Εις τον Θεόν (Παράσχος)

Από Βικιθήκη
Εἰς τὸν Θεόν
Συγγραφέας:


Α'
Θεό, σοφία, δύναμι, Σὲ κράζουν νύκτα-μέρα
κ' εἶνε τὰ ὡραιότερα ὀνόματα δικὰ Σου·
ὅμως μὲ τ' ὠμορφώτερο Σὲ κράζω ἐγὼ «Πατέρα»,
δὲν εἶν' αυτὸ καλλίτερο, δὲν εἶνε τ' ὄνομά Σου;
Πατέρας Σὺ κ' ἐμεῖς παιδιά, λουλούδια τῆς χειρὸς Σου·
Ὁ Ἄβελ ἦτον τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὁ Ἀδὰμ δικός Σου...

Πατέρας ὄχι μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν πλάσι μόνο,
ἀλλὰ πατέρας στὴν καρδιά, καὶ πειό πολὺ στὸν πόνο
καὶ στὴν ἀγάπη· ἐπειδὴ ἀγάπη ὅλος εἶσαι·
κ' ἐμεῖς ἀγάπη εἴμεθα· Πατέρας μας καλεῖσαι...
Πόσαις φοραὶς βλέπει Θεὸ κρυμμένον ἡ ματιά μου,
μέσ' στῆς ψυχῆς μου τὸ βυθό, βαθειά μέσ' στὴν καρδιά μου!

Τὴν γέννησί Σου πάσχουνε νὰ βροῦν· σκοτεινοτέρα
νυχτιᾶς τὴν βλέπουν οἱ μωροί· ἔχεις καὶ Σὺ πατέρα...
Ναί, ἡ ἀγάπη Σ' ἔπλασε, ἀφοῦ ἀγάπη εἶσαι·
δὲν ἠμπορεῖς τὴν φύσι Σου, τὸ εἶναί Σου ν' ἀρνῆσαι!
Παραλαλῶ· ποιός ἠμπορεῖ νἆναι θεὸς δικός Σου;
Ἄν ἡ ἀγάπη Σ' ἔπλασε, ἐπλάσθης μοναχός Σου...

Τί μύρα ξένα καὶ γλυκὰ ἡ μνήμη Σου ἀφήνει·
τί ὠμορφιαὶς ἀγνώρισταις τὸ ὄνομά Σου δίνει!
Τὸ λέγει ὁ ἁμαρτωλός, ὁ χάρος πρὶν τὸν πάρῃ
καὶ κάμνει σκαλοπάτι του τοῦ τάφου τὸ λιθάρι·
παραμερίζ' ὁ θάνατος κ' ἐκεῖνος ἀνεβαίνει
καὶ βρίσκει τὸν Παράδεισο καὶ φῶς στὸ φῶς του μπαίνει.

Πόσο γλυκὰ ὅταν θρηνῶ θυμοῦμαι τὸ Θεό μου·
πῶς γίνεται τὸ δάκρυ μου δροσιὰ στὸ βλέφαρό μου!
Ἡ πίκρα ὅπου μ' ἔρριξε χαρᾶς μοῦ δίνει νίκη
καὶ χρυσαλλίδα γίνεται τῆς λύπης τὸ σκουλῆκι·
πετιέμ' ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ καὶ βρίσκω στ' ἀκρογιάλι,
λουλούδια, δέντρα καὶ σκιαίς, κ' ὅσους μ' ἀφῆκαν πάλι!

Καὶ ὅλ' αὐτὰ τὸ χέρι Σου, Πατέρα μου, χαρίζει·
σ' ἀρνιέται ὁ μωρὸς σοφός, μακρυά του σ' ἐξορίζει,
γιατ' ἔχει τύφλα στὴν καρδιά· κι' ὅταν δὲν βλέπῃ ἐκείνη
κ' ἡ λάμψις τοῦ προσώπου Σου, κι' αὐτὴ ἀκόμη σβύνει!
Καὶ λένε τοὺς τυφλούς, τυφλούς, αὐτοὶ χωρὶς νὰ ἰδοῦνε,
μὲ τὴν καρδιά τους βλέπουνε ἐκείνους π' ἀγαποῦνε.

