Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Σύγχρονοι τύποι: Ο υποψήφιος εν Ελλάδι

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888
Συγγραφέας:
Σύγχρονοι τύποι: Ὁ ὑποψήφιος ἐν Ἑλλάδι


ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΥΠΟΙ

Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ

Ελέχθη ὅτι τὰ κυριώτερα προϊόντα, τὰ ὁποῖα παράγει ἡ Ἑλλὰς, εἶνε ἡ σταφὶς, οἱ ζῳοκλέπται, τὰ σῦκα καὶ οἱ Ὑπουργοί.

Ἀλλὰ δὲν εἶπεν τὴν ἀλήθειαν.

Παραλλήλως πρὸς τὴν κτηνοτροφίαν, ἐπίσης ἐπιτυχῶς καλλιεργουμένην, τὸ ἀφθονώτερον προϊὸν τῆς κλασικῆς ἡμῶν χώρας εἷνε … οἱ ὑποψήφιοι.

Ὁλόκληροι δηλαδὴ ἀγέλαι, ἀποτελοῦσαι τὸ περιεργότερον γένος τῆς συγχρόνου ἡμῶν πολιτικῆς ζῳολογίας.

Καὶ φύονται αὐτομάτως, ὡς αἱ λαχανοκράμβαι, εἰς πᾶσαν πόλιν, πολίχνην, κώμην ἢ χωρίον, ὅπου δηλαδὴ τὸ Σύνταγμα ἐπιτρέπει νὰ συνέλθουν ἐπὶ τὸ αὐτὸ πλειότεροι τοῦ ἑνὸς πολῖται διὰ νὰ ἐκλέξουν ἕνα ἀντιπρόσωπον. Ἂν εὑρεθοῦν τρεῖς οἱ ἐκλογεῖς, ἐξάπαντος οἱ ἐκλέξιμοι θὰ ἦνε τέσσαρες. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀναλογία. Κἄπως ἀντιστρόφως ἀνάλογος, ὡς λέγουν οἱ μαθηματικοί.

Δυνάμεθα μάλιστα νὰ εἴπωμεν ἀνερυθριάστως ὅτι εἰς πᾶσαν, δημοτικὴν ἰδίως, ἐκλογὴν ἡ μισὴ Ἑλλὰς τίθεται… ὑπὸ τὰς κάλπας, ἀφοῦ τὰ 5/4, τοὐλάχιστον τῶν κατοίκων εἶνε ὑποψήφιοι δήμαρχοι, πάρεδροι, σύμβουλοι καὶ δὲν ἐνθυμούμεθα τὶ ἄλλο ἀκόμη.

Θὰ ἔλθῃ μάλιστα εὐδαίμων ἐποχὴ, καθ’ ἣν ἕκαστος ἐλεύθερος πολίτης θὰ ἐκθέτῃ καὶ τὴν ἐκλογικήν του κάλπην, οὕτως ὥστε, μεταβαλλομένων ὅλων τῶν ἐκλογέων εἰς ἐκλεξίμους, ἡ κυβέρνησις θ’ ἀναγκάζηται νὰ προμηθεύηται ἐγκαίρως ἑκάστοτε φορτία ψηφοφόρων ἐκ Τεχεράνης ἢ Μαγαδασκάρ.

Καὶ δὲν ἀφθονοῦν οἱ ὑποψήφιοι καθ’ ὡρισμένας ὥρας τοῦ ἔτους, ὡς λ. χ. αἱ ἀκρίδες, αἱ σκνῖπες, οἱ ἠθοποιοὶ, οἱ βάτραχοι, αἱ ἀναθυμιάσεις, ὁ κοιλιακὸς τύφος καὶ οἱ κορέοι, ἐμφανιζόμενοι μόνον κατὰ τὸ θέρος.

Τοὐναντίον οἱ ὑποψήφιοι ἀναδίδονται δι’ ὅλου τοῦ ἔτους ἀπὸ πάσης γωνίας τῆς συνταγματικῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τοῦ δήμου Ἀνάφης μέχρι τοῦ δήμου Κωθωνίων.

Διὰ νὰ ἐξεικονίσωμεν συλλήβδην ὅλον τὸ ἀνώνυμον ἄθροισμα τῶν ἐν Ἑλλάδι ὑποψηφίων ἀρκεῖ νὰ δώσωμεν τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἐξ αὐτῶν, ἀπαράλλακτα ὅπως, διὰ νὰ λάβητε ἰδέαν αἴφνης περὶ τῆς ὁμοταξίας τῶν βουβάλων, δὲν ἔχετε ἢ νὰ περιεργασθῆτε ἕνα μόνον βούβαλον. Ὁ τύπος κατ’ οὐσίαν εἶνε ὁ αὐτός. Παραλλάσσει ἐν ταῖς λεπτομερείαις. Οἱ ὄνοι, ἐπὶ παραδείγματι, δυνατὸν νὰ ἦνε μαῦροι ἢ ἄσπροι, ἀλλ’ ἐξάπαντος ἔχουν τέσσαρας πόδας καὶ μακρὰ τὰ ὦτα. Λαμβάνομεν λοιπὸν ἕνα ἐξ αὐτῶν ἐκ τοῦ ζῳολογικοῦ κήπου τῆς πρωτευούσης, καὶ ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ θὰ ἔχητε τὴν εἰκόνα ὁλοκλήρου τοῦ εἴδους.

