόσῳ ἐνίοτε συννεφώδη καὶ ὀργίλον, ὥστε τὸν παρομοιάζω τώρα πρὸς τριακοντούτιδα ἔχουσαν ὅλας τὰς ἐρωτοτροπίας κόρης καὶ ὅλους τοὺς ἀκκισμοὺς ὑπάνδρου γυναικός.

Ὁ πατήρ μου χωρὶς νὰ εἶνε ἐπαγγέλματι ναυτικὸς εἶχε διαπλεύσει πολλάκις τὰς θαλάσσας. Ἀπὸ Πατρῶν μέχρι Νεαπόλεως καὶ ἀπὸ Νεαπόλεως μέχρι Μασσαλίας ἀνέπλει καὶ διήρχετο συχνάκις ταξειδεύων τὴν Μεσόγειον πρὸς ἀναζήτησιν τύχης βελτίονος κατόπιν ἐμπορικῶν ἀτυχιῶν. Τούτου ἕνεκεν εἶχε γνωρίσει πολλοὺς ναυτικούς. Ἡ οἰκία μας ὡς ἐγγὺς τῆς θαλάσσης ἀπέβαινε τὸ συνεντευκτήριον αὐτῶν. Τραχεῖς καὶ τολμηροὶ χαρακτῆρες, φυσιογνωμίαι ἡλιοκαεῖς καὶ ἄξεστοι, συνδυάζουσαι ἐν τούτοις τὴν ἀγριότητα τῆς θαλάσσης μὲ τὴν γλυκύτητα αὐτῆς, ὅλαι αἱ ποικιλίαι αὗται, κάτοπτρον τοῦ ναυτικοῦ βίου. συνηντῶντο ἑκάστην ἑσπέραν ἐν τῇ μικρᾷ μας αἰθούσῃ. Μόλις κατέπλεον τὰ πλοῖα αὐτῶν εἰς τὴν ἀκτὴν ἤρχοντο νὰ λάβωσι παρ’ ἡμῖν τὸν καφέ. Ἐν κύκλῳ εὐρυτάτῳ πολλάκις ἐγγὺς τῆς ἑστίας καθήμενοι, ἀπαύστως καπνίζοντες καὶ τὰ μακρά των κομβολόγια κρατοῦντες ἀνὰ χεῖρας διηγοῦντο τὰς θαλασσίους των περιπετείας, πλήρεις πάντοτε ἀγρίων σκηνῶν, ναυάγια, συγκρούσεις, τρικυμίας καὶ περιπετείας, ἐλπίδας καὶ πόθους, εὐχὰς καὶ βλασφημίας· Καὶ διηγοῦντο ταῦτα πάντα μετὰ τοσαύτης γλυκύτητος καὶ ἐπαγωγικότητος, μετὰ τοσούτων θελγήτρων, ὥστε συναθροιζόμενοι οἱ μικρότεροι ἐν μιᾷ γωνία τῆς αἰθούσης τοὺς ἠκροώμεθα μετ’ ἐνδιαφέροντος καὶ ἐτείνομεν προσεκτικοὶ τὸ οὖς μήπως ἀπολέσωμεν λέξιν τινα ἐκ τοῦ ὅλου. Καὶ τοσοῦτον εἴχομεν ἐθισθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ τὰς διηγήσεις των, τοσοῦτον προσῳκειώθημεν πρὸς τὴν θέαν τῶν πλοίων, τῆς θαλάσσης καὶ τῶν κυμάτων της, ὥστε χωρὶς νὰ διαπλεύσωμεν εἰσέτι οὐδ’ ἅπαξ αὐτὴν κατέστημεν καὶ ἡμεῖς ναυτικοί, ὅτε δὲ ἀργότερον ἠνδρώθην, ἡ πρώτη μου ᾠδὴ ἦτο φωνὴ θαυμασμοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν, ἄξεστος βεβαίως ἀλλ’ ἀληθής.

