Εις τα γενέθλια του Αιμιλίου μου

Από Βικιθήκη
Εἰς τὰ γενέθλια τοῦ Αἰμιλίου μου
Συγγραφέας:


25 Αὐγούστου 1879

Α'
Τὴν πλάσι μὲ τὸ χέρι μου τὸ πατρικὸ γυμνόνω,
γιὰ νὰ σοῦ στείλω σήμερα τὰ δῶρά σου, παιδί μου·
κι' ἀνίσως καὶ δὲν φθάνουνε, τὸ χέρι μου ἁπλόνω
μέσα στὸν κῆπο τῆς καρδιᾶς, βαθειὰ μέσ' στὴν ψυχή μου
καὶ πέρνω ἄνθη μὲ νερὸ ἀγάπης ποτισμένα,
ἀναθρεμμένα στὸ φιλὶ καὶ στὸν παλμὸ ἀνθισμένα...
Σοῦ τὰ χαρίζω· ἄνοιξε τὸ ζαχαρένιο στόμα
καὶ πάρε τὰ φιλήματα αὐτά, καὶ αὐτὸ ἀκόμα
καὶ τὴν καρδία μου ὁλόκληρη, τοὺς πόθους, τὴν εὐχή μου
καὶ μὲ τ' ἀδέλφια σου μαζῆ μοιράστε τα, παιδί μου!

Β'
Μοιράστε τα· ὅμως ἐγὼ δὲν ἔχω, παρὰ μόνον
ἀγάπη, πόθους, προσευχὴ καὶ πόνο, πολὺ πόνο...
Εἶναι τὰ πλούτη μου φτωχά, πλούτη καρδιᾶς, παιδί μου...
Καὶ δὲν μποροῦνε ὅλ' αὐτὰ τὰ πλούτη μαζωμένα,
ἕνα νὰ δώσουνε ψωμὶ εἰς τὰ μικρά μου, ἕνα!
Ἄχ, ὅσα καὶ τὸν οὐρανὸ μποροῦνε νὰ στολίζουν,
κάτω ἐδῶ, λίγο ψωμί παιδί μου δὲν ἀξίζουν...
Μακρυὰ τὰ σύννεφα, μακρυὰ τὰ φείδι' ἀπ' τὰ λουλούδια·
μακρυὰ ἡ πίκρ' ἀπ' τὴ χαρά, τὸ δάκρυ ἀπ' τὰ τραγούδια·
κανεὶς καὶ τίποτε σ' αὐτὴν τὴν ὥρα δὲν στενάζει·
ὅλα γελοῦν καὶ χαίρονται ὁ Μίλιος σὰν γιορτάζῃ!
Ὅμως κανείς, οὔτε αὐτῆς τῆς μάνας σου ἀκόμα
τὰ χείλη δὲν χαμογελοῦν σὰν τὸ δικό μου στόμα!

Γ'
Σὰν σήμερα γεννήθηκες· ὡσὰν αὐτὴ τὴν ὥρα
ἔλαμψε γῆ καὶ οὐρανός, ἀστράφτανε οἱ δρόμοι
κ' ἐμύρωσε ἡ γειρονιά, κ' ἐμύρωσ' ὅλ' ἡ χώρα
κ' ἐκηλαϊδοῦσαν τὰ πουλιὰ γλυκύτερα ἀκόμη.
Ὅλα μυρίζουν, λάμπουνε κι' ἀστράφτουν σὰν τὸν ἥλιο,
ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὰν ἔρχετ' ἐδῶ κάτω·
κ' ἦτον χαμόγελο Θεοῦ, ἡ γέννησίς σου, Μίλιο.
Σὰν κρίνο ἦλθες Γαβριήλ, ὁλόχαρο, γροσᾶτο...
Εὐλογημένη κ' ἡ στιγμὴ κ' ἡ ὥρα καὶ η μέρα,
ποὖλθες σὰν ἄστρο μυστικό, γλυκύστομο πουλί μου,
π' ἀκόμη ἄλλη μιὰ φορὰ μὲ ἔκαμες πατέρα,
καὶ ἀδελφάκι χάρισες στ' ἀδέλφι σου, παιδί μου!
Ἦτον μονάχο· τώρα δυὸ εἶσθε μαζῆ· τὸ ἕνα
ἀπάνω στ' ἄλλο θ' ἀκουμβᾷ· ἀδέλφι στ' ἀδελφάκι·
ρίζα στὴ ρίζα, στὴ στοργὴ βαθειὰ θεμελιωμένα·
κλαδὶ στὸ πράσινο κλαδί, δενδράκι στὸ δενδράκι...
Δὲν θὰ φοβᾶσθε τὸν Βοριᾶ, σμιγμένα, σὰν φυσήσῃ·
κλαδὶ τὸ φύλλο θὰ γενῇ καὶ τὸ κλαδὶ πλατάνι
καὶ γέρος ὁ πατέρας σας θὰ ἔλθῃ νὰ καθήσῃ
στὴ μυρισμένη σας σκιά, ὀλίγο πρὶν πεθάνῃ...
Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ρίζα, στὰ κλαδιά σας,
στὰ φύλλα καὶ εἰς τ' ἄνθη σας· σὲ λίγο, δὲν θ' ἀργήσῃ,
ἐκείνη ποῦ σὲ γέννησε, ἡ μάνα ἡ γλυκειά σας
κι' ἄλλο λουλοῦδι δροσερὸ ἀκόμη νὰ βλαστήσῃ...
Ποιὸς ξέρει ἂν εἶναι λυγαριά, τριανταφυλλιὰ ἀνθισμένη
καὶ στ' ἀδελφάκια ἔρχεται ἀπάνω ν' ἀκουμβήσῃ;
Ἀνίσως κόρη ἔρχεται ἀπ' τὸ Θεὸ σταλμένη
καὶ χελιδόνα ἄνοιξι κι' αὐγὴ νὰ κελαδήσῃ;
…..................................................................
Θεέ μου, ὅπου βρίσκομαι γονατιστὸς κοντά Σου
καὶ νύχτα μέρα Σ' εὐλογῶ βαθειὰ μέσ' στὴν καρδιά μου,
ρίξε ἀπάνω στὰ παιδιά μιὰ πατρικὴ ματιά σου
καὶ δῶσ' ὅ,τι θὰ ἔδινα ἐγὼ εἰς τὰ μικρά μου·
δῶσ' τους ὑγεία καὶ ζωή, ζωὴ κ' ὑγεία πάλι,
πάντα ὺγεία καὶ ζωή· εὐχὴ δὲν ἔχω ἄλλη.