Εν κηδεία

Από Βικιθήκη
Ἐν κηδείᾳ
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1888 του Κωνσταντίνου Σκόκου


ΕΝ ΚΗΔΕΙΑι
Α′

Κηδεύεται ἀποθανὼν προώρως νεανίας
Καὶ βαίνει ἡ νεκροπομπὴ πρὸς τὸ νεκροταφεῖον.
Ἀκολουθοῦσιν ὄπισθεν μετὰ περιπαθείας
Πολλοὶ θρηνοῦντες φίλοι του τὸν ἀνθηρόν του βίον.
Τὸν συνοδεύουν κατηφεῖς εἰς τὸν μοιραῖον οἶκον
Εἰς αἴσθημα ὑπείκοντες κ’ εἰς πένθιμον καθῆκον.

Β′

Ἡ μήτηρ του λυσίκομος, Νιόβη λιθωθεῖσα,
Ἀκολουθεῖ ὡς φάντασμα, ἠρέμα συρομένη·
Κ’ ἡ ἀδελφή του, ἀδελφοῦ-πατρὸς ὁρφανευθεῖσα
Ἔχει τὸ ἄλγος εὐγενὲς ὡς χάρις νεκρωμένη·
Εἶν’ ἀλγεινὸν τὸ θέαμα καὶ πένθος περιχύνει
Εἰς πᾶσαν τὴν νεκροπομπὴν ἡ ἀληθὴς ὀδύνη.

Γ′

Ὅλοι δακρύουσιν· ἀλλ’ εἷς ἐξ ὅλης τῆς κηδείας
Εἷς ἄνθρωπος, σεπτῆς μορφῆς, πλειότερον πρεσβύτης
Θρηνεῖ ἀπαρηγόρητος μετὰ ἀπελπισίας,
Καθὼς νὰ ἦν’ ὁ τοῦ νεκροῦ πατήρ, ὁ μακαρίτης.
Οὐδὲ ἡ μήτηρ προχωρεῖ τοσοῦτον τεθλιμμένως·
Ἐκ τοῦ θανάτου φαίνεται κατακεραυνωμένος!

....................................................................................................................................................................................................................................................


Τίς οὗτος ὁ βαρυπενθὴς μὲ τἄπελπι του ὕφος;
— Ἦτο τοῦ νέου δανειστής, ὀλίγον… τοκογλύφος.

Γεωρ. Α. Αναστασοπουλοσ.