Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο επικήδειος

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Επικήδειος)
Ὁ ἐπικήδειος
Συγγραφέας:


Ἤμεθα τότε μιὰ εὔθυμη συντροφιὰ νέων εἰς τὰ Χανιά, ποῦ εἴχαμε κοινὴν τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν ἱππασίαν. Εἰς τὴν εἴσοδον τῆς πόλεως ἕνας Τοῦρκος, ὁ Τζανερῖκος, ἔδιδεν ἄλογα μὲ νοῖκι. Ἐπαίρναμε ἀπὸ ἕνα κ’ ἐτραβούσαμε στὰ περίχωρα. Τί ὑπέφεραν ἐκεῖνα τὰ ἄλογα ἀπὸ τὴ νεανική μας τρέλα δὲν περιγράφεται. Ἐτρέχαμε σὰ δαιμονισμένοι καὶ τ’ ἀναγκάζαμε νὰ ὑπερπηδοῦν κάθε ἐμπόδιο ποῦ συναντούσαμε, εἴτε τοῖχος ἦτο, εἴτε χαντάκι. Μάλιστα ἅμα μεθούσαμε, δὲν εἴχαμε πειὰ κανένα οἶκτον δι’ αὐτὰ τὰ ζῶα. Τὰ σπιρούνια ἐχώνοντο βαθειὰ στὰ πλευρά των καὶ ἡ βίτσες αὐλάκωναν τὸ δέρμα των. Καὶ ἐμεθούσαμε τακτικὰ εἰς τὶς ἐκδρομὲς ἐκεῖνες. Σὲ κάθε χωριὸ ποῦ περνούσαμε βρίσκαμε ταβέρνες ἢ φίλους ποὺ μᾶς ἔπαιρναν στὰ σπίτια των· καὶ τὸ βράδυ ὅταν ἐφθάναμε στὴ Σούδα, εἴμεθα Ροῦσσοι μεθυσμένοι. Καὶ καμμιὰ φορά, ὅπως ἦσαν ἀφρισμένα τἄλογα, τ’ ἀναγκάζαμε νὰ προχωρήσουν στὴ θάλασσα κ’ ἐκάναμε τὰ λουτρὰ τῶν Κενταύρων, ὅπως ἐλέγαμε τὸ ἔφιππον ἐκεῖνο κολύμπημα. Ἔπειτα μουσκεμένοι, καθὼς ἤμεθα, ἐγυρίζαμε στὰ Χανιὰ καὶ παραδίδαμε στὸ Καλὲ-καπισὶ ξεθεωμένα τὰ ἄλογα.

Ὅσες φορὲς στὶς ἐκδρομὲς ἐκεῖνες περνούσαμε ἀπὸ ἕνα χωριὸ τοῦ κάμπου μᾶς ἔπαιρνε στὸ σπίτι του ὁ γέρο Καμαριανός. Μᾶς ἦτο ἀδύνατον ν’ ἀποφύγωμε. Ἤμεθα φίλοι καὶ συνομήλικοι τοῦ γυιού του Ἀλεξάνδρου, ὁ ὁποῖος ἐσπούδαζεν ἰατρικὴν εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὁ γέρο Καμαριανὸς μᾶς ἔλεγεν ὅτι δὲν μπορούσαμε νὰ ἀρνηθούμε στὸν πατέρα τοῦ φίλου μας, ὁ ὁποῖος κάθε ποῦ μᾶς ἔβλεπε νόμιζε πῶς ἔβλεπε καὶ τὸ γυιό του μαζῆ. Θὰ τὸ θεωροῦσε προσβολὴ καὶ θὰ τοὔκανε μεγάλη λύπη. Ἀλλ’ ἦτο καὶ καλὸς καὶ εὔθυμος ἄνθρωπος, μὅλα του τὰ ἑξῆντα χρόνια, κ’ εἶχε κ’ ἐξαίρετο κρασί. Μπορούσαμε λοιπὸν νὰ τοῦ ἀρνηθοῦμε;

