Δον Ζουάν

Από Βικιθήκη
Δον Ζουάν
Συγγραφέας:



A’



Ο Δόν Ζουάν!... γνωρίζετε τον ήρωα εκείνον...

ο Μπάιρον τον άφησε θαρρώ εις το Λονδίνον1.

Ακόμα είχε μυρωδιές το κάθε του μαντήλι

κι ακόμα ευωδίαζαν τα ρόδινά του χείλη

από θερμά φιλήματα ερώτων φλογερών

όσους απήλαυσε ποτέ στον πρώτον του καιρόν



Αυτός λοιπόν που έκαμε παντού και πάντα κρότον

κι άφηκε όπου επέρασε πολλούς καρπούς ερώτων,

αυτός οπού ετρύφησε απάνω εις πορφύρας,

ο χαϊδεμένος εραστής σοφής αυτοκρατείρας2,

που μέσα κι εις οδαλισκών οντάδες εκοιμήθη

και είχε για προσκέφαλο της Αηδήν τα στήθη,

εσκέφθη τέλος να ελθή και μέχρις Αθηνών,

ελπίζων ότι θα ευρεί εκείνας τας κυρίας

που τους θεούς κατέβαζον από τον ουρανόν

και οι θεοί εφαίνονται υπό μορφάς μυρίας,

με άλλους λόγους σήκωναν τον κόσμο στο ποδάρι

ως κύκνοι, ταύροι, άνθρωποι και κάποτε γαϊδάροι.



Ήλθε λοιπόν στο Άστυ μας και τούτο το τσανάκι

προς σκάνδαλον της αρετής και του πατρός Μακράκη3.

Αλλ’ όμως μόλις έφθασε και μόλις επταρνίσθη,

με την κυρία Ριαρώ αμέσως εγνωρίσθη,

και τούτο ήτο εύκολο, καθόσον ήτο ξένος

κι οι ξένοι στην πρωτεύουσα αυτήν των Αθηνών,

και δίχως να κατάγονται από μεσίτου γένος,

γνωρίζοντ’ ευκολώτερον και των ιθαγενών.

Αυτός ο νόμος πάντοτε την φύσιν μας διέπει,

το ξένο πράγμα πιο καλά καθένας να το βλέπει,

και αν αυτόν τον πειρασμός οι άνθρωποι δεν είχον

εξ ηλικίας νεαράς, εξ απαλών ονύχων

η γη αυτή Παράδεισος θα ήτον ευτυχίας

και δίκην δεν θα είχαμεν ποτέ περί μοιχείας.



Η Ριαρώ την άφιξιν του ξένου αναγγέλλει

προς την κυρία Έψιλον κι εκείνη προς την Ψι,

μετά σπουδής μηνύματα η μια στην άλλη στέλλει

και φλυαρία ήρχισε περί αυτού κομψή.



«Καλέ, αλήθεια έφθασε ο Δον Ζουάν εκείνος;

και δεν μού είπε τίποτα ο άντρας μου το κτήνος.

‘Ω! quelle bonheur4! ώ! quelle bonheur!... ώ ευτυχής ημέρα!

Καλέ, μα ποιός επίστευε να έλθει κι εδώ πέρα;

Και είναι, λέγουν, κύριος γερός και μεστωμένος

και, όπερ σπουδαιότερον, αλλόθρησκος και ξένος».

Αυτά και άλλα έλεγον αι υψηλαί κυρίαι

και συζητήσεις δι αυτόν εγίνοντο μυρίαι,

η δε κυρία Μιχαλού, η πανταχού παρούσα,

την άφιξιν του Δόν Ζουάν μετά χαράς μαθούσα,

συνομιλίες έκαμνε πολλάς κι ιδιαιτέρας

εντός του δωματίου της επτάκις της ημέρας

με κάποιον υπολοχαγόν του πυροβολικού,

παρόντος του συζύγου της, ανδρός σημαντικού

σαν τι κορδέλλες και φτερά χρωματιστά θα βάλει

στη μέση της, στο στήθος της, στα πόδια, στο κεφάλι.



Ο Δόν Ζουάν εθαύμαζεν του Κέκροπος5 την χώραν

και άλλους νέους έρωτας εζήτει ο καημένος

διότι δίχως έρωτα δεν έζη ούτε ώραν,

πάντα με κάποιαν ήθελε να είναι μπερδεμένος.

Και μ’ όσα και αν έκαμε εις ένα κι άλλο μέρος,

ακόμη τόπον εύρισκε στον Δόν Ζουάν ο έρως,

ακόμα η καρδία του αισθήματα εχώρει,

και όπου τού ετύγχανε κανένα μισοφόρι

ευθύς κατεφλογίζετο το ασελγές του χείλος

και απ’ οπίσω έτρεχε σαν πεινασμένος σκύλος.



Δι όλας καίων καραυνός, δι όλας τρικυμία,

και μέσ’ από το δίκτυ του δεν γλύτωνε καμμία,

μα σ’ όποιαν και αν έρριχνε το μάτι του ο ξένος,

κι αν ύπανδρος ελέγετο ή χήρα ή παρθένος,

ουαί της και αλλοίμονον!... μετά εννέα μήνας

κλινήρης θα κατέκειτο με τοκετού ωδίνας.

Καρδία πάντοτε θερμή και πάντοτε σκιρτώσα,

παν απολαύσασα καλόν κι επιθυμούσα τόσα,

πλασμένη δια ν’ αγαπά στου βίου τον αγώνα

και να ροφά την ηδονήν σταγόνα προς σταγόνα.



Γυναίκας μόνον ήθελε στον κόσμο εδώ κάτω,

γυναίκας ωνειρεύετο και όταν εκοιμάτο,

γυναίκας εφαντάζετο και όταν εγρηγόρει,

και τον πρωτόπλαστον Αδάμ πολλάκις εσυγχώρει,

διότι τον κατάφερε το γυναικείο φύλο

να δοκιμάσει και αυτός της γνώσεως το ξύλον.

Ό,τι κακόν προήρχετο εκ των θηλέων μόνον

από της πρώτης πλάσεως, από των πρώτων χρόνων,

αυτός το εύρισκε καλόν την θέσιν και την φύσιν

χωρίς καθ’ όλον τον καιρόν να μεταβάλει κρίσιν.



Εγέλα δε των αγαθών ανθρώπων την μωρίαν,

τον Άγιον Αντώνιον και την λοιπήν χορείαν,

όπου ενώ τούς πείραζαν οι μαύροι Σατανάδες

με γυναικεία πρόσωπα και χίλιες δυό γλυκάδες,

εκείνοι τα ενόμιζαν αυτά ως οπτασίας

κι απέφευγαν τον πειρασμόν με τάς ψυχρολουσίας,

ενώ αυτός ο Δόν Ζουάν στην θέσιν των αν ήτο

και με εμφανίσεις θηλυκού διαβόλου ενωχλείτο,

τρεχάτος θα τον έστρωνε αμέσως στο κυνήγι,

κι αν κάτω εις τα Τάρταρα ο δαίμων τον οδήγει.



Προς παν μη θήλυ έτρεφε απέχθειαν και μήνιν,

κι οτέ μεν εφαντάζετο πώς βλέπει με τον νού

του αειμνήστου Ιακώβ6 την κλίμακα εκείνην

από της γής στο άπειρον να φθάνει τ’ ουρανού,

και απ’ εκεί κατέβαινον συμπλέγματα χαρίτων,

γυναίκες όλων των φυλών και των εθνικοτήτων

με νυκτικά, ποκάμισα, σαλβάρια και πασούμια,

και όλες τού εφαίνοντο ωσάν ραχάτ-λουκούμια.



Άλλοτε πάλιν έβλεπεν εις τον γοργόν του οίστρον

παρθένους λευκοχίτωνας μετά πλεκτών κανίστρων,

μαγίσσας, νύμφας ποταμών, κυρίας Αμαζόνας,

και αγεράκι μαλακό εφύσ’ αγάλια αγάλια

και των παρθένων τους λευκούς εσήκωνε χιτώνας,

και τότε πια του φουκαρά τού έπεφταν τα σάλια.

Κι ιδού ο έρως ήρχετο με στέφανον ως στέμμα,

και την φαρέτραν την γνωστήν και φλογοβόλον βλέμμα,

κατόπιν δ’ άλλοι έρωτες, μικρότεροι εκείνου,

οι πάντες καταπόρφυροι εξ αθανάτου οίνου,

εμάστιζαν καγχάζοντες στεφανωμένους ίππους

και με αυτούς εχάνοντο εις άντρα και εις κήπους.

Αντήχουν δε με άσματα κοιλάδες και λειμώνες,

και άλλοι πάλι ήρχοντο πηδώντες μετ’ ολίγον,

γλυκύλαλοι τον έρωτα εξύμνουν αηδόνες

και Παραδείσια πτηνά μετά χρυσών πτερύγων.



Τοιαύτα ωνειρεύετο νυχθημερόν ο τάλας

και άνοιγε προς το κενός φρενήρης τας αγκάλας,

αλλ’ όμως όταν έβλεπε πως όλα είναι πλάνη

και τίποτε πραγματικόν στα χέρια του δεν πιάνει,

των εξημμένων του φρενών κατέπαυεν η μέθη

κι εγύρευε τα ορατά με πυρωμένο μάτι,

ως πράγμα δε ψηλαφητόν η Ριαρώ ευρέθη,

γυναίκα με τα όλα της και ζωντανό κομμάτι.



Η Ριαρώ εννόησεν ο ξένος τι γυρεύει

και άρχισε να τού γελά και να τού χωρατεύη.

Ήτο κυρία έμπειρος εις ταύτα και ειδήμων,

εκτός δε ταύτου αγαθή και σφόδρα ελεήμων,

και πάντοτ’ επροσπάθησε τοιαύτη να φανή...

