Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εις την Κρήτην (πρώτο)

Από Βικιθήκη
Εις την Κρήτην
Συγγραφέας:


Στάσου κόρη της ημέρας,
ασυνήθιστη στο σκότος.
Όλη νύκτα θυμωμένη
δεν ησύχασες σταλιά,
εκτυπούσες τας αλύσεις
και ακούετουν ο κρότος
να, που πρόβαλε αντικρύ σου
η αυγή τριανταφυλλιά.

Κρέμμασ' τ' άρματά σου πλέον,
σφόγγισε τον ίδρωτά σου,
μισογδύσου το σεντόνι
στην αυγή ν' αντικρυσθείς.
Πλύθου πού 'σαι ματωμένη,
πλέξε τα λυτά μαλλιά σου
κ' εις την δάφνη σου από κάτω
κάθισε ν' αναπαυθείς.

Αμαζόνα σκλαβωμένη
που ζητείς ελευθερίαν,
και ακόμ' αστροπελέκια
τα δυο χέρια σου κρατούν,
έσωσες από μεγάλην
του πελάγου τρικυμίαν
τον σταυρό και την τιμήν σου
κι όλοι σε χειροκροτούν.

Τώρα πια σαν ξημερώσει,
κι όλα θά 'ναι φωτισμένα,
εις της μάνας σου θα είσαι
σαν τρελλή την αγκαλιά,
και θα της τα λες τραγούδια
όλα σου τα περασμένα,
κι από αγάπη θα σε σφίγγει,
να σε τρώγει από φιλιά.