Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889/Ανέκδοτοι στίχοι της «Χαϊδεμένης»

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1889
Συγγραφέας:
Ἀνέκδοτοι στίχοι τῆς «Χαϊδεμένης»



Ἀνδρέας Δ. Νικολάρας
ΑΝΕΚΔΟΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ[1]
ΤΗΣ «ΧΑΙΔΕΜΕΝΗΣ»
ΥΠΟ
ΑΝΔΡ. Δ. ΝΙΚΟΛΑΡΑ

Τὸ κῦμα ποῦ ἀφροκοπᾷ εἶν’ ἀπὸ τὴ γυναῖκα
πολλαῖς φοραῖς πιὸ σπλαγχνικό· ἀνάμεσα πελάγου
πετᾷ τὸν νηό μας, κι’ ἀπ’ ἐκεῖ πέρα μεριὰ τὸ βγάζει,
σὰν νὰ λυπᾶτ’ ἡ θάλασσα νὰ φάγῃ τέτοια νηάτα…
Ἄνοιξ’ ὁ νηὸς τὸ βλέφαρο ἀπὸ τὴ ζάλη τέλος,
καὶ σὰν εἶδε τὴ θάλασσα ὁποῦ τὸν εὐσπλαγχνίσθη,
μουρμούρισε στενάζοντας ἀπ’ τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα..
«εἶδα μὲ σπλάγχνος τὰ θεριά, τὴ θάλασσα μὲ σπλάγχνος,
καὶ μόνε γνώρισ’ ἄσπλαγχνη τὴν ἄπιστη γυναῖκα!…»
Τὸν πῆρε τὸ παράπονο κι’ ἀρχίνησε τὸ κλάμμα..
Καὶ κλαίει, κλαίει· κλάψε, νηέ, νὰ βγῇ ὁ πόνος ἔξω.
Ὅσο σὲ τρώει στὰ σωθικά, τὸ μάτι σου θολόνει,

καὶ βλέπεις μαύρη, σκοτεινὴ τὴν ὠμορφιὰ τοῦ κόσμου....
Χύνε ποτάμι δάκρυα· ἄσ’ τὴν καρδιὰ νὰ βρέξῃ
τὴ φλογισμένη της βροχὴ ἀπ’ τὰ καϋμένα μάτια!
Σ’ αὐτὸ τὸ δάκρυ πὤρχεται ἀπὸ ’ψηλὰ σὰν χάρις,
λὲς ξεθυμαίνει ἡ ψυχὴ κι’ ὁ πόνος ξαλαφρόνει....

Σὲ φλογισμένα σύγνεφα ὁ ἥλιος βασιλεύει,
καὶ λάμπ’ ἡ δύση στὰ βουνὰ ποῦ λὲς φωτιὰ νὰ ἦναι....
Ῥίχτει ὁ ἥλιος πρὸς τὴν γῆ τὴν ὕστερη ἀχτίδα,
καὶ ἄλλαις λύπαις καὶ χαραῖς ἀντάμα χαιρετάει.....
ναί, ἄλλαις λύπαις καὶ χαραῖς· πόσοι αὐτὴ τὴν ὥρα
ξένοιαστοι μέσα στῆς ζωῆς τὸν κῆπο ξεφαντώνουν,
καὶ πόσοι πάλι πιὸ πολλοί, μὲ τὴ γλυκειὰ ἐλπίδα
σύντροφο μόνε ἀχώριστο, μερόνυχτα τοῦ κάκου
νὰ ’δοῦνε πρᾶμα μιὰ φορὰ προσμένουν τ’ ὄνειρό τους!
Ψεύτρα ἐλπίδα! πάντα νηά, χαρούμενη κυττάζεις
ποιὸς πάσχει, κι’ ὅλη προθυμιά, παρηγοριὰ γιομάτη,
βάλσαμο χύνεις σταῖς πληγαῖς ἀλλὰ δὲν ταῖς γιατρεύεις....
Ὡς καὶ στὴν ὕστερη στιγμὴ τὴ φοβερὴ ἐκείνη,
ποῦ πλέον βλέπομε τὴν γῆ μὲ μάτια θολωμένα,
καὶ τότ’ ἀκόμη ἔρχεσαι χλωμή, συγνεφιασμένη,
τὸ «κατευόδιο» νὰ μᾶς πῇς σ’ ἄλλη ζωὴ ἀπάνω.....
Ψεύτρα ἐλπίδα! Ὄνειρο σ’ ἀγρυπνισμένα μάτια!
Κι’ ὅμως ἂν ἔλειπες καὶ σὺ ἀπὸ τὸν ψεύτη κόσμο,
σὲ τὶ σκοτάδι φοβερὸ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν!

Ἀκόμα εἰς τὸν οὐρανὸ δὲν πρόβαλαν τ’ ἀστέρια,
ἔσβυσε πλέον ἡ φωτιὰ ποῦ ἔλαμπε στὴ δύση,
κ’ ἔγειναν στάχτη καὶ καπνὸς τὰ σύγνεφα ποῦ καῖγαν....
Κοιμᾶτ’ ἡ θάλασσα γιαλί, καὶ στ’ ἁλμυρό της στρῶμα,
ὅλος καμάρι ὁ οὐρανὸς ξαπλόνει ταῖς φτεροῦγαις.
καὶ βλέπεις ἄλλον οὐρανὸν τὴ θάλασσα ποῦ λάμπει.
Θεέ μου! τί πανόραμα ἡ φύσις! τί μυστήριο!
Ἔρριψε ὁ νηὸς τριγύρω του μία ματιὰ καὶ βλέπει
Ὅλη αὐτὴ τὴν ὠμορφιὰ νὰ τοῦ γελᾷ μὲ χάρι.
σὰν νὰ τοῦ λέγῃ «ζῆσε, νηέ, κ’ εἶν’ ἡ ζωὴ ὀλίγη,
γιὰ νὰ λατρεύσῃ ὁ θνητὸς τὰ θεϊκὰ τὰ δῶρα!…»
Τὸ κλάμμα λὲς καὶ τοὔδωκε ἀνάσα μέσ’ στὰ τὰ στήθεια,
κι’ ἀγάλι ἀγάλι διάβηκε νὰ πάρῃ ’λίγο θάρρος..
Ἡ ψεύτρα ἐλπίδα στὴν καρδιὰ τὶ τάχα νὰ τοῦ λέγῃ,
κ’ ἔχει τὸ μάτι ξάστερο καὶ πρόσχαρη τὴν ὄψι.....


  1. ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ. Οἱ παρετιθέμενοι στίχοι, τέως ἀνέκδοτοι, ἐφιλοτεχνήθησαν ἐσχάτως ὑπὸ τοῦ φίλου ποιητοῦ ὡς καλλιτεχνικωτέρα συμπλήρωσις τοῦ δροσεροῦ καὶ εὐώδους εἰδυλλίου του «Ἡ Χαϊδεμένη,» ὅπερ τοσοῦτον γνωστὸν καὶ προσφιλὲς ἐγένετο ὑπὸ τῶν φίλων τῆς συγχρόνου ποιήσεως.