Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888/Ανέκδοτα ιστορικά έγγραφα προς τους Υδραίους

Από Βικιθήκη
Ἐτήσιον Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1888
Συγγραφέας:
Ἀνέκδοτα ἱστορικὰ ἔγγραφα πρὸς τοὺς Ὑδραίους


ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΥΔΡΑΙΟΥΣ
Α′.

Αἴτησις ὁδηγιῶν ἐκ μέρους τῶν Σιφνίων· ἀποστολὴ Ἰωάννου Πρόκου. — Φόβοι τῶν Κυθνίων καὶ αἴτησις βοηθείας. — Προθυμία Ν. Τζαβέλλα, Φωτημάρα, Γεωργίου καὶ Ἀθανασίου Δράκου ἐν ἐπιστολῇ ἐκ Παξῶν. — Οἱ τῶν Σαλόνων κάτοικοι, ἐν ἐπιστολῇ ἐκεῖθεν εἰς Ὑδρεοσπέτσας διευθυνομένῃ, ἀναμένουσι τὰ Ὑδραϊκὰ πλοῖα καὶ τὰ Σπετσιώτικα· περιγραφὴ τῶν κατὰ τὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς ὑπὸ αὐτόπτου μάρτυρος· ζητοῦνται μπαρούταις καὶ μολυβικὰ καὶ κρέδιτα διὰ τοῦ Νικολοῦ Λιτσικοπούλου.

Φίλτατε Κ. Σκόκε,
Πάσης ἄλλης ὕλης διὰ τὰς σελίδας τοῦ Ἡμερολογίου προὐτίμησα διὰ τὸ ἔτος τοῦτο σελίδας τινὰς τῆς ζώσης ἱστορίας τῆς πατρίδος ἡμῶν, ἐθεώρησα καλὸν ὑπὸ πολλὰς τὰς ὄψεις ἀποτινάσσων τὸν κονιορτὸν ἐγγράφων τινῶν ἐν τῷ Δημαρχείῳ Ὕδρας ἀποκειμένων νὰ παραδώσω ταῦτα εἰς τὴν δημοσιότητα, ἀφιερῶν εἰς τὴν ἐτησίαν πινακοθήκην τὴν οὕτω φιλομούσως ὑφ’ ὑμῶν συμπηγνυμένην. Τὰ ἔγγραφα ταῦτα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ δημοσιευόμενα δὲν ἔχουσιν ἀνάγκην σχολίων· αὐτὰ μόνα μετὰ τοσούτων ἄλλων προεκδοθέντων[1] συναρμολογούμενα, δύνανται νἀποτελέσωσι πλήρη τὴν ἱστορίαν τῶν Ναυτικῶν ἰδίᾳ νήσων, μαρτυροῦντα ἀψευδῶς καὶ περὶ τῆς θέσεως, ἣν αἱ νῆσοι αὗται κατεῖχον ἐν τοῖς χρόνοις ἐκείνοις, ἀλλ’ ἔτι μᾶλλον δυνάμενα νὰ γείνωσιν ὑπόδειγμα τῆς τε ἀναπτύξεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν ἐπιστελλουσῶν κοινοτήτων ἢ τῶν ἀτόμων.

Ἰδοὺ τί οἱ νησιῶται ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ αὐτῶν γράφουσι πρὸς τοὺς Ὑδραίους καὶ πρῶτον οἱ Σίφνιοι:

«Εὐγενέστατοι ἄρχοντες τῆς νήσου Ὕδρας κοινοὶ τοῦ Γένους Εὐεργέται»

«Γνωρίζοντες τὰ πρὸς τὸ γένος καὶ τὴν κοινὴν πατρίδα ἱερὰ χρέη μας, παρεσκευάζομεν τὸν ἑαυτόν μας εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τούτων, ἀφ’ ὅτου τὸ πρὸς τὰς Κυκλάδας κοινὸν γράμμα σας ἐλάβομεν· ἀλλὰ φροντίζοντες πρῶτον περὶ τῆς συστάσεως τῶν κοινῶν μας ἀστατούντων εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν ἀνεβάλλομεν τὴν διὰ κοινοῦ μας γράμματος προσφορὰν τῶν χρεῶν μας πρὸς τοὺς κοινοὺς ἡμῶν εὐεργέτας. Ζητοῦντες λοιπὸν πρῶτον τὴν περὶ τούτου συγγνώμην παρὰ τῆς φιλογενείας σας, σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς λογίζεσθε προθύμους, κατὰ τὸ χρέος μας, εἰς τὰς δυνατάς μας ἐκδουλεύσεις, κοινὰς ὁμοίως καὶ μερικὰς, ἐφ’ ᾧ καὶ ἀποστέλλομεν κοινῶς τὸν συμπατριώτην μας κύριον Ἰωάννην Πρόκον, διὰ τοῦ ὁποίου προσμένομεν τὰς ὁδηγίας καὶ τὰς ἐπιταγὰς τῆς ὑμετέρας φιλογενείας.»