Τί ὄνομα νὰ δώσωμεν εἰς τὴν ἀνωνυμίαν; Ἀλλ’ ἀδιάφορον. Ἀφοῦ δίδουν τὰ τρυφερώτερα ὀνόματα εἰς τὰ κυνάρια καὶ τὰ ἄλογα, ἃς τῷ δώσωμεν καὶ ἡμεῖς ἕν.

Τσερεμὲν τὸν ἀποκαλοῦσιν οἱ συμπαίκτορες τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, οἱ γείτονες καὶ οἱ ὑπηρέται τοῦ οἴκου. Βραδύτερον ὅμως, ἐφ’ ὅσον ἐκδιπλοῦται ἡ πολιτική του ὕπαρξις, γίνεται γνωστὸς καὶ διακωδωνίζεται εἰς τὰ Διάφορα τῶν ἡμερησίων φύλλων ὑπὸ τὸ κλασικὸν καὶ εὔηχον καὶ πολύκροτον ἀκόμη, ἂν ἀγαπᾶτε, ὄνομα: Τενεκιάδης!

Ὑπὸ τοιοῦτο καὶ ἡμεῖς ὄνομα τὸν παραδίδομεν εἰς τὴν ἀθανασίαν καὶ εἰς τὰ ὦτα — mille pardons — τῶν ἀνεξικάκων ἀναγνωστῶν μας.

Ὁ κ. Τενεκιάδης λοιπὸν εἶνε ὁ συνοπτικώτερος τύπος τῆς συγχρόνου νεολαίας, ἀρτία προσωπικότης, συγκειμένη ἐκ δύο—μόνον—ποδῶν, μιᾶς ῥεδιγκότας, πέντ’ ἓξ φωκὸλ, ἑνὸς ἀπολυτηρίου τοῦ Δημοτ. Σχολείου, ἀρκετῶν χρεῶν, μιᾶς εὐρυχώρου κοιλίας καὶ ἱκανῶν ἀκόμη ὀδόντων.

Διότι, σημειωτέον χάριν ἱστορικῆς ἀκριβείας, ἐξ αὐτῶν τοῦ ἔχουν φθαρῆ οἱ μασσητῆρες ἕνεκεν τοῦ προώρου τραγανίσματος ξυνῶν καὶ ἀπηγορευμένων καρπῶν.

Ἀλλ’ ἡ κοιλία του ὅμως καὶ αἱ κνῆμαι λειτουργοῦν θαυμάσια. Δύναται νὰ διανύσῃ ἑκατοντάκις ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τὴν ὁδὸν Σταδίου καὶ νὰ τρελλάνῃ τοὺς ξενοδόχους, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοὺς καπήλους, οἵτινες, καθὰ βεβαιοῖ ἡ παράδοσις, κρύπτουσι τὰς χύτρας κατὰ τὴν διάβασίν του.

Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, ἐξ ὁρμεμφύτου, μόλις ἀπογαλακτιζόμενος, ἐπιδίδεται εἰς τὴν πολιτικὴν, ὡς οἱ χοῖροι εἰς τὸν βόρβορον — ἡ τάσις εἶναι κληρονομικῶς φυσιολογική — ὄχι διότι δὲν ἠμπορεῖ τάχα νὰ εὐδοκιμήσῃ καὶ ὡς ἀγγειοπλάστης ἢ ὁδοκαθαριστὴς, ἀλλὰ διότι ὀφείλει νὰ συνεχίσῃ τὴν ἔνδοξον σειρὰν τῶν οἰκογενειακῶν παραδόσεων, ἀφοῦ ὁ πατήρ του διέπρεψε κατὰ τὴν ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν παρὰ τῷ Φαβιέρῳ ὡς… θαλαμηπόλος, ἐπὶ δὲ τῆς βασιλέας τοῦ Ὄθωνος ἐχρημάτισε πέμπτος, πολλάκις δὲ καὶ τρίτος, δημαρχικὸς πάρεδρος.

Ἄλλως τε δὲ διὰ τὴν πολιτικὴν τὸν προεξοφλεῖ καὶ ἡ προφητεία μιᾶς Ἀτσιγγάνας, ἣν ἡ μήτηρ, ἔγκυος ἔτι οὖσα, συμβουλεύεται ἐξ ἀπελπισίας, καθόσον ὁ κ. Τενεκιάδης, ἄγαν φιλελεύθερος καὶ ἀκράτητος ὀπαδὸς τοῦ ἀπαραβιάστου τῶν συνταγματικῶν ἐλευθεριῶν, ἐννοεῖ ν’ ἀποδράσῃ τῆς μητρικῆς γαστρὸς ἀπὸ τὸν ἒβδομον ἔτι μῆνα, μὴ στέργων νὰ ἐκτίσῃ ὅλην τὴν ἐννεάμηνον ἐν αὐτῇ θητείαν.

Ἀλλὰ τὸ ἀνατρεπτικὸν πνεῦμα τοῦ κ. Τενεκιάδου θαυματουργεῖ ἐκδηλούμενον ἀπὸ τῆς παιδικῆς ἔτι ἡλικίας.

