Επιστολή Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Νεόφυτον Βάμβαν

Από Βικιθήκη
Επιστολή Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Νεόφυτον Βάμβαν
Συγγραφέας:


«Σεβάσμιε πατριώτα.
Εις τας απροσδοκήτους μεταβολάς των εθνών μας παραγγέλλουν οι οπαδοί του ορθού λόγου, ότι η μεγαλυτέρα προσοχή χρειάζεται εις τους λειτουργούς της θρησκείας, εις τους νομοθέτας, και εις τους εξ επαγγέλματος, διδασκάλους της πολιτικής επιστήμης, και κυρίως της Ηθικής. Κανείς να αρνηθή δεν ημπορεί, ότι το αδύνατον και πτωχόν ελληνικόν έθνος ευρίσκεται εις διάστημα δύο χρόνων, όχι εις απροσδόκητον μεταβολήν, αλλά και εις απίστευτον επανάστασιν. Είναι δε εκτός πάσης αμφισβητήσεως, ότι εξ αιτίας της κακίστης ηθικής καταστάσεώς του υστερείτο και εν καιρώ της τυραννίας άξιων λειτουργών της θρησκείας, και ανδρών πεπαιδευμένων εις την πολιτικήν και την Ηθικήν επιστήμην. Εάν δε και ανεβλάστανε πούποτε τις, και ως από Θεού επέμπετο εις την τυραννουμένην Ελλάδα, εύκολον ήτον οι σύμμαχοι και διδάσκαλοι των τυράννων να καταμαράνουν την προθυμίαν αυτού με παντός είδους συκοφαντίας και απανθρώπους καταδρομάς. Το χειρότερον όμως απόλα, ότι αφού οι δυστυχείς Έλληνες αποφάσισαν ή να αποχωρισθούν από τους Ασεβείς, ή να γίνουν θυσία εις την λύσαν του τυράννου, εφάνισαν υπό διάφορα προσχήματα δουλάρια, με φρονήματα ανδραποδώδη, και εκετάτρεξαν λόγω τε και έργω τους ολίγους μείναντες υπερασπιστάς του καλού εις την Γραικίαν. Εκ τούτου λοιπόν, ότι απεκτήσαμεν με την χύσιν τόσου αθώου αίματος, και με τας κακουχίας, και ανηκούστους στερήσεις των πλέον ουσιωδών εις τους αγώνας μας, το εχάσαμεν, και οπισθοδρομήσαμεν ατίμως, ενώ τα τρόπαιά μας έπρεπε να εμψυχώσουν τους απανταχού ευρισκομένους ομογενείς, και από τας αλύσσους της δουλείας να λύσουν τους πάσχοντας ομοθρήσκους.
Τοιαύτας παρατηρήσεις να σε αναφέρω, φαίνεται περιττόν, ενώ εστάθης αυτόπτης θεωρός των τοιούτων δυστυχημάτων, και αντάμα εκλαύσαμεν την τύχην της πατρίδος μας. Εις άλλους θέλω περιγράψει πόσα κακά πάσχομεν δια την έλλειψιν ελληνοσωτηρίων διδασκαλιών· προς εσέ δε λέγω ότι η ελληνική παιδεία έλλειψε διόλου από την αγωνιζομένην Ελλάδα. Φρονήματα γενναία, και πάθη φιλελεύθερα, ποίος να τα διδάξη εις την αθλίαν νεολαίαν των Ελλήνων; Γνώσεις πολιτικής επιστήμης τις να μεταδώση εις τους απαιδεύτους και πάντη ανιδέους ημάς. Και εις ένα λόγον, τις με ηθικήν διδασκαλίαν θα ανορθώση τα ήθη των πολιτών, θα εξαλείψη τα πολυχρόνια ίχνη της δουλείας μας, θα διδάξη εις την άπειρον νεολαίαν τα καθήκοντα;
Τα ασφαλέστερα της Ελλάδος αποκτήματα είναι αι Αθήναι. Ο ζήλος και η φρόνησις των αληθινών πατριωτών εφοδίασαν αυτάς μ’ όσα αι περιστάσεις εσυγχώρησαν μέσα. Όθεν ιδού η αρμοδιωτέρα θέσις, συμπολίτα, να διδάξης των Ελλήνων τα τέκνα, την αρετήν, την φιλοπατρίαν, και την σοφίαν των προγόνων μας. Ιδού έθνος διψασμένον δια να ποτίσης με των πατριωτικών σου διδασκαλιών τα νάματα. Το ανατολικόν μέρος της έξω Ελλάδος παρακινηθέν από τα χρέη του προς την πατρίδα, σε προσκαλεί Διδάσκαλον εις τας Αθήνας, και σε παρακαλεί εξ ονόματος των πτωχών της παιδίων να μην καταφρονήσης την πρότασίν της, αλλά να ενθυμηθής όσα και γράφοντας και δια στόματος εκήρυξες τρανώτατα. Ενθυμήθητι τον μέγαν Σωκράτην συκοφαντούμενον, αλλά διδάσκοντα την πατρίδα του, ποτιζόμενον με φαρμάκι, αλλά φωτίζοντα την νεολαίαν των Αθηνών. Ενθυμήθητι τον Δημοσθένη αντιπολεμούμενον από τους πονηρούς δημαγωγούς, και διδάσκοντα την πατρίδα του. Ενθυμήθητι και τον Φωκίωνα αυτόν, μαρτυρήσαντα δια την αλήθειαν και σωτηρίαν των Ελλήνων εις το κέντρον αυτής του της Πατρίδος. Ενθυμήθητι τέλος πάντων αυτόν τον Διδάσκαλον της αγάπης και της υπομονής όστις εδίδαξε τους ανθρώπους όλους εις τον Σταυρόν την αληθινήν σοφίαν, και την ελευθερίαν της Πατρίδος.
