Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Ανθρώπινοι χαρακτήρες

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες


ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΥΠΟ
ΑΝΔΡΕΟΥ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ

α′. — Ο ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΣ


Ἀνδρ. Λασκαράτος ἐν Ἀργοστολίῳ
Ο ἀδιάκριτος, ἀπαντῶνταςσε στὸ δρόμο, σοῦ πέρνει τὸ ἄνθος ὁποῦ βαστᾷς, καὶ τὸ κάνει ’δικότου· ὑποθέτοντάςσου εὐχαρίστηση μεγάλη νὰ δώσῃς τὸ ἄνθοςσου εἰς ὑποκείμενον ὡς τὸ ἐδικόντου. Κατ’ αὐτὸν, εἶν’ ἐκείνη μία τιμὴ ποῦ σοῦ κάνει. Ἀλλὰ, ’μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἐννοῇ μήτε τόσο· καὶ μόνον τοῦ ἀρέσει τὸ ἄνθοςσου.

Ἐμβαίνει στὴ συναναστροφὴ μὲ πάταγον, καὶ ἀρχίζει ὁμιλίαν, ἀδιαφορῶντας ἂν ἦτον πρωτήτερα ἀρχηνημένη ἄλλη. Ἐνδέχεται δὲ νὰ φέρῃ ἐμπρὸς καὶ ὁμιλίες ἀνάρμοστες, εἰς τὴν παρουσίαν μάλιστα Κυριῶν καὶ Δεσποινίδων.

Ἀντισκόβει ὅλους διὰ νὰ ’μιλήσῃ αὐτός. Ἀλλ’ ἂν κανεὶς ἀντισκόψῃ αὐτὸν, τὸν ἐπιπλήττει μὲ αὐστηρότητα.

Δὲν εὐχαριστεῖται νὰ ἦναι μέλος τῆς συναστροφῆς, ἀλλὰ θέλει νὰ κυριαρχεύῃ ἀπάνου σ’ ὅλους, καὶ ὅλοι νὰ περιστρέφονται τριγύρωτου.

Ἐπισκέφτεται τοὺς φίλους σὲ στιγμὲς ὁποῦ τοὺς γνωρίζει ἐνασχολημένους εἰς ἐνδιαφέροντα πράγματάτους· καὶ παραπονεῖται μὲ πικρίαν, ἂν δὲν ἀφήσουνε τὴ δουλειάτους, διὰ νὰ καθίσουνε μὲ αὐτὸν νὰ ’μιλήσουνε διὰ τὴν ψύχρα, ἢ διὰ τὴ ζέστα τῆς ὥρας, διὰ τὰ φαγητὰ τῆς ἡμέρας· νὰ μένουνε κάθε τόσο ἄφωνοι νὰ κυττάζονται· ν’ ἀνασκαμνισθῇ, καὶ νὰ βαρεθῇ σὲ πολληῴρα ἔπειτα ν’ ἀσκοθῇ νὰ φύγῃ.

Καλεσμένος σὲ συμπόσιον, καθίζει κοντὰ στὸν κόφτη, trinciante, καὶ τραβάει στὸ πιάτοτου τὰ καλήτερα κομμάτια, ἀδιαφορῶντας διὰ τὲς Κυρίες ὁποῦ τοῦ παρακάθουνται.

Συνταξειδεύοντας μὲ ἄλλους, ’βγάνει καὶ καπνίζει, χωρὶς νὰν τόνε ’γνοιάσῃ ἂν ὁ καπνὸς ἐνοχλῇ τοὺς συνταξειδιότεςτου.

Εἰς τὸν περίπατο σταματᾷ κάθε τόσα βήματα ὑποχρεώνοντας ἔτσι καὶ τὸ σύντροφότου νὰ σταματᾷ κι’ αὐτὸς, ἐναντίον εἰς τὴν εὐχαρίστησήντου, καὶ χωρὶς δίκῃο.

Σὲ βλέπει μὲ ἄλλους, καὶ σοῦ κάνει ἐρώτησες ἄκαιρες· τὲς ὁποῖες ὄχι μόνον δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀποκριθῇς, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ᾑ ἴδιες ἐρώτησέςτου σὲ στενοχωροῦν καὶ σὲ πνίγουν.

Σὲ ’ξέρει γιὰ τὰς Ἀθήνας; σὲ παρακαλεῖ νὰν τοῦ πάρῃς μία μικρὴ παραγγολοῦλα. Καὶ σοῦ στέλνει μία κάσα ῥοζόλια γιὰ τὸν δεῖνα Τμηματάρχη, καὶ ἕνα μπότι ξύδι γιὰ τὴ δεῖνα Κυρία.

Ἀν ξένος, καλένεται μόνοςτου, ἢ ἐμμέσως σὲ ὑποχρεώνει νὰν τὸν φιλοξενίσῃς διὰ ὀλίγες ἡμέρες..... Μὰ τότε πέρνει κατοχὴ στὸ σπῆτισου, καὶ δὲν ἐνθυμεῖται πλέον νὰ ξεκολλήσῃ. «Ἡ Κυρίασου, φίλεμου, τοῦ λὲς τότε, πρέπει νὰ σὲ ἀποζήτησε… ἡ καϋμένη!.... τὴν ἀπαράτησες!…» Ἀλλ’ αὐτὸς σοῦ ὑπόσχεται νὰν τῆς γράψῃ νἄλθῃ!

