Εστία/Τόμος 26/Τεύχος 659/Υγιεινή, ο λαιμός και οι λαιμοδαίται

Από Βικιθήκη
Εστία, Τέυχος 659
Δρ. Φλς
Ὑγιεινῆ, ὁ λαιμὸς καὶ οἱ λαιμοδαίται


ΥΓΙΕΙΝΗ
Ο ΛΑΙΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΑΙΜΟΔΕΤΑΙ

Ὀλίγα εἶνε τὰ μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τὰ ὁποῖα, ἐκτὸς τῆς σπουδαιότητος ἣν ἔχουσι διὰ τὴν ζωήν, ἀποτελοῦσι συγχρόνως καὶ ἕνα τῶν κυριωτέρων παραγόντων τῆς καλλονῆς του.

Τοιοῦτον μέλος εἶνε ὁ λαιμός, διότι εἰς τὸν στενὸν αὐτοῦ χῶρον περικλείονται σπουδαιοτατα ὄργανα διὰ τὴν ζωήν, διασχίζουσιν αὐτὸν τὰ νεῦρα τὰ ῥυθμίζοντα τὰς κινήσεις τῆς ἀνάπνοῆς καὶ τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας, δι’ αὐτοῦ ἀνέρχονται πρὸς τὸν ἐγκέφαλον τὰ τρέφοντα τοῦτον αἱματοφόρα ἀγγεῖα, κατέρχονται δὲ οἱ ὀχετοί, δι’ ὧν εἰσάγομεν εἰς τὸ πειναλέον σῶμά μας τὰς τροφὰς καὶ τὸν ἀπαραίτητον εἰς τὴν ζωὴν ἀτμοσφαιρικὸν ἀέρα, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν δυνάμεθα νὰ ὑπάρξωμεν οὐδ’ ἐπὶ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας.

Τὸ πολυσήμαντον τοῦτο μέλος τοῦ σώματος μας ἐφρόντισεν ἡ φύσις νὰ κοσμήσῃ καὶ διὰ πολλῶν χαρίτων, περιττὸν δὲ εἶνε εἰς τὰς ἀπερίττους ταύτας σημειώσεις νά προσθέσωμεν ἐκτενῆ περιγραφὴν αὐτῶν καὶ ν’ ἀποδείξωμεν πόσον ἐξαίρει τὰς ἄλλας τοῦ σώματος καλλονὰς λαιμὸς ἁρμονικῶς καὶ καλῶς ἐσχηματισμένος, ὁποῖος εἶνε ὁ τῶν γυναικῶν, ἐν ᾧ ὁ ἀνδρικὸς φέρει, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, τὴν ἀσχημίζουσαν ἐκείνην εἰς τὰ ἐμπρὸς προεκβολήν, τὴν ἀποκαλουμένην μῆλον τοῦ Ἀδὰμ καὶ σχηματιζομένην ὑπὸ τοῦ θυρεοειδοῦς χόνδρου τοῦ λάρυγγος.

Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὰς ἀσθενείας παρετηρήθη ὅτι μεγάλην ἔχει σημασίαν ὁ σχηματισμὸς τοῦ λαιμοῦ.

Οἱ ἐπιρρεπεῖς εἰς στηθικὰ νοσήματα ἔχουν τὸν λαιμόν των συνήθως ἐπιμήκη, ἰσχνὸν καὶ λεπτόν, εἶνε δὲ καὶ οἱ ἴδιοι ἰσχνοὶ τὸ σῶμα, ἀσθενικοὶ, καὶ ἀδύνατοι, ἀφ’ ἑτέρου δὲ οἱ ἔχοντες τὸν τράχηλόν των πάρα πολύ βραχὺν καὶ συμπεπιεσμένον ἐπὶ τοῦ κορμοῦ ὑπόκεινται συχνὰ εἰς τοὺς κινδύνους τῶν ἐγκεφαλικῶν συμφορήσεων καὶ τῆς ἀποπληξίας.

Ὁ Γάλλος παθολόγος καὶ πειραματιστὴς Brown-Seguard ἐξήτασε κατὰ διαφόρους τρόπους τὸν λαιμὸν καὶ εὗρεν ὅτι, ἀφαιρουμένου τοῦ δέρματος—τὸ ὁποῖον εἶνε πολύ εὐαίσθητον—τὰ λοιπὰ ὄργανα, κυρίως δὲ ὁ λάρυγξ καὶ ἡ τραχεῖα ἀρτηρία, δεικνύουσι σχετικήν τινα ἀναλγησίαν καὶ τὸ φαινόμενον τοῦτο ἐξηγεῖ τοὺς ὀλίγους πόνους, τοὺς ὁποίους αἰσθάνονται οἱ ὑποβαλλόμενοι εἰς ἐγχειρίσεις τῶν ὀργάνων τούτων.

