Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Ο εξοβελισμός των ε. ε.-τ. ε.-π. ε.

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ὁ ἐξοβελισμὸς τῶν ε. ε.- τ. ε.- π. ε.


Ο ΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ
ΤΩΝ
ε. ε. — τ. ε. — π. ε.
ΥΠΟ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ


Γ. Φιλάρετος.
Μη πλανηθῆτε, παρακαλῶ, ἐκ τοῦ τίτλου, ὅτι εἶμαι γνώστης τῆς ἱερογλυφικῆς γραφῆς. Μὴ φοβηθῆτε δὲ, ὅτι καὶ ἐγὼ ἀκονίζω τὴν λεπίδα τῆς λαιμητόμου, ὅπως καρατομήσω τ’ ἀθῶα τοῦ ἀλφαβήτου γράμματα ὡς ὁ κ. Ἰσ. Σκυλίσσης τὴν ψιλὴν καὶ τὴν βαρεῖαν. Τοιαῦτα αἱμοβόρα σχέδια δὲν ἔχω, φίλε κύριε Σκόκε, καὶ δύνασθε νὰ ἡσυχάσητε. Τοὐναντίον πρόκειται νὰ προτείνω τὴν ἀνάστασιν λέξεων ἀσπλάγχνως ἀπαγχονισθεισῶν, καὶ ὡς πρὸς τοῦτο ζητῶ τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν ὑψώσαντα τὴν σημαίαν τῶν ἐν τῷ γράφειν συντομιῶν.

Συχνάκις ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς καὶ ταῖς ἐφημερίσιν, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς δικογράφοις, — κακογεγραμμένοις καὶ μὴ, — ἐν τοῖς ἐγγράφοις τῆς Ἑλληνικῆς γραφειοκρατίας τῶν «Ἐπιγράφεται» καὶ «Διευθύνεται» καὶ ἐν αὐταῖς ἔτι ταῖς δικαστικαῖς ἀποφάσεσιν, εὑρίσκεις, φίλτατε ἀναγνῶστα, τὰ «ε. ε.—τ. ε.—π. ε.» Ἐὰν δὲν ἠδυνήθης νὰ μαντεύσῃς τὴν σημασίαν τῶν συνθηματικῶν τούτων γραμμάτων, ὅπερ φυσικώτατον, — ἐρωτήσας θὰ ἔμαθες, ὅτι φιλάργυρός τις χάριν οἰκονομίας χάρτου, — κατὰ τὴν μίαν ὑπόθεσιν, — ὀκνηρὸς δέ τις χάριν οἰκονομίας κόπου, — κατ’ ἄλλην, ἴσως καὶ πιθανωτέραν, — ἐσκέφθη ὅτι ἠδύνατο διὰ τῶν βραχυσώμων τούτων γραμμάτων νὰ ἐκφράσῃ συνοπτικῶς ὁλοκλήρους λέξεις ἢ ἀκριβέστερον ἀριθμούς. Ἄγνωστον πῶς ἐσκέφθη ἐκεῖνος ὅστις τὸ πρῶτον ἠθέλησε ν’ ἀντικαταστήσῃ τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἀριθμῶν διὰ τῶν ἀοριστιῶν «ἐνεστῶτος ἔτους, τρέχοντος ἔτους, παρελθόντος ἔτους.» Δὲν πιστεύω ἐκ μίσους κατὰ τῶν ἀκάκων ἀριθμῶν ὅσον ἐξ ἀδυναμίας πρὸς μακροσκελεῖς περιφράσεις· ἀλλὰ βεβαίως ὀλίγην ἀπέδειξε πρόνοιαν καὶ μεγάλην ἀγριότητα ἐκεῖνος ὅστις, πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ δυστυχήματος τῶν ἀριθμῶν, μὲ τὴν μάχαιραν τῆς… συντομίας, κατὰ τὴν τέχνην τοῦ ἀσπόνδου ἐχθροῦ τῆς ψιλῆς καὶ τῆς βαρείας, καλοῦ δὲ φίλου μου κ. Σκυλίσση, λαβὼν, ἔκοψε δίκην δημίου ὁλόκληρον τὸ σῶμα τῶν λέξεων καὶ ἀφῆκε μετεώρους τὰς κεφαλὰς πρὸς ἐπίγνωσιν τῆς ἀδαοῦς, εἰς τοιαῦτα τοὐλάχιστον συνθήματα, ἀναγνωστρίας.

