Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Ο Ρώσσος ποιητής Νάτσων
←Περὶ τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πνεύματος ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν ὀργανικῶν λειτουργιῶν αὐτοῦ | Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888 Συγγραφέας: Ὁ Ῥώσσος ποιητὴς Νάτσων |
Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν πάτριον ἱστορία→ |
- Φίλτατε μοι Κύριε Σκόκε,
Σοὶ πέμπω δύο ποιημάτια τοῦ ἄρτι ἀποβιώσαντος Ρώσσου ποιητοῦ Ν. Νάτσωνος, οὗτινος ὁ θάνατος ἐβύθισεν εἰς πένθος τὴν Ρωσσίαν ἅπασαν. Σπανίως ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Βορρᾶ Αὐτοκρατορίᾳ τὸ πένθος ἐξεδηλώθη τόσον ἐπισήμως, ὡς κατὰ τὸν θάνατον τοῦ εἰκοσιπενταετοῦς ποιητοῦ της, ὅστις ὅμως παρ’ ὅλην τὴν νεότητά του προσέθεσε μίαν ἔτι ἐθνικὴν δόξαν. Ὁ Νάτσων ἐγεννήθη ἵνα γίνῃ μέγας ποιητής· ὁ θάνατος ὅμως τοῦ ἀπέκοψε τὸ στάδιον, προτοῦ ἔτι ἐκχύσῃ τὸ μυριοστὸν τοῦ πυρὸς ὅπερ ἐνέκλειεν ἐν ἑαυτῷ. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο ὅπερ ἐξῆλθε τῆς καρδίας του εἰς δύο τόμους φλογερῶν στίχων, ἀρκεῖ νὰ διατηρῇ θερμοτάτην τὴν ἀγάπην τῶν συμπατριωτῶν του ἐπὶ αἰῶνας. Σπανίως ποιητὴς ἔγραψε μετὰ τοσαύτης τρυφερότητος, καὶ σπανίως ποιητοῦ ποιήματα ἐγένοντο τόσον γνωστά, ἐν διαστήματι τεσσάρων μόνον ἐτῶν, ὅσον τὰ τοῦ Νάτσωνος. Ἐκεῖνο ὅπερ συνήθως λέγεται, χωρὶς ὅμως νὰ γίνηται, δηλαδὴ ὅτι ἐγένοντο ἀνάρπαστα τὰ ἔργα τοῦ δεῖνος συγγραφέως, διὰ τὸν Νάτσωνα ὑπῆρξε πρᾶγμα, ἀπόδειξις δὲ ὅτι ἀμέσως ἐπεβλήθη εἰς τὴν κοινωνίαν καὶ ἐπὶ μῆνας περὶ αὐτοῦ μόνον ὡμίλει ἡ Πετρούπολις εἶναι, ὅτι ὁ πτωχὸς νεανίας τῆς Ροστόβης ἐγένετο περιζήτητος, καὶ ἐτιμήθη διὰ παρασήμων, καὶ ἐγένετο πλούσιος, καὶ ἐθεωρεῖτο τιμὴ διὰ τὰ μέγαρα τῶν πριγκήπων ὅτε ἐπαρουσιάζετο εἰς τὰς ἑσπερίδας των. Ἡ κοινωνία ἐνεκολπώθη ἀμέσως τὴν ἀνατέλλουσαν μεγάλην ὕπαρξιν ἐν τῷ φιλολογικῷ ὁρίζοντι· τῷ παρέσχεν ἐλεύθερον τὸ στάδιον, πλήρη τὴν ἐνθάρρυνσιν, ἵνα βαδίσῃ εἰς τὴν δόξαν, ἥτις τὸν ἔστεψε μόλις ὑπερβάντα τὴν ἐφηβικὴν ἡλικίαν. Ὅτε δὲ πάσχων ἐκ φθίσεως ἀπήρχετο εἰς Γιάλταν ἵνα ἐν τῇ χλιαρότητι τοῦ κλίματος συγκρατήσῃ τὴν ἐκφεύγουσαν αὐτοῦ ζωήν, τὸ ἔθνος του ἀπὸ τῆς Αὐτοκρατείρας, ἥτις ἔδιδε διαταγὰς νὰ ἐπιτρέπηται ἡ εἴσοδος εἰς τὸν παράδεισον της διὰ τὸν Νάτσωνα καὶ τοὺς φίλους του, μέχρι τῶν ἀστῶν τοῦ Χαρκόβου, οἵτινες κατὰ τὴν διάβασίν του ἐκεῖθεν ἐτέλεσαν πανηγύρεις, καὶ τῆς δημαρχίας τῆς Μόσχας, ἥτις ὀνομάζει μίαν τῶν σημαντικωτέρων ὁδῶν της μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ποιητοῦ, παρηκολούθησε τὴν ἀσθένειάν του μετὰ θερμοτάτου ἐνδιαφέροντος, καὶ ἐπὶ τῷ θανάτῳ του ἐπένθησε βαθέως τὴν ἀπώλειάν του. Ἐν τοιαύταις κοινωνίαις, βεβαίως δύνανται νὰ μεγαλουργήσωσιν οἱ αἰσθανόμενοι τὴν δύναμιν ταύτην, ὡς ἐπίσης ἐν κοινωνίᾳ οἵα ἡ ἡμετέρα, ἀποσβέννυνται ἄγνωστοι, ἀπαρατήρητοι, ἄνδρες οἵτινες ἠδύναντο νὰ κατασταθῶσι δόξαι ἐθνικαί.