Ὁ ἀδιάκριτος ἔχει χρείαν ἀπὸ μίαν ταχτικὴν σειρὰν καλῶν καὶ ἀποτελεσματικῶν μαθημάτων. Ὅποιος τὸν βοηθήσει στὴ μαθήτευσήτου, ὠφελεῖ αὐτὸν, κ’ εὐεργετεῖ καὶ τὴν κοινωνίαν.

β′. — Ο ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ

Ὁ ὑποκείμενος εἰς ἀφαίρεσην, εἰς τὲς στιγμὲς τῆς ἀφαιρέσεώςτου, εἶναι μηχανὴ αὐτοκίνητη καὶ χωρὶς κρίσην. Τὸ πνεῦματου ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸ σῶματου, καὶ τὸ ἀφίνει ἀδέσποτο, νὰ ἐργάζεται χωρὶς διεύθυνση. Ὁ ἀφῃρημένος τότε πάσχει ἕνα εἶδος ὑπνοβασίας, ἢ καὶ χειρότερα.

Ἠμπορεῖ τότε ν’ ἀπιθώσῃ τὸ λιανοκέρι ἀναμένο ἀπάνου στὸ κρεββάτι, καὶ νὰν τὸ ἀφήσῃ ἐκεῖ νὰ κάψῃ τὸ σπῆτι.

Ἠμπορεῖ νὰ κλείσῃ τὸ παιδάκιτου σ’ ἕνα μέρος, καὶ νὰ μὴν τὸ ’θυμηθῇ πλέον.....

Ἠμπορεῖ νὰ γένῃ αἴτιος πολλῶν τοιούτων δυστυχημάτων. Ἀλλὰ καὶ παρεχτὸς τῶν φρικωδῶν τούτων, ἐχθέτεται καθημερινῶς ὁ ἀφῃρημένος σ’ ἄλλα πολλὰ, ἐπιζήμια κ’ ἐκεῖνα καὶ δυσάρεστα, καὶ ποῦ κάνουν τὸν ἀφῃρημένον γελοῖον.

Μπαίνει στὸ κατόϊτου νὰ κάμῃ κάτι· καὶ διὰ νὰ μὴ λερώσῃ τὸ φράκοτου, τὸ βγάνει, τὸ διπλώνει, καὶ τὸ φυλάει μέσα σ’ ἕνα πληθάρι γεμάτο λάδι. Ἔπειτα δὲν τὸ ’βρίσκει, καὶ φωνάζει πῶς τοῦ τὸ κλέψανε.

Γδυέται νὰ κοιμηθῇ καὶ ’πιθώνει τὸ ῥολόϊτου μέσα στὴ λεκάνη! Τὴν ἀκόλουθην αὐγὴ σαστίζει πῶς διάολο τὸ ῥολόϊτου εἶναι μέσα στὴ σαπουνάδα!

’Βγαίνει νὰ πάῃ νὰ ψωνίσῃ· μὰ ἔχει στὸ νοῦτου τὸν Γαλλοπρωσικὸν πόλεμον τοῦ 1870, καὶ περνάει τὴν ἀγορὰ χωρὶς νὰ τὴν προσέξῃ· τραβάει τὸ δρόμο ἐμπρὸς ἕως ὅτου νὰ ’μπάσῃ τοὺς Πρώσους εἰς τὸ Παρίσι· καὶ τότε ’ξυπνημένος εἰς τὸν πραγματικὸν κόσμον, χωρίζει ὀπίσω καὶ ψωνίζει τὰ λάχανάτου.

Ἐρωτᾷ ἐπανηλειμμένως τὶ νέα ἔφερε τὸ ἀτμόπλοιο, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ εἴπανε πῶς δὲν ἦλθε ἀκόμη.

Ὁ ἀφῃρημένος ἔχει στιγμὲς εἰς τὲς ὁποῖες μᾶς ἐνθυμίζει τὸν παλίμπαιδα.

Καθαρίζει ἀμύγδαλα; πολὺ εὔκολο νὰ πετάξῃ τὰ μουμούδια, καὶ νὰ βαστάξῃ τὰ τσούφλια.

Σὲ καλένει νὰ σὲ γέψῃ αὔριο; ἐνδέχεται νὰ μὴ ’θυμηθῇ πλέον· καὶ αὔριο νὰ ’πᾷς νὰν τὸν εὕρῃς γεμένονε.

Κυρία ἡ ὁποία, ἀφῃρημένη, εἶχε ἤδη ’ρωτήσει δύο φορὲς κάποιατης φτωχὴ πόσα παιδιὰ εἶχε· ὅταν καὶ τρίτη φορὰ τὴν ἐξαναρώτησε· «Κυρίαμου, τῆς εἶπε ἡ φτωχὴ, ἀπὸ τὴν ὕστερη φορὰ ποῦ μ’ ἐρώτησες, δὲν ἔκαμα ἄλλο.»

Ὁ ἀφῃρημένος εἶναι σωματικῶς ἐμπρόςμας, ἐνῷ τὸ πνεῦματου ἐνδέχεται νὰ ταξειδεύῃ μὲ τ’ ἀερόστατο. Καὶ τότε χάνουμε τὰ λόγιαμας ὁμιλῶντεςτου.