(νεστὼς) (τος). - Τ(ρέχον) (τος). - Π(αρελθὸν) (τος).

Μετὰ την γενναίαν μὲν ἀναίμακτον δὲ ταύτην ἐγχείρισιν αἱ ἐναπομείνασαι κεφαλαὶ τῶν λέξεων ἐτέθησαν εἰς πλήρη χρῆσιν παντὸς γραμματισμένου ὀκνηροῦ καὶ μάλιστα ταχυγράφου.

Μοὶ ἀρέσκουσιν αἱ καινοτομίαι καὶ ὅταν ἀκόμη πρόκηται νὰ θυσιασθῇ ἡ ζωὴ λέξεων, ἀρκεῖ νὰ μὴ ἐκθέσωσιν εἰς προφανῆ κίνδυνον τὴν ἔννοιαν. Ἀτυχῶς ὅμως ἐπὶ τοῦ προκειμένου μακρὰ πεῖρα, καὶ δὴ δικηγορικὴ, μ’ ἔπεισεν, ὅτι ὁ νεωτεριστὴς τῶν ε. ε.—τ. ε.—π. ε. οὐδόλως ἔλαβεν ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ἠδύνατο νὰ γίνῃ ὑπαίτιος δαπάνης χρόνου, ζημιῶν καὶ παραλογισμῶν.

Ὁ γράφων τὸ ἐ. ἔ. ἢ τὸ τ. ἔ. ἀντὶ τῶν ἀριθμῶν τοῦ ἔτους, ὠφελεῖται, εἶναι ἀληθὲς, ὀλίγα δευτερόλεπτα διὰ τῆς παραλείψεως δύο μόνων στοιχείων, ὁ ἀναγινώσκων ὅμως τὸ οὕτω γραφὲν, — μάλιστα μετὰ τὴν παρέλευσιν τοῦ ἔτους, — ὀφείλει ν’ ἀνατρέξῃ εἰς τὴν χρονολογίαν τοῦ ἐγγράφου, δαπανῶν οὐχὶ πλέον δευτερόλεπτα, ἀλλὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ἐὰν πρόκηται περὶ πολυσελίδου ἐγγράφου πρὸς εὕρεσιν τοῦ ἐνεστῶτος ἢ τοῦ τρέχοντος ἔτους. Ὁ γράφων δὲ τὸ π. ε. ὑποβάλλει εἰς διπλῆν δαπάνην χρόνου τὸν ἀναγνώστην· πρῶτον πρὸς εὕρεσιν τοῦ ἐνεστῶτος, δεύτερον τοῦ παρελθόντος ἔτους. Δὲν δύναμαι νὰ ἐννοήσω πῶς σκεφθεὶς ὁ ἐφευρέτης τῆς συντμήσεως ταύτης ἐνόμισεν, ὅτι παρελθὸν ἔτος εἶναι τὸ ἀμέσως λῆξαν καὶ οὐχὶ ὅλα τὰ ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἔτη. Λαμβάνω ὅμως τὸ θάρρος νὰ τῷ παρατηρήσω, ὅτι ἐὰν, — ὃ μὴ γένοιτο, — γεννηθῇ ζήτημά τι ἐξ ἀνακριβοῦς ὁρισμοῦ τοῦ χρόνου, χωρὶς νὰ εἶναί τις δικηγόρος, — θέλω νὰ εἴπω στρεψόδικος, — δύναται λίαν λογικῶς ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι π. ε. δὲν εἶναι μόνον τὸ ἀμέσως προηγούμενον ἔτος.