«Θεὸς δὲν εἶναι» κράζουνε στὴν ἀσεβῆ τους φρένα·
πῶς; γιατὶ ἔχουν οἱ τυφλοὶ τὰ βλέφαρα κλεισμένα,
δὲν εἶνε, δὲν ὑπάρχουνε, ἥλιος, πουλιά, λουλούδια;
Πλὴν βλέπουν τὸν τραγουδιστὴ ἐκεῖνοι στὰ τραγούδια,
βλέπουν τὸ φῶς στὴ ζέστη του κ' εὐφραίνετ' ἡ καρδιά τους,
βλέπουν καὶ τὰ τριαντάφυλλα· τὰ δείχν' ἡ μυρωδιά τους!

Καὶ τὸ Θεὸ ποῦ θαύματα τὸ ἕνα στ' ἄλλο ἐπάνω
χειροπιαστὰ κηρύττουνε, οἱ δύστυχοι, ἀρνιοῦνται·
αὐτοὶ δὲν βλέπουνε μὲ φῶς, ὡσὰν τοὺς ἄλλους πλάνο,
δὲν βλέπουν μὲ τριαντάφυλλα, μὲ ζέσταις δὲν γελιοῦνται...
Τὸν θέλουν μέσ' στὴ φοῦκτά τους νὰ Τονὲ ψηλαφήσουν
κι' ἀφοῦ Τὸν δοῦν καλά, καλά, Θεὸ νὰ Τὸν ἀφήσουν!
….....................................................................................

Β'
Μὲ τὴ ψυχὴ στὰ χείλη μου αἰώνια σὲ κράζω·
μακρυά Σου, ὅπου κι' ἂν σταθῶ καὶ βρίσκομαι, στενάζω·
καὶ ὅταν σκύφτω καὶ φιλῶ ἀκόμη τὰ παιδιά μου,
ἐσέν' ἀνήσυχα ζητεῖ καὶ τότε ἡ καρδιά μου·
καθὼς ζητεῖ δρόμο νὰ βρῇ καὶ τοῦ τυφλοῦ τὸ βῆμα,
ἀκτῖνα ἡ τριανταφυλλιὰ καὶ τὸ καράβι κῦμα...

Ναί· ὅπου εἶμαι κα`βρεθῶ παντοῦ Θεὸ φουχτόνω·
ἐσένα καὶ εἰς τὴ χαρά, Ἐσένα καὶ στὸν πόνο·
μὲ ἀνοιγμένη τὴ ματιά, μὲ τὴ ματιὰ κλεισμένη
καὶ στ' ὄνειρο ποῦ ἡ ψυχὴ μέσ' στὸ κορμὶ δὲν μένει
κι' ὅταν ὁ φθόνος μὲ κτυπᾷ καὶ τ' ἄδικο μὲ δέρνει·
παντοῦ Σ' εὑρίσκω· ἡ καρδιὰ ποῦ μοὔδωσες Σὲ φέρνει·

χωρὶς ἐσένα τίποτα, κι' ὅλα μαζῆ Σου μόνο·
μακρυά Σου θὰ ἐπέταγα τύχη, χαρὰ καὶ χρόνο,
ἀθάνατη νεότητα κι' Ὁμηρικὸ στεφάνι·
μόνο – συχώρεσε, Θεέ, - ἑνὸς παιδιοῦ Σου πλάνη,
ἂν μοὔλεγαν: «ἢ τὸ Θεό, ἢ στὴν Ἑλλάδα μνῆμα,»
δὲν ξέρω ποῦ θὰ πήγαινε τὸ δίγνωμό μου βῆμα.