δεν ήθελε προς χάριν της κανένας να πονή.

Ο σύζυγός της έλειπε, μα και παρών αν ήτο

αυτός δεν θα ηλάττωνε της Ριαρώς τον ζήλον,

και ίσως μάλιστα κι αυτός θα κατευχαριστείτο,

γνωρίζων νέον άνθρωπον, γνωρίζων νέον φίλον.

Δεν έπαυεν η Ριαρώ να ελεή ακόμα

κι ο προσφιλής της σύζυγος με ανοικτό το στόμα

υφίστατο τα τόσα της ελέη ανωδύνως,

και εις τον κόσμον μειδιών εφαίνετο και χαίρων,

διότι προ πολλού καιρού εγνωώριζε κι εκείνος

πως είναι η γυναίκα του αρχών φιλελευθέρων.



Πράος, γλυκύς, μειλίχιος και προς αυτούς τους σκύλους,

δεχόμενος μετά χαράς της Ριαρώς τους φίλους,

μη οργιζόμενος ποτέ, ποτέ χολήν μη χύνων,

και τέλος πάντων σύζυγος εκ των πολλών εκείνων,

που οι γυναίκες των συχνά τούς βάζουν στο ζεμπίλι

και τούς κρεμούν ψηλά ψηλά να μην τούς φαν οι ψύλλοι.

Αλλά δεν είχε και καιρόν αυτός ο νοικοκύρης

να εποπτεύει αυστηρώς τας πράξεις της κυράς,

καθόσον ήτο άνθρωπος αξιωμάτων πλήρης

και υποθέσεις έλεγε πως είχε σοβαράς

και δημοσία μεν αυτός, εκείνη δε κατ’ οίκον,

ετέλει έκαστος πιστών το εαυτού καθήκον.



Και τώρα εταξίδευεν ανά την Εσπερίαν7

αφήσας την συμβίαν του του οίκου του κυρίαν

κι αφού μακράν της έμεινε περίπου δύο μήνας

ένα εσπέρας έξαφνα εφάνη στας Αθήνας.

Φθάνει λοιπόν στο σπίτι του με χαίρουσαν ψυχήν,

ελπίζων πως εγκάρδιον θα βρή υποδοχήν,

αλλ’ η κυρία Ριαρώ δεν είναι πουθενά

κι ο σύζυγος το βλέμμα του εδώ κι εκεί πλανά.

Πηγαίνει στον κοιτώνα της, αλλ’ όμως – ωιμένα! –

βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα.

Χτυπά με φόβο... τίποτα... βαθεία σιωπή

κι απ’ έξω στέκει σαν χαζός, δεν ξέρει τι να πει.

Εκτύπησε και δεύτερον, εκτύπησε και τρίτον,

κανένας δεν τον ήκουεν, αλλ’ έπειτα σκεφθείς

πως πάλιν στα ελέη της η Ριαρώ θα ήτον,

εις την βιβλιοθήκην του επήγε παρευθύς.



Εκεί δε μόνος έψαλλε πολλά καθ’ εαυτόν

και κράξας τον νεώτερον εκ των υπηρετών,

αμέσως τού εζήτησε μικράς πληροφορίας

περί των θεραπόντων του καθώς και της κυρίας.



Ο δε θεράπων ήρχισε να τού χαμογελά

και τον επληροφόρησε πως πέρασαν καλά,

πως η κυρία Ριαρώ καθ’ όλα υγιαίνει

και τώρα στον κοιτώνα της ευρίσκεται κλεισμένη,

παρήγγειλε δε εις αυτόν και εις την κουβερνάντα

ν’ απαγορεύσουν αυστηρώς την είσοδον προς πάντα,

διότι έχει κάτι τι με κάποιον να μιλήσει

και δι αυτό εφρόντισε την πόρτα της να κλείσει.



Κι ο σύζυγος εκούνησε ολίγον το κεφάλι

και είπε από μέσα του «ποιός κάποιος ήλθε πάλι;»

Αλλ’ όμως δεν εβράδυνε να συστηθή στον ξένον

κι ευχαριστήθη μάλιστα από την γνωριμίαν...

από αυτά η Ριαρώ τον είχε μαθημένον

και δεν τού άφηναν θαρρώ εντύπωσιν καμμίαν.

Και νυν με ύφος έξαλλον και μυθιστορικόν

εις μέρος θα σάς φέρωμεν πολύ ρωμαντικόν.



Εκεί προς την Νεάπολιν8, καλά δεν ξέρω πού,

εις μέρος τι ανώνυμον αγνώστου ατραπού,

υψούτο οίκος ευαγής, βωμός της Αφροδίτης,

κι εκεί πολλούς εμάζευε το άτακτο παιδί της.



Κυρίαι δε και δέσποιναι της αριστοκρατίας

προσήρχοντο είς τον βωμόν διά πολλάς αιτίας,

η μεν γιατί ο άνδρας της ετράβηξε κανόνι

και τα φουστάνια της Λιζιέ9 δεν είχε να πληρώνει,

η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτο μαλακός

και δύστροπος εφαίνετο κι ολίγον τι κακός,

κι ενώ αυτή τον σύζυγον καθ’ όλα ευχαρίστει,

από το ξύλο το πολύ τής άλλαζε την πίστη,

η δε γιατί ο άνδρας της ούδ’ άπαξ του μηνός

δεν έμενε τουλάχιστον ο άθλιος κατ’ οίκον,

η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτον ικανός

να εκτελεί το ιερόν συζυγικόν καθήκον,

αυτή γιατί ο άνδρας της τής είχε κάμει ντέφι

την προίκα της τη μετρητή στης τράπουλας το τζόγο,

εκείνη από έρωτα κι η άλλη από κέφι,

και τέλος πάντων κάθεμιά είχε και κάποιο λόγο.

Κια πάμπολλοι προσήρχοντο εκεί εκ των εν τέλει,

διαπρεπή κι επίσημα της κοινωνίας μέλη,

ιππότες με παράσημα, ταινίας και τιμάς...

θα είχαν βέβαια κι αυτοί ευλόγως αφορμάς.



Οποίος έρως, αληθώς, και ηδονή οποία!

Γυναίκες ήρχοντο πολλαί με μαύρα προσωπεία,

πολλάκις δε συνέβαινε ο σύζυγος να εύρει

την προσφιλή του σύζυγον χωρίς να το ηξεύρει

κι εις την γλυκείαν σιωπήν αιθούσης σκοτεινής

εγεύοντο αμφότεροι αρρήκτου ηδονής.



Αυτά και άλλα έλεγον αι γλώσσαι των φλυάρων,

μα όλα ήσαν ψέμματα και το κακόν των φλάρον.

Εγώ δεν είδα τίποτα από αυτά εμπρός μου

και ακραδάντως πέποιθα εις την τιμήν του κόσμου,

πιστεύω στην αγνότητα της κάθε κοινωνίας,

πως είναι όλοι άγρυπνοι φρουροί της παρθενίας,

ουδέ το αίμα κανενός οι τέρψεις εκμυζούν,

και όσοι άλλοτ’ έζησαν και όσοι τώρα ζουν,

πιστεύω μέτά πίστεως τυφλής και παραφόρου

πως όλοι εκ συλλήψεως εφύτρωσαν ασπόρου.



Εδώ λοιπόν, ως έλεγεν ο κόσμος, ένα βράδυ

εστάθη άμαξα κομψή με έναν μόνον ίππον,

ενώ βαθύ τα σύμπαντα εσκέπαζε σκοτάδι

κι ενώ τα ωρολόγια μεσάνυκτα εκτύπων.

Κι ιδού, χωρίς να βγάλει γρύ κατήλθε της αμάξης

κάποιος ωσάν μεσόκοπος κι ολίγον κεκυφώς

ανήκων, όπως έλεγαν, εις τας μεγάλας τάξεις...

αλλά ιδέτε τον καλά, αν και δεν είναι φως.

Τον σύζυγον της Ριαρώς μού φαίνεται πως είδα...

Ιδού! Ιδού! ανοίγεται μια πόρτα μυστική...

μήπως ενέπεσε κι αυτός εις έρωτος παγίδα;

Βεβαίως λόγος σοβαρός τον έφερεν εκεί.

Δεν ξέρω πώς τού κάπνισε του φίλου μια βραδιά

του λέχους του συζυγικού κι αυτός να συμμεθέξει,

να σφίξει την γυναίκα του στην κρύα του καρδιά

κι απάνω εις τα χείλη της τα χείλη του να βρέξει.

Ορμά προς τον κοιτώνα της, μα πάλιν – ωιμένα! –

βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα

διότι με τον Δόν Ζουάν η φίλη του κυρία

ακόμα είχε, φαίνεται, διαφοράς να λύσει.

Μα όταν πάλιν έμεινε εις του λουτρού τα κρύα,

αλλού τού ήρθε η όρεξις να πάει να γλεντήσει.

Και τούτο τού συνέβαινε πολύ συχνά θαρρώ,

ενώ ποτέ η έντιμος κυρία Ριαρώ

προς τέμενος αμαρτωλόν δεν έφερε το βήμα

και πάντοτε στον οίκο της να μένει επροτίμα

διότι, όπως είδατε από τα περασμένα,

δεν είχε με τον άνδρα της παράπονο κανένα.



Εκεί λοιπόν ο σύζυγος της Ριαρώς εμβαίνει

κι εις τούτο το κρησφυγετο την νύκταν όλην μένει,

κι ενώ αυτός εις μαγικάς εκστάσεις επλανάτο,

βαθέως ερρουχάλιζεν ο αμαξάς του κάτω.