«Ἐκ τῆς Καινῆς Καγγελαρίας τῆς νήσου Σίφνου
τῇ 23 Μαΐου 1821»

Ἐκ τοῦ ἐγγράφου τούτου δείκνυται ἡ προθυμία, μεθ’ ἧς προσηνέχθησαν ἐν πάσῃ περιπτώσει οἱ Σίφνιοι, ἅμα δὲ καὶ ἡ ἀνάπτυξις, εἰς ἣν εἶχεν φθάσῃ ἐν σχέσει πρὸς ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος καὶ δὴ καὶ πρὸς ἄλλας πέριξ νήσους, ὡς καταφαίνεται σαφῶς ἐκ τῆς συγκρίσεως πρὸς τὸ κατωτέρω δημοσιευόμενον ἔγγραφον τῶν Κυθνίων. Τὸ ἔγγραφον τοῦτο τῶν Κυθνίων εἷνε χαρακτηριστικώτατον διὰ τὸν φόβον τὸν καταλαβόντα τοὺς κατοίκους τῆς νήσου πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ στόλου τοῦ Τουρκικοῦ. Ἰδοὺ τοῦτο ὡς ἔχει, τηρουμένης τῆς ὀρθογραφίας αὐτοῦ:

«Πρὸς τὴν φιλογεννεστάτην Καγγελαρίαν τῆς νήσου Ὕδρας»

Ἐπειδὴ καὶ τὰ ἐχθρικὰ Καράβια ἔχουν τώρα σχεδὸν τρὶς ἡμέρας ὁποῦ περιτρηγηρίζουν τριγίρου εἰς τὸ Νησίον μας, δὲν λήπωμεν, ἀπὸ τὸ νὰ σᾶς ἰδοποιήσωμεν, περὶ αὐτοῦ τούτου, πρῶτον, καὶ τελευταῖον τὸν ὅσον κίνδινον μᾶς καταλαμβάνει· παρακαλοῦμεν λοιπὸν τὴν ἡμετέραν φιλογένειαν νὰ μὴν μᾶς ἀφίσετε εἰς αὐτὸν τὸν μέγηστον κίνδηνον, ἀλλὰ νὰ ἐξαποστίλετε πάλη τὰ Ἑλληνικὰ πλοῖα μας, διὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσουν· εἰμποσεῖ νὰ εἷναι κατόπιν καὶ αὐτὰ ταῦτα τὰ Ἑλληνικὰ πλοία μας, ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ δὲν ἤμεθα βέβαιοι, διὰ τοῦτο ἀποτολμῶμεν καὶ γράφωμεν διὸ καὶ δὲν ἀμφιβάλωμεν ὅτι διαπειρουμένη ἀπὸ τὸν διακαέστατον ζῆλον τῆς φολογεννίας, θέλει παραβλέψει κάθε παράλογον μας· καὶ ταῦτα μὲν ἐπὶ τοσοῦτον»

«μένωμεν δὲ
τῆς ἡμετέρας φιλογενείας»

18 7βρίου 1822

«πρόθημοι εἰς κάθε ἐπιταγή σας
»Οἱ Ἔφοροι τῆς νήσου Θερμίων.»

Πλὴν τῶν ἀπὸ μέρους τῶν νησιωτῶν χαρακτηριστικωτάτων τούτων ἐγγράφων ἀντέγραψα ἱκανὰ ἄλλα ἐπιτρέψαντός μοι πάνυ εὐγενῶς ταῦτα τοῦ δημάρχου Ὑδραίων κ. Α. Οἰκονόμου. Ἐκ τούτων παρατίθημι τὸ ἐκ Παξῶν ἀποσταλὲν γράμμα ἐκ μέρους τοῦ Τζαβέλα, Φωτομάρα, Γεωργίου καὶ Ἀθανασίου Δράκου, τόδε:

Εὐγενέστατοι ἄρχοντες τῆς Ὕδρας ταπεινῶς καὶ ἀδελφικῶς σᾶς προσκυνοῦμεν.

Παξοὶ 8 Ιανουοαρίου 1823.

Ε. Π.

