Εγκώμια Σιμωνίδη (Σίμος Μένανδρος)

Από Βικιθήκη
Εγκώμια
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Σίμος Μενάρδος



απόσπ. 13 : Δανάη
Στο σκαλιστό κιβούρι εντός, μες στην πνοή τ' ανέμου
και των κυμάτων μες στην άγρια ταραχή,
με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στην ψυχή
το βρέφος έσφιγγε και του 'πε: Γιε μου,
τι πόνον έχω! μόν' εσύ γλυκά γλυκά ανασαίνεις•
βυζασταρούδι πού 'σαι, μου 'κανες νανά
μες στ' άχαρο χρυσόκαρφο κιβούρι της καημένης,
στην άλαμπη την νύκτα, μες στα σκοτεινά.
Για των ανέμων την ριπήν εσένα δεν σε νοιάζει,
που απάνω απ' τα μαλλάκια σου όλο και σφυρά,
κι ουδέ το προσωπάκι σου η άλμη το πειράζει,
γλυκογερμένο σε στρωσίδια πορφυρά.
Aλήθεια, αν απ' την θύελλα, μικρό μου, είχες δειλιάσει,
και στα δικά μου λόγια θα 'βαζες αυτί.
Kοιμού λοιπόν, μωρό μου! μα … κ' η θάλασσ' ας υπνάσει
κ' η άμετρή μας συφορά ας αναπαυτεί.
Kάποια από σέναν αλλαγή, φως, Ύψιστε, ας προβάλει
παρηγοριά από σε, Kρονίδη μου, ας φανεί,
κι αν τύχει κ' είπα θαρρετό κανένα λόγο πάλι
ή κι άδικο, συχώρα με, την ορφανή!