Μόλις δε τ’ άστρα έσβησαν και η αυγή εχώρει

ροφώσα εις τον δρόμον της την δρόσον πάσας χλόης,

κι ήτον η ώρα η κρυφή καθ’ ήν αι Μυροφόροι

ήλθαν στον τάφο του Χριστού με μύρα εξ αλόης,

αυτός στης συνειδήσεως τον έλεγχον υπείκων

με την γνωστήν του άμαξα επέστρεφε κατ’ οίκον,

καθ’ ήν στιγμήν ο Δόν Ζουάν εξήρχετο εκείνου

ωχρότερος ο δυστυχής και της ημισελήνου.

Ο ίππος προ της θύρας του καλπάζων σταματά

και μόλις συναντήθησαν κι οι δύο κατηφείς,

ο σύζυγος τον εραστή ως κάτω χαιρετά,

καθώς αρμόζ’ εις κύριον καλής ανατροφής.




Β’ – ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ



Ο Δόν Ζουάν βαρέθηκε της Ριαρώς τα χάδια

και δεν εφαίνετο ζεστός καθώς τα πρώτα βράδυα.

Ο άνδρας της τόν άφηνε στο σπίτι νοικοκύρη,

χωρίς ποτέ να τού ελθή το γούστο να τον δείρει,

κι εκείνος εμπαινόβγαινε με σηκωμένη μύτη

που νόμιζες πως έμπαινε μες στο δικό του σπίτι.

Δι ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτός αδιαφόρει

και του συζύγου κάποτε τα νυχτικά εφόρει,

και ολοένα χωριστά και ολοένα γλέντι

κι οι δούλοι τον εγνώριζαν για τον σωστό αφέντη.



Οπόταν ένας σύζυγος τα πάντα επιτρέπει,

όταν σφαλά τα μάτια του και κάνει πως δεν βλέπει,

οπόταν με τον εραστή συζεί σαν ένας φίλος,

μαραίνεται ογρήγορα του εραστού ο ζήλος,

διότι έρως εύκολος και άνευ δυσκολίας,

δεν έχει γόητρα ποσώς, δεν έχει ποικιλίας

κι ο Δόν Ζουάν δεν ήθελε πεζότητα τοιαύτην

αλλ’ ούτε ήρμοζε ζωή τοσαύτης νηνεμίας

εις ύπαρξιν πολυπαθή κι εις ποντοπόρον ναύτην

ιδόντα τόσους κλύδωνας και τόσας τρικυμίας.

Δεν ήθελεν αντίζηλον να έχει τέτοιο μπούφο,

που να φορή τη ρόμπα του και της νυκτός το σκούφο,

εκείνος δε να κάθεται και να τον καμαρώνει

χωρίς ποτέ την όψιν του θυμός να πορφυρώνει.

Ήθελε σύζυγον κακόν, ζηλότυπον, οργίλον,

ψυχρόν προς πάσαν έκφρασιν ειλικρινούς φιλίας

με όπλον εις τας χείρας του, με σπάθην ή με ξύλον,

καθώς και τον Δόν Άλφονσον της Δόνας Ιουλίας10.



Κι εκείνος να τόν απατά κι αυτός να τ’ αγνοεί,

οπόταν δε το βήμα του από μακράν αντήχει,

του Δόν Ζουάν να πιάνεται αμέσως η πνοή

και να τρυπώνει έντρομος εις όποιο μέρος τύχει.

Να φεύγει δε ημίγυμνος εις τάφρους και εις φράκτας

και τοίχους να πηδά ψηλούς καθώς και καταρράκτας,

κι οπίσω του ο σύζυγος να τρέχει μ’ ορυγμόν,

ν’ ακούει τρίξιμο σπαθιού και σφαίρας συριγμόν,

να είναι σύζυγος σωστός και όχι κουκουβάγια,

να σού πληγώνει κάποτε τα πισινά με σκάγια

και ν’ ανταλλάσσει μετ’ αυτού ο Δόν Ζουάν σπαθιές,

ή μερικούς πιστολισμούς, ή κάμποσες γροθιές

προς χάριν της φιλτάτης του, προς χάριν της κυρίας,

ως ήρως τις ρωμαντικός αρχαίας ιστορίας.



Την αμαρτίαν ήθελε με πέπλον μυστηρίου,

μη γενομένη εις το φως κι εν γνώσει του κυρίου.

Δεν ήθελε τας τέρψεις του να βλέπουν ουδ’ οι τοίχοι,

τας ήθελε με βάσανα και κίνδυνον ολίγον.

Μα πάντα εγνωρίζετο για την κακή του τύχη

με τας κυρίας αγαθών και μαλακών συζύγων

και μ’ όποιαν και αν έμπλεξε και όπου κι αν εμβήκε,

συζύγους ως τον σύζυγον της Ριαρώς ευρήκε.



Πού είναι ο Δόν Άλφονσος της Δόνας Ιουλίας10,

εκείνος ο ζηλότυπος, ο τόσον θηριώδης;

Πού είσθε σεις, ώ έρωτες τοσαύτης ποικιλίας,

παρθενικοί, αιδήμονες, δειλοί, μυστηριώδεις;

Λοιπόν τοιαύτους έρωτας πεζούς θα υποφέρω

εις κλασσικήν πρωτεύουσαν ευκλείας αθανάτου;...

Μα τέλος πάντων τάψησε, αλλά το πώς δεν ξέρω

με μια πεντάμορφη κυρά κυρίου σπιρουνάτου



Τι εύρημα δυσεύρετον! Ώ, πόση ευτυχία!

Μωρέ, μα πώς μού έτυχεν αυτό το κελεπούρι!

Έ! τώρα, είπε, θάχομε καμμιά μονομαχία,

θα γίνει κάποιος θόρυβος και λίγο νταβατούρι.



Ο Δόν Ζουάν ενόμιζεν μπροστά του πως κοιτάζει

έναν ιππότη σύζυγον και άγριον πολύ,

και άρχισε διάφορα σπαθιά να δοκιμάζει

και πότε πότ’ επήγαινε και στη Σκοποβολή.

Περνά μια νύκτα... τίποτε... δεν φαίνεται κανείς...

περνά κι η άλλη... τίποτε... τα ίδια και τα ίδια...

μα και η τρίτη πέρασε κι ουδ’ ήχος καν φωνής,

μόνον οι γάτες έτρεχαν ψηλά στα κεραμίδια.



Μη τάχατε εις πόλεμον ευρίσκεται το κράτος

κι επήγε εις τα σύνορα ο κύριος σπαθάτος;

Μη στης Ευρώπης τάχατε τον έστειλαν τα μέρη

οργανισμούς και σχέδια περί στρατού να φέρει;

Ούτε εις μάχας έφυγε και ούτε εις τα ξένα,

αλλά εξημερώνετο να κόβει τα χαρτιά

και την κυρά του άφηνε με μάτια δακρυσμένα

να σβύσει ολομόναχη την τόση της φωτιά.



Μίαν εσπέραν την κυρά κρατών του σπιρουνάτου

ο προκομένος Δόν Ζουάν εις τον βραχίονά του,

εις του αγνώστου φίλου του εισήλθε τον κοιτώνα

και παρετήρει γύρω του με περιέργου ύφος,

αλλά δεν είδε τίποτα, μονάχα μια κορώνα

κι ούτ’ ένα καν εκρέματο επί του τοίχου ξίφος.



Ώ! σα πριστί!11 εφώναξεν κινών την κεφαλήν...

μη τάχα ξίφη δεν φορούν εδώ οι σπιρουνάτοι;

Αλλά κατόπιν έμαθε με λύπην του πολλήν

πως όλα στον Διάγγελη12 τα είχε αμανάτι.

Φρούδη ελπίς!... ο Δόν Ζουάν κι εδώ τα εύρε σκούρα

και θυμωμένος άρχισε την πρώτη του μουρμούρα.


Εκεί εδούλευε πιστώς μια Τζιώτισσα κουζίνα

με ρόδα εις τα μάγουλα και Απριλίου κρίνα.

Μαριώ δε ωνομάζετο και ήτο ένας τάκος

όπου μπροστά της έχασκε και ο παπάς κι ο διάκος.



Ηράτο δε μανιωδώς αυτού του δουλικού

Ένας αρχαίος δεκανεύς εκ του μηχανικού

Πλην τούτου κι άλλοι δεκανείς καθώς και στρατιώται

καμμιά φορά το έστρωναν μαζί της στο τσιμπούσι,

αλλ’ όμως και ο κύριος σπαθάτος πότε πότε

εν απουσία της κυράς τής έκανε γιουρούσι.

Και όταν επισκέπτετο εκείνος τη Μαριώ

διά να έλθει μετ’ αυτής εις στενωτέραν σχέσιν

ο δεκανεύς το έστριβεν από το μαγειριό

αφήνων στον ανώτερον την ζηλευτήν του θέσιν.



Είς ταύτην και ο Δόν Ζουάν επέπεσε γενναίως,

πιστεύων πως θα κτυπηθή μετά του δεκανέως.

Αν δε το αντικείμενον της νέα του λατρείας

δεν είχε τίτλον ευγενούς δεσποίνης και κυρίας

αυτό ποσώς του Δόν Ζουάν δεν του εκακοφάνη,

ήτο γυναίκα η Μαριώ, κι αυτό θαρρώ τού φτάνει.

Η δε κουζίνα κι εις αυτόν θερμώς ανταπεκρίθη

κι απάνω εις το στήθος του πολλάκις εκοιμήθη,

διότι την κυρία της καθ’ όλα εμιμείτο

και πάντοτε ευπροσήγορη στους καβαλλιέρους ήτο.



Αλλά ενώ τηγάνιζεν η Μάρω ένα βράδυ

για το τραπέζι της κυράς σηκώτια με το λάδι

και όπισθέν της ίπταντο του Δόν Ζουάν οι πόθοι,

ιδού! ηκούσθη πάτημα βαρύ του πυροσβέστου

και η Μαριώ τα έχασε κι ευθύς απελιθώθη,

ως να επλήγη ξαφνικά με κεραυνόν Ηφαίστου.



