Εις την επετηρίδα των γάμων μου
Εις την επετηρίδα των γάμων μου Συγγραφέας: |
Ἐμπρός, ἡ λύρα σήμερα ἂς δώσῃ καὶ ἂς πάρῃ...
σὰν σήμερα, κυρία μου, μ' ἐπῆρες καὶ σ' ἐπῆρα,
σὰν σήμερα ἐγίναμε ἀγαπητὸ ζευγάρι,
κι' ἑνώθηκε ἡ μοῖρα σου μὲ τὴ δική μου μοῖρα.
Σὰν σήμερα ἐνοιώσαμε τῆς ἀγκαλιᾶς τῇς γλύκες,
κι' ἕνας στὸν ἄλλον εἴπαμε: ποῦ σ' ηὕρα, ποῦ μὲ βρῆκες;
Θυμᾶσαι;... τότε ἡ Ελλὰς γιὰ πόλεμο ἐλύσσα,
ἀπὸ παντοῦ μᾶς ἤρχοντο τορπιλλοφόρα σκάφη,
ἀέρας τὴ σημαία μας πολεμικὸς ἐφύσα,
καὶ θούρια ἡ ποίησις δὲν ἔπαυε νὰ γράφῃ.
Σ' ὅλων τὸ χέρι ἄρματα, σ' ὅλων τὴ ράχη βάρος,
κι' ἤμουν κι' ἐγὼ ἐπίστρατος, κι' ἤμουν κι' ἐγὼ φαντάρος.
Πόσαις φοραῖς ἀκουμπιστὸς ἀπάνω στὸ τουφέκι,
ὡσὰν ἀκοίμητος φρουρὸς πολεμικῆς εἰρήνης,
πότε μπροστά μου ἔβλεπα τὸν Πόλεμο νὰ στέκῃ,
καὶ ἄλλοτε τὸν Ἔρωτα μὲ πρόσωπο γαλήνης.
Ὠνερευόμουν αἵματα, ὠνειρευόμουν γάμους,
κρεββάτια μὲς στῇς λαγκαδιαῖς καὶ νυμφικοὺς θαλάμους.
Μὰ δίχως κἂν τὸ χῶμα μας νὰ κηλιδώσῃ αἷμα,
εἰρήνης γλυκοχάραγμα στὸ ἔθνος μας ἐφάνη,
καὶ μόλις ἔβγαλα κι' ἐγὼ τὸ τουρκομάχον στέμμα,
εὐθὺς ἐστεφανώθηκα μὲ νυμφικὸ στεφάνι.
Ἐπέταξα τὰ ὅπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο,
καὶ σὰν τρικούβερτος γαμπρὸς ἐφόρεσα τὸ φράκο.
Θυμᾶσαι τότε τί χαρά!... ἀντὶ μαχῶν καὶ κρότων
τὸ Ἡσαΐα χόρευε, κουφέτα καὶ ραχάτι,
ἀντὶ θουρίων φλογερῶν τραγούδια τῶν ἐρώτων,
κι' ἀντὶ φαράγγων καὶ κρημνῶν ἕνα ζεστὸ κρεββάτι.
Ὦ, σύννεφα ροδόχρυσα παρθενικῆς εἰρήνης!
ὦ πούπουλα κι' ἀρώματα τῆς μαλακῆς μου κλίνης!
Θυμᾶσαι τὰ παιχνίδια μας καὶ τῆς καρδιᾶς τοὺς κτύπους!
Θυμᾶσαι τί ξεφάντωμα καὶ πόση φασαρία!...
κι' ἐγὼ τοῦ γάμου ἀκριβῶς ἐφύλαξα τοὺς τύπους,
καὶ μόνο ποὺ δὲν πήγαμε κι' ἐμεῖς στὴν Ἑσπερία.
Γλυκὰ γλυκὰ περάσαμε τοῦ μέλιτος τὸν μῆνα
στ' ἀγαπημένο σπίτι μας, στὴ γαλανὴ Ἀθήνα.
Σὰν σήμερα, κυρία μου, τελειόνει ἕνας χρόνος,
κι' ἀκόμη μ' ἔρωτος θερμοῦ πυρώνομε ἀκτίνας,
κι' οἱ μῆνες τοῦ καλοκαιριοῦ κι' οἱ μῆνες τοῦ χειμῶνος
γιὰ μᾶς καθὼς τοῦ μέλιτος διαβαίνουμε τοὺς μῆνας.
Κι' ἔτσι, νομίζω, δείχνουμε στὸν κόσμο καὶ στὴ φύσι
πὼς καὶ ὁ γάμος δὲν μπορεῖ τὸν ἔρωτα νὰ σβύσῃ.
Καὶ παντρεμμένος, ἔρωτα, γιὰ σὲ ἂς λαχταρῶ...
ὤ! ἂν μᾶς ἔλειπε κι' αὐτὸς ὁ γυιὸς τῆς Ἀφροδίτης,
καὶ πάντοτε καὶ μάλιστα σὲ τοῦτον τὸν καιρό,
ποὺ πρέπει τὸ ἐλάχιστον νὰ εἶσαι τραπεζίτης,
γυναῖκα δὲν θὰ ἔβλεπαν στὸ μάτι των ποτὲ
οἱ ἀφελεῖς φιλόσοφοι καθὼς κι' οἱ ποιηταί.
Ὤ! ναὶ τρελλέ μου ἔρωτα, μαζί μας πάντα γλέντα,
καὶ διαδόχων γενεαὶ ἂς γίνουν δεκατρεῖς,
καὶ καῖε μας, καὶ σπρῶχνε μας, καὶ τόξευε καὶ κέντα...
θέλει φαντάρους κι' ἀπὸ μᾶς ἡ φίλη μας πατρίς.
Ἐμπρός, καὶ ἂν ἀσπρίσουνε τὰ μαῦρα μας μαλλιά,
βοήθα νὰ περάσωμε κι' αὐτὸν τὸν βασιληᾶ.