Επιστολή προς τους Αστείους
Επιστολή προς τους Αστείους Συγγραφέας: |
Νοέμβριος 1880. |
Μετὰ μεγάλης μου χαρᾶς καὶ βλέπω καὶ διαβάζω
πὼς ἔχετε διάθεσιν καθὼς κι' ἐγὼ ἀστείαν,
καὶ μὲ αὐτὸ τὸ Ἄστυ σας καταδιασκεδάζω
καὶ λησμονῶ τὰ ντέρτια μου καὶ τὴν ἐπιστρατείαν.
Δὲν ξέρετε τὸ Ἄστυ σας τί ὄρεξι μοῦ κάνει...
ἀπὸ τὰ λόγια τὰ πολλὰ ντελίριο μὲ πιάνει.
Τὴν λύπην ἂς ἀφήσωμεν νὰ τρέχῃ στὰ βουνά,
διότι στῇς ζωῆς αὐτῆς τὸ θηριῶδες δρᾶμα
ἡ ἀστειότης πάντοτε τὸν κόσμον κυβερνᾷ
μὲ σκῆπτρον ἐλαφρότατον καὶ ἰσχυρὸν συνάμα.
Αὐτὸ τὸ λέγει, κύριοι, καὶ κἄποιος Οὐφελάνδος,
ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Κλεμανσὼ καὶ ὁ Ταλλεϋράνδος.
Δι' ὅλ' αὐτὰ καὶ τὰ λοιπὰ μ' ἀρέσ' ἡ ἀστειότης,
λατρεύω καὶ τὸν κυνισμὸν καὶ τὴν παραλυσίαν,
καὶ ἂν θερμὸς τοῦ Ἄστεως τυγχάνω θιασώτης,
μὰ δὲν χωνεύω κἄποτε αὐτὴν τὴν Μιλησίαν.
Οὕτως εἰπεῖν μοῦ φαίνεται ὡς εἶδος Καρυᾶτις
κι' ἐφρένιασε γιὰ πόλεμο μὲ ὅλα τὰ σωστά της.
Μοῦ φαίνεται ὡς Λάκαινα μεστὴ φιλοπατρίας
καὶ θὰ μὲ κάμῃ δι' αὐτὸ σπουδαίως νὰ θυμώσω,
καὶ ἂν καὶ θέλω εὐγενὴς νὰ εἶμαι στὰς κυρίας,
θ' ἀναγκασθῶ στὸ ὕστερον νὰ τὴν ξυλοφορτόσω.
Εἰπέτε της, παρακαλῶ, νὰ γίνῃ φαιδροτέρα
καὶ νὰ μὴ θέλῃ πόλεμον μὲ ἀνδρικὸν ἀερα.
Ναί, δὲν ταιριάζει πόλεμος στὴν τρυφεράν της φύσιν,
δὲν εἶναι στὰ πολεμικα τῆς γυναικὸς τὸ φόρτε...
αὐτὴ ὀφείλει ὡς γυνὴ νὰ ἔχῃ σ' ἄλλα κλίσιν,
καὶ τὸ πολὺ καμμιὰ φορὰ μ' ἐμὲ νὰ κάνῃ κόρτε.
Σ' αὐτὰ νὰ καταγίνεται ἡ Μιλησία πρέπει,
γιατὶ κανεὶς τὸν πόλεμον δὲν τῆς τὸν ἐπιτρέπει.
Κι' ἐγὼ δὲν θέλω πόλεμον διὰ πολλὰς αἰτίας
καὶ οὔτε ἤχους ἀγαπῶ ἀγρίας μουσικῆς,
γιατὶ κι' ἐγὼ καθυστερῶ εἰς τὰς ἐπιστρατείας,
καθὼς καὶ ὅλ' οἱ ἔφεδροι τῶν Δήμων Ἀττικῆς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἑνὸς ἀνδρὸς καρδία τὸν τρομάζει,
πρέπει, κυρία, δι' αὐτὸν μὲ λύσσα νὰ φωνάζῃ;
Κι' ἐγὼ τὸ ἔθνος ἀγαπῶ, καθὼς καὶ σεῖς ἐπίσης,
κι' ἐγὼ ἀφρίζω πάντοτε ὑπὸ φιλοπατρίας,
ἀλλὰ μ' ἀρέσει στὴν Βουλὴν ν' ἀκούω συζητήσεις
περὶ Κορδόνη, νεωστὶ Δημάρχου Κυνουρίας,
περὶ ἁλάτων, φυτειῶν καὶ Παναγιωταρέα,
καὶ ἄλλα τέτοια πράγματα εἰρηνικὰ κι' ὡραῖα.
Σᾶς βεβαιῶ δὲν ἔκαμα ποτὲ τὸ παλληκάρι,
ἀπὸ μικρὸς σιχαίνουμαι τὴν αἱματοχυσίαν,
καὶ κάμετέ μου, κύριοι, παρακαλῶ τὴν χάρι
νὰ μοῦ περιορίσετε αὐτὴν τὴν Μιλησίαν.
Αὐτά, ὦ Ἄστυ, φίλτατον, καὶ νὰ μὲ συγχωρῆς,
καὶ μένω φίλος Φασουλῆς, καὶ ἀντ' αὐτοῦ... Σουρῆς.