Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Εντυπώσεις και σκέψεις εκ του σύγχρονου αθηναϊκού βίου

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888
Συγγραφέας:
Ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις ἐκ τοῦ σύγχρονου ἀθηναϊκοῦ βίου


ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΒΙΟΥ

Ἐν Ἀθήναις, Ἰούνιος 1887,
Φίλτατέ μοι Κύριε Κοπρίδη

Εἰς Βλαχίαν

..... Λέγε ὅτι θέλεις. Σὲ διαβεβαιῶ ὅμως ὅτι αἱ Ἀθῆναι, ἂν καὶ οἱ δρόμοι βρίθουσι κονιορτοῦ, λάσπης, ὑποψηφίων συμβούλων, ἀκαθαρσιῶν καὶ λογίων νέων, εἶνε ἐν τούτοις θαυμασία καὶ κλασικὴ πόλις. Ὑπὸ τὸν ἀνεξίκακον καὶ καλοκἄγαθον οὐρανὸν τῆς Ἀττικῆς, ὅστις ἐξίσου ὡριμάζει τὰς κολοκύνθας καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν, ζῶσιν ἀναμὶξ καὶ ἐν χριστιανικῇ ἀδελφότητι ὅλα τὰ πολιτεύματα καὶ αἱ φιλοσοφίαι τῆς ὑφηλίου. Δημοκρᾶται, ἀριστοκρατικοί, λαϊκοί, κοινωνισταί, μηδενισταί, δυναμισταί, πνευματισταί, ὀρθολογισταί, φυσιολάτραι, ζῳολάτραι, ξοανολάτραι, ὅ,τι θέλεις. Κυρίως ὅμως πλεονάζουν οἱ… ἀντιπολιτευόμενοι.

Σοῦ ὁρκίζομαι, μὰ τὰ κόκκαλα τῶν Μαραθωνομάχων, ὅτι μόνον ἐδὼ ἠμπορεῖς νὰ ῥοκανίσῃς ἡσύχως καὶ ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Συντάγματος τὰ δύο - τρία ἑκατομμύρια, τὰ ὁποία ἀπεθησαύρισες αὐτοῦ διὰ τῶν λαθρεμπορίων. Προκειμένου μάλιστα περὶ τοιούτου εἴδους ῥοκανίσματος σοῦ ὑπόσχομαι νὰ εὕρῃς συμφώνους καὶ ἄνευ ἀντιρρήσεως τὰς σιαγόνας ὅλων τῶν συγχρόνων Ἀθηναίων. Διότι — πρέπει νὰ ἠξεύρῃς — αἱ Ἀθῆναι δὲν εἷνε μόνον ἡ καρδία καὶ ἡ διάνοια τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὡς ἰσχυρίζονται οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ ὑπαίθριοι ῥήτορες, ἀλλ’ ἀποτελοῦν ἀκόμη καὶ τὴν κοιλίαν ὅλης τῆς Ἑλλάδος. Ὁ ἰσχυρὸς ἐγκέφαλος, βλέπεις, πρέπει νὰ ὑπηρετῆται καὶ ἀπὸ ἰσχυρότερον στόμαχον. Εἶνε λοιπὸν τὸ χωνευτήριον τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἀπορῶ ἂν συναντῶ ἀνὰ πᾶν βῆμα ἀποπατήματα καὶ κόπρανα πανταχοῦ τῆς πόλεως. Τρώγει καλά, χωνεύει περίφημα, τί ἤθελες ἔπειτα νὰ κάμνῃ; Τώρα ἐξηγῶ πῶς, κατόπιν τόσον ἀφθόνου λιπάσματος, παχύνονται ἀποστρογγυλούμενοι οἱ δημοτικοὶ σύμβουλοι, οἱ ὁμογενεῖς καὶ αἱ τελωνειακοὶ τμηματάρχαι. Ἆ καὶ νὰ ἤρχεσο ἐδὼ νὰ ἐγκαταστῇς. Ἀφίνω ὅτι τὴν ἔλευσίν σου, πρὶν ἀγκυροβολήσῃ τὸ ἀτμόπλοιον, θὰ προαναγγείλουν αἱ ἐφημερίδες ὅλαι, τὸ δὲ ὄνομά σου θὰ περικοσμηθῇ διὰ τῆς γαρνιτούρας
Πρὶν γείνῃ ὁμογενής.
ὅλων τῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων κοσμητικῶν ἐπιθέτων, ὅσα ὑπάρχουσι καὶ δὲν ὑπάρχουσιν εἰς τὸ λεξικὸν τοῦ Βυζαντίου. Φοβοῦμαι μάλιστα μήπως, πρὶν ἀποθέσῃς τὸν ταξειδιωτικόν σου σάκκον, ἐμφανισθῇ ὁ γραμματεὺς τοῦ «Βύρωνος» μὲ ψήφισμα ἀνὰ χεῖρας, δι’ οὗ θὰ ὑποστῇς ἐξ ἐφόδου κἀμμίαν προσφώνησιν καὶ τὸν τίτλον τοῦ ἐπιτίμου προέδρου....

