Εις Ανδρέαν Κάλβον

Από Βικιθήκη
Ελεγεία και Σάτιρες
Συγγραφέας:
Εἰς Ἀνδρέαν Κάλβον


ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ

Ὦ μεγάλε Ζακύνθιε,
τῶν ὠδῶν σου τὰ μέτρα,
ὑψηλὰ, σοβαρὰ,
τοὺς ἀγῶνες ἐκάλυπτον
ἐκτεταμένους.

Τῆς δουλείας τὰ βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
ὅταν ἐγράφη πύρινος,
ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων
(καὶ ἡ ἀρετή σου).

Ὡς ἥλιος ἀναβὰν
τὸν Ὄλυμπον, ἐστάθη
πάνω εἰς γυμνὰ χωράφια,
εἰς ἀνθισμένα ἐρείπια,
γνώριμον κλέος.

Ἀλλὰ τὸ θεῖον ἔναυσμα
ἡ φωνή σου δὲν εἶναι
τώρα πλέον. Μᾶς ἔρχεται
μακρινὸς καὶ παράταιρος
ἦχος τυμπάνου.

Ὁλόκληρος αἰών,
χείμαρρος, τὴν Ἑλλάδα,
ταραγμένος, ἐσάρωσεν
ἀπὸ τὰ ἰδανικά σου,
τὴν οἰκουμένην.

Κράτει λοιπὸν, ὦ γέροντα,
τὴν ἐπιτύμβιον πλάκα.
Τὸ πεπαλαιωμένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.

Ἢ ἂν προτιμᾶς, ἐξύμνησον.
ἀντὶς γεγυμνωμένων
ξιφῶν, ὅσα μαστίγια
πρὸς θρίαμβον ἐπισείονται
τῶν καφενείων.

Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι,
ἀμμὴ τὴν ἐξουσίαν
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον,
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.

Τὶς δάφνες τοῦ Σαγγάριου
ἡ Ἐλευθερία φορέσασα,
γοργὰ ἀπὸ μίαν χεῖρα
σ' ἄλλην περνᾶ καὶ σύρεται,
δούλη στρατῶνος.

Καθώς, ὅταν τὴν εὔκολον
λείαν ἀποκομίσῃ,
φεύγει, διστάζει, κ’ ἔπειτα
σὲ μιὰ γραμμὴν ἑλίσσεται
πλῆθος μυρμήγκων.

μεγάλα προπορεύονται
ἔντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ἀκολουθοῦσι,
μὲ φορτίο ἐλαφρότερο,
μικρότερα ἄλλα,

καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους
τὸ παιδάκι ποὺ στέκει
νὰ γελᾷ τὸν ἀγῶνα των,
καὶ δὲ βλέπουν ὅτι ὕψωσε
τώρα τὸ πέλμα,—

οὕτω τὴν χώραν νέμεται
ἡ στρατιὰ τῆς ἥττης,
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν,
ἄτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονοῦσα.

Ἀλλὰ τὶ λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε τὴν πατρίδα,
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της,
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.