Ἀνατρέπει τὰς ἕδρας, τὰ σκεύη, τὰ ἀνθοδοχεῖα, τὰς χύτρας, τὰ ἄλλα παιδία τῆς συνοικίας, τὸν ταβλᾶν τοῦ στραγαλατσῆ, τὰς καλάθους τῶν ὀπωροπωλῶν καὶ τοὺς διαβάτας, διότι καθ’ ἑκάστην, ἅμα νυκτώνῃ, συνδέει τὰ ἄκρα τῶν δύο πεζοδρομίων τῆς ὁδοῦ διὰ τεταμένου σχοινίου εἰς ὕψος σπιθαμῆς καὶ ἀνατρέπει ἐκτάδην καὶ ὑπτίους τοὺς ἀνυπόπτως διερχομένους. Μαθητὴς δ’ ὢν τοῦ Σχολαρχείου, κατ’ εὐμενῆ καὶ αὐθόρμητον τύφλωσιν τοῦ ἀξιοτίμου κυρίου Σχολάρχου, κρημνίζει τῆς ἔδρας τὸν διδάσκαλον τῆς Ἱερᾶς Κατηχήσεως κατὰ τὴν ὥραν τῆς παραδόσεως, ὑποσαλεύων κατὰ τὸ διάλειμμα τὴν βάσιν. Ἀλλὰ, φύσει φιλελεύθερος, δὲν ἐννοεῖ νὰ φορτώνηται ἐπὶ τῆς ἰδίας ῥάχεως τὸ βάρος οἱασδήποτε εὐθύνης, ὅταν μάλιστα πρόκηνται πρόχειροι τόσαι ἄλλαι γειτονικαὶ ῥάχεις. Καὶ διὰ τοῦτο ὁ ἀνατραπεὶς διδάσκαλος τῶν Ἱερῶν ἀποβάλλει τοῦ σχολείου ἄλλον τινὰ δειλὸν καὶ φιλήσυχον μαθητὴν, καταδειχθέντα ὡς αὐτουργὸν ὑπὸ τοῦ ἰδίου κ. Τενεκιάδου.

Περὶ ἀλλοτρίας ἰδιοκτησίας καὶ ἀλλοτρίων ἐν γένει δικαιωμάτων ἔχει, παῖς ἔτι, ὀλίγον τολμηρὰς καί πως ἐπικινδύνους ἰδέας. Λιθοβολεῖ χάριν παιδιᾶς τοὺς κῦνας, χειραφετεῖ τὰς ὄρνιθας ἐκ τοῦ ὀρνιθῶνος τῶν γειτόνων, ἀναρριχᾶται εἰς τοὺς τοίχους τῶν κήπων δρέπων τὰς σταφυλὰς καὶ τὰ ἄνθη μετὰ τῶν γαστρῶν· ὑπεξαιρεῖ τὸ γλυκὸν καὶ τὴν ζάκχαριν ἀπὸ τὸ ὀψοφυλάκιον τῆς μαμᾶς καὶ τὰ δεκάλεπτα ἀπὸ τὸ γελέκι τοῦ μπαμπᾶ· θραύει τὰ ὑελώματα τῶν παροδίων φανῶν· διασκεδάζει κρημνίζων τὰς φωλεὰς τῶν χελιδόνων καὶ στραγγαλίζων τὰ νεογνά των· καὶ, ποικίλλων τὰ εἴδη τῶν ἀθώων του παιδικῶν παιγνίων, ῥαντίζει ἀπὸ τοῦ παραθύρου τοὺς διαβάτας μὲ τὴν λεκάνην τοῦ νιπτῆρος ἢ τὸ μελανοδοχεῖον.

Ἐν γένει δὲ καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ παῖς Τενεκιάδης, ἀπὸ τοῦ λίκνου ἔτι, καταφωρᾶται εἰς ἄκρον φιλελεύθερος, κοινωνιστὴς, ῥιζοσπάστης, μηδενιστής· μολονότι μόλις μανθάνει νὰ κινῇ τοὺς πόδας καὶ τὸν λάρυγγα, δὲν λείπει ἀπὸ τὰς πρωτοπορείας τῶν διαδηλώσεων καὶ τῶν Ἑπιταφίων τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.

Ὑπὸ τοιούτους αἰσίους οἰωνοὺς ὁ παῖς διαμορφοῦται βαθμηδὸν εἰς μείρακα, καὶ ὁ μεῖραξ βραδύτερον εἰς ἐκλογέα καὶ ἐκλέξιμον.

Καὶ βδελύττεται μὲν νὰ σπουδάσῃ θεολογίαν ἢ νομικὴν, διότι οὐδεμίαν ὑπόληψιν τρέφει εἰς τὸν Δεκάλογον τοῦ Μωϋσέως καὶ εἴς τινα γελοῖα ἄρθρα τοῦ ποινικοῦ κώδικος· τοῦτο ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει διόλου νὰ ἦνε κάτοχος οἱασδήποτε ἐγκυκλοπαιδικῆς γνώσεως, καὶ νὰ διαφημίζηται ὡς λόγιος καὶ εὐπαίδευτος νέος, νὰ λαμβάνῃ δὲ μέρος εἰς ὅλα τὰ ζητήματα διά τε τοῦ λόγου, τῆς γραφίδος καὶ, ἐν ἀνάγκῃ, τῶν γρόνθων. Ἀναγινώσκει ἐφημερίδας, συζητεῖ περὶ τῶν πολιτικῶν τῆς ἡμέρας, ἐγγράφεται μέλος εἰς τὸν Φιλολογικὸν Σύλλογον ὁ «Πάνθηρ», οὗτινος μάλιστα προσφέρει ἑαυτὸν δωρεὰν ὡς ὑποψήφιον πρόεδρον, ἀλλὰ μένει μὲ τὴν τιμὴν καὶ τὸ ὄνειρον τῆς ὑποψηφιότητος — διότι ἡ μοῖρά του τὸν ἔχει καταδικάσει εἰς ἰσόβιον ὑποψήφιον· — ἀγορεύει ἐν τοῖς καφενείοις, εἰς τὰς ὀδοὺς, εἰς τὰς πλατείας, ἐλέγχει τὴν ἐξωτερικὴν πολιτικὴν τῆς ἀντιπολιτεύσεως (sic) καὶ ἰσχυρίζεται γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ ὅτι ἡ Ἑλλὰς ὀφείλει διὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς λόγχης ν’ ἀνακτήσῃ τὴν Κωνσταντινούπολιν!