Ἐνθυμεῖσαι τὸν ὑπηρέτην ἐκεῖνον τοῦ παντοπωλείου σου, ὁ ὁποῖος ἐκουβαλοῦσε μὲ τὸ καροτσάκι τοὺς ἀσκοὺς τοῦ βουτύρου εἰς τοὺς πελάτας σου, καὶ τὸν ὁποῖον πρὸ δεκαετίας εἶχες ἀποδιώξει λὰξ καὶ πύξ, διότι εἶχε τὰς χεῖρας ταχυδακτυλουργικωτέρας
Ὅταν ἔγεινεν ὁμογενής.
τελωνειακοῦ ὑπαλλήλου; Αἴ! λοιπὸν σοῦ ὁρκίζομαι, ὅτι ἐδὼ ἔγεινε ὁμογενὴς ἀπεστίλβων ὡς ἡ γλοιώδης λάσπη ὑπὸ τὸν ἥλιον, κουβαλῶν ἀντὶ ἀσκῶν βουτύρου τὸν Σταυρὸν τοῦ Σωτῆρος, τοὐναντίον δὲ κουβαλούμενος, ὡσεὶ τουλούμιον ἔμψυχον, ἀνὰ τὰς ὀδοὺς ἐφ’ ἁμάξης…

Ἆ! Αἱ Ἀθῆναι, φίλτατέ μου, εἷνε ἡ πόλις τῶν θαυμάτων, τῶν ἀπροόπτων καὶ τῶν ἀντιθέσεων. Ἀφίνω ὅτι ἠμπορεῖς ἐδὼ νὰ ἔλθῃς ζῷον καὶ νὰ μεταβληθῇς εἰς ἄνθρωπον. Ἀρκεῖ νὰ ἦσαι ἀγνώστου προελεύσεως, διότι αἱ κλασικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Περικλέους καὶ τῆς Ἀσπασίας εὐκόλως ἐγκολποῦνται πᾶν ὅ,τι προέρχεται ἐκ τῆς ἀλλοδαπῆς. Ἀγαπῶσι τὸ ἄγνωστον, διότι τὸ ἄγνωστον γαργαλίζει πάντοτε τὴν φαντασίαν εὐκολώτερον. Ὅσοι τοὐλάχιστον ξένοι, περιηγηταὶ ἢ λωποδῦται, καταφεύγουσιν ἐδῶ, καταγοητεύονται εὑρίσκοντες πρόχειρα τὰ μέσα τῆς ἀπολαύσεως, καὶ κυλιόμενοι ἐλευθέρως ἀνὰ τὰς ὀδούς, ἀπὸ τὰς ὁποίας ὅμως ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω ὅτι δὲν ἐλλείπουσιν οὔτε κόπρανα οὔτε σκύλοι ἀφίμωτοι, οὔτε ἀστυνομικοὶ κλητῆρες. Αἱ κυρίαι μάλιστα, καὶ πρὸ πάντων τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας, τρέφουσιν ἰδιαιτέραν ἀδυναμίαν πρὸς πάντα ξένον, ἔστω καὶ ἄνευ διαβατηρίου ἢ ἐν ἀγνοίᾳ τῆς ἀστυνομίας ἐπισκεπτόμενον τὰς Ἀθήνας. Ἀρκεῖ ὅτι εἶνε ξένος, ὅτι δὲν εἶνε Ἕλλην ἢ τοὐλάχιστον ἐντόπιος. Αἱ κυρίαι τότε σπεύδουν νὰ ἀνοίξωσι μετ’ ἐνθουσιασμοῦ τὰ χείλη, τὴν καρδίαν καὶ τὰς ἀγκάλας, παραδίδοντες εἰς πρώτην μετ’ αὐτοῦ συνάντησιν τὴν προῖκα τῆς κόρης των καὶ τὰ οἰκόσημα τοῦ συζύγου των. Ἐδώ, φίλε μου, φθάνει νὰ ἦσαι ξένος, νὰ γνωρίζῃς ὀλίγα γαλλικὰ καὶ μερικὰς διπλωματικάς ὑποκλίσεις, νὰ πλαστογραφήσῃς τὰ ἐπισκεπτήριά σου δι’ ὀλίγων τίτλων, ν’ ἀγνοῆς κἄπως τὴν ἑλληνικήν, καί σε βεβαιῶ ὅτι τὴν ἐπιοῦσαν θά σε πολιορκήσουν ὅλαι αἱ ἐκλεκταὶ νύμφαι τῶν Ἀθηνῶν.