«αἱ κινδινώδεις περιστάσεις ὁποῦ ἐστάθησαν αἰτία νὰ μᾶς ἐκπατριωτίσωσι, καὶ νὰ μᾶς ἐμβάσουν εἰς πολλὰς δυστυχίας καὶ κακοπαθίας μᾶς ἐσκόρπισαν ἔνθεν κακεῖσε εἰς τὰς Ἑπτανῆσους ἀλλ’ ὅλα αὐτὰ τὰ σκληρὰ συμβάντα, οὔτε ἐστάθησαν οὔτε θέλει σταθοῦν ἀρκετὰ νὰ ὀλιγοστεύσουν τὸν ζῆλον πρὸς τὴν πατρίδα μας ἀλλ’ οὔτε τὴν μεγαλοψυχίαν μας καὶ δὲν προσμένωμεν ἄλλο, παρὰ μίαν ὀγλήγωρην καὶ ἁρμοδίαν περίστασιν νὰ δείξωμεν τὸν ἑαυτῶν μας προθύμως ὅ,που τὰ συμφέροντα τῆς πατρίδος μᾶς προσκαλέσουν. Αἱ ἐδικαί σας ἀθάνατες ἀνδραγαθίαι καὶ αἱ πισταί σας δουλεύσεις διὰ τὸ κοινὸν συμφέρον τῆς πατρίδος μᾶς κατασταῖνουν ἀνήσυχους καὶ μέρα καὶ νύχτα καὶ ἐκ τοῦτου ἡμπορεῖται νὰ καταλάβετε καθαρὰ τὰ αἰσθήματά μας. Καὶ μὲ ὅλον τὸ σέβας ὑποσημειούμεθα.

«Τοῖς εὐγενεστάτοις ἄρχουσι Τῆς ὑμετέρας
τῆς νήσου Ὕδρας κυρίοις εὐγενείας
Λαζάρῳ κουτοριότῃ, Νικολὸ Τζαβέλλας
δημητρίῳ τσαμαδῷ, φοτομάρας
μανόλῃ τομπάζῃ, γεώργι δράκος
σταμάτῃ μπουντούρῃ ἀθανάσι δράκος.»
γεώργῃ γκιώνῃ

Ἰδοὺ καὶ ἐξ Ἀμφίσσης τί πρὸς τοὺς Ὑδραίους καὶ Σπετσιώτας ἐγράφετο διὰ τοῦ ἑπομένου ἐγγράφου, ἐν ᾧ πρὸς τοῖς ἄλλοις ὑπάρχει ἀφήγησις τῶν κατὰ τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς:

(Τ. Σ.) «Τοῖς ἀνδρείοις ἀδελφοῖς Ὑδριώταις καὶ Σπετσιώταις, τοῖς εὐεργέταις ἡμῶν

Είς Ὑδροσπέτσας».

«Ἀνδρειότατοι Ὑδριῶται, Ἥρωες ἄνδρες ἀδελφοὶ, ὁμοίως Σπετσιῶται ἀπὸ Σάλονα

τῇ 16 Μαΐου 1821 :—

«Ἀπὸ τὸ γράμμα σας, ἀπὸ τὰ γράμματα τῶν ἀπεσταλμένων ἀνθρώπων μας καὶ ἀπὸ στόματος ἑνὸς ἀδελφοῦ Γαλαξιδιώτου ὅπου σήμερον εὐτυχῶς μᾶς ἔφθασεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἐβεβαιώθημεν τὸ στάλσιμον εἰς τὸ μέρος μας τῶν καραβίων σας καὶ Σπετσιωτικῶν. Αὐτὰ ἕως τῆς ὥρας δὲν ἐφάνηκαν, καὶ ἐνόχλησιν οὐ μετρίαν δοκιμάζομεν ἀπὸ τρία καράβια ἐχθρικὰ ὅπου περιέρχονται εἰς τὸν κόλπον μας· διατὶ ἐξ αἰτίας των εἰς τὰ παρθαλάσσια μας ἀπὸ Ἔπαχτο — εἰς Κόρινθον ἐμποδίζεται τόσον στράτευμα ἀπὸ φόβον μήπως καὶ οἱ ἐχθροὶ προσεκβάλουν εἰς κανένα μέρος. Πρὸς τούτοις καὶ οἱ γειτόνοι μας μὴ βλέποντες τοῦ γένους καράβια ἀπιστοῦν νὰ εἶναι πάγκοινος τῶν χριστιανῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας ἡ ἀποστασία, καὶ φοβούμενοι δὲν κινοῦνται, καὶ τὸ βάρος τὸ ἐδικόν μας μὲ τοὺς ὀλίγους γνωστοὺς συναποστατήσαντας συμμάχους μας γίνεται δυσφόρητον τόσον, ὁποῦ πρὶν 15 ἡμέρας ἠθέλαμεν κινδυνεύσῃ καιρίως, ἂν δὲν μᾶς ἔρχονταν ἀπὸ θείαν πρόνοιαν σύμμαχος ὁ Ἥρωας καὶ φρονιμώτατος Ὀδυσσέας, ὁ Χρῆστος Σουλιώτης, καὶ τρία ἀδέλφια. Κατσικογιαννόπουλα μὲ ἐκλεκτοὺς ἄνδρας ὅλοι ὡς 800 εἰς τὴν μανιώδη καὶ αἰματωδεστάτην εἰς τῆς Γραβιᾶς τὸ χάνι μάχην μετὰ τοῦ Ὀμὲρ πασᾶ βριόνι, ὁποῦ ἦλθε κατεπάνω μας μὲ ὑπὲρ τὰς δύω χιλιάδες Τούρκους, οἱ περισσότεροι Γκέγκιδες καὶ ἀρβανίταις, οἱ μισοὶ σχεδὸν καβαλαρία· ἰδοὺ καὶ ἡ περιγραφὴ τοῦ αὐτοῦ πολέμου.»