Μεταξὺ ὅλων αὐτῶν ἐνθυμοῦμαι πλοίαρχόν τινα ἑνὸς πάρωνος, μεθ’ οὗ ὁ πατήρ μου συνεδέετο διὰ στενοτέρας φιλίας. Το πλοῖόν του ἦτο παραδόξως πάντοτε μιλτοβαφές, ἡμεῖς δέ, παιδία τότε, τὸν ἐγνωρίζομεν διὰ τοῦ χαρακτηριστικοῦ τούτου. Μυστηριώδης φυσιογνωμία καὶ παραδόξου χαρακτῆρος ἄνθρωπος προσείλκυε τὸν φόβον καὶ τὸν θαυμασμόν μας. Ἦτο ἡλικίας τριάκοντα πέντε μόλις ἐτῶν, ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα, σοβαρὸς δὲ τὴν μορφὴν καὶ τὴν ἔκφρασιν, ἡλιοκαής, μὲ ἐκφραστικωτάτους ὀφθαλμούς, ἐν οἷς διεκρίνετο ἀπόχρωσίς τις βαθείας μελαγχολίας καὶ ἀσυνήθης λάμψις ἀγρία, ἥτις τὸν καθίστα ἐνίοτε φοβερόν. Τὸ βλέμμα του εἶχέ τι τὸ αἱματῶδες, ἀλλὰ μετὰ τοσαύτης γλυκύτητος συνεδυάζετο ἡ ἐν τῷ προσώπῳ διακεχυμένη πρόσθετος ἀγριότης, ὥστε ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ τὸν συμπαθήσῃ τις, ἐὰν τὸν παρετήρει καὶ ἐκ δευτέρου.

Καὶ ἤρχετο πάντοτε μόνος σχεδὸν καὶ αἰφνιδίως. Οὐδεὶς ἐφαίνετο ὅτι εἶχε γνῶσιν τῆς προσεχοῦς ἀφίξεώς του εἰμὴ ὁ πατήρ μου, ὅστις θὰ ἔλεγέ τις ὅτι τὸν ἀνέμενε. Καθότι ἡμεῖς ἐπισκοποῦντες πάντοτε ἀπὸ τοῦ ὑψηλοῦ ὀρόφου τὴν θάλασσαν ἐβλέπομεν ἐνίοτε προσεγγίζον τὸ μιλτοβαφὲς πλοῖον καὶ ὅτε ἀνηγγέλλομεν τοῦτο εἰς αὐτόν, οὐδόλως ἐξεπλήσσετο ὡς νὰ εἶχε γνῶσιν τοῦ κατάπλου του. Ἅμα τῇ ἀγκυροβολήσει του ὁ γνωστὸς πλοίαρχος πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀμετάβλητος, μυστηριώδης, ἔσπευδε ν’ ἀνέλθῃ πρὸς ἡμᾶς. Ἔσφιγγε τὴν χεῖρα τοῦ πατρός μου περιλύπως παρατηρῶν αὐτὸν ὡς νὰ τοῦ ἔλεγε πολλὰ διὰ τοῦ βλέμματός του, μᾶς ἠσπάζετο καὶ ἐκάθητο εἰς τὸ αὐτὸ μέρος πάντοτε, εἰς ἕδραν τινά, τοποθετημένην ἀντικρὺ τοῦ παραθύρου, ἀφ’ οὗ ἐφαίνετο κυμαινομένη ἡ θάλασσα τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου. Δὲν ὡμίλει. Ἔπρεπε νὰ ἀποτείνῃ τις αὐτῷ δέκα ἐρωτήσεις διὰ νὰ λάβῃ μίαν ἀπάντησιν καὶ πολλάκις παρήρχετο ὅλη ἡ ἐπίσκεψίς του ἐν σιγῇ.

Ἐνίοτε λησμονοῦντες τὴν ἀγριότητα τοῦ βλέμματός του ἐσυρόμεθα μέχρι τῶν γονάτων του. Μᾶς ἐνηγκαλίζετο τότε μετὰ θερμότητος καὶ ὑγρότης τις, ἣν δὲν ἠδύνατό τις νὰ ὀνομάσῃ δάκρυον, παρετηρεῖτο ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν του. Ἄλλοτε πάλιν ὁπότε τῷ ἀπετείνομεν ἐρωτήσεις, ἐὰν ἔχῃ τέκνα, πατρίδα, γυναῖκα, ἀγρία λάμψις ἀπήστραπτεν ἐν τῷ βλέμματί του αἰφνιδίως καὶ πτοούμενοι ἀπεσυρόμεθα μακράν του.