Αλλάζει χίλια χρώματα, κραυγήν εκβάλλει φρίκης

κι ο πυροσβέστης ανασπά το ξίφος εκ της θήκης

και κυνηγά τον Δόν Ζουάν με το σπαθί στο χέρι

καθώς και ο Δόν Άλφονσος της Δόνας Ιουλίας10,

κι εκείνος χάνεται, πετά και φεύγει σαν ξεφτέρι,

ακούων πίσω του κι εμπρός δαιμόνων συναυλίας.

Αλλ’ όμως μόλις έφθασεν εις την οδόν Αιόλου

ως διψασμένη έλαφος με άλματα γενναία,

τον πυροσβέστη σταματά φωνή της περιπόλου,

αλλέως δεν θα γλύτωνεν από τον δεκανέα



Ο Δόν Ζουάν ησύχασε ολίγο από τότε,

δεν τ’ άρεσε να ρίχνεται και εις τα δουλικά,

διότ’ οι ερωμένοι των, εάν και στρατιώται,

δεν ήσαν υποκείμενα πολύ ευγενικά.

Και κίνδυνον ο Δόν Ζουάν διέτρεχε σπουδαίον

από κανέναν εραστή στη μέση να κοπεί,

και τούτο τού εφαίνετο αγροίκον και χυδαίον,

κι αν ούτω πως εκόπτετο, θα ήτον εντροπή.



Η φήμη των θριάμβων του παντού εκυκλοφόρει

κι εις το φτερό σηκώθηκε του καθενός η κόρη

κι οι χήρες ετρελλάθηκαν, καθώς κι οι ζωντοχήρες

κι οι παντρεμένες φρένιασαν κι οι έγκυες κι οι στείρες.

Ο Δόν Ζουάν δεν πρόφθανε να γράφει ραβασάκια

και νύμφες του προξένευαν από μεγάλα τζάκια,

με Γαλλικά, με Αγγλικά, με νάζια και με γλύκα,

και, όπερ σπουδαιότερον, με ουκ ολίγη προίκα.

Πολλές τον εκυνήγησαν με το πουγκί γεμάτο,

πατέρα τον εφώναζαν πολλών σπιτιών παιδιά.

Ο Δόν Ζουάν εδώ, εκεί, παντού, απάνω κάτω

και είπαν πως τού ρίχτηκε και μία παπαδιά.

Δεν ξέρω αν του Δόν Ζουάν του άρεσε κι αυτή,

δεν είναι τίποτε γνωστόν κι ο κόσμος σιωπά,

αλλά καθώς μού φαίνεται, συνέβη κάτι τι,

διότι τον αφώρισε το στόμα του παπά.



Η τόση φήμη έφθασε σε μια και άλλη σφαίρα,

στων πρεσβειών τα μέγαρα κι απάνω στην Αυλή,

ανδόγυνα εμάλλωναν για τούτον νύκτα μέρα

και συζητήσεις έγιναν και μέσα στη Βουλή.

Ήτο το εγκαλλώπισμα της κοινωνίας πάσης,

ήτο – δεν ξέρω τι να πω – σαν άλλος Κουρτοπάσης13,

και πρέσβεις θα ηδύνατο παντού να διορίσει

στη Βιέννα, στην Πετρούπολη, στη Λόντρα, στο Παρίσι.



Και Δήμαρχος αν ήθελε να γίνει στας Αθήνας,

βεβαίως θα τον έβγαζαν με δάφνας και μυρσίνας

και ο λαός κι οι ευγενείς και η Αυλή κι ο κλήρος,

και δίχως καν να εγγραφεί στου Δήμου τα μητρώα,

κανένας δεν θ’ αντέλεγε στης εκλογής το κύρος

κι αψίδες θα εστήνοντο εις τούτον και ηρώα.



Στον Δόν Ζουάν κι η προσοχή των υπουργών εστράφη

και άρχισαν τρεχάματα κι οι δημοσιογράφοι,

και συνεντεύξεις μετ’ αυτού ελάμβανον σπουδαίας,

δια να μάθουν τας σοφάς του Δόν Ζουάν ιδέας,

περί των έξω σχέσεων των διπλωματικών,

περί στρατού και ναυτικού και οικονομικών

Ο Δόν Ζουάν ηδύνατο το παν να κατορθώνει,

τελώνας και χρηματιστάς και κλέπτας ν’ αθωώνει,

να δίδει τίτλους και σταυρούς εις αφανείς ανθρώπους,

παπάδες να χειροτονεί και αρχιεπισκόπους,

να διορίζει σήμερον και αύριον να παύει,

με βασιλείς και πρεσβευτάς να κόβει και να ράβει,

ν’ ανακατεύει αναμίξ τιμίους και ατίμους,

να κάνει τους βαρκάρηδες του Ναυτικού δοκίμους,

οπόταν θέλει να ουρεί και στην Ακαδημίαν

μη ανεχόμενος ποσώς ενόχλησιν καμμίαν,

εμπρός στα πεζοδρόμια τις βρώμες του να ρίχνει

χωρίς να πέσει ράπισμα και εις την παρειάν του,

κι ως πράγμα τι καινοφανές ελεύθερα να δείχνει

ενώπιον των ευγενών την περιφέρειά του.





Γ’ – ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ



Ο Δόν Ζουάν ευρίσκεται στην κάμαρά του μόνος

κι η όψις του μού φαίνεται ολίγον τι χλωμή,

εμάραναν τα κάλλη του τα πάθη και ο χρόνος,

κι η Ριαρώ απάνω του δεν άφησε ζουμί.

Εμπρός εις τον καθρέφτη του με χέρια σταυρωμένα

τα ρόδα του προσώπου του τα βλέπει μαραμένα,

και το κεφάλι του κουνεί και συχναζαστενάζει

και στέκεται ακίνητος χωρίς μιλιά να βγάζει

κι αφού εστάθη κάμποσο εμπρός εις τον καθρέφτη

στον καναπέ του έπειτα σαν κουρασμένος πέφτει.



– Ά, είπεν, είδα κι έκαμα ως σήμερα πολλά

κι η ομορφιά μου ήρχισε ολίγο να χαλά

κι αφ’ ότου έφθασα εδώ ξανάπιασα τις τρέλλες

και οι κυρίες ήπιανε το αίμα μου σαν βδέλλες,

και μ’ έκαναν ανήμπορο κι αδύνατο σαν τσίρο,

και ούτε τα ποδάρια μου δεν ημπορώ να σύρω.

Είδα γυναίκες με φωτιά σε μια και άλλη χώρα,

μα σαν κι αυτά τα θηλυκά δεν είδ’ αλλού ως τώρα.

Και σιδερένιος αν γενής, θα λυώσεις εδώ πέρα,

αυτές δεν έχουν γλυτωμό, δεν έχουνε νισάφι,

κι ούτε καλάμι ουλεμά14 το ντέρτι των δεν γράφει.

Άιντε μωρέ καχπέ ντουνιά, σ’ εμένα μην παινιέσαι,

εγώ είμαι που σ’ εγλέντησα και τώρα μ’ απαρνιέσαι.

Αλλ’ όχι, όχι, βρε ντουνιά, δεν τρως αυτό το χάπι...

ακόμη σε περιφρονώ και στρίβω τα μουστάκια,

ακόμη έχω δύναημη για καθεμιάς αγάπη,

ακόμη έχω δύναμη να κάμω Ζουανάκια.



Είπεν αυτά και μια φωτιά μες στο κορμί του νοιώθει,

εφούσκωσεν σαν πετεινός που κυνηγά την κόττα,

κι εμπρός εις τον καθρέφτη του και πάλιν εστηλώθη

και τού εφάνη όμορφος πως έγινε σαν πρώτα.

Και ύστερα ερώτησεν τον ήλιο με καμάρι

αν είδε κι άλλο σαν κι αυτόν στον κόσμο παλληκάρι,

σαν νάτανε των τραγουδιών η κόρη η ζηλευτή

που έτρεχε χαράματα τον ήλιο να ρωτήσει

αν είδε κι άλλξη όμορφη ο ήλιος σαν κι αυτή

κι εκείνος έφεγγε ψηλά χωρίς να τής μιλήσει.



Και άστραψε του Δόν Ζουάν η όψις η χλωμή

και όλη εκοκκίνησε σαν νάβαλε φτιασίδι...

ευθύς ελησμονήθησαν οι πόνοι κι οι καημοί

και ήτον ωραιότερος κι από τον Γανυμήδη15.

Κι αν τότε όπως έλαμπε με τόση ομορφιά

τον έβλεπε η Ριαρώ κι η άλλη συντροφιά,

με τόση λύσσα θάπεφτε σ’ εκείνον τον Σουλτάνο,

η κάθεμιά Κασσιανή και άχραντος Μαρία

με όσην λύσσαν έπεσε στον Ιωσήφ απάνω

εκείν’ η αξιόλογος του Πετεφρή16 κυρία.

Αφού λοιπόν ο Δόν Ζουάν εβεβαιώθη πλέον

ότι θα είναι πάντοτε των αιθυσών ο λέων,

σ’ ένα τραπέζι κάθησε και μόνος εφλυάρει

κι ένα τεφτέρι έβγαλεν από βαθύ συρτάρι,

διότι και ο Δόν Ζουάν σαν ταξιδιώτης ξένος

είχε ημερολόγιον για μια και άλλη χώρα,

και όταν ήταν μόνος του στην κάμαρα κλεισμένος

το διάβαζε καμμιά φορά για να περάσ’ η ώρα.