«Ὁ καπετὰν Ὀδυσσέας μὲ τοὺς ῥηθέντας Σουλιώτας καὶ Κατσικογιαννόπουλα καὶ μὲ ὅλα τους τὰ παληκάρια, καθὼς καὶ ὁ Καπετανπανουργιᾶς καὶ Διοβουνιώτης μὲ τὰ ἐδικά τους παληκάρια, ὅλοι ὁμοῦ συμποσούμενοι ὡς 155, ἦτον καὶ ἀπὸ τὴν χώραν καὶ χωρία Σαλόνων ὡς 1000· αὐτοὶ ὅλοι εὑρισκόμενοι εἰς τὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς εἰς τὰς 5 τοῦ τρέχοντος, ἔμαθον ὅτι οἱ ῥηθέντες ἐχθροὶ ἔρχονται κατεπάνω τους. Τότε ὁ μὲν Ὀδυσσεὺς μὲ 130 ἄνδρας (20: ἦτον ἰδικά του παληκάρια, 15 ἦτον τοῦ Πανουργιᾶ καὶ Διοβουνιώτη καὶ οἱ λοιποὶ ἦταν χωριάται καὶ Γαλαξιδιώταις 30) ἐκλήσθημεν εἰς τὸ Χάνι, καὶ εἰς ταῖς ῥάχαις, ὁποῦ παρασταίνουν ἕνα ἡμικύκλιον διαχωριζόμενον ἀπὸ ἕνα στενωπὸν δύσβατον δρόμον, τὸ μὲν δεξιὸν μέρος τὸ ἔπιασαν ὁ Χρῆστος Σουλιώτης τὰ τρία ἀδέλφια Κατσικογιαννόπουλα μὲ τοὺς ἐδικούς τους 60: ἄνδρας καὶ μέρος χωριάταις· τὸ δὲ ἀριστερὸν ὁ Πανουργιᾶς καὶ ὁ Διοβουνιώτης μὲ τοὺς ἐδικούς τους 50 ἄνδρας καὶ ὁμοίως μὲ χωριάταις· καὶ τὸν στενωπὸν τὸν ἔπιασαν ἀπὸ ἕνα καὶ ἄλλο μέρος χωριάταις, καὶ ὀλίγοι γνωστοὶ Γαλαξιδιώταις· καὶ οἱ ἐχθροὶ ἐμοιράσθησαν εἰς τρία μέρη προηγοῦντο οἱ ἱππεῖς καὶ ἠκολούθουν οἱ πεζοί· οὕτω λοιπὸν παραταχθέντες ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἄρχησαν τὴν μάχην· καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἐφονεύθηκαν ὑπὲρ τοὺς 300 καὶ ἐλαβώθηκαν (οἱ πλεῖστοι θανασίμως) ὑπὲρ τοὺς 600 ὀλιγωστοὶ ἐβαρέθηκαν ἀπὸ τοὺς ἄκλειστους· ἀπὸ δὲ τοὺς ἐδικούς μας ἐφονεύθηκαν τρεῖς, καὶ ἕνας ἐλαβώθηκε. Μὲ τόσην λύπην ἐμάχοντο οἱ ἐχθροὶ, ὁποῦ πάντοτε ὁ ἑπόμενος ἐπατοῦσε τὸν πεσόντα προηγούμενον, καὶ ὁ μέγας σωρὸς τῶν πεσόντων ἐχρησίμευσαν εἰς τοὺς ἐχθρούς μας διὰ προφύλαξιν ἐναντίον τῶν ἰδικῶν μας ἐγκλείστων· ὁ πόλεμος ἐστάθη συνεχὴς ἕως τὰ μεσάνυχτα· καὶ πρὸς τὸ ξημέρωμα μὲ ἐφόρμησιν ἔφυγον οἱ ἐδικοί μας ἔγκλειστοι χωρὶς νὰ βαρεθῇ οὔτε ἕνας. Εἰς αὐτὴν τὴν μάχην ἐσκοτώθησαν καὶ ἐλαβώθησαν τὰ πλέον καλῄτερα παληκάρια καὶ τόση δειλία ἐκυρίευσε