Ἀλλ’ ἐνῷ ἦτο εὐχάριστος ἄνθρωπος, εἶχε καὶ μιὰ δυσάρεστη συνήθεια, τὴν ὁποίαν ἐφοβούμεθα. Ἄμα ἔπινε κἔφθανε στὸν ἐνθουσιασμὸ τῆς μέθης, ἐκατάφερνε γροθιὲς στὰ μαλλιαρά του στήθη, ποῦ τἄχε ἀνοιχτά, ὅπως τἄχαν ἀκόμη τότε οἱ γεροντότεροι χωρικοὶ τῆς Κρήτης. Καὶ ὅταν παραενθουσιάζετο, δὲν περιωρίζετο νὰ κτυπιέται, ἀλλ’ ἀφοῦ ἔδιδε μιὰ στὸ στῆθός του, ἔδινε καὶ ἄλλη στὸ στῆθος τοῦ διπλανοῦ του κ’ ἐφώναζε: «Στῆθος μάρμαρο!» Ἀλλὰ τὰ στήθια τὰ δικά μας δὲν ἦσαν ἀπὸ μάρμαρο κ’ ἐπιανόταν ἡ ἀναπνοή μας. Ἐκινδυνεύαμε νὰ πάθουμε αἱμοπτυσία.

Μιὰ μέρα ἔρχεται εἴδησις ὅτι ὁ Καμαριανὸς ἀπέθανε ξαφνικά. Μαζευόμεθα ὅλοι οἱ φίλοι του Κένταυροι καὶ ἀποφασίζομε νὰ πᾶμε στὴν κηδεία του. Τὸ χωριὸ δὲν ἦτο μακρυὰ κ’ ἐξεκινήσαμε πεζοί. Μαζῆ μας ἦρθε κι ὁ φαρμακοποιὸς Ζαμαλῆς. Ὁ Ζαμαλῆς θὰ ἦταν ἑξηντάρης, ἀλλ’ εἴχαμε μαζῆ του θάρρος, σὰν νἄτονε τῆς ἡλικίας μας, γιατὶ ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ μουστάκια του, ποῦ διετηροῦντο κατάξανθα, τὸν ἐπαίρναμε γιὰ νεώτερο ἀπ’ ὅ,τι ἦτο.

Στὸ δρόμο δὲν ξέρω σὲ ποιὸν ἦλθεν ἡ ἰδέα ὅτι ἦτο ἀπαραίτητον νὰ βγάλαμε λόγο τοῦ μακαρίτη τοῦ φίλου μας. Καὶ ὅλοι ἐσυμφώνησαν ὅτι ὁ καταλληλότερος διὰ ν’ αὐτοσχεδιάσω καὶ ἐκφωνήσω τὸν ἐπικήδειον ἤμουν ἐγώ. Τοῦ κάκου ἐπροσπάθησα ν’ ἀποφύγω αὐτὴν τὴν προτίμησιν.

— Μὰ πῶς εἶμαι ὁ καταλληλότερος, ἔλεγα, ἀφοῦ δὲν ἐξεφώνησα ποτέ μου λόγο;

— Μήπως ἐμεῖς ἐξεφωνήσαμε;

— Μὰ τί νὰ τοῦ πῶ; Ἦτο ἕνας γεωργὸς ἀγράμματος, ποῦ δὲν μπορεῖς νὰ τοῦ πῆς παρὰ μόνον πῶς ἦτο καλὸς ἄνθρωπος.

— Αὐτὰ νὰ τοῦ πῆς, εἶπεν ὁ Ζαμαλῆς.

— Μὰ αὐτὰ δὲ φτάνουνε γιὰ νὰ γεμίσουν ἕνα ἐπικήδειο. Ἂν ἤξερα τοὐλάχιστον πῶς ἐπολέμησε…

— Θἄχῃ πολεμήσει· ἀμφιβάλλεις; εἶπεν ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους μου. Λὲς πῶς ἐπολέμησε στὰ 66 ἢ ὅτι ἀνδραγάθησε στὴν ἐπανάστασι τοῦ Μαυρογένη.