Λυπεῖται δὲ μάλιστα καὶ ἀγανακτεῖ διότι ὁ νόμος δὲν τοῦ ἐπιτρέπει, ἐπικειμένης ἐπιστρατείας, νὰ χύσῃ καὶ αὐτὸς τὸ αἷμά του ὑπὲρ τοῦ ἐθνικοῦ μεγαλείου. καθόσον ὁ πατήρ του κατὰ λάθος τὸν ἔχει ἐγγράψει εἰς τὸν δημοτικὸν κατάλογον ὡς παρήλικα, καὶ δὲν εἶνε φεῦ! βέβαιον ἂν θὰ κληθῇ καὶ ἡ ἐφεδρεία εἰς τὰ ὅπλα. Ἐν μέσῳ δὲ τῆς πατριωτικῆς παραζάλης συμπληροῖ τὴν αγόρευσίν του διὰ λακτισμάτων κατά τινος παρισταμένου κληρούχου, θελήσαντος ν’ ἀστεϊσθῇ ὅτι δῆθεν ὁ κ. Τενεκιάδης προέδραμε κατὰ δέκα ἔτη σκοπίμως καὶ ἐξ ἀνυπομονησίας τοῦ νὰ ἀποκτήσῃ τὸ δικαίωμα τοῦ ἐκλεξίμου πρὸ τῆς νομίμου προθεσμίας.

Ἐνωρὶς λαμβάνει μέρος εἰς τὴν σύνταξιν πολλῶν ἐφημερίδων, καὶ ἀνωνύμως, χάριν μετριοφροσύνης, ἐξευτελίζει διὰ τοῦ τύπου τοὺς ὑποτιθεμένους ἀντιπάλους του, καὶ ἰδίως τὴν ἀντιπολίτευσιν, ὄχι διότι δυσκολεύεται νὰ ἐπιτεθῇ καὶ κατὰ τῆς κυβερνήσεως, ἀλλὰ διότι εἷς ὑπουργικὸς βουλευτὴς, ὅστις ὀφείλει 300 λευκὰς ψήφους εἰς τὴν ἀξιέπαινον λαθροχειρίαν τοῦ κ. Τενεκιάδου, διορισθέντος σφαιριοδότου του κατὰ τὴν τελευταίαν βουλευτικὴν ἐκλογὴν, τὸν ἐξαναγκάζει ἑκόντα ἄκοντα νὰ δεχθῇ τὴν θέσιν ἐκτάκτου ὑπαλλήλου εἰς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν μὲ τὴν ὑποχρέωσιν ὅμως νὰ μεταβαίνῃ τακτικῶς ἑκάστην τριακοστὴν τοῦ μηνὸς καὶ εὐαρεστούμενος λαμβάνῃ τὴν ἐκ δρ. 240 ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀντιμισθίαν του.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο γίνεται ἀφορμὴ νὰ συνδιαλλάξῃ τὰς ἰδέας του πρὸς τὰς ἰδέας τῆς κυβερνήσεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἐλπίδι τῆς ὑποστηρίξεως, ἣν θὰ τῷ παράσχῃ, ἐπιδίδεται ἀποκλειστικῶς πλέον εἰς τὴν καλλιέργειαν τῆς μελλούσης ὑποψηφιότητός του.

Καὶ μολονότι περισπᾶται ὑπὸ μυρίων ἄλλων παρέργων ἀσχολιῶν, καθόσον ἀναγκάζεται ν’ ἀναμιχθῇ εἴς τινα ἐθνικὰ οἰκόπεδα, τὰ ὁποῖα τὸ δημόσιον ἀξιοῖ αὐθαιρέτως νὰ τοῦ καταπατήσῃ, καὶ ἀκόμα νὰ παρέμβῃ ἐθελοντὴς εἰς τὰς τάξεις τῶν συγκληρονόμων ἐπιδίκων τινῶν κληρονομιῶν, ἐν τούτοις ὁλονὲν πολλαπλασιάζει καὶ τὰ ἐκλογικά του κεφάλαια διὰ συντόνου ἀληθῶς ἐνεργείας.

Ἐγκαίρως κατανοεῖ ὅτι αἱ βάσεις τῆς πολιτικῆς του ὑπάρξεως εἰσίν…οἱ κουμπάροι. Ἀνοίγει λοιπὸν ἀκριβῆ κατάλογον. Δὲν τοῦ διαφεύγει γάμος ἢ βάπτισις. Αἱ σύζυγοι τῶν ἀξιοτίμων ἐκλογέων του δύνανται πλέον νὰ ἐγκυμονῶσιν ἀφόβως, διότι εἰσὶ βέβαιαι ὅτι ἀπὸ τὸν πρῶτον μῆνα τῆς συλλήψεώς των ὁ κ. Τενεκιάδης θὰ ὑποθηκευθῇ ὡς ἀναπόδραστος κουμπάρος, πρὶν ἢ ἀκόμη ἡ μαῖα ἐπιληφθῇ τῶν προκαταρκτικῶν καθηκόντων της.