τοὺς ἐχθροὺς, ὥστε δὲν ἐτόλμησαν νὰ δευτερώσουν, ἀλλὰ εἰς τὰ πέριξ χωριδάκια εἰς τὰς ὑπωρείας ἔρημα ὄντα ἔβαλαν φωτιὰ, καὶ μέρος ἔκαυσαν, εἰς δὲ βουνίσια δοκιμάζοντες νὰ τὰ καύσουν καὶ εὑρίσκοντες ἀντίστασιν ἐπέστρεφον φονευόμενοι πέντε, δέκα, καὶ περισσότερον ὥστε ἀπεφάσισαν τὴν φυγὴν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὀλίγοι ἀπὸ ὀλίγοι ἔφυγαν εἰς Πατρανζῆκι καὶ Ζητοῦνι, καὶ ἡμεῖς ἐσυνάχθημεν καὶ τοὺς πήραμεν ἀπὸ κοντά. — Ἡμεῖς λοιπὸν διὰ τὴν μεγάλην καλωσύνην σας, ἂν καὶ τὰ καράβια σας ἀκόμη δὲν μᾶς ἐφάνηκαν, δὲν λείπωμεν νὰ σᾶς εὐχαριστοῦμεν ὑπερβολικὰ καὶ Ὑδριώταις καὶ Σπετζιώταις καὶ νὰ σᾶς ἀποκαλοῦμεν σωτῆράς μας καὶ τὰς ἡρωϊκὰς καὶ φιλοχρίστους κεφαλάς σας τὰς στεφανόνομεν μὲ τὸν ἀμάραντον τῆς κατὰ ταύτην τὴν θάλασσαν νίκης στέφανον, ὁποῦ εἴχαμεν πλέξῃ διὰ τοὺς Γαλαξιδιώτας, αὐτοὶ εἷνε ἀνάξιοι τούτου ὡς ἄνανδροι, εἰς ἐσᾶς τυχαίνει ὡς τολμητὰς, καὶ ἀνδρειοτάτους. — Ἀπὸ τὴν γενναιοτάτην ψυχήν σας λαμβάνομεν πρὸς τούτοις τὴν αἰτίαν καὶ ἰδοὺ συσταίνομεν εἰς τὴν ἀγάπην σας τὸν παρόντα κὺρ Νικολὸν Λιτζικόπουλον, καὶ σᾶς παρακαλοῦμεν θερμῶς νὰ ἀνταμώσετε καὶ ταύτην σας τὴν χάριν, καὶ νὰ μᾶς προβλέψετε ἁρκεταὶς μπαρούταις καὶ ὁλιγωστὰ μολυβικὰ, δίδωντας καὶ κρέδιτα τοῦ ἰδίου, ἂν εἷναι ὁρισμός σας, ἐπειδὴ ἡ ποσότης τῶν χρημάτων ὁποῦ μαζί του φέρει εἷνε ὀλίγη, καὶ ἡμεῖς ἀναγκασμένοι διὰ νὰ κινήσωμεν, ἄλλη πληρόνομεν εἰς μετρητὰ, καὶ τζουμπιανέδες πολλοὺς δίδομεν, πάντοτε ἐξ ἰδίων μας, χωρὶς νὰ λάβωμεν ἀπὸ κᾀνένα μέρος οὔτε ὀβολὸν, καθὼς καὶ ἀπὸ στόματος τοῦ ἰδίου βεβαιόνεσθε, καὶ διὰ τοῦτο εἴμεθα ἐλλειπεῖς καὶ ἀπὸ ἕνα καὶ ἄλλο. Σᾶς βεβαιοῦμεν ὅμως εἰς τὴν ἁγίαν ἀδελφοσύνην μας, ὅτι ὅσα κρέδιτα μᾶς δώκετε διὰ τὸ ῥηθὲν εἶδος μετὰ πολλῆς εὐχαριστίας ἐν καιρῷ σὺν πολλῷ τόκῳ θέλει σᾶς τὰ πληρώσωμεν καὶ διὰ τὰ κρέδιτα θέλει λάβετε ῥετσιβοῦτον ἀπὸ τὸν ῥηθέντα Λιτσικόπουλον. — Ταῦτα καὶ ἀναγράψαντές σας σωτῆράς μας, σᾶς εὐχόμεθα κράτος, νίκην, εὐρωστίαν καὶ ἑνότητα».

