Επί τη στέψη Α.Β.Υ. διαδόχου Κωνσταντίνου
Ἐπί τῇ στέψει Α.Β.Υ. διαδόχου τοῦ ἑλληνικοῦ θρόνου Συγγραφέας: |
«Ἐγράφη τῇ παρακλήσει τοῦ γηραιοῦ τῶν ἀνακτόρων κομμωτοῦ Ἰωάννου Νομικοῦ, οὗτινος μὲ ἔθελξεν ἡ πρὸς τὸν Διάδοχον ἀφοσίωσις.»
Α'
Κἀμμιά δὲν ἔμεινε ψυχή, κἀμμιὰ ποῦ δὲν ἐχάρη,
ξανθό μου Βασιλόπουλο, στοῦ γάμου Σου τὴ χάρι·
κἀμμιά καρδιά ἑλληνικὴ χωρὶς νὰ Σ' εὐλογήση,
χεῖλος χωρὶς νὰ δεηθῇ, ματιά νὰ μὴ δακρύσῃ·
σκλάβοι καὶ ἐλεύθεροι μαζῆ, τὸ Ἔθνος πέρα-πέρα,
Χριστὸς Ἀνέστη ἔκαμε τοῦ γάμου τὴν ἡμέρα!
Ὅλος ὁ κόσμος χαίρουνταν· μοσχοβολοῦσαν κρίνα,
τοὺς τάφους γενεῶν νεκρῶν ἐλπίδες ἐμυρόναν,
τὴν Πόλιν ἐβλέπαμε ἐμεῖς κ' ἐκείνη τὴν Ἀθήνα,
καὶ δυό μεγάλαις ἀδελφαὶς οἱ πόθοι ἐγεφυρόναν...
Γιατὶ τὴν ὥρα ποὔβαλες στεφάνι στὴ Σοφία,
ἀρραβωνιάζουσουν κρυφὰ τὴν ἄλλη... τὴν Ὰγία.
Ὤ, τ' ἄρραβώνιασμα αὐτὸ στ' ἀγγελικό Σου Ταῖρι,
λύπη καμμιά δὲν προξενεῖ, χαρὰ μεγάλη φέρει...
Προτοῦ ἀκόμη γεννηθῇς, ἀπ' τοῦ Θεοῦ τὰ χέρια,
ἐκεῖ ψηλὰ στὸν οὐρανὸ ἐγράφηκε μ' ἀστέρια
μαζῆ νὰ ζήσετε κ' οἱ Τρεῖς... θρονὶ νὰ εἶν' ἡ Μία
κ' Ἐσεῖς οἱ δυό διαμάντα Του· ἄχ, τί Τριὰς Ἁγία!
Ναί· τώρα Βασιλόπουλο παράπλευρο στὸ Θρόνο,
πλὴν Βασιληᾶς ἀργότερα καὶ Καῖσαρ σὲ κομμάτι...
Τὸ ἄλογό Σου ἑτοίμασε... τὰ πέταλά του μόνο,
θενὰ σὲ πᾶνε στ' ἄλλο σου, τ' ἀληθινὸ παλάτι·
ἐκεῖ μὲ ρόδο Ἀνατολῆς Βοριᾶ θὰ σμίξῃς κρίνο·
τοῦ κάκου δὲν Σ' ἐβάφτισε τὸ Ἔθνος Κωνσταντῖνο!
Συχώρεσέ με ἤθελα κ' ἐγὼ ἕνα λουλοῦδι,
νὰ ρίξω μπρὸς στὰ πόδια Σου κ' εὐχὴ νὰ ψιθυρίσω,
πλὴν ἡ καρδιά μου ποιητοῦ μοῦ ἔδωσε τραγοῦδι
κ' εἰς μέραις ποῦ δὲν ἤλθανε ἀκόμη Σ' ἀντικρύζω...
Κἂν ἂς σὲ βλέπω μὲ τὸν νοῦ στ' ἄφθαστα χρόνι' ἀκόμα,
γιατὶ σ' ἐκείνους τοὺς καιροὺς θὰ μὲ σκεπάζῃ χῶμα!
Β'
Μὲ τί χαρὰ ὅλ' ἡ Ἑλλὰς Σὲ εἶδε καβαλλάρη,
κοντὰ σὲ Νύφη δροσερη, σ' ἀφρόπλαστη Παρθένο·
πῶς τ' Ἅι-Γεώργη ἔμοιαζες στὴ νειότη καὶ στὴ χάρι
κ' ἐκείνη ἀκτῖνα τῆς αὐγῆς, τριαντάφυλλο ἀνθισμένο·
μέσα σὲ Αὐτοκράτορες καὶ Βασιλόπουλ' ἄλλα,
καβάλλα εἰς τὴν ἐκκλησιά ἐπήγαινες, καβάλλα,
καβάλλα ἐπροσκύνησες, καβάλλα στεφανώθης
καὶ γιὰ τὸν ἄλλο Γάμο Σου καβάλλα ἐμυρώθης...
Ἔτσι μιά μέρα ἐπήγαιναν, ὡσὰν κ' Ἐσένα νέοι,
καβάλλα μέσ' στὴν ἐκκλησιά οἱ Κολοκοτρωναῖοι!
….............................................................................