Ἔπειτα δὲν φαντάζεται τί εἴδους ἀξιοπερίεργον ζῷον εἷνε ὁ νεώτερος Ἕλλην. Οἱ φυσιολόγοι θὰ παρεφρόνουν ἢ θὰ συνέτριβον κατὰ πετρῶν τὸ κρανίον των μὴ δυνάμενοι νὰ τὸν τοποθετήσουν εἰς οὐδεμίαν βαθμίδα τῆς ζῳολογικῆς κλίμακος. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι ὁ Ἕλλην εἷνε κυρίως: ζῷον κοινοβουλευτικόν.
Πρὶν γίνῃ βουλευτής.
Βουλεύεται κοινῇ περὶ πάντων καὶ ἰδίως περὶ τῶν κοινῶν. Ἕκαστος πολίτης γεννᾶται ἐδὼ ἀπὸ κοιλίας μητρὸς τοὐλάχιστον μὲ τὰ προσόντα τοῦ Ὑπουργοῦ τῆς Παιδείας. Ἡ φύσις λ.χ. τὸν προικίζει μὲ στιβαροὺς βραχίονας διὰ νὰ σκάπτῃ τὴν γῆν. Ἀλλ’ αἴφνης μίαν πρωΐαν ἐγείρεται, τρίβει χασμώμενος τοὺς ὀφθαλμούς, ῥίπτει μακρὰν τὴν ἀξίνην καὶ τὰ τσαρούχια του, δανείζεται μίαν ῥεδιγκόταν καὶ ἕνα ὑψηλὸν πῖλον, καὶ ἐνσκήπτει εἰς τὴν πρωτεύουσαν μεταμορφωμένος εἰς ἀντιπρόσωπον τοῦ ἔθνους, διότι ἐν τῷ μεταξὺ συνέπεσε νὰ διαπραχθῶσι καθ’ ὅλον τὸ Βασίλειον βουλευτικαὶ ἐκλογαί, καὶ οὕτω κατόπιν δι’ ἑνὸς ναὶ ἢ ὄχι συμπληροῖ τὰ κενὰ τῆς νομοθεσίας καὶ.... τῆς κοιλίας του.

Καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι μόνον πολιτικὸς ἐπλάσθη ἀπὸ φύσεως.
Ὅταν ἔγινε βουλευτής.
Ἆ! μὲ συγχωρεῖς! Ὁ νεώτερος Ἕλλην εἶνε ἓν εἶδος Ἀριστοτέλους ἐφωδιασμένος ἐκ γενετῆς μὲ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ἐγκυκλοπαιδικὰς γνώσεις τοῦ αἰῶνος, ἀδιάφορον ἂν δὲν ἐφρόντισέ ποτε νὰ μάθῃ τίποτε. Γνωρίζει παραδόξως ὅλα, ἀναμιγνύεται εἰς ὅλα, ἀποφαίνεται περὶ ὅλων, καὶ ἔχει πρόχειρον τὴν λύσιν οἱουδήποτε μεταφυσικοῦ ζητήματος, φθάνει μόνον νά… τὸ ἀγνοῇ.