Χαιρετίζει ὑποκλινέστατα γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους καθ’ ὁδόν, ἐκβάλλων ἐδαφιαίως τὸν πῖλον, σφίγγων πᾶσαν προσφερομένην ἢ μὴ χεῖρα, μειδιῶν πρὸς πάντας τοὺς ἐγγεγραμμένους ἢ μὴ εἰς τὸν ἐκλογικὸν κατάλογον — ἀδιάφορον! τὸ περιττὸν δὲν βλάπτει — ἐρωτᾷ μετὰ τρυφεροῦ ἐνδιαφέροντος περὶ τῶν συζύγων καὶ τῶν τέκνων των, ἔστω καὶ ἂν διατελοῦν ἐν χηρείᾳ ἢ στειρότητι, θρηνεῖ τοὺς νεκρούς, παρακολουθεῖ ἀπολοφυρόμενος τὰς κηδείας των, παρευρίσκεται δακρύων καὶ κατηφὴς εἰς τὰ μνημόσυνά των, κρατεῖ πάντοτε τὸ ἑορτολόγιον τοῦ Καζαμία καὶ τὸν ἐκλογικὸν κατάλογον διὰ νὰ στέλλῃ ἐγκαίρως τὰ ἐπισκεπτήριά του εἰς τοὺς ἑορτάζοντας καὶ μὴ ἑορτάζοντας· τρέχει δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ εἰς τὴν δημαρχίαν, εἰς τὴν νομαρχίαν, εἰς τὸ στρατολογικὸν γραφεῖον, εἰς τὴν ἀστυνομίαν, πανταχοῦ διότι ἀνεδέχθη καὶ ὀφείλει ν’ ἀπαλλάξῃ τὸν δεῖνα τοῦ ἐπὶ πταίσματι προστίμου, τὸν τάδε τῆς πληρωμῆς τοῦ φόρου, τοῦ ἄλλου νὰ διευκολύνῃ ἓν κατεπεῖγον λαθρεμπόριον, ἐκεῖνον νὰ σώσῃ ἀπὸ μίαν πλαστογραφίαν, καὶ τὸν παρακάτω ἀπὸ τὸ κακουργοδικεῖον, διότι οἱ ἔνορκοι εἷνε, καλέ, ὅλοι ἰδικοί του.

— Ἀλλὰ τί νὰ σοῦ κάμῃ! Ἄς ἔλθῃ μιὰ φορὰ ’ς τὰ πράγματα, καὶ νὰ ’δῆτε τί ἔχει νὰ γίνῃ! τώρα βέβαια, τὸν ἀντιπολιτεύονται καὶ οἱ ἄλλοι ὑποψήφιοι, εἰ δὲ μή....

Καὶ τρέχει ἀδιακόπως, ὡσεὶ ὑπὸ ἀτμόν, ὡς τροχιόδρομος, ὡς ἀεικίνητον, ὡς καταδιωκόμενος φυγόστρατος, ἀλλὰ ποῦ νὰ πρωτοπροφθάσῃ μὲ δύο πόδας; Ἂν εἶχε τοὐλάχιστον τέσσαρας!

Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα ἡ ὑποψηφιότης του ἐνθαρρύνεται πανταχόθεν. Κανεὶς δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὴν ψῆφον καὶ τὴν ὑποστήριξίν του. Ἐν μέσῳ δὲ εὐχῶν καὶ συγκινήσεων καὶ χειροσφιγξιμάτων καὶ παλμῶν προσδοκίας λαμβάνει τὸ πρῶτον ἐκλογικὸν βάπτισμα, ἐκθέτων κάλπην δημοτικοῦ συμβούλου πρὸς τὸ παρόν. Ἐννοεῖ νὰ διέλθῃ ἀνὰ μίαν τὰς βαθμίδας τῆς πολιτικῆς κλίμακος, εἰ καὶ ἠδύνατο νὰ ἐπιζητήσῃ ἀμέσως τὸ ἀξίωμα τοῦ δημάρχου ἢ τοῦ βουλευτοῦ. Καὶ δὲν ἐπιτυγχάνει μέν, ἀλλ’ ὅμως μένει εὐχαριστημένος, διὰ πρώτην ἄλλως τε φοράν, καὶ δικαίως πρωϊνή τις ἐφημερὶς τὸν συγχαίρει τὴν ἐπιοῦσαν τῆς ἐκλογῆς, διότι, ἐνῷ οἱ συνεκτεθέντες ὑποψήφιοι σύμβουλοι ἦσαν ἐν ὅλῳ 78, αὐτὸς ἐν τούτοις κατώρθωσε νὰ ἐπιτύχῃ.... ἑβδομηκοστὸς ἔνατος!

Τοιαῦτα ἐγκάρδια συγχαριστήρια λαμβάνει εἰς δεκαπέντε ἢ εἴκοσιν ἐφεξῆς ἐκλογὰς ἀλληλοδιαδόχους, ἀλλ’ ὅπως ὁ μυθολογούμενος Ἀνταῖος, πᾶσα τοιαύτη ἔνδοξος πτῶσις — διότι μὴ λησμονῆτε τὰς καλπονοθεύσεις καὶ τὸν συστηματικὸν πόλεμον ποῦ τοῦ κάμνουν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοι — τοῦ δίδει περισσοτέρας δυνάμεις, καὶ δὲν λείπει νὰ εὐχαριστῇ ἑκάστοτε διὰ τοῦ τύπου τοὺς ἐκλογεῖς του, ὅσοι τὸν ἐψήφισαν καὶ ὅσοι δὲν τὸν ἐψήφισαν, ἀλλὰ θὰ τὸν ψηφίσουν εἰς ἄλλην ἐκλογὴν ἐξάπαντος.

