Εις την Κρήτην (δεύτερο)

Από Βικιθήκη
Εις την Κρήτην
Συγγραφέας:


Πόσοι πατέρες μας παλιοί τους περασμένους χρόνους
μες στης σκλαβιάς τα βάσανα, μες στης σκλαβιάς τους πόνους
με την ελπίδα εζούσανε τέτοια γιορτή να φθάσουν
και όμως όλοι απέθαναν χωρίς να την γιορτάσουν.

Αυτήν την χάρην ο Θεός σ' εμάς την έχει δώσει,
εμείς να την γιορτάσουμε τέτοια γιορτή μεγάλη
και αν ελπίζωμεν σ' αυτόν θα μας ξαναξιώσει
και πάλιν να γιορτάσουμε σαν τέτοια ακόμα κι άλλη.

Χαίρε του πόντου ηρωίς, ο κόσμος σε συγχαίρει
που ετσάκκισες τα σίδερα στο δυνατό σου χέρι
που ενίκησες κι απέκτησες ό,τ' ήθελε η καρδιά σου,
και παίρνεις βασιλόπουλο παιδί απ' τη γενιά σου.
Δόξασε τώρα τον Θεόν από καρδιάς και κλαύσε,
λησμόνησε το παρελθόν και τον αγώνα παύσε.
Αν ο σταυρός σου κτύπησε το στήθος, τον σταυρό σου,
και το 'χεις μέσα στην καρδιά πικρό παράπονό σου,
παράπονο αλησμόνητο, αλλά λησμόνησέ το,
εις την μεγάλην σου χαράν κι αυτό συγχώρησέ το.
Επόνες κ' επονούσαμε κ' εμείς στα βάσανά σου
ο πόθος σου 'ναι πόθος μας, χαρά μας η χαρά σου,
η νίκη σου 'ναι νίκη μας, γιορτή μας η γιορτή σου
γι' αυτό κ' εμείς ολόχαροι γιορτάζουμε μαζί σου.
Σήμερον που η σημαία σου ψηλά θα κυματίσει
εμπρός εις τον απέραντον βοριά κ' εμπρός στην δύσην.
Στην ματωμένη σ' αγκαλιά που 'χει αμαζόνος χάρη,
σφίξε της μάνας μας παιδί, της μάνας μας καμάρι.
Που το διψούσε προ πολλού, προ χρόνων η καρδιά σου,
και δώσ' του και την δάφνην σου, δώσ' του και τ' άρματά σου.
Την νίκην σου χειροκροτεί κι ανατολή και δύσις·
στην ιστορίαν γράψε το, να μην το λησμονήσεις,
πως από μέσα απ' τη βαριά σκλαβιά σαν αμαζόνα
με το σπαθί σου εφόρησες πριγκίπισσα κορώνα.