Ὅλα καλὰ καὶ ἅγια καὶ σχωρεμένα, Νόρμα,
εἰς ὅσα ἢ συνήθεια, ἢ κλίσις σὲ παρώρμα,
ἢ φύσις, ποῦ δὲν ἔμαθες εἰς νοῦν νὰ ὑποτάσσῃς.
Ἕνα μονάχα σὲ χαλᾷ,
ἕνα δὲν ἔκαμες καλά:
Ἐνῷ ἐγὼ σὲ ’χάϊδευα, ἐσὺ νὰ μὲ δαγκάσῃς!
Κάποιος φτωχὸς γι’ ἀρρωστικὸ δὲν ἔχει τί νὰ φάγῃ,
κ’ ἐσὺ χορταίνεις ζάχαρι, μπισκότα μέσ’ στὸ τσάγι.
Καλά! Εἶναι συνήθει’ αὐτό. Πόσοι στὸν κόσμο τάχα
δὲν εἶχαν ἄλλοτε ψωμὶ,
καὶ τώρ’, ἀφένταις μὲ τίμη,
παραπονιοῦνται, γιατὶ ζοῦν μὲ πέρδικαις μονάχα;
Κ’ ἐνῷ τῆς χήρας τὰ παιδιὰ κοιμοῦνται πὰ στὸ χῶμα,
σὺ ξενυχτᾷς καλότυχη μέσ’ στῆς Μαρῆς τὸ στρῶμα.
Ἁγία κλίσις εἶν’ αὐτή! Στὸν κόσμο ποιός δὲν δίνει
ἐλευθερία καὶ χαρά,
καὶ προῖκα κι’ ἄμετρον παρᾶ,
γιὰ ν’ ἀποφύγῃ, σὰν καὶ σέ, τὴν μοναξιὰ στὴν κλίνη;
Ἀλήθεια, γιὰ τὰ χάδια αὐτά, ποῦ σ’ ἔχουν παραλλάξει,
εὑρίσκουν κἄπου τὰ χαλιὰ ὄχι πολὺ ἐν τάξει—
Συγχωρεμένο φυσικό, ποῦ πάντα νὰ ξεκάμῃ
μιὰν ὥρ’ ἀρχήτερα κυττᾷ
ἀπ’ ἄχρηστα καὶ περιττά!
Διαφέρει τάχατες γι’ αὐτό, στὸν δρόμο, ἢ στὸ χράμι;—
Ὅλα καλὰ καὶ ἅγια καὶ σχωρεμένα, Νόρμα,
εἰς ὅσα ἢ συνήθεια ἢ κλίσις σὲ παρώρμα,
ἢ φύσις, ποῦ δὲν ἔμαθες εἰς νοῦν νὰ ὑποτάσσῃς.
Αὐτὸ μονάχα σὲ χαλᾷ,
αὐτὸ δὲν ἔκαμες καλά:
Ἐνῷ ἐγὼ σὲ ’χάϊδευα, ἐσὺ νὰ μὲ δαγκάσῃς!
|