Εἰς τὰς ἐνστάσεις ὅμως κατὰ τοῦ κύρους ἑκάστης ἐκλογῆς δὲν τοῦ ’βγαίνει κανεὶς, διότι τριακοντάκις ἴσως μέχρι τοῦδε ἔλαβεν ἀφορμὴν ν’ ἀσκηθῆ ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε εἰς πᾶσαν ἐκλογὴν ἀπὸ τὴν προτεραίαν ἀκόμη, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἑτοιμάζει συγχρόνως διὰ τῆς αὐτῆς μελάνης καὶ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ χάρτου εὐχαριστήρια θερμὰ ἐν περιπτώσει ἐπιτυχίας καὶ ἐνστάσεις θερμοτέρας ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας.

Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι οἱ ἄλλαι τὸν καταρρᾳδιουργοῦν εἰς τοὺς κομματάρχας του, δωροδοκοῦν τοὺς ἀντιπροσώπους του, τὸν καταδολιεύονται πάντοτε τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, τοῦ γεμίζουν ἐκ συμπαιγνίας τὴν κάλπην μὲ σφαιρίδια κόπρων αἰγός, καὶ μυρίας ἄλλας μηχανορραφίας οἱ ἄθλιοι!

Ἐν τούτοις αὐτός, ἀντὶ νὰ προσφύγῃ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κανδυλανάπτου, ὡς διαθρυλοῦσιν αἱ κακαὶ γλῶσσαι, ἐξακολουθεῖ καλλιεργῶν τὴν ἄγονον προσωρινῶς ὑποψηφιότητά του, παρηγορούμενος ὅτι καὶ οἱ ἀγροὶ ἀκόμη διὰ ν’ ἀποβῶσι γόνιμοι, δέον νὰ κοπρισθοῦν κατ’ ἐπανάληψιν.

Ἴσως μάλιστα μεταβῇ, μετὰ τοὺς γάμους του, καὶ εἰς Παρισίους διὰ νὰ σπουδάσῃ τὴν δημαρχικήν.

Ἐπίκεινται ἐν τούτοις ἐκλογαί, καὶ αὐτὸς ὑπόκειται εἰς διπλῆν τώρα ὑποψηφιότητα, καθόσον ἐν τῷ μεταξὺ γίνεται καὶ ὑποψήφιος… γαμβρός!

Ἡ νύμφη εἷνε ἐξαίρετος. Ἔχει στρογγύλας τὰς παρειὰς καὶ στρογγυλωτέραν τὴν προῖκα, ἐξ ἧς ἐλλείπουν μὲν οἱ ὀδόντες της, ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν κέκτηται διπλασίας καὶ τριπλασίας ψήφους τοῦ ἐξ ἀρρενογενίας συγγενολογίου του. Εἶνε τὸ ἰδανικὸν τῆς συζύγου, ἡ ὁποία ἀναμφιβόλως θὰ τοῦ πληρώσῃ μεθαύριον τὸ κενὸν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς κάλπης του.

Ἡ τέλεσις τῶν γάμων ἀποφασίζεται διὰ τὸ αὐτὸ ἑσπέρας τῆς ἐκλογῆς. Φαντασθῆτε ἂν ἐκ τῆς κάλπης του ἐξέλθῃ ὁσονούπω, ὡς ἡ Ἀθηνᾶ ἐκ τῆς κεφαλῆς τοῦ Διός, γαμβρὸς ὁμοῦ καὶ βουλευτής. Διπλὰ τότε συγχαρητήρια, διπλοῖ ἀσπασμοί, διπλαῖ συγκινήσεις, διπλοῦς καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ ἴδιος. Τὸ γεγονὸς θὰ ἦναι αὐτόχρημα διπλωματικώτατον!

Καὶ δὲν χωρεῖ πλέον ἀμφιβολία. Τὸν ὑποστηρίζει τώρα ἡ κυβέρνησις. Ὁ ὑπουργικὸς τύπος δημοσιεύει τὴν εἰκόνα του καὶ σπουδαίας βιογραφικὰς σημειώσεις. Τὸν πληροφοροῦσι μυστικὰ καὶ ὑπὸ ἐχεμυθίαν ὅτι τὸν ἔχουν πρῶτον ἢ δεύτερον εἰς τὰ ψηφοδέλτιά των ὅλοι οἱ ἐκλογικοὶ σύλλογοι, αἱ συντεχνίαι, τὰ σωματεῖα τά τε ἱδρυμένα καὶ ἱδρυθησόμενα. Μόνον οἱ δανεισταί του ἂν τὸν ψηφίσουν θὰ ἦνε πρῶτος. Καὶ θὰ τὸν ψηφίσουν λόγῳ ἐκτιμήσεως καὶ ἀνάγκης συγχρόνως. Αἱ ἀρχαὶ ἔχουν ξεσπαθώσει ὑπὲρ αὐτοῦ. Ὁ μέλλων πενθερός του διατάσσει ἀνὰ ἓν οἰνοπωλεῖον εἰς κάθε ἐκλογικὸν τμῆμα νὰ κερνοῦν δωρεὰν τοὺς ψηφοφόρους. Οἱ ἀγυιόπαιδες φέροντες κλίμακας ἐπ’ ὤμων κολλοῦν εἰς τοὺς τοίχους ἀνὰ πᾶσαν καμπὴν τῶν ὁδῶν πολύχροα καὶ χρυσοποίκιλτα προγράμματα. Ἄλλοι, οἱ μᾶλλον ὀξύφωνοι, αὐτοσχεδιάζουν διαδηλώσεις, διὰ νὰ σχηματισθῇ τὸ ἐκλογικὸν ῥεῦμα. Ἐπὶ τῶν βαρελλῶν τῶν καπηλείων, εἰς τὰ ὑελώματα τῶν καπνοπωλῶν, παντοῦ, παντοῦ ἀναρτῶνται τὰ ἔντυπα προγράμματά του. Ἡ δημοτικότης του ἐκτείνεται καὶ μέχρι τῶν πλανοδίων ἀκόμη λαχανοφόρων ὄνων, ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ὁποίων ἐπιδεικνύεται, ὁμοῦ μὲ τὰ παραπούλια καὶ μὲ τὰ κολοκυθάκια, ἡ πολύχρους πινακὶς τοῦ ὀνόματός του. Ὤ! ἀναντιρρήτως, ἂν εἶχον, ὡς ὤφειλε παρ’ ἡμῖν, δικαίωμα ψήφου καὶ τὰ ὁρατὰ τετράποδα, ἐξάπαντος ἡ ἐπιτυχία του θὰ ἦτο πλήρης καὶ ὁρατωτέρα....