— Δηλαδὴ τότε ποῦ δὲν ἔγινε τίποτε, εἶπε κ’ ἐγέλα ὁ Ζαμαλῆς. Δὲν τὸ ξέρετε πῶς ἡ ἐπανάστασι τοῦ Μαυρογένη ἐπέρασε χωρὶς νὰ ἀνοίξῃ μύτη;

— Τέλος πάντων ἂς πῇ πῶς ἐπολέμησε στὰ 66 καὶ φτάνει. Καὶ θἄχῃ πολεμήσει· δὲν μπορεῖ. Ἐμεῖς στὸν Πειραιὰ ἐβγάλαμε ἀγωνιστὴ τοῦ 21 ἕνα γέρο, ποῦ δὲν ἤξερε πῶς πιάνουν τὸ τουφέκι.

Ο νέος ἐκεῖνος εἶχε κάμει τὸ γυμνάσιον στὸν Πειραιᾶ. Καὶ μᾶς διηγήθη ὅτι ὅταν ἀπέθανεν ὁ γέρος ἐπιστάτης τοῦ γυμνασίου, τὸ βρῆκαν πρόφασι γιὰ νὰ μὴ κάμουν μάθημα. Εἶπαν λοιπὸν στοὺς καθηγητὰς ὅτι ἤθελαν ν’ ἀκολουθήσουν τὴν κηδεία τοῦ καϋμένου τοῦ μπάρμπα Τάσου. Ὁ γυμνασιάρχης ἔδωκε τὴν ἄδειαν, ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ἀνέλαβε νὰ ἐκφωνήσῃ ποίημα· καὶ γιὰ νὰ ἔχῃ τι νὰ πῇ, ἐχειροτόνησε τὸν ἐπιστάτην λείψανον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγώνος. Καὶ ἔλεγε τὸ ποίημα:

Ἰδοὺ καὶ ἄλλο λείψανο τοῦ Ἱεροῦ Ἁγώνα
ὅπου εἰς Τούρκων καύκαλα τὸ ξίφος του ἀκόνα.

— Καὶ τὸ μόνον ὅπλον ποῦ εἶχε ἴσως πιάσει στὰ χέρια του ο καϋμένος ὁ μπάρμπα Τάσος, εἶπεν ὁ διηγούμενος, θὰ ἦτο τὸ σκουπόξυλο.

Ἡ ὁμιλία ἐκείνη καὶ τὸ ἀνέκδοτο τοῦ γέρο Τάσου μᾶς ἐκίνησε τόσην εὐθυμία καὶ τόσα γέλοια εκάμαμε, ὥστε ὁ Ζαμαλῆς μᾶς εἶπε:

— Μὰ σὲ κηδεία πᾶτε, μωρὲ παιδιά, ἢ σὲ γάμο;

— Τί θέλεις, νὰ κλαῖμε ἀπὸ τώρα; τοῦ εἶπεν ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους μου. Ἔχομε καιρὸ νὰ κλάψωμε ὅταν θ’ ἀκούσωμε τὸν ρήτορα νὰ ἐξυμνῇ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ καπετὰν Καμαριανοῦ.

Ἐγέλασε τότε μαζῆ μας καὶ ὁ Ζαμαλῆς διὰ τὸν τίτλον τοῦ καπετάνιου.