Τί λέγω, τί; ἄ, βλάσφημη ἀγάπη δὲν μ' ἀφήνει·
ὅταν Ἐσένα ἀγαπῶ, δὲν ἀγαπῶ κ' ἐκείνη;
Κοντά Σου πάλι θὰ τὴν βρῶ μὲ τὴν παλῃά της χάρι,
στοῦ Ἀχιλλέα τὴ μορφή, στὸ μάτι τοῦ Κανάρη...
Πότε, Θεέ μου, θὰ χαρῇ Ἐσένα ἡ καρδιά μου;
Πλὴν τἄχεις μέσ' στὸν τάφο μου κρυμμένα τὰ φτερά μου.

Γ'
Ἄχ, νὰ Σὲ ἰδῶ· ἡ ὄψι Σου τὸ φῶς μου νὰ τυφλῶσῃ
κ' ἡ τύφλωσίς μου ἄλλο φῶς γιὰ Σένα νὰ μοῦ δώσῃ.
Τὰ στήθη ποῦ μοῦ πάγωσε ὁ κόσμος νὰ θερμάνω·
πόσο καιρὸ τὴν ὄψι Σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους χάνω...
Καλοῦνε χάρο τὸ φτερὸ ὁποῦ τὴ σάρκα ρίχνει!
Καὶ λένε θάνατο τὸ φῶς ποῦ τὴ μορφή σου δείχνει!

Νὰ σὲ ἰδῶ· τί τρομερὴ ἀβύσσου ἐπιθυμία·
νὰ ἰδῶ μέσα στὰ μάτια Σου τὸν ἥλιο καὶ τ' ἀστέρια·
ἀπὸ τὴ λάμψι τους νὰ πιῶ χαρὰ κι' ἀθανασία,
καὶ ν' ἀγκαλιάσω τὸ Θεὸ μὲ τὰ θνητά μου χέρια...
Νὰ ἰδῶ σὲ σκότη κι' ἀστραπαίς, τὸ χαμογέλιο ἐκεῖνο
ὅπου τὸ πρῶτο γέννησες τριαντάφυλλο καὶ κρίνο!

Ἐκεῖ θ' ἀκούσω τὴ φωνὴ ποῦ μ' ἕνα λόγο μόνο,
πλάττει τῆς μάνας τὴν καρδιά, τὸν κεραυνό, τ' ἀηδόνι·
ὅλα νὰ ἰδῶ σὲ μιά μορφὴ κι' ἀμέτρητο τὸν χρόνο
καὶ κάτω ἀπὸ τοῦ θρόνου Σου τὸ φῶς, τὸ χάρο σκόνη·
κ' ἡ σκόνη αὐτὴ νὰ γίνεται φτερά, πουλιά, λουλούδια,
κρύα κι' ἀθάνατα νερὰ κι' ἀγγελικὰ τραγούδια...
…...........................................................................
Ψέμματα λένε, ψέμματα· ὄχι δὲν εἶναι πόνοι·
δὲν εἶν' ἀρρώστεια, ξενητειά καὶ θάνατος καὶ τρόμος,
κι' ἂν μποῦν στὰ φυλλοκάρδια μας ποῦ ἡ ψυχὴ ριζόνει,
δὲν τὴν νικοῦνε τὴ χαρά, γιατ' εἶν' αὐτὴ ὁ νόμος...
Ὤ, τὴν ἀθάνατη ζωὴ στιγμὴ δὲν τὴ νεκρόνει·
περνᾷ ἐκείνη, κ' ἡ χαρὰ βαθύτερα ριζόνει!