Ἐννοεῖς ὅμως ὅτι τὸν προστατεύει εἰς ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ Σύνταγμα, ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου κέκτηται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπαραβίαστον δικαίωμα νὰ λαλῇ ἀεννάως, ἐν ὑπαίθρῳ, ἐν ταῖς καφενείοις, ἐν ταῖς πλατείαις, εἰς πᾶσαν καμπὴν τῶν ὁδῶν, διὰ τοῦ στόματος, διὰ τῶν ποδῶν, διὰ τῶν γρόνθων, διὰ τῶν ἐφημερίδων, ὁπουδήποτε σταθῇ, καὶ καθ’ οἱανδήποτε ὥραν, κοιμώμενος, ἐγρηγορῶν, ἀποπατῶν ἢ τρώγων! Λαλεῖ, λαλεῖ ἀκαταπαύστως, καὶ ὅταν πλέον ἐξαντλήσῃ τὰ θέματα καὶ τοὺς ἀκροατάς του,
Ἑλληνικὴ λίμα
ἐπιτίθεται κατὰ τῶν νεκρῶν ἀπαγγέλλων ἐπικηδείους, διότι — πρέπει νὰ ἔχῃς πρὸ ὀφθαλμῶν — ἕκαστος ἐλεύθερος συνταγματικὸς πολίτης, γνωρίζων τὸ ἀλφάβητον, θὰ ἐκφωνήσῃ τοὐλάχιστον δώδεκα ἐπικηδείους, ζῶν μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ ὑποστῇ καὶ αὐτὸς δωδεκάκις τὴν αὐτὴν ποινὴν ὅταν ἀποθάνῃ, ὅταν δηλαδὴ παύσῃ λαλῶν!

Καὶ ἐπειδὴ ὁ λόγος περὶ Συντάγματος, σοῦ γνωστοποιῶ ἐν παρενθέσει ὅτι αἱ Ἀθῆναι, πλὴν τῶν ἀπεριτοιχίστων ἀφοδευτηρίων, ἔχουσι προικοδοτηθῇ καὶ μὲ μίαν πολυτελεστάτην πλατεῖαν, ἡ ὁποία χρησιμεύει κατὰ τὸ ἥμισυ ὡς προαύλιον τοῦ καφενείου Γιαννοπούλου, καὶ κατὰ τὸ ἄλλο
Ἤθη καὶ ἔθιμα Ῥωμηῶν
«Πῶς ἀρχίζει τὸ γλέντι».
ἥμισυ ὡς ἁμαξοστάσιον καὶ σταθμὸς τοῦ ἱπποσιδηροδρόμου. Δι’ αὐτὸ μὴ παραξενευθῇς ἐὰν ἀκούῃς ἐνίοτε ἀπὸ στόματος ἀντιπολιτεύσεως ὅτι τὸ Σύνταγμα.... καταπατεῖται. Εἶνε αὐτόχρημα μηχανορραφίαι! Ἐννοεῖς ὅμως ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν ἐμποδίζουν ποσῶς τὸ νοῆμον καὶ ἐκλεκτὸν κοινὸν τῆς πρωτευούσης νὰ διέρχεται εὐφροσύνους ὥρας ἀναψυχῆς συμπιεζόμενον μεταξὺ τῶν τροχῶν τῶν ἁμαξῶν καὶ τοῦ τράμβαϋ ἀφ’ ἑνός, καὶ μεταξὺ τῶν ποδῶν τῶν τραπεζῶν καὶ τῶν ἀλόγων ἐξ ἄλλου.... Εἷνε,
Ἤθη καὶ ἔθιμα Ῥωμηῶν
«Πῶς τελειόνει τὸ γλέντι».
βλέπεις, καὶ τοῦτο τρόπος διασκεδάσεως, διότι ἐδὼ καὶ αἱ διασκεδάσεις των ἀκόμη εἶνε πρωτότυποι. Ἰδίως μ’ ἐξέπληξε καὶ μ’ ἐγοήτευσε τὸ εἶδος καὶ ἡ μέθοδος μὲ τὴν ὁποίαν συμποσιάζουν. Ὤ! μὰ τὴν ἀλήθειαν τὰ γλέντια των εἷνε ἄξια θαυμασμοῦ. Ἀρχίζουν αἴφνης μὲ δύο ποτήρια οἴνου καὶ τελειόνουν μὲ δύο.... μαχαιριαῖς! Ἁπλούστατα καὶ συνοπτικώτατα.