Χωρὶς λοιπὸν ν’ ἀμφιβάλλωμεν περὶ τῆς ὁμολογουμένης ἡρωϊκότητος τοῦ ἀποθανόντος αὐτοκράτορος Φρειδερίκου τοῦ Γ΄, ἠμποροῦμεν νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ὑπέστη τόσον ἀνδρικῶς τὴν τραχειοτομίαν, ἐπειδὴ καὶ οἱ πόνοι οὓς ἔμελλε νά αἰσθανθῇ ἦσαν ὀλίγοι.

Παρετήρησαν ἐπίσης καὶ τὸ περίεργον φαινόμενον, ὅτι ἠμπορεῖ τις ν’ ἀποθάνῃ ἐκ συγκοπῆς τῆς καρδίας, τῆς ἀναπνοῆς καὶ τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφάλου, ἐὰν αἴφνης κτυπηθῇ δυνατὰ εἰς τὸν λαιμόν, ἐὰν αἴφνης περισφιχθῇ ἐπὶ ὀλίγας στιγμὰς δυνατὰ ὁ λαιμός, ἀτύχημα τὸ ὁποῖον συνέβη πολλάκις εἰς διαπληκτισμούς, καθ’ οὓς ὁ εἰς τῶν ἀντιπάλων συνέλαβε τὸν ἄλλον ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ.

Οὐχὶ εὐκαταφρόνητος εἶνε προσέτι καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἄλλων ἀσθενειῶν, εἰς τὰς ὁποίας ὑπόκειται ὅ τε λαιμὸς καὶ ὁ τράχηλος. Ἐν πρώτοις ἀναφέρομεν τὰς διαφόρους φλεγμονὰς τῶν λυμφατικῶν ἀδένων, αἱ ὁποῖαι ἐπέρχονται μετά δυνατὸν κρυολόγημα, ἢ γεννῶνται ἐπὶ τῇ βάσει ἄλλων ἀσθενειῶν, τῆς ῥαχίτιδος π. χ. τῆς χοιραδώσεως κτλ. ἔπειτα τὸ λεγόμενον στραβολαίμιασμα, τὸ ὁποῖον ὡς ἐκ τῆς συστολῆς τῶν μυώνων τοῦ λαιμοῦ δίδει εἰς τὴν κεφαλὴν ὅλως διόλου λοξὴν θέσιν, καὶ τέλος τὴν βρογχοκήλην ἢ ’γγοῦσαν, προξενουμένην ἐκ τῆς ὑπερτροφίας τοῦ θυρεοειδοῦς ἀδένος.

Τοιοῦτο λοιπὸν μέλος, τόσα καθήκοντα ἔχον νὰ ἐκπληρώσῃ καὶ κείμενον εἰς τόσον εὐπρόσβλητον θέσιν χρῄζει φυσικῶς ἰδιαιτέρας προσοχῆς καὶ περιποιήσεως· δὲν πρέπει νὰ συμπιέζηται, ἀλλὰ μόνον νὰ προφυλάσσηται ἀπὸ τὰς προσβολὰς τῆς ἀτμοσφαίρας.

Οἱ πρόγονοί μας καὶ εἰς τοῦτο, ὅπως καὶ εἰς τόσα ἄλλα, ἦσαν ἀπαράμιλλοι: γυμνὸν εἶχον συνήθως καὶ ἐλεύθερον τὸν λαιμόν των, διὰ νὰ εἶνε ἀπρόσκοπτος ἡ κυκλοφορία μεταξύ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τοῦ κορμοῦ, μόνον δὲ ὁσάκις ὁ καιρὸς ἦτο πολὺ ψυχρὸς καὶ εὐμετάβολος ἔφερον μαζῆ των λεπτὰ λινὰ ὑφάσματα καὶ δι’ αὐτῶν τὸν περιετύλισσον θερμῶς. Τὸ ἴδιον ἔκαμνεν καὶ οἱ τρυφηλοὶ μαθηταί των οἱ Ρωμαῖοι.