Ναί· εἶναι τηλεσκόπιο γιὰ τὴ χαρὰ ὁ πόνος·
ἡ δίψα ποῦ καὶ τὸ νερὸ γλυκύτερο τὸ κάνει·
σκάφτει αὐτὸς κ' ὑψόνεται τὸ ρόδο τοῦ λειμῶνος,
καὶ μᾶς χαρίζει τὴ ζωὴ ἀνίσως μᾶς πεθάνῃ.
Γιατί, ὅταν πεθάνωμε, μονάχα τότε ζοῦμε·
πάλι ἀνταμονόμεθα μ' ἐκείνους π' ἀγαποῦμε!

Θάφτεις τὸ σπόρο· πλὴν ἡ γῆ μὲ τὸν καιρὸ ἀνοίγει,
βελανιδιὰ γεννᾷ ψηλὴ καὶ μὲ τ' ἀστέρια σμίγει.
Ἄχ! ὅ,τι θάφτωμε στὴ γῆ δὲν εἶν' ἀποθαμμένο·
πάλι ἀνάφτει τὸ κερὶ ποῦ κείτεται σβυσμένο,
κι' ὅταν τελειόνῃ στὴ φωτιά, δὲν χάνεται κι' ἂν σβένῃ·
ἡ φλόγα γίνεται καπνὸς κι' ἀπάνω ἀνεβαίνει...

Ὤ, φαντασθῆτε τὴ χαρά, τὴν ἄγνωστη, τὴ θεία,
χαρὰ ποῦ δὲν ἐγνώρισε ψυχὴ ποτὲ καμμία,
νὰ ἰδῆτε ὅ,τι ἔκρυψε στὸ χῶμα τάφος κρύος,
ἐκείνους ποῦ ἐχάσατε γιὰ πάντα, αἰωνίως·
τὴν μάνα, τὸν πατέρα σας, ἀδέλφι' ἀγαπημένα,
καὶ πάππους ποῦ δὲν εἴδατε ποτὲ καιρὸ κἀνένα!

Νὰ σείνετ' ἔξαφνα μυρτιὰ καὶ χερουβεὶμ νὰ βγαίνῃ·
νὰ πέφτῃ στὴν ἀγκάλη σου καὶ νἆναι αὐτὸ παιδί σου·
ν' ἀκοῦς τραγοῦδι ἀγγελικὸ ἀπὸ κιτρι'ἀνθισμένη
καὶ εἰς ἀγγέλου πρόσωπο νὰ ἰδῇς τὴν ἀδελφή σου...
Κι' ὅπου στραφῇς, σ' ἀθάνατο καὶ στὸ δικό τους σχῆμα,
νὰ βλέπῃς φίλους ποῦ νεκροὺς ἐφίλησες στὸ μνῆμα!

Ὤ, τὴν ἀντάμωσι αὐτή, αὐτὴ τὴν εὐτυχία,
ποῦ δὲν τὴν εἶδε ἡ καρδιά καὶ νοῦς δὲν τήνε φθάνει·
αὐτὴ τὴ δεύτερη χαρὰ γεμάνη ἀθανασία,
ποῦ μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσῃ καὶ νὰ κάνῃ!
Ὅπου κ' οἱ ἄγγελοι αὐτοὶ ζηλεύουνε ἀκόμα,
γιατί δὲν εἶνε χωρισμὸς εἰς τ' οὐρανοῦ τὸ δῶμα...

Ἄχ, τί χαρά· μέσα σὲ φῶς κι' οὐράνι λουλούδια,
μπρὸς σὲ Θεοῦ χαμόγελο καὶ σὲ νεροῦ τραγούδια,
νὰ σφίγγῃς ὁλοζώντανους, νὰ σφίγγῃς στὴν ἀγκάλη,
ὅσους ἐβάλανε στὴ γῆ τὴν τρομερὴ καὶ κρύα,
κι' ἀγαπημένων σου φωνὴ νὰ ξανακούσῃς πάλι·
ὤ, τί κατακλυσμὸς χαρᾶς, τί βάθους εὐσπλαγχνία!

