Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εις το λεύκωμα του Αλεξ. Χ. Γρίβα

Από Βικιθήκη
Εἰς τὸ λεύκωμα τοῦ μικροῦ φίλου μου Ἀλεξ. Χ. Γρίβα
Συγγραφέας:


Α'
Ἐγὼ καὶ τὸ ἀδέλφι μου ποῦ κείτεται στὸν ᾍδη,
τὸ τουρκομάχο ἐψάλαμε, τὸ ἄγριο λαγκάδι,
ποῦ εἶχε τὰ Γριβόπουλα ἐλάτια καὶ πλατάνια,
σημαία τὴν Ἐλευθεριά, λουλούδια γιαταγάνια...
Τὴ λύρα ἀδελφώσανε μὲ τὰ βαρειὰ τουφέκια
τοῦ τουρκομάχου Λαγκαδιοῦ... κ' ἡ φλογερὴ χορδὴ της,
ἔπερνε τὸ τραγοῦδί της ἀπὸ τ' ἀστροπελέκια
καὶ κάθε Γρίβα τουφεκιὰ ἐγίνουνταν φωνή της...
Γρίβας δὲν ἐξεσπάθωσε χωρὶς νὰ κελαδήσω·
Γρίβας ποτὲ δὲν ἔπεσε χωρὶς νὰ τὸν θρηνήσω!

Β'
Εἴμαστε βλέπεις συγγενεῖς... Θαρρεῖς τὸ αἷμα μόνο
δένει καρδιὰ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ πόνο μὲ τὸν πόνο
ξέναις καρδιαὶς δένει συχνὰ σφικτώτερα ἡ μοῖρα·
κἀμμιὰ συγγένεια, κἀμμιὰ δὲν φθάνει τὴ φιλία,
πὤχει τοῦ Γρίβα τὸ σπαθὶ μὲ τὴ δική μας λύρα...
Εἶν' ἀδελφαὶς χώρισταις κλαγγὴ καὶ ἁρμονία!
Ἔχαλα τοὺς πατέρας σου· καὶ πρὶν νὰ μπῶ στὸ χῶμα,
θὰ τραγουδήσω καὶ γιὰ σέ, ἀητόπουλό μου, ἀκόμα.
Πλὴν γιὰ τὰ χρόνια τί μπορῶ νὰ ψάλω τὰ μικρά σου,
π' ακόμα δὲν ἐβγήκανε τὰ πατρικὰ φτερά σου
κ' ἔχεις τὸ ράμφος μαλακὸ κι' ἀδύνατο τὸ νῦχι;
Νὰ τραγουδήσω τ' ὄνομα ποῦ σοὔδωκε ἡ τύχη;
Ὅμως αὐτὸ χίλιαις φοραὶς καλλίτερ' ἀπό ἐμένα
ἡ μάχη τὸ τραγούδησε σὲ χρόνια περασμένα·
ἀκόμα δὲν ἐδούλεψε τὸ χέρι τ' ἀπαλό σου
γιὰ νὰ τὸ κάμῃς κτῆμά σου, γιὰ νὰ γίνῃ δικό σου...
Γιὰ σὲ Πλατάνου παλαιοῦ, νεόβγαλτο βλαστάρι,
γιὰ σὲ τὸν ἴδιο ἤηθελα νὰ πάρω τὸ δοξάρι,
νὰ προφητέψω καὶ νὰ εἰπῶ ἐκεῖνα ἐκεῖνα ποῦ ἀκόμα
δὲν ἔκανε τὸ χέρι σου πλὴν γράφηκε νὰ κάνῃ·
τῆς Μούσης μου νὰ σ' εὐχηθῇ χαρούμενο τὸ στόμα
καὶ μία ὅλη νὰ γινῇ εὐχὴ νὰ σὲ μοιράνῃ!
Κλέφτικα αἵματα παλῃὰ μέσ' στὴν καρδιά σου βράζουν·
μεγάλο ἔχεις ὄνομα, Γριβόπουλο σὲ κράζουν,
γεννήθης ἀπὸ ἀστραπῆς φωτιὰ κι' ἀστροπελέκι,
ἀπὸ Βορειᾶ κι' ἀπὸ σεισμὸ κι' Ἁρματωλῶν τουφέκι·
πλὴν... πρόσεξε· πρέπει ὀρθὸς νὰ στέκῃ σὰν κολῶνα
καὶ νἄχῃ μέτωπο ὑψηλὸ ὅποιος φορεῖ κορῶνα.
Εἶν' τὸ μεγάλο ὄνομα φίλος κ' ἐχθρὸς ἀκόμα·
σὲ κάνει σκόνη, τρίμματα, καλὰ ἂν δὲν σου στέκῃ·
πλὴν ἂν τ' ἀξίζῃς στ' οὐρανοῦ ὑψώνεσαι τὸ δῶμα·
δὲν πιάνει χέρι ἀδύνατο τὸ δυνατό τουφέκι.
…....................................................................