Ὅταν ἐφθάσαμε στὸ χωριό, ἔβγαζαν ἀπὸ τὸ σπίτι τὸν νεκρόν. Ἀκολουθοῦσαν οἱ δικοί του μὲ κλάμματα καὶ οἱ χωριανοί. Ἀκολουθήσαμε κ’ ἐμεῖς. Ἀλλ’ εἴχαμε κάμει τόσο κέφι στὸ δρόμο, ποῦ ἔπρεπε νὰ βάλωμε προσπάθεια γιὰ νὰ πάρωμε τὸ σοβαρὸ καὶ λυπητερὸ ἦθος ποῦ ταίριαζε στὴν περίσταση. Ἐγὼ εἶχα ἀρχίσει νὰ σκέπτωμαι τὸ λόγο καὶ νὰ φοβοῦμαι ὅτι δὲν θὰ τὰ κατάφερνα. Ἔστιβα τὸ μυαλό μου, ἀναζητοῦσα στὴ μνήμη μου φράσεις ἕτοιμες ἀπὸ τοὺς ἐπικηδείους ποῦ εἶχα ἀκούσει, ἀλλὰ δὲν εὕρισκα παρὰ μικρὰ πράγματα, ποῦ δὲν ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ γίνῃ ἕνας λόγος δέκα λεπτών. Ἀλλ’ ἐκεῖνο που φοβόμουνα περισσότερο ἦτο ἄλλο. Αἰσθανόμουν ὅτι ἡ εὔθυμη διάθεσις ποῦ εἶχα πιέσει μέσα μου δὲν εἶχε πνιγῆ ὁλότελα. Καὶ ὅσο ἤθελα νὰ φαίνωμαι λυπημένος, τόσο μοῦ φαινόνταν ὅλα ἀστεῖα, ἀκόμη καὶ τὰ θρηνολογήματα τῆς χήρας καὶ τῶν ἄλλων συγγενῶν τοῦ νεκροῦ. Δὲν ἔφευγεν ἀπὸ τὸ νοῦ μου ὁ ἐπιστάτης που ἀκονοῦσε τὸ ξίφος του εἰς τῶν Τούρκων τὰ καύκαλα καὶ ὁ τίτλος τοῦ καπετάνιου ποῦ ἐδόθη εἰς τὸν Καμαριανόν. Καὶ ὡς νὰ μὲ ἐγαργαλοῦσαν, ἔπρεπε νὰ σφίγγωμαι καὶ νὰ προσέχω ὅλη τὴν ὥρα γιὰ νὰ μὴ μοῦ φύγῃ κανένα γέλοιο.

— Δὲ θὰ βγάλω ἐγὼ λόγο, εἶπα σιγὰ στοὺς φίλους ποῦ πήγαιναν μαζῇ μου. Δὲν μπορῶ. Ἂς μιλήσῃ κανεὶς ἄλλος ἢ ἂς μὴ μιλήσῃ κανείς.

— Τώρα ποῦ τὤπαμε στὴν οἰκογένεια;

— Εἴπατε στὴν οἰκογένεια πῶς θὰ βγάλω λόγο ἐγώ; εἶπα μὲ ἀπελπισίαν.

— Ἀφοῦ εἶχε ἀποφασισθῆ… Ἂς τὤλεγες καθαρὰ πῶς δὲ θές, ἀλλὰ τἀφῆκες ἔτσι κἔτσι.

— Ἂς εἶνε, μἐπήρατε στὸ λαιμό σας.

— Μὰ γιατί; Εἶσαι ἀνόητος. Μήπως πρόκειται νὰ βγάλῃς λόγο στὰ Χανιά; Σ’ ἕνα χωριὸ θὰ μιλήσῃς καὶ θὰ σ’ ἀκούσουν χωριάτες ἀγράμματοι. Δὲ λὲς ὅ,τι θές; Ποιὸς θὰ καταλάβῃ; Λόγια μόνο νἀραδειάσῃς καὶ σὰ βαρεθῇς λὲς ἕνα «αἰωνία του ἡ μνήμη» καὶ τελειώνεις.

— Καλὰ λοιπόν. Ἀλλ’ ἀφῆστέ με νὰ συγκεντρώσω τὶς ἰδέες μου.