Ὑποθέσωμεν χάριν παραδείγματος, ὅτι ἡ τοιαύτη ἀσάφεια ὤθησε τὰ πράγματα μέχρι τῆς θύρας τοῦ εἰς σταῦλον ὁμοιάζοντος νεοδμήτου μεγάρου τῆς ἐν Ἀθήναις Θέμιδος, — ὅπερ δὲν εἶναι διόλου ἀπίθανον. Ὑποθέσωμεν ὅτι ὁ ἐκ τῆς ἀσαφείας ταύτης οὐδόλως ὑποπτεύων παγίδα, ἐπιβάλλει ὅρκον, ἐὰν τὸ δάνειον ἐξωφλήθη τὸ Π. Ε. ὅπερ μεθερμηνευόμενον κατὰ τὴν κοινῶς παραδεδεγμένην ἐξήγησιν τῶν συνθηματικῶν γραμμάτων σημαίνει τὸ ἔτος 1887· ὁ εἰς ὃν ἐπάγεται ὁ ὅρκος ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι τὸ δάνειον ἔχει πληρωθῇ τὸ 1880,: δὲν δύναται ἆρά γε, ἐρωτῶ ὑμᾶς, κύριοι δικασταὶ, νὰ δεχθῇ καὶ δώσῃ τὸν ἐπαγόμενον ὅρκον ἐν ἠρεμία συνειδήσεως, καὶ ἐν ἀφοβίᾳ εἱρκτῆς; Δὲν γνωρίζω, τί δύναται ν’ ἀπαντήσῃ «τιμίως καὶ εὐσυνειδήτως» ὁ προϊστάμενος τῶν κκ. Ἐνόρκων, ἐὰν ὁ οὕτως ὁρκισθεῖς ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου νὰ εἴπῃ «τὴν ἀλήθειαν καὶ μόνην τὴν ἀλήθειαν» λάβῃ τὴν τιμὴν νὰ φθάσῃ μέχρι τῆς δικαιοδοσίας του· ἀλλὰ βεβαίως ἡ ἀποφατικὴ εἰς τὸ ἐρώτημά μου ἀπάντησις δὲν δύναται νὰ στηριχθῇ ἐπὶ βάσεως ἀσφαλοῦς κατὰ τὴν γνώμην καὶ μὴ στρεψοδίκων κριτῶν ἐκτὸς ἐὰν πιστοποιηθῇ διὰ συνεδρίου λογίων ὅτι τὸ π. ε. εἶναι ἐρείπιον τοῦ α. π. ε. (ἀμέσως παρελθόντος ἔτους) καὶ ὅτι ὡς οὐδεὶς ὑποτίθεται ἀγνοῶν νόμον δημοσιευθέντα, οὕτω πᾶς ὀφείλει νὰ γνωρίζῃ τοὺς ἀκρωτηριασμοὺς τῶν λέξεων καὶ τῶν μᾶλλον ἀπηνῶν.

Οὕτως ἢ ἄλλως ἡ κατηραμένη αὕτη συντομία δύο καὶ μόνον στοιχείων ἤτοι τὸ π. ε. ἀντὶ τοῦ 1887 δύναται νὰ γεννήσῃ μίαν δίκην ἐνώπιον τῶν πολιτικῶν δικαστηρίων ἀγνώστου διαρκείας χάρις εἰς τὴν Βαυαρικὴν δικονομίαν καὶ τὸ κενὸν τῶν δικαστικῶν στομάχων, ἑτέραν δ’ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου τῶν συνέδρων, προφυλάκισιν κατ’ ἀρέσκειαν τοῦ ἀνακριτοῦ καὶ τοῦ Εἰσαγγελέως, τίς οἶδε πόσα ἄλλα ἐπεισόδια καὶ παρεμπίπτοντα ἐπ’ ὠφελείᾳ μὲν τῶν δικηγόρων, οἵτινες μὲ τὸ ἀζημίωτον θέλουσιν ἀναλάβει τὸν ἀγῶνα, πρὸς αὔξησιν τῶν δημοσίων ἐσόδων διὰ τῆς καταναλώσεως τοῦ χαρτοσήμου, — τῆς ἀνεξαντλήτου ταύτης πηγῆς τοῦ δημοσίου πλούτου, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πρὸς εὐδαιμονίαν τῶν θυμάτων τοῦ π. ε.