Διὰ τοὺς ἐφόρους Σαλόνων

πέτρος Ἰωάννου Δημήτριος Σίμου κὲ γεωργάκις
μίτρος λογοθέτης παπαηλιόπουλος

Β′

Ἀπαγορεύεται τὸ κρασὶ εἰς τὴν βασιλεύουσαν. — Περὶ τιμωρίας κάλπικων καὶ καλπουζάνιδων καραβοκυρέων. — Καταζητεῖται ἐγκληματίας ἐπὶ ἀπειλῇ θανάτου.

Ἄξια δημοσιεύσεως εἶνε καὶ τὰ κατωτέρω ἔγγραφα τὰ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἐκδοθέντα καὶ ἀποσταλέντα πρὸς τοὺς προεστῶτας καὶ προκρίτους τῆς Ὕδρας ἐπὶ διαφόρων περιστάσεων. Ἰδοὺ ταῦτα:

«Γαζῆ Χασὰν πασᾶς Ἐλέῳ Θεοῦ Βεζύρης καὶ Καπετὰν Πασᾶς».

«Προεστῶτες καὶ ἐπίτροποι τῆς νήσου Ὕδρας καὶ ἐσεῖς τοῦ νηπίου Καραβοκύριοι καὶ ῥεΐτζιδες,[2] βλέποντες τὸν παρόντα ἡμέτερον ὑψηλὸν καὶ ἡγεμονικὸν ὁρισμὸν, ἔστω εἰς εἴδησίν σας ὅτι σᾶς προστάζομεν ἰσχυρῶς ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, νὰ μὴν ἤθελε τολμήσῃ κᾀνένα καΐκι σας, ἢ μικρὸν ἢ μεγάλον, νὰ εἰσέλθῃ καὶ νὰ ταξιδεύσῃ εἰς βασιλεύουσαν πόλιν, μὲ φόρτωμα κρασίου οὔτε διὰ τὴν βασιλεύουσαν, οὔτε διὰ τὸ μέρος τῆς μαύρης θαλάσσης, μὲ καμμίας λογῆς τρόπον καὶ ἀναχώρησιν· ἀλλὰ νὰ ταξιδεύουν εἰς τὸ μέρος τῆς ἄσπρης θαλάσσης καθὼς, καὶ πρότερον, καὶ λοιπὸν ἐκδιδομένης ταύτης τῆς εἰδήσεως, νὰ στοχασθῆτε καλῶς ὁποῦ νὰ μὴν ἀκολουθήσῃ κανένα ἐναντίον, τοῦ παρόντος ὑψηλοῦ ἡμῶν, καὶ ἡγεμονικοῦ πουγρουλδίου, ὅτι σφοδρῶς καὶ ἀνιλεῶς παιδεύεσθε».

«Οὕτω ποιήσατε ὡς προστάζομεν καὶ μὴ ἄλλως ἐξ ἀποφάσεως».

«Ἐξεδόθη ἀπὸ βασιλικὸν στολαρχεῖον 1782 Ἰουλίου»

Ἑτέραν εὐστηρὰν διαταγὴν περιλαμβάνει τὸ ἔγγραφον τόδε:
«Γαζῆ Χασὰν Πασᾶς»