Οἱ αἱματώδους κράσεως, τῶν ὁποίων ὁ λαιμὸς εἶνε πολύ ἀνεπτυγμένος, μὲ προσοχὴν πρέπει νὰ ἐκλέγουν τοὺς λαιμοδέτας των. Οἱ ἀοιδοὶ οὐδέποτε πρέπει νὰ σφίγγουν τὸν λαιμόν, καὶ ἐν τούτοις αὐτοὶ πρὸ πάντων ὀφείλουν νὰ ἔχουν αὐτὸν θερμόν, διότι ἡ χλιαρὰ θερμοκρασία εὐρύνει τὰ φωνητικὰ ὄργανα καὶ κάμνει τὴν φωνὴν πλέον καθαρὰν καὶ ἁρμονικήν, ὀφείλουν ὅμως συγχρόνως καὶ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς χονδροὺς λαιμοδέτας καὶ τὰ πολλὰ τυλίγματα τοῦ λαιμοῦ, διότι ἄλλως αἱ φωνητικαὶ χορδαὶ γίνονται πολύ εὐαίσθητοι ἀπέναντι τῶν μεταβολῶν τῆς ἀτμοσφαίρας.

Τὸ ἄριστον θεραπευτικὸν μέσον πρὸς ἐνίσχυσιν καὶ σκληραγωγίαν τοῦ λαιμοῦ εἶνε αἱ πρωϊναὶ πλύσεις διὰ ψυχροῦ ὕδατος, ἀλλὰ πλύσεις ἄφθονοι καὶ διαρκεῖς, πάντοτε ὅμως, ὅταν ἐξερχώμεθα ἀπὸ θερμοῦ εἰς ψυχρότερον μέρος, πρέπει νὰ καλύπτωμεν ἀμέσως τὸν λαιμὸν διὰ λεπτοῦ τινος ὑφάσματος πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἀμέσου συγκοινωνίας τοῦ ἀέρος πρὸς τὸ θερμανθὲν αὐτοῦ δέρμα.

Οἱ λαιμοδέται εἶνε ἐφεύρεσις κροατική. Ἐπὶ Λουδοβίκου ΙΔ εἶχεν ἐλθῆ εἰς Βερσαλλίας σύνταγμα Κροατῶν μισθοφόρων, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἐφόρουν λαιμοδέτας, ἀποτελουμένους τὸ κατ’ ἀρχὰς ἐξ ἁπλοῦ τεμαχίου ὑφάσματος μουσελίνης μετάξης ἢ μπατίστας. Ἔκτοτε ὁ συρμὸς ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ποικίλας μορφὰς καὶ σχήματα, κατήντησε δὲ οἱ Εὐρωπαῖοι τοῦ παρελθόντος αἰῶνος νὰ φέρωσιν ὡς λαιμοδέτας ὁλόκληρα ἐφαπλώματα, καλύπτοντα τὸν λαιμόν, τὴν σιαγόνα καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ὦτα.

Ἀλλ’ ὁ συρμὸς τῶν ἠμερῶν μας δὲν εἶνε τόσον δεσποτικός, ἡπλοποίησε δὲ πολύ τοὺς λαιμοδέτας, οἱ ὁποῖοι, ὡς φοροῦμεν αὐτούς τὴν σήμερον, δὲν ἀντιβαίνουσιν εἰς τοὺς νόμους τῆς ὑγιεινῆς. Τοιούτους, ἀβλαβεῖς καὶ ἀκάκους διὰ τὴν ὑγείαν μας, τοὺς παρελάβαμεν καὶ ἡμεῖς παρὰ τῶν Εὐρωπαίων, ἐν ᾧ οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ ἐν ἀδιαλείπτῳ σκληραγωγίᾳ ζήσαντες καὶ ἀγωνισθέντες ἔμειναν ξένοι πρὸς τὰ κατὰ τὴν ἐποχήν των λυμαινόμενα τοὺς Εὐρωπαίους σχήματα τῶν λαιμοδετῶν.

Ἐκ τῶν ἀσθενειῶν τοῦ λαιμοῦ ἡ ’γγοῦσα ἢ βρογχοκήλη δεικνύει ἐνδημικὸν χαρακτῆρα. Ἐν Εὐρώπῃ πολλαὶ ὑπῆρχον χῶραι, ὁπόθεν εἶνε ἀδύνατον νὰ ἐξαλειφθῇ αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, ἐν δὲ τῇ Τουρκεστάνῃ ὑπάρχει μία πόλις, τῆς ὁποίας ὅλοι σχεδὸν οἱ κάτοικοι ἔχουν ’γγοῦσαν καὶ διακρίνονται ἐπὶ ηλιθιότητι· καὶ αὐτὸ εἶνε τὸ περίεργον, ὅτι ἡ ἀσθένεια αὕτη συνοδεύεται σχεδὸν πάντοτε καὶ ὑπὸ ἀποβλακώσεως τοῦ πάσχοντος ἀτόμου. Τὸ φαινόμενα τοῦτο δὲν κατώρθωσεν ἀκόμη νὰ ἐξηγήσῃ ἡ ἐπιστήμη.