Μεταφράζων τὰ δύο μικρὰ ποιημάτια τοῦ Νάτσωνος, γνωρίζω ὅτι δὲν μεταδίδω ὑπὸ τὸ νέον των ἔνδυμα τὴν χάριν καὶ τὴν κομψότητά των, ἀλλ’ ὅ,τι πράττω εἶναι καθῆκον τῇ φιλίᾳ ὀφειλόμενον.
Ἰδοὺ αὐτά.
Μὴ φεύγῃς ἀπὸ τὸ χωριὸ
Μικρό μου περιστέρι,
Μεῖνε νὰ ζήσωμε τὰ δυὸ
Στ’ ἀγαπημένα μέρη,
Ἐδῶ ποῦ μεγαλώσαμε
Ἀγάπη μου κ’ οἱ δυό,
Ἐδῶ καὶ ἅς γεράσουμε,
Στὸ ἴδιο τὸ χωριό,
Στὸ ἴδιο τὸ χωριό.
Ἐκεῖ ποῦ τρέχεις χαροπὰ
Τρελλούτσικη μικρή μου,
Δὲν θαὕρῃς μιὰ νὰ σ’ ἀγαπᾷ
Καρδιὰ σὰν τὴν δικὴ μου,
Ἐδῶ π’ ἀγαπηθήκαμε,
Ἀγάπη μου κ’ οἱ δυό,
Ἐδῶ καὶ ἂς πεθάνουμε
Στὸ ἴδιο τὸ χωριὸ
Στὸ ἴδιο τὸ χωριό.
Ματάκια γλυκὰ καὶ σγουρά μου μαλλιά.
Ποῦ εἴχατε τόση μαγεία γιὰ μένα,
Ποῦ εἶχα ἀμέτρητα πάρει φιλιά,
Φιλιὰ στὸ σκοτάδι τῆς νύκτας κλεμμένα,
Ματάκια γλυκὰ καὶ μαλλιά μου ξανθὰ,
Ποιὸς τώρα σιμά σας τῆς νύχταις μεθᾷ;
Ματάκια γλυκά καὶ σγουρά μου μαλλιά,
Ποῦ τώρα σᾶς ἔχει ἡ μοῖρα ριχμένα;
Ποιὸς ξέρει ποιὰ χείλη μεθοῦν σὲ φιλιά,
Ποιὰ τώρα σᾶς βλέπουν ματάκια κλαμμένα!
Ἄχ, ὅποιος κι’ ἂν εἶναι, ἀγάπη γλυκειά μου
Ποτὲ δὲν θὰ ἔχουν ποτὲ τὴν φωτειά μου.
Ματάκια γλυκὰ καὶ σγουρά μου μαλλιά,
Ποτὲ δὲν θαυρῆτε στὸν κόσμο κανένα,
Νὰ ἔχῃ τραγούδια, παλμοὺς καὶ φιλιὰ
Μονάχα γιὰ σᾶς τὰ φτωχὰ φυλαγμένα;
Στοῦ κόσμου τὴν μαύρη αὐτὴ ἐρημιά,
Ὑπῆρχε γιὰ σᾶς μοναχὰ μιὰ καρδιά,
Μὰ τρίμματα γίνεται κι’ αὐτὴ τρομασμένη
Σὰν βάρκα ποῦ θάλασσα κτυπᾷ μανισμένη.
Ἀθήνῃσι τῇ 15 Αὐγούστου 1887.
Θεοδ. Βελλιανιτησ