«Προεστῶτες καὶ ἐπίτροποι καὶ λοιποὶ κάτοικοι τῆς νήσου Ὕδρας, ἔστω εἰς εἴδησίν σας ὅτι ἐπειδὴ καὶ εἰς μερικοὺς πραγματευτὰς τῆς Ἀθήνας, καὶ εἰς ἄλλους τῶν πέριξ καζέδων ἐκεῖσε, μὲ τὸ νὰ εὑρέθησαν ἀρκετῆς ποσότητος παράδες κάλπικοι εἰς χεῖράς των· οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν εἰς τὸν τῆς Ἀθήνας καδῆ ἐφέντην τῆς ἁγίας κρίσεως, καὶ ἐφανέρωσαν προσκλαιόμενοι, ὅτι αὐτοὺς τοὺς παράδες τοὺς κάλπικους τοὺς ἐπῆγαν ἐκεῖ εἰς ταῖς σκάλαις τὰ ἰδικὰ σας καΐκια, καὶ πῶς τοὺς ἐζημίωσαν μὲ αὐτὴν τὴν ἀπάτην μεγάλως· ὅθεν ἔγινεν Ἰλάμι[3] παρὰ τῆς Ἱερᾶς κρίσεως, καὶ ἐστάλθη ὧδε εἰς τὸ πολυχρόνιον δωβλέτι, καὶ κατὰ τὸ Ἰλάμι ἐξεδόθη βασιλικὸν φερμάνι πρὸς ἡμᾶς χιτάπι[4] διορίζοντάς μας ὅτι τὸ νὰ ἐξαποστείλωμεν αὐτοῦ καὶ ἐρευνήσωμεν, καὶ νὰ εὕρωμεν αὐτοὺς τοὺς κάλπιδες καὶ χεΐνιδες[5] καραβοκυρέους τοῦ νησίου σας, καὶ νὰ τοὺς κάμωμεν ἰχτέρι[6] διὰ νὰ λάβουν τἁπίχειρα τῆς κακίας των. Ὅθεν σᾶς προστάξομεν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ παρόντος ἡμετέρου ὑψηλοῦ προσκυνητοῦ μπουγιουρουλδίου, ὁποῦ ἤδη σᾶς ἀποστέλλωμεν διὰ τοῦ παρόντος μπουμπασίρη[7] μας νὰ ἐξετάξετε ἀκριβῶς καὶ εὑρίσκοντας τοὺς ῥηθέντας καλπουζάνιδες καραβοκυρέους, ὁποῦ ἔκαμαν αὐτὴν τὴν ἀπάτην, καὶ ἀφ’ οὗ ἐζημίωσαν τόσους ἀπὸ τοῦ Ἰμπαντουλὰχ,[8] ζημιοῦν καὶ τὸ πεϊτεμέλι μουσλημῆν,[9] νὰ τοὺς πιάσετε καὶ ἀσφαλῶς νὰ τοὺς στείλετε μὲ τὸ μαριφέτη τοῦ παρόντος μπουμπασίρη μας ὧδε ὁποῦ ὡς χεΐνιδες τῆς πολυχρονίου βασιλείας, καὶ ἐπιζημίους τοῦ κοινοῦ νὰ λάβουν τὴν πρέπουσαν παιδείαν των πρὸς σωφρονισμὸν καὶ ἄλλων παρομοίων, προσέχετε, καλῶς νὰ μὴν φανῆτε, ἀπειθεῖς, καὶ παρήκουν, ὅτι παιδεύεσθε αὐστηρῶς, ἀλλ’ ὡς προστάζομεν ἐξετάζοντες ἀκριβῶς καὶ ἁφιλοπροσόπως εὑρίσκοντες τοὺς ῥηθέντας καλπουζάνιδες θέλετε τοὺς ἀποστείλει ὧδε ὡς ἄνωθεν. Ἐξεδόθη ἀπὸ τὸ Διβάνι τοῦ βασιλικοῦ Τερσανέ.[10] Ἐν ἔτει,

1785 δεκεμβρίου 19.

Τρίτη ὁμοία αὐστηροτάτη διαταγὴ εἶνε ἡ ἐξῆς:

«Γαζῆ Χασὰν πασᾶ Ἐλέῳ Θεοῦ Βεζύρης καὶ Καπουδὰν πασᾶς»
«Προεστῶτες καὶ ἐπίτροποι τῆς νήσου Ἴδρας.