Ὡς ἤρχετο αἰφνιδίως, οὕτω καὶ ἔφευγε. Παρήρχοντο ἡμέραι, ἑβδομάδες, μῆνες καὶ μετὰ παρέλευσιν ἱκανοῦ χρόνου ἐβλέπομεν ἐξαίφνης τὸ πλοῖον ἐπιστρέφον καὶ πάλιν πάντοτε μὲ τὸ αὐτὸ χρῶμα, μιλτοβαφές, ζωηρῶς ἐρυθρὸν ὡς νὰ μὴ διέπλευσε θαλάσσας, προσόμοιον μὲ τὸ ἀμετάβλητον τοῦ κυρίου του. Εἴχομεν οὕτω συνειθίσει ἀμφοτέρους καὶ ὁσάκις ἐμαντεύομεν ὅτι τὰ λευκάζοντα ἐκεῖ κάτω, εἰς τὸ βάθος τοῦ κόλπου, ἱστία ἦσαν τὰ ἰδικά του, ᾐσθανόμεθα ἀληθῆ χαράν, ἣν ἐξεδηλοῦμεν ἐπὶ τῇ εἰσόδῳ τοῦ παραδόξου πλοιάρχου ἐν τῇ οἰκίᾳ μας.

Τὸν εἴχομεν ἐπὶ τέλους ἀγαπήσει.

Ἡμέραν τινὰ ἀνεχώρησε καὶ δὲν ἐπανῆλθε πλέον. Μάτην ἀνεζητοῦμεν ἐπὶ καιρὸν τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πρὸς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος· μάτην τὸν ἀνεμένομεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν νὰ καταπλεύσῃ. Τὸ μιλτοβαφὲς πλοῖον δὲν ἐπέστρεφε πλέον. Μετὰ τὴν παρέλευσιν τεσσάρων μηνῶν ὁ πατήρ μου ἐφαίνετο περίλυπος διὰ τοῦτο. Ἐνίοτε μᾶς ἔστελλεν ὁ ἴδιος νὰ ἐπισκοπήσωμεν τὴν θάλασσαν καὶ ἐζήτει καθ’ ἑκάστην πληροφορίας παρὰ παντὸς νεωστὶ καταφθάνοντος πλοίου.

Τοῦτο διήρκεσεν ἐπί τινα χρόνον. Κατόπιν ὁ παράδοξος πλοίαρχος μὲ τὸ ἐρυθρὸν πλοῖόν του ἐλησμονήθη τελέως. Τοὐλάχιστον ἡμεῖς σπανίως ἐλαμβάνομεν ἀφορμὴν νὰ τὸν ἐνθυμούμεθα. Ἐπὶ δύο-τρία ἔτη ἡ οἰκία μας ὑπῆρξεν ἀκόμη τὸ ἐντευκτήριον τῶν θαλασσινῶν. Ποικίλαι ναυτικαὶ μορφαὶ ἦλθον καὶ ἀνεχώρησαν ἐξ αὐτῆς, σοβαραί, ἡλιοκαεῖς, τεταλαιπωρημέναι ὑπὸ τῶν ταξειδίων, μειλίχιοι, πολιαί. Ἀπὸ τοῦ πλοιάρχου μέχρι τοῦ ἁπλοῦ ναύτου ὅλαι ἐνετυποῦντο ἐν τῇ μνήμῃ μου, ἐν τούτοις μία διετηρήθη ἐν αὐτῇ μέχρι τοῦδε ἀναλλοίωτος, ἡ τοῦ παραδόξου πλοιάρχου.

Τελευτῶντος τοῦ τρίτου ἔτους ἡ μικρά μας αἴθουσα ἔπαυσε νὰ δέχηται πλέον· ἓν πλοῖον μᾶς παρέλαβεν ἐπὶ τῶν νώτων του καὶ οὕτω ἐγκατελείψαμεν ἐσαεὶ τὴν πόλιν καὶ τὴν οἰκίαν, ἐν ᾗ μᾶς ἐλίκνευσαν τὰ κύματα μὲ τὴν ὑψηλήν των φωνὴν καὶ αἱ διηγήσεις τῶν ναυτικῶν μὲ τοὺς ἐναλίους μύθους των. Σήμερον ἀμφιβάλλω, ἂν ὑπάρχῃ πλέον.