Οὐ μόνον ζημίαι δύνανται νὰ προκύψωσιν ἐκ τῆς αὐθαιρέτου ἀντικαταστάσεως τῶν ἀριθμῶν διὰ τῶν συνθηματικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ παραλογισμοὶ μέχρι τοῦ γελοίου. Συχνὰ πυκνὰ ἀντιγράφονται περικοπαὶ ἐπιστολῶν καὶ ἰδίως δικογράφων, μάλιστα δὲ προτάσεων. Ὁ ἀντιγραφεὺς, — ὅστις συνήθως εἶναι μαθητὴς δημοτικοῦ ἢ τὸ πολὺ ἑλληνικοῦ σχολείου καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀρχάριος, — εἶναι ἀδύνατον νὰ σκεφθῇ κατὰ τὴν ἀντιγραφὴν τῆς περικοπῆς νὰ διορθώσῃ τὸν προϊστάμενόν του. Οὕτω δ’ ἐν ἔτει 1889 ἀντιγράφων τις προτάσεις τοῦ ἔτους 1850, ἐν αἷς ἀναφέρεται διὰ τοῦ ε. ε. γεγονὸς τοῦ ἔτους ἐκείνου, παραδείγματος χάριν ἡ γέννησις τῆς γεροντοκόρης Α. χάριν τῆς πιστότητος τῆς ἀντιγραφῆς ἐπαναλαμβάνει τὰ ε. ε. Διὰ τῆς ἀθώας ταύτης καὶ ἀκριβοῦς ἄλλως τε ἀντιγραφῆς ἡ γεροντοκόρη Α, ἥτις ἐπλησίαζε νὰ ἑορτάσῃ τὴν τεσσαρακονταετηρίδα της, μεταμορφωθεῖσα εἰς μπεμπὲ, ὅπερ ἴσως δὲν τὴν δυσαρεστεῖ, διότι γεννᾷ ἐλπίδας καλλιτέρας νεότητος χάρις εἰς τὴν πεῖραν,—ἀλλὰ νομικῶς χαρακτηρίζεται ὡς ἀνήλικος, ἄρα μὴ ἔχουσα τὸ δικαίωμα τῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας της καὶ ἑπομένως οὐδὲ τὸ τῆς ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων παραστάσεως, κτλ. κτλ…………………………

Ἠδυνάμην νὰ πολλαπλασιάσω τὰ παραδείγματα εἰς ἀπόδειξιν, ὅτι λίαν ἐπιπολαίως ἐγένετο ὁ νεωτερισμὸς τῶν συνθηματικῶν τούτων γραμμάτων, ὃν ἀκολουθῶμεν ἀβασανίστως, — ὡς συνήθως πάντα νεωτερισμὸν, — πρὸς σπατάλην χρόνου τῶν ἀναγνωστῶν καὶ πρὸς περιπλοκὴν τοῦ κειμένου, πολλάκις δὲ καὶ μὲ κίνδυνον γεννήσεως δικῶν ἢ ἐνστάσεων ἢ τοὐλάχιστον ἀμφιβολιῶν ἐν τῇ ἐννοίᾳ. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ἀναγνῶσται καὶ ἀναγνώστριαι ἐπείσθητε περὶ τούτου ἐκ τῶν εὐαρίθμων ἀνωτέρω παραδειγμάτων.

Ὅθεν, λαμβάνω τὴν τιμὴν, κύριε Σκόκε, νὰ προτείνω ἐν ἔτει σωτηρίῳ χιλιοστῷ ὀκτακοσιοστῷ ὀγδοηκοστῷ ἐνάτῳ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὸ πρώην καθεστὼς (status quo ante). Πρὸς ἐπιτυχίαν τούτων δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη ἐπιστρατείας χρηματοφθόρου, οὐδὲ κἂν ὑπουργικῆς μεταβολῆς, ἀλλὰ μιᾶς καὶ μόνης ἐγκυκλίου τῶν κκ. Ὑπουργῶν, ἰδίως δὲ τοῦ τῆς Δικαιοσύνης, δι’ ἧς ν’ ἀπαγορευθῇ αὐστηρῶς ἡ ἐν τῷ μέλλοντι εἴσοδος τῶν ε. ε. — τ. ε. — π. ε. ἐν τοῖς δημοσίοις γραφείοις, νὰ διαταχθῶσι δὲ τοὐλάχιστον οἱ ἐκ τῶν δημοσίων ταμείων πληρωνόμενοι ὅπως τοῦ λοιποῦ ἀντὶ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπικινδύνων ἱερογλυφικῶν γραμμάτων προτιμῶσι tout simplement τοὺς ἀριθμοὺς, οἵτινες θέλουσι τοὺς ὑπηρετεῖ τιμιώτερον καὶ ἀκριβέστερον.

Ἐν Καλλιθέᾳ (Ἀθηνῶν) τῇ 17 Αὐγούστου 1888.