Τὰ πάντα βαίνουν κατ’ εὐχήν. Οἱ δὲ σφαιριοδόται του εἶνε ἕνας κ’ ἕνας.

Ὄρθρου βαθέος ἄρχεται ἡ ἐκλογή. Ὁ ὑποψήφιος θεᾶται ἐφ’ ἁμάξης περιτρέχων τὰ διάφορα τμήματα, ἐπιτηρῶν, κρυφομιλῶν, νεύων, μειδιῶν, χειρονομῶν πρὸς ὅσους συναντᾷ. Μέχρι τῆς μεσημβρίας ἡ ἐκλογὴ βαίνει περίφημα, κατὰ τὰς βεβαιώσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως. Ἂν δὲν ἐπιτύχῃ δεύτερος, ἐξάπαντος ὅμως θὰ ἔλθῃ πρῶτος. Τὴν μεσημβρίαν διατάσσει νὰ κομισθῇ δαψιλὲς πρόγευμα εἰς τοὺς παρὰ τὴν κάλπην ἀντιπροσώπους του, καὶ ἐπιτρέπει εἴς τινας ἀνυπομόνους φίλους του ἐκλογεῖς νὰ προπίωσι προεξοφλητικῶς καὶ τὸ γλεντίσωσι διὰ λογαριασμόν του ἐπὶ τῇ βεβαίᾳ ἐπιτυχίᾳ του.

Τὸ ἑσπέρας γίνεται ἡ διαλογὴ καὶ περισυλλέγονται δι’ ἐκτάκτων ἀπεσταλμένων τὰ ἀποτελέσματα τῶν τμημάτων. Εἰς δύο ὅμως ἐξ αὐτῶν ἡ ψηφοφορία δὲν ἐπερατώθη εἰσέτι. Ἐν τούτοις οἱ ἀριθμοὶ καταστρώννυνται καὶ ἀντιπαραβάλλονται τὰ ἀθροίσματα. Ὁ κ. Τενεκιάδης ἕως τώρα φαίνεται ἐπιτυχών, ἂν φθάσουν μάλιστα καὶ τὰ καθυστεροῦντα ἀποτελέσματα τῶν ἄλλων δύο θὰ ἔλθῃ πρῶτος μὲ δὲν εἰξεύρω πόσην διαφορὰν ψήφων ἐμπρός. Ἀλλ’ ἀδιάφορον. Ἡ ἐπιτυχία θεωρεῖται τόσῳ πλέον ἐξησφαλισμένη ὥστε οἱ στενότεροί του φίλοι σπεύδουν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πενθεροῦ του καὶ ἐκρήγνυνται εἰς διαδηλώσεις, ἐνῷ οἱ μουσικοί, ἓν δηλονότι κλαρινέτον, ἓν πίφυρο καὶ μία κλαπαδόρα, ἀνακρούουσιν ἐν τῷ προαυλίῳ τὸ «Μαύρ’ εἶν’ ἡ νύκτα ’ς τὰ βουνά…» Ὁ πενθερός του ἔχει ἤδη μεταβῇ εἰς τὸ Δημαρχεῖον καὶ ἐκδώσει τὴν ἄδειαν τοῦ γάμου. Ὁ κουμπάρος του ἑτοιμάζει τοὺς γαμηλίους στεφάνους. Ὁ ἀδελφὸς τῆς μνηστῆς, τελειοδίδακτος τοῦ Γυμνασίου, συντάσσει θριαμβευτικὸν ἄρθρον διὰ τὴν αὐριανὴν ἐφημερίδα. Καὶ ἡ μνηστή… ὤ! ἐκείνη πλέον ἐγγίζει νὰ παραφρονήσῃ ἀπὸ εὐδαιμονίαν.