Ἡ ἐκκλησία ὅπου ἐψάλη ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία, ἦτο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν παρετήρησα, ἀλλ’ ἴσως θὰ ἦτο ἡ ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου. Ἦτο δὲ τόσον μικρή, ὥστε ἐσφικτήκαμε σὰν σαρδέλλες γύρω στὸν πιθαμένο. Μὲ δυσκολία ἔκαμαν θέση στὸ ρήτορα νὰ πλησιάσῃ. Οἱ χωρικοὶ εἶχαν μάθει ὅτι θὰ βγάλω λόγο καὶ μὲ παρατηροῦσαν μὲ περιέργεια καὶ θαυμασμό. Πρώτη φορὰ θ’ ἀκουότανε λόγος στὸ χωριό των. Ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, χωρικὸς καὶ αὐτὸς μὲ βράκες, ἔψαλλε καὶ μ’ ἐκύτταζε μὲ φθόνο. Καὶ ἡ μεγάλη σημασία ποῦ ἐφαίνοντο ὅτι ἔδιδαν οἱ χωρικοὶ εἰς τὸ πρωτάκουστον γεγονὸς ποῦ ἐπεριμένετο μἔκαμε νὰ αἰσθάνωμαι βαρυτέραν τὴν εὐθύνην ποῦ ἀνέλαβα.

Ὁ νεκρὸς ἦτο μπροστά μου καὶ τὸν παρετήρουν. Ἦτο σὰν ζωντανός. Ὅπως τοὖρθε ξαφνικὸς ὁ θάνατος, δὲν τὸν εἶχε σχεδὸν ἀλλάξει. Ἀλλ’ ἐνῷ τὸν ἔβλεπα, ἄρχισε πάλι ὁ Σατανᾶς νὰ μὲ γαργαλᾷ. Καὶ μοῦ ἐψιθύρισε:

— Γιὰ φαντάσου ἔτσι ποὔχει τὰ χέρια σταυρωμένα ἂν ἔξαφνα ἀρχίσῃ νὰ κτυπᾷ γροθιὲς στὸ στῆθος του καὶ νὰ φωνάζῃ: «Στῆθος μάρμαρο!» Γιὰ φαντάσου!

Κῦμα ἀπὸ γέλοιο ἐσηκώθη μέσα μου καὶ μὲ δυσκολία τὸ κράτησα.

Ἔστρεψα ἀλλοῦ τὸ βλέμμα μου κἐσυνάντησα τὰ πρόσωπα δύο φίλων μου καὶ δὲν ξέρω γιατὶ καὶ αὐτὰ ἔδωκαν ἄλλο ἀνατίναγμα εἰς τὸ γέλοιο ποῦ μὲ δυσκολία τόση ἐσυγκρατοῦσα. Μοῦ φάνηκε ὅτι τὰ μάτια των γελοῦσαν, ὅτι ἔκαναν τὴν ἴδια σκέψη γιὰ τὸν πεθαμένο καὶ ὅτι, ὅπως ἐγώ, κρατοῦσαν μὲ τὰ δόντια τὴ σοβαρότητά των. Ἐδάγκωσα τὰ χείλη μου. Ἤθελα νὰ τὰ ματώσω, νὰ πονέσω γιὰ νἀπομακρύνω τὴν προσοχή μου ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ποῦ γελοῦσε στὴ φαντασία μου.

Ἐπάνω σαὐτὰ ἤκουσα νὰ μοῦ λέγουν ὁρίστε. Ἧτο καιρὸς νἀρχίσω. Εἶχα κάτι φράσεις συναθροίσει στὸ μυαλό μου, ἀλλ’ ὅταν μοὖπαν ν’ ἀρχίσω σκορπίσθηκαν διὰ μιᾶς κἔμεινε ἀδειανὸ τὸ κεφάλι μου. Δὲν ἔμεινε παρὰ μόνο σκοτάδι. Ἀκόμη καὶ τὰ μάτια μου εἶχαν θολώσει καὶ δὲν καλόβλεπα. Ἔμεινα ἄφωνος κάμποσα λεπτά, ποῦ μοῦ φάνηκαν αἰῶνες. Καί, ὡς μοὗπαν ἔπειτα οἱ ἄλλοι, μιὰ στιγμὴ ἅπλωσα τὰ χέρια μου, σὰν ἄνθρωπος ποῦ πνίγεται καὶ θέλει ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῇ.

