Εις την δόξαν

Από Βικιθήκη
Εἰς τὴν δόξαν
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου



Γ. Μαρτινέλης
ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΟΞΑΝ
ΥΠΟ
Γ. ΜΑΡΤΙΝΕΛΗ

’Σ τοῦ κόσμου τὴν πλάνη
τιμαὶς δὲν ζηλεύω·
τὸ μέλλον γυρεύω
’ς τὸ μέλλον πετῶ.

Θερμότερη ἀγάπη
μ’ ἐμάγευσεν ἄλλη·
τ’ ἁγνά σου τὰ κάλλη,
ὦ Δόξα, ποθῶ.

Πολλοὶ τὰ κρυφά σου
φτερὰ δὲν θωροῦνε,
κ’ ἐμπρός σου πηδοῦνε
γεμάτοι χαρά·

ἀλλ’ ἅμα πετάξῃς
ὀλίγοι σὲ φθάνουν·
ὢ πόσοι σὲ χάνουν
πρὶν φθάσῃς ’ψηλά!

Κ’ ἐγώ, πού ’ς τὴ νειώτη
πολὺ σ’ ἀγαποῦσα,
’ψηλὰ σ’ ἐθωροῦσα
μ’ ἐλπίδα θερμή.

Ἀλλ’ ἅμα κι’ ἀκούσθη
τὸ πρῶτο μου ᾆσμα,
τοῦ φθόνου τὸ φάσμα
ἐβγῆκε μ’ ὀργή.


κ’ ἐστήθηκ’ ἐμπρός μου
φρικτὰ μανιωμένο.
Ἐγ’ ὅμως χυμένο
τὸ φῶς σου θαρρῶ·

κι’ ἂν δείχνω ’ς τὸν κόσμο
πῶς τάχα κοιμοῦμαι,
ποτὲ δὲν σ’ ἀρνοῦμαι
μὲ θάρρος σ’ ὑμνῶ.

Ἀζήλευτη φήμη,
ποῦ γλήγορα βγαίνει,
συχνὰ δὲν αὐξαίνει,
τελειώνει βουβή·

ἀλλ’ ὅταν μ’ ἀγῶνα
τὸν Φθόνο σκορπίσῃ,
γιὰ πάντα θὰ ζήσῃ
πιστή σου ἀδελφή.

Σὰν νἄμουν μαζί σου
’ς ἀγνώριστη χώρα,
’ς τὸν ὕπνο μου τώρα
σὲ βλέπω συχνά.

Κ’ ἐκεῖ ποῦ ’ς τὸν ὕπνο
μ’ ἀνάβεις τὸ στῆθος,
’ς τὸ μέτωπο πλῆθος
μοῦ δίνεις φιλιά.

Σύ, Δόξα, τὰ νέφη
τοῦ μέλλοντος σχίζεις
καὶ πάντα ῥαντίζεις
μ’ ἀκτίναις τὴν γῆ·

κι’ ἂν μ’ ἔξοχη ἀγάπη
γιὰ σὲ λακταροῦνε
ἀθάνατοι ζοῦνε
μαζί σου οἱ θνητοί.

Σ’ ὡρκίσθηκα πίστι,
τὸν ὅρκο φυλάω·
γιὰ σὲ πολεμάω
μὲ τόσα δεινά.

Καὶ σὺ μὲ τὸ φῶς σου
Θεά, σκέπασέ με,
’ψηλὰ σήκωσέ με
μὲ τ’ ἄσπρα φτερά.

Κι’ ἀνίσως μὲ φέρῃς
’ς τὴν ἄπειρη σφαῖρα
καὶ ἀνέσπερη μέρα
μὲ κάμῃς νὰ ἰδῶ,

’ς τὸ μέγα στεφάνι
ποῦ ’κεῑ σὲ στολίζει
ἓν ἄνθος ν’ ἀξίζῃ
θὰ δέσω κ’ ἐγώ.