Εις τούτο έγραφε πολλά και δια τας Αθήνας

και τώρα ένας άγριος σορόκος εμυκάτο,

εις το ημερολόγιον την κεφαλήν του κλίνας,

το άνοιξε και διάβασε αυτά τα παρακάτω:



«Νοέμβριος δεκαεπτά. – Επήγα στη Βουλή,

αλλά της συζητήσεως δεν άκουσα το θέμα,

κι από τας δύο πτέρυγας ωγκάνιζαν πολλοί

με σχήματα παράδοξα κι αστραποβόλον βλέμμα.

Και μια γριά παράξενη αντίκρυσα εκεί

με χρόνους ως εξήκοντα και κάτασπρα τσουλούφια...

κατέφαγε τα νιάτα της εις την πολιτική

και για κουβέντα έδινε την καθεμιά της σκούφια.



»Τα πάντα εθυσίασε προθύμως στην πατρίδα,

γι αυτήν και μόνο ήθελα να τής συχνομιλής

και όταν ο πατριωτισμός τής έστριβε τη βίδα,

πετούσε την ομπρέλλα της στη σάλα της Βουλής.

Και τώρα πάλι έσκουζεν η σεβαστή κυρία,

μετά μανίας σύρουσα την άτακτόν την κόρην,

ο δε κυρίαρχος λαός από τα θεωρεία

εξέφραζε με μηκυθμόν την υψηλήν του γνώμην.



»Ο πρόεδρος με πάταγον εκτύπα το κουδούνι,

μα πιο πολύ εστρίγγλιζαν εις κάθε κτύπημά του...

Φτού! να χαθής αμακατζή, σαποκοιλιά, γουρούνι

και ο καθένας έδινε στον άλλον τ’ όνομά του.

Κι ενώ τοιαύτας έλεγαν αβρότητας πολλάς

κι οι βουλευταί και ο λαός εγίνοντο σαλάτα,

έβγαζε τα παπούτσια του ψηλός φουστανελλάς

κι έτριβε τα ποδάρια του τα μοσχομυρωδάτα.



»Ηρώτησα περί αυτού ψυχρώς κι αδιαφόρως

και με χαράν μου έμαθα πως ήτο βουληφόρος,

μεγάλην δε μού έλεγεν πως έδειχνε ροπήν

στον βίο τον ποιμενικόν και την ζωοκλοπήν

και οι συμπατριώται του εκ φόβου μη εκείνος

καμμιά ημέρα άξαφνα δεν τούς αφήσει κτήνος,

γαϊδούρι, χήνα, πρόβατο, χωράφι και καλύβι,

τόν έστειλαν εις την Βουλήν τα πόδια του να τρίβει.



Αλλά δεν ελησμόνησε τας έξεις του εκείνας,

καίτοι προς άλλο στάδιο επίζηλον τραπείς,

κι ως λέγουν εδιώριζε και από τας Αθήνας

πολλούς ειδικωτέρους του στα της ζωοκλοπής.



»Ανέβη ο Πρωθυπουργός εις της Βουλής το βήμα

κι εσίγησεν ο θόρυβος κι ο βόμβος παραχρήμα.

Αλλά ενώ δεν ήκουε κανείς για τι ωμίλει

και μες στο στόμα χάσκοντες τόν έβλεπαν οι φίλοι,

ένα πετροχελίδονο πετά εις την Βουλήν,

που κάποιο μέρος για φωλιά νομίζω πως εζήτει,

κι ιδού! του ρητορεύοντος περνά την κεφαλήν

και από περιφρόνησιν τον κουτσουλά στη μύτη.



»Τότε δη τότε σύγχυσις, κατακλυσμός και σάλος,

η μεν αντιπολίτευσις χειροκροτεί εξάλλως

η δε μερίς η τρώγουσα αμέσως εξεμάνη,

διότι το κουτσούλισμα ως προσβολή εφάνη.

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν δια το χελιδόνι,

ο συμπολιτευόμενος φουστανελλάς θυμώνει

και μ’ ένα παλιοκούμπουρο τραβά μια κουμπουριά

και το πετροχελίδονο επλήγωσε βαρειά.



»Κι εκείνο πέφτει κατά γής και ψυχοσπαρταρά

κι ευθύς η συμπολίτευσις αρχίζει τα ουρά,

το κέντρον το αριστερόν με σαρκασμούς πειράζει,

διά τον νέον θρίαμβον του κόμματος γελά,

και με χαράν ανέκφραστον μία φωνή εκφράζει

νίκης συγχαρητήρια εις τον φουστανελλά.



»Νοέμβριος δεκαοκτώ. – Ξυπνώ με μαχμουρλούκι

κι εκάθισα και κάπνισα ένα χρυσό τσιμπούκι,

πολύτιμον ενθύμησιν μιας Τούρκας Χανιφέ,

όπου τήν ευχαρίστησα και με το παραπάνω...

τι απαλό το δέρμα της καθώς τον κατηφέ!...

ά! την ζωήν που πέρασα μ’ αυτήν δεν τήν ξεχάνω.



»Bαθέως αναστέναξα εξ όλης μου καρδίας

κι επήγα κάποιον Υπουργόν να εύρω της Παιδείας,

διότι σχέδια κι αυτός μ’ εζήτησε να κάνω

περί της εκπαιδεύσεως της μέσης και της άνω.

Αλλ’ όμως μόλις άνοιξα του Υπουργού τη σάλα,

χωρίς να θέλω άφησα εκπλήξεως φωνήν...

στα γόνατά του έπαιζε μια νόστιμη δασκάλα

κι εμάνθανε την μέθοδον την Φροβελιανήν17.



»Νοέμβριος δεκαεννιά. – Μεγάλη δυστυχία!

Έξω εις το Πολύγωνον φρικτή μονομαχία.

Ένας πολίτης πιάστηκε με κάποιον σπιρουνάτο

κι ο κόσμος όλος χάλασε και ήλθε άνω κάτω.



»Εις μίαν διασκέδασιν, θαρρώ εις ένα μπάλλο,

ο ιδιώτης πάτησε τον γαλονά στον κάλλο,

και ο σπαθάτος θυμωθείς τού έδωσε μια φάπα

διότι δεν ηνείχετο να τού πατούν την κάπα.



«Και ήρχισαν τα σχόλια και ήρχισαν αι γλώσσαι,

και το διετυμπάνισαν εφημερίδες τόσαι,

πλην τέλος μετά δίμηνον συζήτησιν μεγάλην

κι μένα επροσκάλεσαν ως μάρτυρα στην πάλην.



»Πρωί πρωί εφθάσαμεν στον ωρισμένο τόπον,

μάς ηκολούθει δε πληθύς κλητήρων και ανθρώπων.

Κι αφού εξετελέσθησαν τα πρέποντα εν τάχει

και άφοβα εστάθησαν οι δύο μονομάχοι

εις σεβαστήν απόστασιν πεντήκοντα βημάτων,

επήραν τα πιστόλια των, παρόντων των κληρήρων,

αλλ’ όμως με το πρώτο μπούμ – ώ θαύμα των θαυμάτων

ολίγου δειν να φονευθή ο εις εκ των μαρτύρων.



»Του Νοεμβρίου είκοσι. – Μεγάλη μου τιμή!

Εγνώρισα της Θέμιδος σπουδαίον λειτουργόν...

στον καφενέ διέτριβε κι αυτός του Χαραμή

τοξεύων σκώματα πικρά καθ’ όλων των αργών.



»Εικοσιμία του αυτού. – Τι δικαστής καλός!

Κρυφά κρυφά εσφύριξε στ’ αυτί μου αφελώς

ολίγην δημοσίαν γην κι εγώ να κατακτήσω

κι ευθύς πασσάλους ευσεβείς τριγύρω της να στήσω.

Κι εκείνος δια τα λοιάθα λάβει τη φροντίδα,

αρκεί να έχει και αυτός την αγαθήν μερίδα.



«Εικοσιδύο του αυτού. – Είχα ολίγην ζάλην

κι απάντησα τον δικαστήν στου Χαραμή και πάλιν,

κι ευθύς με οικειότητα μ’ ηρώτησε πολλήν

εάν τη σοφωτάτην του θ’ ακούσω συμβουλήν.



»Νοέμβριος εικοσιτρείς. – Τι βράδυ! Τι γαλήνη!

Το Άστυ κατεφώτιζε πλησιφαής σελήνη,

κι εγώ τον τόπον ευλογών της τόσης ευνομίας

επέρασα μονάχος μου εκ της Ακαδημίας.



»Της πολιούχου Αθηνάς κατέλαμπε το δόρυ

και η Παλλάς την πόλιν της αγρύπνως εθεώρει.

Ανατολίτης δε απλούς από της Κερασούντα

με αντεριά της Πόλεως και φέσι δίχως φούντα

στην αφελή κυρίαν του με χέρια σηκωμένα

τα μέλη του Απόλλωνος τής έδειχν’ ένα ένα

κι ησύζυγος εθαύμαζε με ανοικτόν το στόμα

εκείνο το εξαίσιο ολόγυμνόν του σώμα.

Ακούω φθόγγους έξαφνα δογμάτων θεσπεσίων,

πλην με ηπάτησε θαρρώ ανώνυμος τις ήχος,

καθόσον εις το άγαλμα του Πλάτωνος πλησίον

κλητήρες αστυνομικοί εκόπριζαν ησύχως.



»Εικοσιπέντε του αυτού. – Μ’ εσύστησαν στον Γιώτα,

δόκτορα ιν αμπσέντια και νέον Ιπποκράτην...

εκ Παρισίων έφθασε με μαύρη ρεδιγκότα

κι ανάρρωσιν υπέσχετο προς όλους ταχυτάτη.»



»Αλλ’ αν κι η πόλις έπασχε από επιδημίας

και πάμπολλοι ευρίσκοντο σχεδόν ημιθανείς,

ο Γιώτα εις επίσκεψιν δεν έτρεχε καμμίαν

και ούτε εις το σπίτι του δεν πήγαινε κανείς

κι η ρεδιγκόντα ήρχισεν ολίγον να λιγδώνει

και του ψηλού καπέλου του ο γύρος να χρυσώνει.



