Εις την αποδημούσαν ψυχήν του

Από Βικιθήκη
Εἰς τὴν ἀποδημοῦσαν ψυχήν του
Συγγραφέας:
Τὰ Ἅπαντα (1873)


ΤΩΡΑ ποῦ χαμοκέρασα μοσχοβολᾷν στὴ φτέρη,
Ποῦ ἀνοίγει τ’ ἄνθη ἡ μυγδαλιὰ,
Ποῦ κρυφοσμίγουν τὰ πουλιὰ
Καὶ παίζουν τέρι, τέρι·

Τώρα ποῦ ντύθηκεν ἡ γῆ νυφιάτικο στολίδι—
Ἂχ ναί!—καὶ ἡ θάλασσα χρυσῆ
Λαμποκοπάει, ποῦ πᾶς ἐσὺ
Στὸ θλιβερὸ ταξεῖδι;

Χῦσε, ψυχὴ, μιὰ δέησι στοὺς οὐρανοὺς καὶ στάσου,
Καὶ μὴ στὸ μαῦρο χῶμα, μὴ
Ἀφίνῃς τ’ ὤμορφο κορμὶ
Καὶ τὰ ξανθὰ μαλλιά σου.

Ψυχή! μὲ ἀφίνεις ἔρημο, ψυχὴ λαχταρισμένη!
Δέτε πῶς κλαίγω, πῶς πονῶ,
Ἀγγέλοι ποῦ στὸν οὐρανὸ
Τὴν πᾶτε δειλιασμένη!

Κρατῆστε, ἀγγέλοι, τὰ φτερὰ, καὶ αὐτὴ νὰ σταματήσῃ
Σταὶς ὠμορφιαὶς τῶν λουλουδιῶν,
Καὶ στὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν
Τὰ μάτια νὰ γυρίσῃ.

Ὄχι! παιχνίδια νὰ μὴ ἰδῇ ἐδῶ στὸν κόσμο κάτου,
Μήτε λουλούδια δροσερά!
Ν’ ἀκούσῃ μόνον θλιβερὰ
Τραγούδια τοῦ θανάτου.