Ἐν τούτοις μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν ἀνεδίφουν ἡμέραν τινὰ τὰ χειρόγραφα τοῦ πατρός μου. Μεταξὺ ἄλλων τινῶν τὸ βλέμμα μου περιέπεσεν ἐπί τινος Ἡμερολογίου, ἐξ ἐκείνων ἅτινα συντάσσουσι κατὰ τὸν διάπλουν οἱ κυβερνῆται τῶν πλοίων καὶ τὸ ὁποῖον ἔφερε τὴν ἐπιγραφήν: «Ἡμερολόγιον τοῦ Παύλου Ριβέλλη, πλοιάρχου τοῦ πλοίου «Ταλαιπωρία» ἐκ Γαλαξειδίου». Μετ’ αὐτοῦ ἦν συνημμένη καὶ ἡ ἑξῆς ἐπιστολή:

Brindizi 6 Μαρτίου 18..

Ἀδελφὲ,

«Τὸ γράμμα μου αὐτὸ εἶνε τὸ τελευταῖό μου. Γνωρίζεις τὴν ἱστορίαν μου, ἂν καὶ ποτὲ δὲν τὴν ἤκουσες ἀπὸ ἐμέ. Ξέρω πῶς ἐφρόντισες νὰ τὴν μάθῃς, διότι μὲ ἀγαποῦσες παρὰ πολύ. Σὲ εὐχαριστῶ. Δύο ἑβδομάδαις ἀφ’ ὅτου ἔφυγες γιὰ τὴν Μαρσίλια, ἔκαμα καὶ ἐγὼ πανιὰ γιὰ τὸ Γιλβατάρ. Πόσο ἤμουνα εὐτυχὴς, ὅταν ἐσκεπτόμουνα ’ς τὸ δρόμο, ὅτι ἔπειτα ἀπὸ κάμποσο καιρὸ, ἀφ’ οὗ γυρίσω μὲ κέρδη θὰ εὕρω κοντὰ ’ς αὐτὰ πιὸ θερμὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ τῆς γυναῖκάς μου τὴν ἀγάπη. Τὸ ταξεῖδί μου ἤτανε παρά πολὺ ἄτυχο καὶ γεμάτο βάσανα. Συλλογίσου φουρτούναις, ἀνέμους, ἀβαρίαις, καταστροφαῖς, ὅλα ἐναντίον μου. Ἔπειτα ἀπὸ τόσους ἀγῶνας ἐνόμισα πῶς γυρίζοντας ἀπ’ τὰ ξένα θαὔρω γι’ ἀντισήκωμα τῶν ὅσων ἀπέρασα τὴν ἀγάπη τῆς γυναικός μου. Ἀλλοίμονο! Τὴν ηὗρα νὰ κυλιέται μέσ’ ’ς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ πρώτου μου ἐξαδέλφου. Ἐννοεῖς; Ἕνα κτύπημα τοῦ λάζου μου ἔφτασε γιὰ τὸν ἕνα καὶ ἡ ἀπόστασις τοῦ παραθύρου ἀπ’ τὸ δρόμο γιὰ τόν ἄλλο!… Ἔκτοτε ἐζοῦσα γιὰ τὸ παιδί μου. Τὸ δύστυχο! ἀπέθανε πρὸ δύο ἡμερῶν μακρυά μου. Καὶ τώρα ἔχε γειὰ· δὲν [θ]ὰ μὲ ξαναϊδῇς πλέον.

Παυλοσ Ριβελλησ»

Δὲν γνωρίζω πῶς καὶ κατὰ ποῖον χρόνον περιῆλθον εἰς τὰς χεῖρας τοῦ πατρός μου τὸ ἡμερολόγιον καὶ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη, οὐχ ἧττον ἐξ ἅπαντος ἀνῆκον εἰς τὸν πλοίαρχον τοῦ μιλτοβαφοῦς πλοίου, ὃν πραγματικῶς δὲν ἐπανεῖδε πλέον.
Ἐν Πειραιεῖ 4 Ἰουνίου 1888.