» Εσπάραζε το στήθος μου του Γιώτα το κεσσάτι

και τόσον εσυμπάθησε μ’ αυτόν τον Ιπποκράτη,

ώστε πολλάκις μόνος μου ηυχόμην ν’ αρρωστήσω

μήπως μπορέσω με αυτό να τον ευχαριστήσω.



Τριάντα του αυτού μηνός. – Σε μιάν εφημερίδα

εκτός πολλών σημαντικών κι αυτά τα κάτω είδα:

«Πολλάς οφείλω χάριτας στον Ιατρόν τον Γιώτα

διότι με τας γνώσεις του και τα πολλά του φώτα

εκ νόσου με εθεράπευσε δεινής και ανιάτου

και μ’ έσωσε πραγματικών εκ προφανούς θανάτου.»

Και από κάτω Δόν Ζουάν φαρδύς πλατύς γραμμένος...

Πώς; Τι; Κι εγώ αρρώστησα; Κι εγώ σακατεμένος;

Εκείνο το βρωμόφυλλο μού ήρθε να το κάψω

κι όλους μαζί τους δόκτορας, εάν παρόντες ήσαν,

κι αδύνατον να σάς ειπώ και να σάς περιγράψω

την έκπληξιν, τον θαυμασμόν και της οργής την λύσσαν,

οπόταν κάτω των γραμμών εκείνων παρ’ ελπίδα

φαρδύ πλατύ ως άρρωστον και τ’ όνομά μου είδα.

Μην είναι κι άλλος Δόν Ζουάν; Γιατί εγώ ακόμα

δεν ενθυμούμαι άρρωστος να έπεσα στο στρώμα.



»Τρέχω ευθύς στον ιατρόν, και μόλις τον κοιτάζω

– «Θυμάσαι να μ’ εγιάτρεψες καμμιά φορά;» φωνάζω

– «Με συγχωρείτε, κύριε, για το πολύ μου θάρρος»,

είπεν ο δόκτωρ μειδιών, αλλ’ όμως μη προς βάρος...

Πολλάς προς άγραν πελατών μεθόδους δοκιμάσας

εις όλας μου απέτυχα και τά ’χω σαν χαμένα,

και τέλος έκρινα καλόν να βάλω τ’ όνομά σας

εις το ευχαριστήριον εκείνο προς εμένα,

διότι εσείς γνωρίζεσθε εις όλας μας τας σφαίρας

και είσθε – πώς να σάς ειπώ – ο ήρως της ημέρας.

Κι όταν διαβάσουν και ιδούν εις τας οικογενείας

πως σάς απήλλαξα εγώ αγνώστου ασθενείας,

μεγαλυτέραν σύστασιν από αυτήν δεν θέλω...».

είπεν αυτά και μού ’βγαλε ως κάτω το καπέλο.

Κι εγώ το γένος λυπηθείς των νεαρών δοκτόρων,

τον εσυγχώρησα ευθύς, αλλά υπό τον όρον

να μη μού κάμη κι άλλοτε αυτές τις ιστορίες

γιατί δεν θέλω να περνώ σακάτης στις κυρίες.



»Του Δεκεμβρίου ένδεκα. – Τρεχάματα και φούριες.

Εφημερίδες δεκατρείς εβγήκανε καινούργιες,

διάφοροι το μέγεθος, το σχήμα και το είδος...

δεινή θα είναι, φαίνεται, η θέσις της πατρίδος.

»Περί την δείλην έξαφνα στην αίθουσάν μου είδον

τα φύλλα των δεκατριών αυτών εφημερίδων.

Τα πήρα και τα διάβασα εκ φόβου μήπως πάλι

κανέν ευχαριστήριο ο Γιώτα είχε βάλει.



»Του Δεκεμβρίου δώδεκα. – Ξυπνώ και βλέπω γύρω

τους δεκατρείς διανομείς των εκδοθέντων φύλλων...

εις την αρχήν, δεν ξέρω πώς, μού ήλθε να τούς δείρω

και να πληρώσω σ’ όλους των την συνδρομήν με ξύλον.

Αλλά σκεφθείς αργότερα πως να τούς προπληρώσω,

ρεκλάμες για τον Δόν Ζουάν θα γράφουν κάθε τόσο,

ιδών και την λιμώττουσαν τριγύρω μου αγέλην

παντός μου υποδήματος να λείχη τους ιμάντας,

και της Ελλάδος εκτιμών τον τύπον ως φιλέλλην,

την ετησίαν συνδρομήν επλήρωσα προς πάντας.



»Του Δεκεμβρίου δεκατρείς. – Ξυπνώ, αλλά δεν είδα

εμπρός εις το κατώφλι μου καμμιά εφημερίδα.

Πικρά τωόντι στέρησις, πικρός τωόντι πόνος!

Την τρίτη μέρα έπαυσαν κι οι δεκατρείς συγχρόνως.



»Δεκάτη πέμπτη του αυτού. – Και άλλη γνωριμία!...

Κάποια κυρά μ’ εγνώρισε με κάποιον τραπεζίτη

που άνοιγε λογαριασμούς με όλα τα Ταμεία

και την μερίδα πάντοτε του λέοντος εζήτει.

Μα τόσην φήμην έχαιρε παντού της κοινωνίας

ως τύπος και υπόδειγμα τιμής κι ειλικρινείας,

που σαν επήγαινα κι εγώ να βρω τον τραπεζίτη,

πάντα το πορτοφόλι μου το άφηνα στο σπίτι



»Δεκάτη έκτη του αυτού. – Περί την μεσημβρίαν

εισήλθε στον κοιτώνα μου μεσήλιξ άγνωστός μου...

Ανήκε εις των μεσιτών και ούτος την φατρίαν

και ήτο, καθώς έλεγον, εκ του μεγάλου κόσμου.

Κι αν ήσαν τα χρεώγραφα πολύ κατεβασμένα

και ο μεσίτης δι αυτό μεγάλως εδυσφόρει,

μα ήσαν της κυρίας του τα φόντα σηκωμένα

κι αυτό τον ανεκούφιζε και τον επαρηγόρει.

Κι ενόσω η μεσίτρια εις την ακμήν της ήτο,

ποτέ να πάθει πτώχευση αυτός δεν εφοβείτο

με τόσους επαιρνόδινεν η νέα του κυρία,

όπου σχεδόν μετοχική κατάντησ’ εταιρία.

»Λοιπόν εις τον κοιτώνα μου εισώρμησεν ασθμαίνων,

μ’ εφάνη δε με μέτωπον πολύ εξογκωμένον.

– «Θα είσθε σείς ο Δόν Ζουάν», μού λέγει – Ναι, τού είπα

Καθίσετε, παρακαλώ, και τούδωσα μια πίπα.

– «Ελάτε εις το σπίτι μου». μετά φωνής τρεμούσης

μού λέγει ο φερέγγυος αστός της πρωτευούσης,

«διότι η γυναίκα μου επιθυμεί και θέλει

να σάς ιδή από κοντά, και δι’ αυτό με στέλλει«.

– «Θέλω κι εγώ τον Δόν Ζουάν», μού είπε, «να γνωρίσω,

και πήγαινε να τον ευρής, αλλέως θ’ αρρωστήσω.»

«Μα δεν τον ξέρω, αδελφή...» «Τον ξέρεις δεν τον ξέρεις»

μού είπεν η κυρία μου, «να πας να μού τόν φέρεις».

Λοιπόν με τ’ αμαξάκι μου ελάτε να σάς στείλω,

κι εγώ για τούτο χάριτας πολλάς θα σάς οφείλω.



Ελάτε φίλε Δόν Ζουάν, πριν να ελθεί κανείς...»

Αυτά και άλλα έλεγε σχεδόν γονυκλινής.



»Μ’ έν’ αμαξάκι δίτροχο τραβώ εις του μεσίτη

και ηύρα τη γυναίκα του κατάμονη στο σπίτι.

Μ’ εκάθισε στον καναπέ, και πριν να μού μιλήσει,

μού άρχισε τσακίσματα για να με σκανδαλίσει

κι αφού με είδε κι άναψα, δεν ξέρω πώς εσκέφθη

κι έκαμε το φουστάνι της πως κάπου εμπερδεύθη,

κι η κνήμη της η δεξιά μού χτύπησε στο μάτι,

μα τόσον ήτον αχαμνή και τόσο ντελικάτη,

οπού αντί να τής ριχτώ – το λέγω μεταξύ μας –

χωρίς να θέλω έσφιξα τας ιδικάς μου κνήμας.



»Εις του μεσίτη έμεινα καθ’ όλην την ημέραν

και όταν εις το σπίτι μου επήγα την εσπέραν,

εν μέσω άλλων σκέψεων και στοχασμών αχρείων,

εσκέφθην παραδόξως πως, πως αν ο Αμφιτρύων

ήτο ποτέ ο σύζυγος αυτού του σαρκοφάγου,

δεν θα κατέβαινε ο Ζεύς εκ του Ολύμπου κάτω

να τον στολίσει και αυτόν με τ’ απαυτά του τράγου

κι ουδ’ Ηρακλής τριέσπερος στην γήν θα εγεννάτο.



»Και όμως ήτον έμπορος με πλήθος πιστωτών

και κάποτ’ εξελέγετο και Σύμβουλος του Δήμου,

και κάθε τόσον έλεγε εις τους περί αυτόν:

«Εάν δεν είμαι τίμιος, να φάω το παιδί μου».

»Και το παιδί του έγινε σαν ρέγκα το καημένο,

αφού αυτός το έτρωγε οκτώ φορές την ώρα,

αλλ’ αν προς χάριν της τιμής το είχε φαγωμένο,

εν τούτοις τους ανακριτάς εφόρτωνε με δώρα.