Ὁ κ. Τενεκιάδης, δακρύων ἐκ συγκινήσεως, εὐχαριστεῖ ἀπὸ τοῦ ἐξώστου ἐν μέσῳ τῶν βεγγαλικῶν καὶ διὰ τραγικοῦ ὕφους τὰ ζητωκραυγάζοντα πλήθη, τὰ προτρέπει ν’ ἀπέλθωσιν εἰς τὰς ἑστίας των καὶ νὰ κοιμηθῶσιν ἥσυχοι πεπεισμένοι ἤδη ὅτι «τοὺς ἔχει εἰς τὴν καρδιά του,» καὶ ὅτι θέλει ἐργασθῆ διὰ τὸ μεγαλεῖον τοῦ ἔθνους…

Ἐν τῷ μεταξὺ φθάνει τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἑνὸς τμήματος. Φρενήρεις ζητωκραυγαὶ καὶ ἀλλαλαγμοὶ καὶ βεγγαλικὰ πληροῦσι τὴν ἀτμόσφαιραν. Ἡ νύμφη, λέγουν, ἀπὸ τὴν χαράν της κἄτι ἔπαθε, τὸ ὁποῖον..... ἐπὶ τέλους δὲν λέγεται. Ὁ πενθερὸς τὸν σφίγγει μετὰ παραφορᾶς εἰς τὰς ἀγκάλας του. Οἱ ὑπηρέται κερνοῦν ποτήρια οἴνου. Οἱ ῥέπορτερ τῶν πρωϊνῶν φύλλων λαμβάνουν ἀκριβεῖς σημειώσεις.

Μετὰ μικρὸν καταφθάνει ἀσθμαίνων ὁ κομιστὴς τοῦ τελευταίου καθυστεροῦντος ἀποτελέσματος. Σιωπὴ καὶ συγκίνησις. Ἐκδιπλοῦται ἡ σημείωσις καὶ γίνεται ἡ πρόσθεσις. Αἴ! ἐξάπαντος ἔρχεται πρῶτος.

Ἀλλά.... περίεργον! ἐδὼ κἄτι λάθος τρέχει! Ὁ κομιστὴς δὲν ἀντελήφθη καλῶς ἢ δὲν ἤκουσε τὸν κήρυκα. Αἱ ψῆφοι τοῦ τμήματος τούτου εἶνε ἐλάσσονες τοῦ ἡμίσεος τῶν ὑπολογισθεισῶν. Ἆ! τὸ κτῆνος ὁ κομιστής! Τί βλάξ, τὸ ζῶον!

Στέλλεται ἄλλος ἀπεσταλμένας πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ λάθους. Ἐπιστρέφει μετ’ ὀλίγον καὶ διαμηνύει αἴσιον τὸ ἀποτέλεσμα. Ὁ κ. Τενεκιάδης ἔρχεται τελευταῖος ἐπιτυχών. Ζητωκραυγαὶ καὶ πάλιν, βεγγαλικά, προπόσεις. προσφωνήσεις, ἀντιφωνήσεις, κλαρινέτα....

Ἀλλὰ συγχρόνως ἀπὸ τοῦ ἀντιθέτου τῆς ὁδοῦ ἀκούεται κρότος ἀπαίσιος τενεκέδων καὶ συριγμάτων. Ἀλλαγὴ τῆς σκηνῆς.

Τί τρέχει πάλιν;

Ἐν ἀκαρεῖ διαθρυλεῖται τὸ σπαρακτικὸν ἄγγελμα ὅτι ὁ κ. Τενεκιάδης ἔρχεται πρῶτος ἐπιλαχὼν μὲ διαφορὰν 8 — 10 ψήφων. Συζητήσεις αὐτοσχεδίοι ἐγείρονται, ἀνάμικτοι ὕβρεσι καὶ διαμαρτυρίαις. Ἄλλοι, οἱ αἰσιοδοξότεροι, ἐπιμένουν ὅτι ἔρχεται τελευταῖος ἐπιτυχών. Καί τις δὲ διαβάτης, ἕως οὗ ἐξακριβωθῇ τὸ πρᾶγμα, μέλπει τὸ ἑξῆς τετράστιχον:

Μεταξὺ τοῦ ναὶ καὶ ὄχι
Στέκεις καὶ τὸν βασανίζεις
Νὰ ’πιτύχῃ τὸν ’μποδίζεις
Ν’ ἀποτύχῃ δὲν ποθεῖς…

Αἴφνης ἐκ τοῦ ἄλλου ἄκρου τῆς ὁδοῦ εἰσορμῶσιν ἄλλα στίφη τενεκεδοφόρων, διαψεύδοντα τὴν τελευταίαν στροφὴν τοῦ τετραστίχου, καὶ ἡ σκηνὴ λαμβάνει ὡρισμένως πλέον τραγικὸν χαρακτῆρα.

Οἱ μουσικοί, ἀπλήρωτοι, τρέπονται εἰς φυγήν. Τὰ βεγγαλικὰ σβύνονται. Οἱ διαδηλωταὶ τὸ κόβουν λάσπη. Ὁ πενθερὸς σχίζει τὴν ἄδειαν τοῦ γάμου. Ἡ νύμφη πίπτει λιπόθυμος, ἐνῷ ἡ πενθερὰ τρέχει νὰ φέρῃ ἀμμωνίαν. Οἱ ὑπηρέται κλείουν τὰς θύρας ἑρμητικῶς. Ὁ γυναικάδελφος διακόπτει τὸ ἄρθρον. Καὶ ὁ κ. Τενεκιάδης μένει καὶ πάλιν.... διὰ βίου Τενεκιάδης.

Ἔκτοτε ἀπὸ τῆς ἀποφράδος ἐκείνης νυκτὸς ἀποπτύει τὴν μηχανορράφον κυβέρνησιν καὶ προσχωρεῖ ἀμετακλήτως εἰς τὰς τάξεις τῆς ἀντιπολιτεύσεως.

Ἐν Ἀθήναις, Ἰούλιος 1887.

Κων. Φ. Σκοκοσ.