Ἐπὶ τέλους κάτι βρήκα. Ἄρπαξα μιὰ φράση ἕτοιμη κ’ ἐπῆρα κατήφορο. «Θλιβερὸν καθῆκον μᾶς συνεκέντρωσεν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον τοῦ Θεοῦ…»

— Ἀλλὰ εἶνε πολὺ στενόχωρος καὶ θὰ σκάσωμε, μουρμούρισε δίπλα μου ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους μου.

Ἡ διακοπὴ ἐκείνη ὄχι μόνον μοὔκοψε τὸ νῆμα, ἀλλὰ καὶ ἔδωκε νέαν εὐκαιρίαν εἰς τὸν πειρασμὸν ποῦ ἤθελε καὶ καλὰ νὰ μὲ καταστρέψῃ. Ἐδάγκωσα καὶ πάλιν τὰ χείλη μου. Ἔπειτα ἄρχισα νὰ ξεροβήχω καὶ ν’ ἀναζητῶ συγχρόνως τὸ νῆμα ποὔχασα. Καὶ ἀφοῦ πέρασα ἄλλην ἀγωνίαν, ἐξηκολούθησα:

«Ὁ προκείμενος νεκρὸς ὑπῆρξεν ἀνδρεῖος διὰ τὴν πατρίδα του, φιλόστοργος διὰ τὴν οἰκογένειάν του, εὐγενὴς καὶ ἀγαθὸς διὰ τοὺς φίλους του. Τὰ ὄρη τὰ ὁποῖα ὑψοῦνται ὑπὲρ τὰς κεφαλάς μας, τὰ Λευκὰ ὄρη λέγω, διηγοῦνται τὰς ἡρωικὰς αὐτοῦ πράξεις κατὰ τὸν τριετῆ Κρητικὸν ἀγῶνα καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν ἐπανάστασιν, ἥτις ἠνάγκασε τὸν Σουλτάνον νὰ συνθηκολογήσῃ μὲ τὴν μικρὰν ἀλλὰ μεγαλόψυχον Κρήτην. Ἀνήκεις εἰς γενεὰν γιγάντων καὶ ἡμιθέων. Τὸ ὄνομά σου ὑπῆρξε τόσον σεβαστὸν καὶ τιμημένον μεταξὺ τῶν ὁμοεθνῶν σου, ὅσον ὑπῆρξε φοβερὸν εἰς τοὺς ἐχθρούς. Οἱ Τοῦρκοι σἔτρεμαν…»

Ἐδῶ ἄλλη διακοπή.

— Τὰ παραφουσκώνεις, μοῦ ἐψιθύρισεν ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς φίλους μου, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο δίπλα μου.