»Εικοσιέξι του αυτού. – Χάρις μιάς κυρίας

απήλλαξα τον έμπορο εκ της κατηγορίας,

πλην μόλις και με την ισχύν καμπόσων Υπουργών,

την πράξιν ετελείωσα την αγαθοεργόν.

Ιδού! παρουσιάζεται καθώς τον Κάιν τρέμων

εις νεαρός επίστρατος και Άρης των πολέμων,

και κλαίων με παρακαλεί, καθ’ όσον ημπορέσω

να κάμω παν το δυνατόν και να τον εξαιρέσω,

διότι κάτι έλεγε πως είχε στο λαρύγγι

και σαν να τού κατέβηκε από προχθές το ξύγγι.



»Μηνός Γενάρη δώδεκα. – Με μέσα διαφόρων,

και βουλευτών και κυριών, καθώς και σποθοφόρων,

εξήρεσα εκ του στρατού και τούτον τον σακάτη,

κι αυτός δεν ήλθε να μού πη τουλάχιστον σπολλάτη.



»Δεκάτη τρίτη του αυτού. – Πληθύς εξ επιστράτων,

τέκνα της μέσης τάξεως και τέκνα του λαού,

εμβήκαν στον κοιτώνα μου με όλα τ’ άρματά των,

κι εξαίρεσέ μας, έσκουζαν, για όνομα Θεού.

Καθένας μας με δάκρυα τα γόνατά σου σφίγγει,

προ ημερών κατέβηκε και το δικό μας ξύγγι,

και όλοι χρειαζόμεθα μεγάλην θεραπείαν

ως που να ‘λθή το ξύγγι μας στην πριν ισορροπίαν.

Αυτά και άλλα έλεγαν οι Μαραθωνομάχοι

και όλοι τας σκελέας των εξέβαλον εν τάχει

και τ’ άδυτα μού έδειχναν του ασθενούντος μέρους,

ίνα πεισθώ πως και η γή του τόσου μεγαλείου

έχει πολλούς σακάτηδες δεκάκις χειροτέρους

και από τον παράλυτον τον του Ευαγγελίου.



»Δεκάτη πέμπτη του αυτού. – Εκ φόβου μήπως κι άλλοι

φιλότιμοι επίστρατοι μού φορτωθούν και πάλι,

πρωί πρωί στον Πειραιά κατήλθον εφ’ αμάξης,

πολλάκις ενθυμούμενος τας αγαθάς μου πράξεις.



»Με κόσμον επλημμύριζε του Πειραιώς ο μώλος,

εκεί τυφλοί, ανάπηροι, κουτσοί με δεκανίκια,

και υπ’ ατμόν ευρίσκετο ολόκληρος ο στόλος

κι εστοιχημάτιζαν πολλοί πως πάει στα Μπεσίκια18.



»Ο Υπουργός των ναυτικών και όλο τ’ άλλο σώμα

διαταγάς απέστειλε κλεισμένας εις φακέλλους,

μα διατί δεν ήξευρε κι ο ναύαρχος ακόμα...

αλλ’ όταν εις το πέλαγος ανήχθη επί τέλους,

με φόβον εξεκόλλησε το κάθε βουλοκέρι

και του απόπλου έμαθε την σοβαράν αιτίαν...

Ο στόλος διετάσσετο τους βουλευτάς να φέρει,

διότ’ η συμπολίτευσις δεν είχεν απαρτίαν.



»Δεκάτη έκτη του αυτού. – Μαλώνουν δυό δασκάλοι...

ο ένας γράφει το ψωμί με υπογεγραμμένην,

κι ο άλλος που εφαίνετο για πιο γερό κεφάλι

με ήτα μόνο τό ’γραφε και με περισπωμένη.



Και συζητήσεις άρχισαν σε κάθε εφημερίδα...

Αλλ’ όπως κι αν το έγραφαν, με ήτα ή με γιώτα,

θαρρώ πως ήταν για ψωμί τα μάτια των γαρίδα,

με όλα των τα γράμματα, με όλα των τα φώτα.



»Δεκανεννέα του αυτού. – Θεάματα παντεία!...

Οι θυμωμένοι μαθηταί των δύο αντιπάλων

ανοίγουν πετροπόλεμον κοντά εις τα Χαυτεία19,

αντεκδικούμενοι κι αυτοί την μήνιν των δασκάλων.



»Κι ενώ οι πέτρες έπεφταν τριγύρω σαν χαλάζι

και οι κλητήρες έκαναν του πολεμάχους χάζι,

ο κύριος Διευθυντής ο της Αστυνομίας,

μετά μεγάλου φλέγματος και πλήρης ψυχραιμίας,

από μικρόν κι αμούστακον ακόμα σφενδονήτην

εδέχθη λίθον στρογγυλόν απάνω εις την μύτην

καθ’ ήν στιγμήν και απ’ εκεί επέρασ’ εφ’ αμάξης

να δη εάν βασίλευε ασφάλεια και τάξις.



»Εικοσιμία του αυτού. – Τήν γλύτωσα φτηνά...

εις τους δασκάλους έστειλα ολίγο ψωμοτύρι

κι ιππεύσας ίππον ουγγρικόν κυρίου γαλονά

εις την Πεντέλην έφθασα να δω το μοναστήρι.



»Εδώ κι εκεί ερήμωσις και άνθρωπος κανείς,

ξηρά ξηρά κατέπιπτον τα φύλλα των δρυμώνων

κι ένας νταυλοκαλόγερος20 στην θύραν της Μονής

βλέμμα πυρός προσήλωνεν προς μίαν θήλυν όνον,

που έβοσκεν αμέριμνος κι ανέραστος κοντά του

χωρίς ν’ ανταποκρίνεται εις τα αισθήματά του...



»Μέ βλέπει ο καλόγερος απάνω έως κάτω,

μα φαίνεται πως μ’ εύρισκε πάρα πολύ αφράτο

κι εξαίφνης μ’ ένα βρυχηθμόν με στρώνει στο κυνήγι

κι εγώ πηδώ στο άλογο και όπου φύγει φύγει.

Το άλογό μου έφευγε με πόδια φτερωμένα,

ο γαλονάς το έμαθε να τρέχει στην φυγήν,

αλλ’ όταν πλέον κίνδυνον δεν έβλεπα κανένα,

κατώπτρισα τα κάλλη μου εις διαυγή πηγήν.



»Δεν ήτον ωραιότερος ο Πάρις και ο Λίνος,

εμπρός μου και ο Νάρκισσος ακόμη ας σιγήσει,

και μέγα είχε δίκαιον ο νταυλαμπάς20 εκείνος

να πέσει κατεπάνω μου και να μέ κυνηγήσει.»



Αυτά λοιπόν εδιάβαζε για να διασκεδάσει

μα σαν να εβαρέθηκε και άλλα να διαβάσει

και το Ημερολόγιον αφήνει κατά μέρος

ενώ φυσά σφοδρότερα το ρεύμα του αέρος,

και το κεφάλι έγειρεν στα απαλά του στήθη

κι απάνω στην πολτρόνα του σχεδόν απεκοιμήθη.

Κοιμού, κοιμού, ώ Δόν Ζουάν, χωρίς μικράν φροντίδα

και είθε όνειρα φαιδρά στον ύπνο σου να βλέπεις,

επί ανθέων να τρυφάς καθώς την χρυσαλλίδα

και τον γλυκύτερον χυμόν ως μέλισσα να δρέπεις.

Των Χερουβείμ και Σεραφείμ ν’ ακούεις μελωδίας

και να πετάς αιθέριος εντός χρυσής νεφέλης,

αλλ’ ένα μόνον σ’ εύχομαι κι εγώ από καρδίας,

να μην ιδής τον νταυλαμπά εκείνον της Πεντέλης.

Κοιμού, κοιμού, ώ Δόν Ζουάν, και κάμε νάνι νάνι...

το κάλλος παντοδύναμον παντού θα βασιλεύει,

εμπρός σ’ αυτό θυμίαμα και άφθονον λιβάνι...

Κοιμού, κοιμού, ώ Δόν Ζουάν, κι η μοίρα σου δουλεύει.



Η καλοννή αείποτε δι’ όλα λατρευτή,

δεν είναι τιμαλφέστερον στον κόσμον ως αυτή,

ωραία όταν η χαρά το μέτωπόν της στέφει

και όταν λύπης αλγεινής την ρυτιδώνουν νέφη,

ωραία ως η Άρτεμις τοξεύους ελάφους

και όταν κλίνει σκυθρωπή επάνω εις τους τάφους,

και όταν εις συμπόσια και δείπνα εξαπλούται

και με καλλίβοτρυν21 κισσόν αμπέλων στεφανούται.



Ωραία όταν ομιλεί και όταν σιωπά,

όταν μισεί και μαίνεται και όταν αγαπά,

ωραία όταν εύτολμος κι όταν δειλή προβαίνει,

ωραία και αν σοφρωνεί και αν ανοηταίνει.

Ωραία όταν μ’ ευλαβή κατάνυξιν και πόνον

προσεύχεται γονυπετής ενώπιον εικόνων,

ωραία όταν άσπιλος είς τους αγγέλους φτάνει,

ωραία κι όταν ασελγεί και όταν αμαρτάνει.

Ωραία με το ψέλλισμα το πρώτον των χειλέων,

ωραία κι εις το γήρας της, ωραία κι εις την ήβην,

ωραία και εις τα μέγαρα και οίκους βασιλέων,

ωραία και εις πενιχράν και άστεγον καλύβην

Ωραία και αναίσχυντος, ωραία και σεμνή,

ωραία και με κάλυμμα, ωραία και γυμνή,

ωραία και υπό το φως του δίσκου της ημέρας,

ωραία και υπό της νυκτός τους αργυρούς αστέρας.