Ὡς κυριωτέραν ἀφορμὴν τοῦ νοσήματος τούτου παραδέχονται τὴν ὑγρασίαν τοῦ ἐδάφους καὶ τὴν κακὴν τοῦ ὕδατος ποιότητα, στερουμένου ἰωδίου κτλ. Ἀναφαίνεται δὲ συχνότερα εἰς τοὺς ἄνδρας παρὰ εἰς τὰς γυναῖκας, καὶ πρὸς θεραπείαν του μεταχειρίζονται ἐξωτερικῶς τὸ ἰώδιον, ἐσωτερικῶς δὲ τονικὰ φάρμακα, ἐνίοτε δὲ καὶ ὑποδερμίους ἐνέσεις ἐργοτίνης* τὸ καλλίτερον ὅμως εἶνε ν’ ἀποφεύγῃ τις τὰς ἀφορμὰς, αἱ ὁποῖαι προεκάλεσαν τὴν ἀσθένειαν, ν’ ἀλλάξῃ κλίμα, ἢ τοὐλάχιστον νὰ μὴ πίνῃ τὸ νερὸν τοῦ τόπου ὅπου ἠσθένησε.

Αἱ ἀδενίτιδες, δηλαδὴ αἱ φλεγμοναὶ τῶν ἀδένων τοῦ λαιμοῦ καὶ αὐταὶ ἀπαιτοῦν πολλὴν καὶ σύντονον περιποίησιν* πρῶτον καὶ κύριον εἶνε νὰ ἐμποδίσωμεν τὸν σχηματισμὸν τοῦ πύου, διότι ἄλλως ἀνάγκη εἶνε νὰ παράσχωμεν ἔξοδον εἰς τοῦτο δι’ εὐρείας ἐντομῆς, ἡ ὁποία ἀφίνει κατόπιν εἰς τὸν λαιμόν μας οὐλὴν πολύ δυσάρεστον καὶ ἥκιστα ἐξωραϊστικήν.

Συμπτώματα τῆς ὀξείας ἀδενίτιδος εἶνε πόνος, κοκκινάδα, πύρωσις καὶ ἐξόγκωσις τοῦ πάσχοντος μέρους, προσέτι δὲ καὶ πυρετὸς καὶ ἐλαφρά τις γαστρικὴ ἀναστάτωσις. Πρὸς τοπικὴν δὲ θεραπείαν ἐπιχρίομεν τὸ ἀλγοῦν μέρος δι’ ἐλαστικοῦ κολοδίου ἰωδοφορμίου, ἐν ᾧ ἐσωτερικῶς μεταχειριζόμεθα κυρίως ἰωδοῦχα καὶ ὑδραργυροῦχα φάρμακα. Ἡ χρονία ἀδενίτης καταντᾷ εἰς ὑπερτροφίαν τῶν ἀδένων καὶ πρὸς καταπολέμησιν αὐτῆς ἐνισχύομεν τὸ σῶμα διὰ θειούχων θερμῶν ὑδάτων, δι’ ἀρσενικούχων ἀναλύσεων, διὰ τοῦ ἀέρος τῆς θαλάσσης καὶ διαμένοντες εἰς μέρη ὑψηλά, ὅπου τὸ ἔδαφος ξηρὸν καὶ ὁ ἀήρ καθαρός. Ὑπάρχουσιν ὅμως καὶ ἄλλα πολλὰ φάρμακα, τῶν ὁποίων ὅμως τὴν χρῆσιν μόνον ὁ ἰατρὸς δύναται νά ὑποδείξῃ.

Οἱ ῥευματισμοὶ τῶν μυώνων τοῦ λαιμοῦ, τὸ λεγόμενον στραβολαίμιασμα, ὑποχωροῦν εἰς τὰς τρίψεις δι’ ἀρωματικών καὶ τερεβινθούχων ὑδάτων θεραπεύονται δὲ διὰ θειούχων λουτρῶν καὶ τινων ἄλλων φαρμάκων, ἐξ ὧν ἀναφέρομεν τὴν ἀντιπυρίνην, ἡ ὁποία ἀπό τινος πλησιάζει νὰ καταντήσῃ πανάκεια, ἀφ’ οὗ ἀποτελεσματικῶς ἐδοκιμάσθη εἰς πλείστας ὅσας ἀσθενείας καὶ πάντοτε σχεδὸν ἱκανοποίησε τὰς προσδοκίας τοῦ τε ἰατροῦ καὶ τοῦ πάσχοντος.

Δρ. Φλς.