Παρὰ τρίχα νὰ τοῦ φωνάξω «σκασμός!» ἢ κάτι τέτοιο. Ἐπήγαινα τόσο ὡραῖα. Εἶχα πάρει τὸν ἀέρα τοῦ… ἂς ποῦμε τοῦ βήματος καὶ οἱ ἀκροαταί μου, χωρὶς νὰ νοιώθουν μεγάλα πράγματα ἀπ’ ὅσα ἔλεγα, ἐκρέμοντο ἀπὸ τὰ χείλη μου. Καὶ ἤμουν ἱκανὸς νὰ τραβήξω μακρυὰ στὸ δρόμο ποὖχα πάρει, ἀλλ’ ἡ κακόβουλη ἐκείνη διακοπὴ μοῦ τὰ χάλασε πάλι. Πῶς νὰ ξαναγυρίσω εἰς τὸ ἐγκώμιο τῶν ἡρωισμῶν τοῦ μακαρίτη; Ἔπρεπε νὰ περάσω εἰς ἄλλα προτερήματά του. Ἀλλὰ μὲ τὴν ταραχὴ ποὺ μοὔφερεν ἡ διακοπὴ ἡ στροφὴ δὲν ἦτο εὔκολη. Ξεροβήχοντας ἔλεγα κἐξανάλεγα: «Ὁ προκείμενος νεκρός…» Ἔπειτα μοὖρθε μιὰ ἰδέα, ποῦ νὰ μὴ μοὐρχότανε· νὰ μιλήσω γιὰ τὸ γυιό του τὸν Ἀλέξανδρο. Καὶ ἤρχισα νὰ πλέκω τὸ ἐγκώμιο τοῦ φίλου μας. Ἔπειτα εἶπα:

«Ποία ὀδύνη θὰ διαπεράσῃ, ὡς φάσγανον, τὴν καρδίαν τοῦ προσφιλεστάτου υἱοῦ σου Ἀλεξάνδρου, ὅταν μακράν σου εὑρισκόμενος θὰ μάθῃ τὸν θάνατόν σου! Διατί νὰ μὴ εὑρίσκεται πλησίον σου νὰ γλυκάνῃ τὰς τελευταίας σου στιγμάς; Ἴσως δὲ καὶ ἡ ἐπιστήμη του ὁμοῦ μὲ τὴν θερμότητα τῆς υἱικῆς του ἀγάπης θὰ κατώρθωναν νὰ σὲ ἀποσπάσουν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τοῦ ἀδυσωπήτου θανάτου…»

Τότε ἕνας χωρικός, συγγενής, φαίνεται τῆς οἰκογενείας, ὁ ὁποῖος ἔστεκε πίσω μου, ἔρριξε στὸ σβέρκο μου μιὰ φράση:

— Πὲ πρᾶμμα καὶ γιὰ τἄλλα παιδιά.

Πῶς δὲν τρελλάθηκα, Θεέ μου, κείνη τὴ στιγμή! Ἀλλὰ κατάφερα νὰ γυρίσω πίσω τὸ γέλοιο ποῦ μ’ ἀνέβηκε σὰ λόξιγγας στὸ λαιμό. Ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὴ ζέστη ἔτρεχεν ὁ ἱδρῶτας ποτάμι ἀπὸ τὸ μέτωπό μου. Ἐσώπασα πάλι κἐξεροκατάπινα. Νὰ πῶ καὶ γιὰ τἄλλα παιδιά; Ἀλλὰ τί νὰ πῶ, δι’ ὄνομα Θεοῦ! Μήπως τἄξερα καλὰ καλά; Στρέφομαι λιγάκι καὶ λέγω χαμηλόφωνα στὸ χωρικό:

— Πῶς τὰ λένε;

— Ὁ Ἀντρουλιός…

— Ὁ Ἀντρουλιός, ἐξηκολούθησα, ὁ φημισμένος σκοπευτής, ὁ ὁποῖος ἀνυπομονεῖ νὰ συνεχίσῃ τοὺς ἡρωικοὺς ἄθλους τοῦ γενναίου πατρός του…

— Ἡ Μαρία, μοῦ ψιθύρισε ὁ ὑποβολεύς.

— Ἡ Μαρία, τὸ κόσμημα τοῦ οἴκου σου, ἡ σεμνὴ καὶ ἐνάρετος Μαρία…

Εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της ἡ Μαρία ἔβαλε φωνὴ μεγάλη:

— Μπαμπά μου καὶ πῶς θὰ μπαίνω στὸ ἔρμο τὸ σπίτι νὰ μὴ σὲ θωρῶ μπλειό!