Νὰ βλέπῃς μέσα στὴν Ἐδὲμ καὶ μέσα στὴ χαρά της,
ὅλη τὴ γῆ στὸν οὐρανό, χωρὶς τὰ μνήματά τους·
φύσι γνωστὴ κι' ἀγνώριστη· ὁλάκερη τὴν κτῆσι
σὲ περιβόλι ἀτέλειωτο· πλὴν δίχως κυπαρίσσι...
Γιατί δὲν κλαῖν' ἐκεῖ ποτέ· ἄ, ὄχι· κλαῖνε, κλαῖνε,
ἀλλὰ δροσιά, χαρὰ Θεοῦ, τὰ δάκρυα ἐκεῖ τὰ λένε!

Καὶ νἄρχωνται οἱ φίλοι σας ἐκεῖ γιὰ νὰ σᾶς δοῦνε·
νὰ σᾶς ρωτοῦνε γιὰ τὴ γῆ καὶ γιὰ τὴ γειτονειά τους·
τὴν δεξιά σας ἥρωες μ' ἀγάπη νὰ κρατοῦνε,
ποῦ σὲ τραγούδια εἴδατε κι' αὐτοὺς καὶ τ' ἅρματά τους.
Νὰ βλέπῃς ὅλαις ταὶς γενιαὶς κι' ὅλα μαζῆ τὰ χρόνια,
κι' ὅλων μαζῆ τῶν Παρνασσῶν τὰ πεθαμμέν' ἀηδόνια...

Θνητοὺς νὰ δῆτε τοὺς Θεοὺς στοὺς κάμπους τοῦ ἀπείρου,
ν' ἀκολουθοῦν τὸν Πλάστη τους, τὴν λύρα τοῦ Ὁμήρου·
κ' εἰς δέντρα καταφώτιστα καὶ ἀπὸ δάφνης θόλους,
ὅλη τὴν Ἰλιάδα σας, τοὺς ἥρωάς της ὅλους
χωρὶς κοντάρι· ἐπειδὴ εἰς τ' ἅγια ἐκεῖνα μέρη
κι' ὁ Ἀχιλλέας γιὰ σπαθὶ ἀνθὸ κρατεῖ στὸ χέρι...

Τί εὐσπλαγχνία· ἄγγελος νὰ γίνεται ἡ σκόνη,
κι' ἀπ' ἄστρο σ' ἄστρο νὰ πετᾷ, ὅπου στραφῇ ἡ ματιά του·
καμμιά φορὰ καὶ εἰς τῆς γῆς τ' ἀστέρι νὰ σιμόνῃ
καὶ τὸ σταυρὸ τοῦ τάφου του νὰ πέφτουν τὰ φτερά του...
Νὰ βλέπῃ μέρη θλιβερὰ κι' ἀγαπημέν' ἀκόμα·
ἄχ· νὰ ξεχάσῃ δὲν μπορεῖ τὸ χῶμα τ' ἄλλο χῶμα!

Ἀλήθεια, ἀλήθεια· καὶ αὐτοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἡ χάρι,
ἀπὸ τὴ μνήμη μας τὴ γῆ δὲν ἠμπορεῖ νὰ πάρῃ,
γιατί ἀγάπη θλιβερή, παράξενη, μᾶς δένει
μὲ ταὶς μεριαὶς ποῦ ἡ καρδιὰ ἐκτύπα πικραμένη...
Ναί· θέλω γῆ στὸν οὐρανὸ κι' ἂς ἤτανε μητρυιά μου
καὶ μ' οὐρανοῦ χαμόγελο δάκρυ τῆς γῆς σιμά μου!

…...............................................................................
Κλεισθῆτε, μάτια, γρήγορα, ἐπάνω ν' ἀνοιχθῆτε,
γῆ κι' οὐρανό, ὅλα μαζῆ, σμιγμένα νὰ τὰ ἰδῆτε·
ἐδῶ στὴν ἄνοιξι, ἐκεῖ δροσάτο καλοκαῖρι,
κοντά του τὸ φθινόπωρο μὲ Ἀπριλιοῦ ἀγέρι,
κι' ἐμπρὸς εἰς ὅλα τὸ Θεό· ἄ, κ' ἡ ἀθανασία,
μιά μόνη, μιά εἶνε στιγμὴ σὲ τόση εὐτυχία!