Γ'
Πῶς τ' ὄνομά σου τ' ἀγαπῶ, παιδί μου ἀγαπημένο·
πῶς ἤθελα νὰ σὲ ἰδῶ στρατιώτη ἁρματωμένο,
Γρίβα μ' ἁρματωλοῦ σπαθί, μὲ δάφνινο στεφάνι·
νὰ δώσ' ἡ χάρις τ' οὐρανοῦ, μικρέ μου, νὰ σὲ κάνῃ
Βοριᾶ ὡσὰν τὸν Θόδωρο, φωτιὰ σὰν Γαρδικιώτη
κ' ᾑ Μάναις νὰ ζηλεύουνε τὴ φλογερή σου νειότη!
Πῶς ἤθελα τ' ἀπόμαχο ν' ἁρπάξῃς καρυοφύλλι,
τὴν τιμημένη εὐμορφιά τῆς μάνας σου νὰ πάρῃς,
κι' ἀπ' τὴ γενιά της τὴ σεμνὴ νὰ πιάσῃς τὸ κονδύλι·
νὰ λάμπῃ μέσ' στὰ μάτια σου σοφίας φῶς καὶ Ἄρης!

Δ'
Σὺ ἔχεις τὴν αὐγὴ ζωὴ κι' ἐγὼ στὴ νύκτα μπαίνω·
σὺ ἔρχεσαι χαρούμενο κι' ἐγώ-ἐγὼ πηγαίνω...
Ἴσως θὰ κοίτωμαι νεκρὸς στὴ γῆ σὰν μεγαλώσῃς,
σὰν κάμῃς πῆχυ τὸ φτερὸ
καὶ τὸ πατροπαράδοτο σπαθὶ στὴ μέση ζώσῃς,
σὲ μέραις ἄλλαις καὶ καιρό...
Σὲ ἄλλαις... ὄχι σὰν αὐταίς... καὶ σὰν αὐτὰ τὰ χρόνια,
ἀλλὰ σὰν ξαναέλθουνε τοῦ Μάρτη χελιδόνια...
Σὰν γίνῃ μία ἡ Ἑλλὰς πέρα καὶ πέρα ὅλη
καὶ σμίξει τὴν Ἀθήνα μας γεφύρι μὲ τὴν Πόλι!
Μὴ τότε τὸν τραγουδιστὴ ξεχάσῃ ἡ ψυχή σου,
τὴ λύρα ποὖχε ἀδελφὴ τὸ πατρικὸ σπαθί σου...
Στὸ πικραμένο μνῆμά μου, ἂν ἔχω μνῆμα, ἔλα
κι' πὲς· «Ἐζώσθηκ' ἡ Ἑλλὰς καὶ πάλι φουστανέλλα·
ξύπνα νὰ ἰδῇς τὸ χέρι της ὡς ποῦ τώρα τ' ἁπλόνει·
Γριβόπουλο, ἐγίνηκα γιὰ σένα χελιδόνι
γιὰ νὰ χαρῃς στὸν τάφο σου...» Ὤ! τότε θὰ ξυπνήσω
κι' ἄνδρα καὶ Γρίβα τὸ μικρὸ παιδὶ θενὰ φιλήσω!