Εργάτες

Από Βικιθήκη
Εργάτες
Συγγραφέας:


Στου πλατάνου τον ήσκιο, το μεσημέρι, ακουμπισμένοι στο χώμα,
ξεκουράζονται αυτοί που δεν έχουν ιστορία — οι εργάτες.
Μιλούνε κινώντας τη γροθιά των — σα να δουλέβουν. Συνοδεύει της
αγαθές των κουβέντες η αιώνια χειρονομία που χτίζει, αυτή που ύψωσε
καταπρόσωπα του θανάτου της Πυραμίδες, το δωρικό ναό, της πέτρινες
γοτθικές προσευχές.
Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή.
Μα ενώ βυθίζονται στη λήθη των ανθρώπων, η πλάση που έχει απάνω της
τα σημάδια της δύναμής των και της τόλμης των τους θυμάται — καθώς
η γυναίκα το αντρίκιο σφίξιμο. Δίχως το λοστό στους γοφούς της, δίχως
το φουρνέλο στην πέτρα της καρδιάς της, δίχως τον αθάνατον αχό τους,
συλλογιέται πόσο θα ήταν στείρα, βαρειά απ' την άνεργην ενέργεια και
την άκαρπην ωμμορφιά ρωτώντας για το σκοπό της χωρίς να τον μάθη .
..
Και το στοχασμό της τον βλέπω αυτό το ανοιξιάτικο μεσημέρι στο ρυάκι
του λαμπρού φωτός, που σμαραγδένιο και ρόδινο μαζί, σταλάζοντας μέσ'
απ' τα φύλλα του πλατάνου, τρέχει απάνω στα πουκάμισά σας και, στους
λαιμούς σας, καθώς σαλεύετε μιλώντας, γιγάντιοι δουλευτάδες, ω
σύντροφοί μου!