Ναί· ὅ,τ' ἡ τολμηρότερη καρδιά ἔχῃ ρεμβάσει,
ξένο, κρυφό, ἀγνώριστο, θὰ ἰδῇ καὶ θὰ τὸ πιάσῃ.
Ἔρωτα· ἄλλον ἔρωτα! δροσιᾶς καὶ ἀκτίνας κόρη,
ἄλλη ζωή, ἄλλα πουλιὰ καὶ θάλασσαις καὶ ὄρη,
καὶ θ' ἀκτινοβολῇ παντοῦ, ὅπου στραφῇ ἐμπρός της,
ἡ ὠμορφιά τῆς Παναγιᾶς κι' ὁ μυρισμένος Γυιός Της!

Ὅταν ἀπὸ τὴν ξενητειά μὲ τὰ πανιά σχισμένα,
καράβι μπαίνῃ ὁλόχαρο στὸν πατρικὸ λιμένα,
ἀντιλαλεῖ ἀπὸ χαρὰ ἡ ἀμμουδιά, καὶ χίλια
ἀνοίγουν χείλη γιὰ φιλὶ καὶ σείνονται μαντήλια·
ἐδῶ φιλιοῦνται ἀδελφοὶ καὶ λίγο παρα πέρα,
μάν' ἀγκαλιάζει τὸ παιδὶ καὶ κόρη τὸν πατέρα!

Ἀνίσως εἶν' αὐτὴ χαρά, τί θενὰ εἶν' ἡ ἄλλη,
ἡ ἄλλη, ποῦ κ' εἰς ὄνειρο ποτὲ δὲν εἶδε μάτι,
ἐκείν' ἡ τρέλλα τῆς χαρᾶς, νὰ ξανασμίξῃς πάλι,
ὅσους ἐκύτταξες νεκροὺς στοῦ τάφου τὸ κρεββάτι;
Νὰ σὲ φιλοῦνε ζωντανὰ εἰς τ' οὐρανοῦ τὸ δῶμα
τὰ χείλη ὅπου ἔκλεισε καιρὸς καὶ Χάρου χῶμα;...
….............................................................................

Δ'
Ἄχ, ὅ,τι νοιόνω στὴν καρδιά, τοῦ κάκου, δὲν τὸ γράφω,
καὶ τὴν εἰκόνα τ' οὐρανοῦ μὲ χρῶμα γῆς τὴν βάφω.
Ὄψι πρὸς ὄψι τὸ Θεὸ ἀκόμη δὲ τὸν εἶδα
κ' ἐξέχασα τόσο καιρὸ στὰ ξένα τὴν πατρίδα...
Δὲν μὲ ἀφήνουν τῆς ζωῆς τὰ πάθη, αἱ ὀδύναι·
ἄ, τί ζωὴ θὰ εἶν' ἐκεῖ· θὰ εἶναι; Εἶναι, εἶναι!

Τὴν βλέπεις ὅταν τὴ ματιὰ στὸν οὐρανὸ ὑψόνῃς,
ὅταν σὲ τάφο στέκεσια, ὅταν ἀκοῦς καμπάνα,
ὁταν πατέρας γίνεσαι, ὅταν ἐχθρὸ γλυτόνῃς,
ὅταν παντρεύῃς ὀρφανὴ κι' ἀκόμη ἔχῃς μάνα...
Καὶ σέρνῃς κάτω, εἰς τὴ γῆ, τὸν οὐρανὸ μαζῆ σου,
ὅταν ριζόνῃς τὸ Θεὸ βαθειὰ μέσ' στὴ ψυχή σου.