Ἀλλὰ πλὴν ὅλων αὐτῶν, παρετήρησα μετὰ πατριωτικῆς ὑπερηφανείας καὶ ἀγαλλιάσεως ὅτι ἐδὼ πᾶς ἐλεύθερος πολίτης, ἐγγεγραμμένος ὑπ’ αὔξοντα ἀριθμὸν εἰς τὸν ἐκλογικὸν κατάλογον, μετέρχεται κατ’ ἀρέσκειαν ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα ἀδιακρίτως ὅσα εἶδεν ἢ ἤκουσεν, ὅσα γνωρίζει ἢ ἀγνοεῖ, ἀδιάφορον. Σωστὸς δημοκράτης ἐν τῇ πολιτείᾳ τῶν γραμμάτων, τῶν ἐπιστημῶν, τῶν τεχνῶν. Δι’ αὐτὸ μένω χάσκων καὶ ἀπολιθωμένος ἐκ θαυμασμοῦ ὅταν βλέπω ὅτι οἱ χωροφύλακες, φερ’ εἰπεῖν, συντάσσουν ἄρθρα περὶ καλλιτεχνίας, οἱ ἱερεῖς γνωμοδοτοῦν περὶ ὀργανισμοῦ τοῦ στρατοῦ καὶ οἱ στρατιωτικοὶ πραγματεύονται περὶ πολιτικῆς οἰκονομίας. Ὁ πολιτισμὸς ἐδὼ εἶνε ὀλίγον ὀξύμωρος. Τοσοῦτον δὲ μετατεθειμένοι οἱ ὅροι τῆς προόδου ὥστε διὰ νὰ συμβουλευθῇς αἴφνης περὶ ἀρχιτεκτονικῆς πρέπει ν’ ἀποταθῇς εἰς τὸν λαχανοπώλην καὶ διὰ νὰ πληροφορηθῇς τὴν ἐξήγησιν κανενὸς μετεωρολογικοῦ φαινομένου πρέπει νὰ καταφύγῃς εἰς ῥάπτην, ἀπαράλλακτα ὅπως, διὰ νὰ γίνης τέλειος δημοκράτης, πρέπει νὰ χρηματίσης πρῶτον ὑπομάγειρος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῶν Ἀνακτόρων.

Ἀλλ’ οὐδὲ δύναμαι νά σου ἀπαριθμήσω μίαν πρὸς μίαν τὰς ἀπείρους ἰδιότητας καὶ τὰ ἄπειρα δικαιώματα τὰ ὁποῖα ἕκαστος ἐδὼ αὐτοκέφαλος πολίτης νέμεται. Ἔχει
Ἤθη καὶ ἔθιμα Ῥωμηοῦ.
λ. χ. τὸ ἀναφαίρετον
Ἤθη καὶ ἔθιμα Ῥωμηοῦ.
δικαίωμα νὰ οὐρῇ εἰς πᾶσαν γωνίαν τοῦ δρόμου, ἐν μέσῃ ὁδῷ ἢ ὑπὸ τὰ παράθυρά σου. Ἀλλὰ καὶ σύ, ἐννοεῖς δικαιοῦσαι, διὰ τῆς ὁμοιπαθητικῆς μεθόδου, νὰ ἐκκενώσῃς κατὰ τῆς κεφαλῆς οἱουδήποτε διαβάτου ἀπὸ τοῦ παραθύρου σου αὐτούσιον τὸ ἀγγεῖον τοῦ κοιτῶνός σου, χωρὶς νὰ ἦσαι ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ ζητήσῃς pardon.

Ἐνίοτε ὅμως, χάριν ποικιλίας, ἐνῷ κοιμᾶται ἥσυχος ἐπὶ τῆς κλίνης σου, συνεχίζων τὸν θερινὸν ὕπνον, ὃν σοῦ διαμφισβητοῦν οἱ κώνωπες, αἱ σκνῖπες καὶ οἱ κορέοι,
Νυκτεριναὶ κακουργίαι.
αἴφνης ἐνσκήπτουν ὑπὸ τὰ παράθυρά σου συμμορίαι νυκτοβίων κανταδόρων, μὲ μίαν κιθάραν ἀνὰ χεῖρας καὶ μὲ ἓν μαγγανοπήγαδον εἰς τὸν λάρυγγα, δικαιώμενοι νὰ σοῦ ἀφαιρέσουν τὸν ὕπνον καὶ τὴν ἡσυχίαν μέχρι πρωΐας, ὑπὸ τὴν πρόφασιν ὅτι ᾄδουν, ἐνῷ πράγματι ὠρύονται.

