Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους Γαλαξειδιώτες

Από Βικιθήκη
Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τους Γαλαξειδιώτες
Συγγραφέας:


«Ηγαπημένοι μου Γαλαξειδιώτες.

Ήτανε φαίνεται από τον Θεόν γραμμένο ν’αδράξωμε τα άρματα μίαν ημέρα και να χυθούμε καταπάνου στους τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι την θέλομεν, βρε αδέρφια, αυτήν την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν’ ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε πού τίποτε δεν μας απόμεινε; Αι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμία και αχούρια των Τούρκων· κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε ιδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός, σα διακονιάρης στη στράτα. Αι φαμελιαίς μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και τη διάκρισι των Τούρκων. Τίποτε, αδέρφια, δεν μας έμεινε, δεν είναι πρέποντας να σταυρώσωμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό· ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου· ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και ό,τι μας απαντυχαίνη ας το βάλωμε γρήγορα σε πράξιν, και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι πώς ο Χριστός μας, ο πολυαγαπημένος, θα βάλη το χέρι επάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμε μίαν ώρα αρχήτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε τα κεφάλια μας. Τώρα η Τουρκία είναι μπερδευμένη σε πολέμους, και δεν έχει ασκέρια να στείλη καταπάνου μας. Ας ωφεληθούμεν από την περίστασιν οπού ο Θεός, ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας, μας έστειλε δια ελόγου μας· μία ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, οπού μας τρώγει την καρδιά. Στ’ άρματα, αδέρφια! ή να ξεσκλαβωθούμεν, ή όλοι να πεθάνωμε· και βέβαια καλλίτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε Χριστιανός και Έλληνας.
Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλώτατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξαις. Οι Τούρκοι, ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέως δεν χωρατεύει· έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου, που τους εζημάτισε. Μα σας λέγω την πάσα αλήθεια, αδέρφια, δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνάω, και το γένος μου να βογκάη στη σκλαβιά· μου καίεται η καρδία μου σαν βλέπω και συλλογούμαι πώς ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν.
Από τον Μωριά μου στείλανε γράμματα πώς είναι τα πάντα έτοιμα· εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου, μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πώς θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε την αρχήν από την μια μεριά και εγώ από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη, γιατί ο κόσμος φοβάται· μα σαν ιδή ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλλίτερα τα πράγματα, το πώς σηκώνετε μπαεράκι, θε να ξεθαρρέψη και θα τελειώση καλλίτερα το πράγμα.
Περιμένω απόκρισιν με τον ίδιο που φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα· να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτη, να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω και στους Πατρατζικιώταις.
Του Πανουριά τα λόγια μη τα πολυακούτε· είναι φοβιτσάρης· μα σαν το σηκώσουμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να φτειάση, πάρεξ να έλθη με το μέρος μας.
Αύριο το βράδυ να έλθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούρα για να μιλήση, σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε· είναι παιδί δικό μου, καλό παλληκάρι.
Χαιρετίσματα σε όλους τους φίλους πέρα πέρα.
Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ.

22 Μαρτίου 1821.
Ο αγαπητός σας
Οδυσσεύς Ανδρούτσος».