Κι' αὐτὸ δὲν εἶναι στοχασμὸς ποῦ φῶς ἀφήνει πλάνο·
ταξείδεψα μὲ τὴ ψυχὴ συχνὰ ἐκεῖ ἐπάνω·
ἡ Πίστις μοὔδωσε σφτερὰ καὶ μ' ἄνοιξε τὴ θύρα
καὶ εἶδα ὅσα τραγουδεῖ στὰ χέρια μου ἡ λύρα.
Μὲ πόσους δὲν ὡμίλησα νεκρούς μου ἀγαπημένους,
καὶ πόσους δὲν ἐγνώρισα στὴν ὄψι μόνο ξένους!

Εἶδα ἐκεῖ καὶ τὴ Σαπφὼ σὲ ροδοδάφνης στρῶμα,
ὡραία σὰν τοὺς στίχους της ἐμπρός μου νὰ προβάλλῃ·
εἶναι ἡ λύρα της ὑγρὴ ἀπὸ τὸ κῦμ' ἀκόμα,
πλὴν τὴν ἀνάφτουν ἡ φωνὴ καὶ ὁ Θεὸς ποῦ ψάλλει·
ψάλλει, καὶ παύουν τὰ πουλιά, τὰ Χερουβείμ, τ' ἀγέρι,
κι' ἀγγελικὸ τὴ λύρα της τηνὲ στηρίζει χέρι...

Ποιοί πόνοι, ποιά μαρτύρια τῆς γῆς κι' ἀπελπισία,
μπορεῖ νὰ μετρηθῇ μ' αὐτὴ τὴν ἄφθαρτη εὐτυχία;
Ἀθάνατοι ἂν ἤμεθα – καὶ εἴμεθα – τὸ ξέρω,
ὅλα τὰ βάσανα μπορῶ μονάχος μου νὰ φέρω.
Ἄς ἔλθουνε· τὴ μαύρη γῆ τοῦ τάφου μου ἀφήνω,
κάνω φτερά, καὶ γίνομαι τοῦ Παραδείσου κρίνο!
…..........................................................................

Εὐλογημέν' ἡ χάρις Σου, Θεέ μου· Σὺ τὴ δίνεις,
τέτοια χαρά, τέτοια ζωή, στόν ἄνθρωπο, στὸ χῶμα·
σὺ τὴν ἀθανασία Σου νὰ χαίρεται ἀφηνεις
καὶ τὸ σκουλῆκι δέχεσαι στὸ ἄχραντό Σου ῶμα...
Ἄχ, ᾑ εὐεργεσίαις σου ποῦ στὴν καρδιὰ σκορπίζεις,
ταὶς ἀνταμείβει τὸ καλὸ μονάχα ποῦ χαρίζεις!

…........................................................................
Τοὺς στίχους τούτους ἔγραψα, ὀλίγο πρὶν σὲ χάσω,
ἀδέλφι μου ἀκόμα·
θυμᾶσαι; ἦλθα σκεπτικός, χλωμός, νὰ στοὺς διαβάσω·
ἄχ, ποιὸ νὰ μᾶς τὸ ἔλεγε κείνη τὴν ὥρα στόμα
πῶς ἄλλους δὲν θὰ πρόφθανες ν' ἀκούσῃς ἀπὸ ἐμένα...
Συγκινημένος μ' ἄκουγες, μὲ μάτια δακρυσμένα,
καὶ μοῦ εἶπες· «γρήγορα κ' ἐμεῖς θὰ μποῦμε μέσ' στὸ χῶμα·
μὰ καθὼς λέει θὰ σμίξωμε εἰς τ' οὐρανοῦ τὸ δῶμα!»
Νὰ δώσ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ· ἢ κάτω ἢ ἀπάνω,
ὅπου κι' ἂν εἶναι νὰ σὲ ἰδῶ καὶ πάλι σὰν πεθάνω.