Κάτω στὴ γῆ κατέβαζε τοῦ οὐρανοῦ τὸ δῶμα,
ἡ γαλανὴ Σημαία μας μὲ τὸ γλυκύ της χρῶμα·
σ' ὅλους τοὺς δρόμους χαίρουσουν τὸ χρῶμα της τὸ πλάνο
κ' ἔβλεπες κάτω οὐρανὸ καὶ οὐρανὸ ἀπάνω
καὶ μέσ' στὰ μάτια Σου τὰ δυό!... Σὲ δροσεραὶς μυρσίναις
χλωμὸς ἀπὸ συγκίνησι ἀπάνω ἐπατοῦσες,
γύρω-τριγύρω Σου κρυφαὶς ἐφαίνοντο ἀκτῖνες
καὶ δακρυσμέναις ἔβλεπες ματιαῖς ὅπου περνοῦσες·
ὄχι, δὲν ἤσουν ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη,
ἀλλὰ τοῦ Γένους τ' ὄνειρο π' ἀλήθεια θενὰ γίνῃ·
τ' ὄνειρο ποῦ ἐβλέπανε μὲ μάτια ἀνοιγμένα
τόσαις γενιαὶς σ' ἄλλους καιρούς, σὲ χρόνια σκλαβωμένα,
κι' ὅπου ἀκόμη βλέπομε!... ὡς ποῦ νὰ χρεμετίσῃ,
ν' ἀστράψῃ στὴν Ἀνατολὴ καὶ νὰ βρεθῇ στὴ Δύσι
τὸ φτερωτό Σου τ' ἄλογο· ὡς τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
ποῦ μιὰ στὸν Τοῦρκο σπιθαμὴ τῆς γῆς μας δὲν θὰ μείνῃ.
Ὡς ποῦ νὰ ἔβγῃ τὸ σπαθὶ στὸ φῶς καὶ στὸν ἀγέρα
καὶ ἡ Ἑλλάς, Ἑλλὰς γενῇ, μιά ὅλη, πέρα-πέρα!
Γ'
Πόσα μεγάλα Στέμματα ἦλθαν ἐδῶ γιὰ Σένα·
Βασίλισσες καὶ Πρίγκηπες Σὲ εἶχαν κυκλωμένα
κ' εὐλογημένο ὁ Λαὸς καμάρονε ζευγάρι·
Σ' ἐσένα ἐλπίδα ἔβλεπε καὶ στὴ Σοφία χάρι.
Ὁ νοῦς του ὁ μεσημβρινὸς στὸ Μέλλον ἐπετοῦσε
κ' ἔβλεπε ἄλλα στέφανα καὶ χώρα κ' ἐκκλησία
κ' εἰς θρόνο ἀψηλότερο ἀπάνω ἐθωροῦσε,
Ἄνδρα τὸν Κωνσταντῖνό του καὶ Μάνα τὴ Σοφία·
Καισάρων Μάνα... Καίσαρος δὲν εἶναι θυγατέρα;
Ὤ, φέρ' την, φέρ' την γρήγορα ἐκείνη τὴν ἡμέρα,
νὰ τὴν ἰδοῦν κ' οἱ γέροντες ἀκόμα, Κωνσταντῖνε,
ποῦ δὲν θὰ ζήσουνε πολὺ καὶ μπρὸς στὸ μνῆμα εἶναι...
Δ'
Πλὴν βγῆκα ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ φτωχική μου σφαῖρα·
μὲ ψήλωσε καὶ μ' ἄλλαξε τοῦ γάμου Σου ὴ μέρα...
Κἀμμιά φορὰ μικρὴ ψυχὴ καὶ μὲ μεγάλη μοιάζει·
συχώρεσέ με, ἂν μακρυά τὸ μάτι μου κυττάζῃ.
Ὤ, τῆς καρδιᾶς ἡ δύναμι μοῦ φέρνει λόγια ξένα
καὶ ἄλλος-ἄλλος γίνομαι ὅταν μιλῶ γιὰ Σένα.
Κι' αὐτὸ τὸ χῶμα ποῦ πατοῦν, κι' αὐτὸ μυρίζει ἀκόμα,
σὰν βρίσκεται σ' ἀνθό κοντά, κι' ἂς εἶναι τῆς γῆς χῶμα...
Ναί· ὅ,τι ἔχω μέσα μου, στὰ σπλάχνα μου δὲν μένει·
άπ' τὴν πολλή μου τὴν χαρὰ στὰ χείλη ἀνεβαίνει.
….............................................................................
Εἶδε τὰ πρῶτα στέφανα· νὰ δώσ' ἡ θεία χάρι
καὶ τ' ἄλλ' ἀκόμη νὰ ἰδῇ ὁ χάρος πρὶν νὰ πάρῃ
ἐκεῖνος ὅπου ἔσκυψε μὲ σέβας ἐμπροστά Σου
κι' ἀκτίναις πρῶτος ἔκοψε ἀπ' τὰ χρυσᾶ μαλλιά Σου!
Ἄχ· γέροντας καὶ ἄρρωστος δὲν μπόρεσε καὶ τώρα
τὸ στρῶμά του ν' ἀφήσῃ,
νὰ Σοῦ χτενίσῃ τὰ μαλλιά στοῦ γάμου Σου τὴν ὥρα
καὶ νὰ Σὲ ἰδῇ χρυσὸ γαμπρὸ τὰ μάτια του πρὶν κλείσῃ!