«Ἐμάθαμεν, ὅτι, εἰς τὸν τόπον σας ὁ υἱὸς τοῦ κοσμᾶ ὀνώματι παντελῆς, ὁ ὁποῖος καὶ πέρσι εἶχε κάμη ἕνα ἔγκλημα, καὶ ἐσεῖς μέχρη τοῦδε: τοπεράσαται μεσιοπὴν χορὶς νὰ μας φανερώσεται τοτιούτον, λοιπόν: σᾶς προστάζωμεν ἡγεμονικῶς ἅμα ὅπου εἰδῆτε τὸ παρόν μοι πουϊρουλδὴ, ἀμέσως νὰ πιάσεται τὸν ῥηθέντα παντελῆ τοῦ κοσμᾶ βαζοντᾶς τον εἰς τασίδερα: καὶ νὰ τὸν κάμεται τεσλίμι[11] εἰς τὰς χῆρας τοῦ ἡμετέρου εἴδι διορησθέντος μπουπασίρη: νουρὶ, τζαούσι διὰ νὰ τὸν φέρη πρὸς ἡμᾶς, μὰ ἀνίσως καὶ τὸν κρίψεται καὶ: προφασιστῆτε ὅτι ἔφυγεν καὶ δὲν εἷνε εἰς τιν Ἴδρα, νὰ ἰξεύρεται ὅτι πρῶτον: ἐσσᾶς τοὺς προεστοὺς πεδεύομε κεφαλιακὴν τιμορεῖαν καὶ ὄχι μόνον ἐσσᾶς ἀλλὰ: καὶ τὰ παιδία σας καὶ τὰ ὀσπήτια σσας θέλομεν τὰ περάση εἰς τὰ κεφάλια σας, ὅθεν: ἐπάρεται καλὰ ταμέτρα σας διότι ἴστερον νὰ μὴν ταμετανοήσεται, ἀλλὰ ἀμέσως: νά τον πιάσεται καὶ νὰ τὸν στήλεται μὲ τὸν ἡμέτερον μουπασίρη νουρὶ τζαοῦσι δίχος ἄλλο: οὕτω καὶ μὴ ἀλέος γενέσθαι ἐξαποφάσεως ὡς προστάξομεν ποιήσαται».

1799: σεπτεμ: 14

«ἀπὸ τοῦ Βασιλικοῦ Δονανμᾶ».[12]

Τὰ ἔγγραφα ταῦτα οὕτως ἀφ’ ἑαυτῶν λαλοῦντα περὶ τῆς καταστάσεως τῶν τότε χρόνων καὶ ὑπὸ πολλὰς ὄψεις ἄξια σπουδῆς ἐνόμισα καλὸν νὰ πέμψω ὑμῖν ἐν ἀντιγράφῳ εἰς δημοσίευσιν. Ἐὰν καὶ ὑμεῖς νομίζητε ὅτι δύνανταί τι νὰ προσθέσωσιν εἰς τὴν σπουδὴν τῶν χρόνων ἐκείνων ἀνασύρατε ταῦτα ἐκ τῆς ἀφανείας, διασώσατε ἀπὸ τῆς σιωπηρᾶς καταστροφῆς, ἀναστηλοῦντες ταῦτα ἐν τῷ ἡμερολογίῳ ὑμῶν ὡς ἀναμνήσεις τῆς ἱερωτέρας καὶ κρισιμωτέρας διὰ τὸν βίον τοῦ ἔθνους περιόδου.

Ἐν Πειραιεῖ, τῇ 24 Ἰουλίου 1887.

Πρόθυμος.
Ιακ. Χ. Δραγατσησ


  1. Τῷ 1844 ἐξεδόθη βιβλίον ὑπὸ τῇ ἐπιγραφῇ: Τὰ Ὑδραϊκὰ ἢ μέρος τῶν ἐν Ὕδρᾳ σωζομένων ἐγγράφων, ἐκδιδόμενα δαπάνῃ τοῦ δήμου Ὕδρας.
  2. ῥεΐτζιδες, οἱ κυβερνῆται μικρῶν πλοίων.
  3. Ἰλάμι, ἡ ἔγγραφος ὑπόθεσις τοῦ ἰεροδικαστοῦ
  4. Φερμάνι πρὸς ἡμᾶς χιτάπι = ἐξεδόθη δι’ ἡμᾶς αὐτούς.
  5. χεΐνιδες, ἀχάριστοι.
  6. Νὰ τοὺς κάμωμεν ἰχτέρι, ἤτοι νὰ περιαγάγωμεν αὐτοὺς εἰς τὴν θέαν τοῦ δημοσίου, ἶνα μαρτυρηθῶσιν ἐὰν εἶναι ἢ μὴ ἀξιόπιστοι.
  7. Μπουμπασίρης, ὁ πρὸς ἐκτέλεσιν ἐκτάκτου τινὸς ὑπηρεσίας ἀπεσταλμένος τῆς κυβερνήσεως.
  8. Ἰμπαντουλὰχ, οἱ δοῦλοι τοῦ θεοῦ, ἤτοι τὸ ἀνθρώπινον γένος.
  9. πεϊτεμέλι μουσλιμὶν, τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ κράτους τῶν Μουσουλμάνων.
  10. Διβάνι τοῦ βασιλικοῦ Τερσανὲ, ἡ γραμματεία τοῦ ναυστάθμου.
  11. Νὰ τὸν κάμετε τεσλίμι, νὰ τὸν παραδώσητε.
  12. Βασιλικὸς Δονανμᾶς, ὁ Ὀθωμανικὸς στόλος.