Πρὸς τούτοις ἠμπορεῖ ἐλευθέρως νὰ ὑλοτομῇ τὰ δένδρα τῶν ὁδῶν καὶ τῶν πλατειῶν, νὰ θραύῃ τὰ ἑδώλια καὶ τὰς δημοτικὰς κρήνας, νὰ ῥίπτῃ λίθους εἰς τὰ ὑελώματα τῆς οἰκίας σου καὶ ἐν ἀνάγκῃ νὰ μαχαιρόνῃ διαμπὰξ πάντα αὐθάδη τολμῶντα νὰ τοῦ διαμφισβητήσῃ τὰ ἀπαράγραπτα αὐτὰ συνταγματικὰ δικαιώματα. Κάμνει ὅ,τι θέλει. Γράφει λ. χ. λιβέλλους κατὰ τῆς βασιλείας καὶ μετά τινας ὥρας ξελαρυγγίζεται ζητωκραυγάζων ὑπὲρ τοῦ Διαδόχου. Ὤ! σὲ βεβαιῶ, εἷνε λίαν ἀξιοπερίεργον φαινόμενον ὁ νεώτερος Ἕλλην.

Βεβαίως δὲν μοῦ εἶνε εὔκολον νὰ σοῦ περιγράψω λεπτομερῶς τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν ἀπογόνων τῆς Ἀσπασίας καὶ τοῦ Πλάτωνος ἐν τῇ παρούσῃ μου. Σοῦ λέγω μόνον ὅτι αἱ Ἀθῆναι εἶναι πόλις, εἰς τὴν ὁποίαν δύνασαι νὰ ζήσῃς ὡς πρίγκηψ. Διασκεδάσεις καὶ θεάματα περίφημα. Ἓν εἶδος φαιδρᾶς διασκεδάσεως εἷνε καὶ ἡ μονομαχία. Μονομαχοῦν ἄνευ λόγου, διότι δὲν ἔχουν προχειρότερον μέσον νὰ εὐθυμήσουν. Οἱ ὅροι διατυποῦνται φρικτοὶ ἑκατέρωθεν, καὶ ἐνῷ πρόκειται νὰ ἀνταλλάξουν σφαίρας μέχρι θανάτου, αἴφνης καταλήγουν εἰς τὸ νὰ ἀνταλλάξουν ποτήρια ζύθου, ἐνῷ αἰ σφαῖραι ἐξάγονται, κατά τινα εὐφυᾶ ῥήτραν, ἀπὸ τῶν ἐσωβράκων τῶν μονομαχούντων. Σοῦ ὁρκίζομαι ὅτι τὸ πλέον ἀκίνδυνόν ἐν Ἑλλάδι εἶνε ἡ μονομαχία.

Θὰ θαυμάσῃς ἐδὼ καὶ τὰς λεγομένας συγχρόνους ἀρχαιότητας, κτίρια δηλονότι νεόδμητα, τὰ ὁποῖα κατὰ τοὺς μυστηριώδεις κανόνας τῆς ἀθηναϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς, κρημνίζονται πρὶν ἢ ἀποπερατωθοῦν. Ἐκτὸς τούτων αἱ Ἀθῆναι ἔχουν καὶ Ἀκαδημίαν ἄνευ ἀκαδημαϊκῶν, τὴν ὁποίαν φυλάττουν πρὸ τῶν προπυλαίων δύο μαρμαρωθέντες, ὡς ἡ γυνὴ τοῦ Λώτ, ἀπόμαχοι, τοὐπίκλην Σωκράτης καὶ Πλάτων.

Ἡ μικρὰ αὐτὴ εἰκὼν τοῦ ἀθηναϊκοῦ βίου ἐλπίζω νά σε πείσῃ ὅπως ’μπαρκαρισθῇς μὲ τὸ πρῶτον ἀτμόπλοιον καὶ ἔλθῃς ἐδὼ, ἐκτὸς ἄν σε ἀναστείλῃ ὁ φόβος, μήπως σὲ ἐκβιάσουν ἑκόντα ἄκοντα νὰ δεχθῇς τὸ ἀξίωμα τοῦ δημάρχου καὶ σὲ καταστήσουν οὕτω ὑπεύθυνον τοῦ κονιορτοῦ, τῶν οὔρων, τῶν κόπρων καὶ τῶν μιασμάτων, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων ἀναπνέει, ζῆ καὶ διαιωνίζεται ἡ κλασικὴ τῶν Ἀθηνῶν πόλις.

Σὲ ἀσπάζομαι, ὁ φίλος σου

 Ἱερώνυμος Λασπιάδης

Διὰ τὸ ἀκριβὲς τῆς ἀντιγραφῆς
SCOC