Αἰσθανόμουν ὅτι δὲν ἀντεῖχα πειά, ὅτι ἡ δύναμις τῆς ἀντιστάσεώς μου ἦτο στὸ τέλος της. Τί μαρτύριον ἦτο αὐτό, νὰ ἔχω μιὰ τόσο ἀκράτητη ὁρμὴ νὰ γελάσω, νὰ ξεκαρδιστῶ στὰ γέλοια καὶ νὰ μὲ πνίγῃ ἀγωνία! Καὶ ὁ ὑποβολεὺς τὸ σκοπό του:

— Ὁ Νικόλας… ἡ Γαρουφαλιά…

Τὸ βλέμμα μου ἔπεσε πάλι γιὰ μιὰ στιγμὴ στὸν πεθαμένο· καὶ μοῦ φάνηκε πῶς ἤμουν πειὸ ἀξιοθρήνητος καὶ ἀπ’ αὐτόν.

— Καὶ τί νὰ εἴπω διὰ τὸν Νικόλαον…

Δὲν εἶχα τίποτε νὰ εἴπω διὰ τὸν Νικόλαον, ἀλλ’ οὔτε καὶ μ’ ἀφῆκαν. Ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος, ὅπου ἐστέκοντο δύο φίλοι μου, ἦλθε ἕνα φύσημα μύτης, ἕνα γέλοιο ποῦ ξέφυγε ἀπὸ τὴ μύτη, γιατὶ τὸ στόμα ἦτο φραγμένο μὲ μαντῆλι. Τὸ φύσημα ἐκεῖνο καὶ τὸ μαντῆλι ποῦ εἶδα στὸ στόμα κάτω ἀπὸ ἕνα μέτωπο χαμηλομένο, μὲ ἀποτελείωσε. Θύελλα ἀπὸ γέλοια ξέσπασε ἀπὸ τὸ στῆθός μου. Καὶ σὰν ἄρχισα, ἦτο ἀδύνατο πειὰ νὰ κρατηθῶ. Ἤθελα νὰ πῶ: «Γαίαν ἔχοις ἐλαφράν»· ἀλλὰ μόνον ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα μου κ’ ἐτελείωνε σὲ σπασμὸ γέλοιου.

Στρέφομαι γύρω μὲ ἀπελπισία καὶ ζητῶ μία πρόφαση γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν ἀσεβῆ παραφροσύνη μου. Ἄλλοι μὲ κυττάζουν μὲ ἀπορία καὶ ἄλλοι μὲ θυμό· καὶ μόνον οἱ φίλοι μου δὲν μὲ κυττάζουν γιατ’ εἶχαν κρυφτῆ. Τὸ βλέμμα μου φτάνει στὸ φαρμακοποιὸ καὶ στὰ μοῦτρά του βρίσκω τὴν πρόφαση ποῦ ζητοῦσα. Ὁ Ζαμαλῆς βαφότανε κι’ ἀπὸ τὴ ζέστη ἡ βαφὴ εἶχεν ἀναλιγώσει καὶ μὲ τὸν ἱδρῶτα σχημάτιζε κιτρινωπὰ ρυάκια στὸ πρόσωπό του.

— Μωρέ, βάφεσαι; τοῦ λέω γιὰ νὰ δείξω τάχα ότι γι’ αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη γελοῦσα.

— Δὲ μοῦ λὲς πῶς εἶσαι γιὰ δέσιμο; ἀποκρίνεται ὁ Ζαμαλῆς καὶ σκουπίζεται μὲ μεγάλο χρωματιστὸ μαντῆλι.

Διὰ νὰ σκεπάσῃ τὸ σκάνδαλο ὁ παπᾶς ἄρχισε νὰ ψάλῃ. Τὴν ἴδια στιγμὴ δυὸ χέρια μἔσπρωξαν πρὸς τὰ ἔξω· ἦταν ὁ χωρικὸς ποῦ μοὔλεγε τὰ ὀνόματα· καὶ στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς μοῦ λέγει:

— Τὸ καλὸ ποῦ σοῦ θέλω, φύγε, φύγε γλήγορα!