Η ποδιά της Μαριώς
Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς Συγγραφέας: |
Δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891 |
ΠΛΕΝΕΙ ἡ Μαριὼ ’ς τὸν ποταμὸ, πλένει ταὶς φορεσιαίς της,
Κ’ ᾑ ὠμορφιαίς της λάμπουνε, κι’ ἀστράφτουν ’ς τὸ κορμί της
Ἀράδες τ’ ἀσημόκουμπα κι’ ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
Καὶ ς’ τὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
Σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
Κι’ ἄλλοι τὴν λὲν ’Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράϊδα.
Πέρασε κ’ ἕνας σταυραετός, πέρασε ἀπάνω ἀπάνω,
Καὶ σὰν νὰ ’νοιάστηκε κι’ αὐτὸς τὴν ὠμορφιὰ τῆς κόρης,
Χαμήλωσε ὡς ’ς τὸν ποταμὸ κι’ ἁρπάζει τὴν ποδιά της,
Τὴ λαχουριά της τὴν ποδιά, τὴ χρυσοκεντημένη,
Ποὔχε ξομπλιάσει ἀπάνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τἆστρα,
Καὶ σκούζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαίει τὴν ποδιά της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χάθηκε μέσ’ ’ς τὰ ἀστέρια.
Σὲ ’λίγαις ’μέραις ὕστερα ταράχθηκεν ἡ χώρα,
Παγάνα πῇραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
Καὶ δείχνουνε ’ς ταὶς λυγεραὶς ποδιὰ γεμάτη ἀστέρια,
Καὶ ’ς ὅποιας πιάσῃ τὸ κορμὶ, καὶ ὅποια τὴν ’πῇ δική της,
Ἐκείνη θὰ τὴν πάρουνε μαζί τους ’ς τὸ παλάτι.
Πέρασαν, πέρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιὰ οἱ ἀνθρῶποι,
Δείχνοντας τὴν χρυσῆ ποδιά, κι’ οὔτε κι’ εὑρέθη κόρη
Νὰ τῆς ταιριάζη ’ς τὸ κορμὶ καὶ νὰ τὴν ’πῇ ’δική της.
Καὶ ’ς τῆς Μαριῶς πᾶν’ τὸ χωριὸ καὶ δείχνουνε ’ς ταὶς κόραις
Ἀράδα ἀράδα τὴν ποδιά, καὶ τὴν γνωρίζουν ὅλαις.
Μέσα ’ς ταὶς ἄλλαις ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀράδα,
Καὶ κοκκινίζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παίρνει καὶ τὴν ζώνει,
Τήνε γνωρίζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
Καὶ τήνε παίρνουνε μαζί, τὴν φέρνουν ’ς τὸ παλάτι.
Παίρνουν αὐτοὶ τὸ τάμμα τους, κι’ ὁ βασιλιᾶς τὴν κόρη.
[Ἐξ Ἰωαννίνων]
Κ. Κρουσταλλησ
*ΣΗΜ. — Τὸ ποίημα τοῦτο, ἀποπνέον ἀληθῶς ὅλον τὸ ἁγνὸν ἄρωμα τῆς δημοτικῆς ποιήσεως, ἀνήκει εἰς τ’ Ἀγροτικά, λυρικὴν συλλογὴν τυχοῦσαν τοῦ πρώτου ἐπαίνου ἐν τῷ Φιλαδελφείῳ ποιητικῷ διαγωνίσματι τοῦ 1890.