Εις το λεύκωμα της κ.Σ.Κ.
Εἰς τὸ λεύκωμα τῆς κ.Σ.Κ. Συγγραφέας: |
Α'
Τί νὰ σᾶς γράψω; μ' ἔσβυσε ὁ χάρος καὶ ἡ μοῖρα·
στοῦ ἀδελφοῦ μου τὸ σταυρὸ ἐκρέμασα τὴ λύρα.
Ὅ,τι κι' ἄν ψάλω, ὅ,τι εἰπῶ καὶ στοχασθῶ ἀκόμα
τὸ παίρνω ἀπὸ τοῦ τάφου του τ' ἀγαπημένο χῶμα...
Περάσαν τ' ἄλλα, πέρασαν... ἐσβύσανε γιὰ μένα·
κεῖνα ποὺ ζοῦν νεκρώθηκαν, καὶ ζοῦν τὰ πεθαμμένα·
ὅ,τι δὲν εἶναι τάφος του, σταυρός, ἢ φέρετρό του,
λουλοῦδι ἀπὸ χάρου γῆ στὸ χῶμά του βγαλμένο,
ὅ,τι δὲν ἔπιασε ποτὲ τὸ χέρι τ' ἀκριβό του,
γιὰ μένα εἶναι ξένο!
Ζῶ μὲ τ' ἀδλέφι μου μαζῆ· αὐτ' εἶναι ἡ ζωή μου·
πότε στὸν τάφο του ἐγώ, πότε αὐτὸς μαζῆ μου...
Ὁ Χάρος μᾶς ἐχώρισε χωρὶς νὰ μᾶς χωρίσῃ·
ἐκεῖνον μνῆμα ἔκανε κ' ἐμένα κυπαρίσσι!
Β'
Βλέπεις γιὰ Κεῖνον ὁμιλῶ, ἐνῷ γιὰ σένα γράφω·
βυθίζω τὸ κονδύλι μου εἰς τὸ νωπό του τάφο.
Ἀλλ' ὅμως γιατὶ ἔπαθα ὅσα ψυχὴ καμμία,
θενὰ χαράξω συμβουλὴ στὸ λεύκωμά σου μία·
αὐτήν: Ἂν θέλῃς ἄκουσ' την. Ἂν θέλῃς σβύσ' την πάλι·
παιδὶ μὴν κάνῃς· ἄνθρωπο κανένα μὴ γεννήσῃς·
ἄχ, ὅ,τι ἔπαθα ἐγὼ ἂς μὴ τὸ πάθουν κι' ἄλλοι·
μὴ τὸ φαρμάκι τῆς ζωῆς κ' εἰς ἄλλον τὸ χαρίσῃς·
σώνουνε τόσοι, σώνουνε, ποὺ εἶναι γεννημένοι,
μὴ τοὺς πληθαίνῃς· τὸ μηδὲν εἰς τὸ μηδὲν ἄς μένῃ·
αὐτὸ εἶν' ὁ Παράδεισος, ἡ μόνη εὐτυχία·
παραίτα τὸ ἀνύπαρκτος εἰς τὴ ἀνυπαρξία!
Γ'
Πλὴν ἂν ἀγάπη σὲ πλανᾷ καὶ μάνας πόθος πάλι,
καὶ θέλεις βρέφος δροσερὸ νὰ βάλῃς στὴν ἀγκάλη,
κἂν ἕνα μόνο γέννησε· μὴ κάμῃς ἀδελφάκια,
γιατὶ θὰ ζοῦν σὲ μιὰ ζωή, θ' ἀνθοῦν σὰν λουλουδάκια
καὶ χάρου χέρι ἔξαφνα θἀρθῇ νὰ τὰ χωρίσῃ,
νὰ πάρῃ ἕν ἀπὸ τὰ δυὸ καὶ τ' ἄλλο νὰ τ' ἀφὴσῃ...
Ἄχ, τὴ ζωὴ ποὺ σοὔδωσαν μὴ δώσῃς εἰς κανένα·
μὴ κάμῃς ὅ,τι ἔκαμε ἡ μάνα μου σ' ἐμένα.