«Δούλος ουκ έστι μείζων του κυρίου αυτού, ουδέ μαθητής μείζων του διδασκάλου αυτού». Όσα, διδάσκαλε, μας εδίδαξες προσωπικώς, εκείνα και σε γράφομεν. Σε σημειώνω όμως, ότι το «Θλίψεις έξετε εν τώ κόσμω» είναι της ευαγγελικής ηθικής του Χριστού παράγγελμα, αχώριστον από τον κοινωνικόν βίον, το οποίον και ως χριστιανός, και ως ιερωμένος, και ως διδάσκαλος καλώς γνωρίζετε. Ημείς κατ’ ανάγκην θλιβόμεθα, και η σεβασμιότης σου, ως ομογενής, πρέπει και να συνθλίβεσαι και να συναγωνίζεσαι μαζή μας. Συνθήκας να σε προβάλω είναι και άδικον, και ανοίκειον. Αρκεί να σε ειπώ, ότι αι Αθήναι είναι καθέδρα των πατριωτικών σου διδασκαλιών διωρισμένη, και ημείς συνεργοί των ορθών σου σκοπών. Τα Ιωνικά Νισία είναι πλήρη σοφών, εν ειρήνη διάγοντα. Όθεν μήτε θλίψεις και αγώνας αυτού απαντάς, μήτε οι εγκάτοικοι έχουν την ανάγκην οπού ημείς έχομεν δια παιδείαν, εις τας παρούσας μάλιστα δεινάς περιστάσεις. Η φωνή μου είναι επιθύμησα όλων των αληθινών πατριωτών, και εγώ επρόλαβα να σε προσκαλέσω. Μην λησμονήσης, ότι όταν εκστρατούσαμεν έξω εις την δυστυχή Ελλάδα μαζή, σου είπα πολλάκις ότι μη δυνάμενος εν ευκολήα δια την αμάθειάν μου να γνωρίζω τα μέσα των Ανθρώπων, εσυμπέρανα, ότι καθείς όστις φορεί Τουρκικά φορέματα είναι και Περσιάνος· και μόνος σου εμαρτύρησες ότι είναι ανάξιον ανδρός Έλληνος ελεύθερου να είναι φορτωμένος με τυράννων φορέματα. Τα έργα όμως πρέπει να διακρίνουν τοιούτους τυραννοφορεμένους, και όχι τα φορέματα. Αλλ’ όταν συλλογίζομαι ότι ο φίλος Βάμβας, φεύγων, του ουδενός Πέρσου διωκόμενος, από την Ελλάδα, και από τους αγώνας της, κατέφυγεν εις τας Ιωνικάς Νήσους, απορώ, και έρχομαι να πιστεύσω, ότι τωόντι είναι Πέρσης. Διότι, το στάδιον, όπου υπέρ της χριστιανικής Πίστεως και της Ελληνικής αυτονομίας πρέπει να τρέξωμεν είναι οι τόποι όπου ο εχθρός συχνάζει, και γίνεται το θέατρον του πολέμου. Εκεί βλέπεις τους ομογενείς πεινασμένους, ψειριασμένους, πληγωμένους, αιχμαλωτιζομένους, θυσιαζομένους υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδος, εκεί και η βοήθεια της δεξιάς σου, η παρηγορία των λόγων σου είναι αναγκαίαι. Τα δε Ιωνικά Νησία είναι καταφύγια των γυναικοπαίδων, άσυλα της Ειρήνης και ησυχίας. Όθεν, φίλε, δια να με εκβάλης από τοιαύτην απάτην, ανάγκη να υπακούσης εις την φωνήν της πατρίδος, εις αυτήν μάλιστα την εποχήν, ενώ όλοι οι φιλελεύθεροι λαοί της Ευρώπης τρέχουν πανταχόθεν να συναγωνισθούν υπέρ της σωτηρίας μας, και αίμα μη ελληνικόν ποτίζει τα χώματα των προγόνων μας. Εν Άστρει, την 20 Απριλίου 1823.
Ο αδελφός
Οδυσσεύς Ανδρίτσου».