Πώς σε ζηλεύω, Δόν Ζουάν!... για σένα είναι όλα,

για σένα κάθε όμορφη και πετακτή μαριόλα,

για σένα το καλό φαγί και τα καλά κρασιά,

για σένα η καλοπέρασις, για σένα η δροσιά,

για σένα δόξες και τιμές για σέ σε κάθε σάλα

και το αθάνατο νερό και του πουλιού το γάλα.



Ξύπνα ψυχή μου Δόν Ζουάν, και άνοιξε τα μάτια,

σημαίνει σάλπιγξ στυγερών πολέμων και κινδύνων,

τρέξε στους δρόμους, στη Βουλή, στους σταύλους, στα Παλάτια

και φέρε μεταρρύθμισιν στο κράτος των Ελλήνων.



Εσύ, σαν ξένος βέβαια, πολλάς θα έχεις γνώσεις

και ημπορείς αν αγαπάς να μάς διοργανώσεις.

Κι εμείς θα σέ ακούσωμε μ’ αυτιά κατεβασμένα,

θα σού καταφιλήσωμε το ένα κι άλλο χέρι,

και όλοι μας θα κύψωμεν εμπρός σου τον αυχένα,

αν και ο σβέρκος των Ρωμιών ζυγόν δεν υποφέρει.

Τιμή θα είναι και εις σέ και εις ημάς επίσης

να υμνηθής στην συλλογήν των νέων τραγουδιών μας,

είναι τιμή μας, Δόν Ζουάν, να μάς μεταρρυθμίσης,

είναι τιμή μας να γενής πατέρας των παιδιών μας.



Θ’ ανοίξει με τον Δόν Ζουάν και η δική μας μοίρα,

καθείς αν πλέξει δι αυτόν στεφάνους αμαράντους,

και σεις, σεμναί Μαγδαληναί, με Αραβίας μύρα

αλείψατε του Δόν Ζουάν τους πόδας τους αχράντους.

Ούτος εστίν η άμπελος και ούτος η κυψέλη

εξ ής ο βότρυς ο γλυκός και το ευώδες μέλι.



Πώς σε ζηλεύω αληθώς... αλλά κτυπά η θύρα

κι ο Δόν Ζουάν ξιππάζεται και στη στιγμή ξυπνά...

εμβήκε στον κοιτώνα του μια μαυρομμάτα χήρα

ενώ ακόμη έβλεπεν ονείρατα τερπνά.



«Τι γίνεσαι, αγάπη μου;» τού λέγ’ η νέα χήρα,

κι εκάθισαν στον καναπέ με βλέμματα πυρώδη...

ο Δόν Ζουάν εθώπευσε την ροδαλήν της χείρα

και ακουμπά το πόδι του εις το χυτό της πόδι.

Μ’ αρώματα εγέμισεν η πέριξ ατμοσφαίρα

και η κυρά λαμποκοπά με ομορφιά και λούσο,

αφ’ όσα όμως άκαμαν και είπαν εκεί πέρα

δεν θέλω τίποτα να δω και τίποτα ν’ ακούσω.



Μακράν μου, σκέψεις πονηραί, μακράν μου Σατανά...

σύ φυλακή, ώ Κύριε, το στόματί μου θού,

ο Δόν Ζουάν το πνεύμα μου εις το κακό πλανά

κι έχω ανάγκην Μέντορος, προστάτου βοηθού.

Ώ Μούσα, μην ειπείς τι άκουσες και είδες,

μη θέλεις να γενείς κι εσύ Παρισινή κοκότα,

μην κοκκινίσουν τρυφεραί κι αθώαι δεσποινίδες

που δεν ηξεύρουν από πού και πώς γεννά η κότα



Πίσω μου έλα, διάβολε, της αμαρτίας πνεύμα,

φτου! μία φτού! κι άλλη μια φτού! και πέντε κι εκατόν,

μη παρασύρης μετά σού στης ηδονής το ρεύμα

κι εμέ τον αχαμνόεντα, κι εμέ τον σκελετόν.

Μακράν πνευμάτων σκοτεινών κατηραμένο σμήνος,

μακράν, αχρείς Δόν Ζουάν, υιέ της απωλείας,

μην ψάλω έρωτας γυμνούς καθώς κι ο Αρετίνος

τας αποκρύφους καλλονάς εξύμνει της Λαιλίας22.



Ιδού! Ιδού! στον καναπέ κι οι δυό αγκαλιασμένοι,

η χήρα εις τα χείλη του τα χείλη της κολλά

κι οι καστανοί της βόστρυχοι σχεδόν μισολυμένοι

του Δόν Ζουάν τα μάγουλα εγγίζουν απαλά.

Φτού! φτού! τι θέαμ’ αναιδές!... δεν θέλω να κοιτάζω,

Σταυροκοπούμαι με τα δυό, τα μάτια μου σκεπάζω,

και μ’ ευλαβή απλότητα σεμνού κανδηλανάπτου

φωνάζω προς τον Δόν Ζουάν «μακράν μου, μη μού άπτου»



Μαζί με σένα, Δόν Ζουάν, σουρτούκη παστρικέ,

το σοβαρό του δεν μπορεί κανένας να βαστά,

διότι, ως γνωρίζετα, κι αι σχέσεις και κακαί

φθείρουν πολύ ογλήγορα να ήθη τα χρηστά.

Αφ’ ότου εγνωρίσθημεν η εγκρατής μου γλώσσα,

που το κακόν δεν έμαθε ποτέ της να προφέρει,

επήρε τον κατήφορο και ψάλλει χίλια τόσα,

και τι ακόμα θα ειπεί, ένας Θεός το ξέρει.



Ιδού! της χήρας οι χυτοί και τορνευμένοι πόδες!

ώ θεάμ’ αποτρόπαιον! ώ θέαμα φρικώδες!

Μη βλέπετε, ώ δέσποιναι, και σείς οι δεσποσύναι,

σφαλίσετε τα μάτια σας εις την ξετσιπωσιά,

και σύ, ώ Μούσα, πάναγνος ως εδώ πέρα μείνε,

γιατί το παρακάναμε με την κακογλωσσιά.



Και δίχως τίποτε να πω, καθείς καταλαμβάνει

σαν τι κακό μπορεί να πει και τι μπορεί να κάνει

ένας ωραίος Δόν Ζουάν με μίαν νέαν χήραν,

σεισοπυγούσαν, πετακτήν, κι εκ πρώτου γάμου στείραν.



Μα να! Κυρία ύπανδρος εξ αίφνης εισορμά,

ενώ αυτοί αντήλασσαν φιλήματα θερμά

διότι πριν στον καναπέ κι οι δυό κατρακυλήσουν,

θαρρώ πως ελησμόνησαν την πόρτα να σφαλίσουν.

Δεν περιγράφεται ποσώς η της υπάνδρου λύσσα,

οι οφθαλμοί συστρέφονται και χύνουν αστραπάς,

κι εμπρός στην χήραν έπειτα ως Νέμεσις σταθείσα,

«Λοιπόν κι εσύ τον Δόν Ζουάν», της λέγει, «αγαπάς».

Μόλις δ’ αυτά επρόφερε, τής δίνει μια στη μούρη,

αλλ’ άναψε κι η άγαμος καθώς το ροκανίδι,

κι ακούγεται στην κάμαρα μεγάλον νταβατούρι

κι αρχίζει το Ελληνικό και Γαλλικό βρισίδι.

Αλλ’ όμως είναι δύσκολο καταλεπτώς να πω

όσα εξήμεσαν εκεί χωρίς να εντραπώ.

Εν τουτοις έγινε γνωστόν εκ της αγρίας πάλης

πως ήξευρε καλά η μιά την αρετή της άλλης

και ήκουσε ο Δόν Ζουάν μετά πολλής χαράς

πως ήτο και η έγγαμος εις σχέσεις τρυφεράς

μετά τινός μισέλληνος και νέου πρεσβευτού

και διπλωμάτην έτεξεν ωραίον εξ αυτού,



και πως η χήρα μια φορά εντός καιρού ολίγου

μετά την αποβίωσιν του προσφιλούς συζύγου

εφάνη κάπως έχουσα υπόπτους διαστάσεις

κι υπέφερε κοψίματα καθώς και ναυτιάσεις,

και εις την Τήνον έφυγε δια να προσκυνήσει,

κατ’ άλλους δε στην Οδησσόν δια να ξεγεννήσει.



Βλέπει καυγά ο Δόν Ζουάν μες στο δικό του σπίτι

και να συχάση προσπαθεί με τρόπο τις κυράδες,

αλλά τού εκαταμάτωσαν με τις νυχιές τη μύτη

και τού εβγήκανε ξινά τα χάδια κι οι γλυκάδες.

«Συχάσετε για το Θεό», φωνάζει σαστισμένος

«σάς βεβαιώνω πως ποτέ προς σάς δεν θ’ απιστήσω

και με τις δυό – παρόλ ντ’ ονναίρ – θα είμ’ ερωτευμένος

κι επιθυμώ το επ’ εμοί να σάς ευχαριστήσω».



Κι ενώ τις εκαλόπιανε ο Δόν Ζουάν μ’ αυτά,

η χήρα την ομπρέλλα της στην ύπανδρον πετά,

και το δεξί σκαρπίνι της η παντρεμένη βγάζει

και μ’ όλη της τη δύναμη στη χήρα το τινάζει,

μα το σκαρπίνι άλλαξε το δρόμο του και πέφτει

απάνω στον κρυστάλλινο του Δόν Ζουάν καθρέφτη,

και ο καθρέφτης με τριγμόν εχώρισε στη μέση

κι ολίγου δει ο Δόν Ζουάν λιπόθυμος να πέσει...

Μα και μ’ αυτό το σπάσιμο δεν έπαυσε η μάχη

και ουκ ολίγας έφαγε του Δόν Ζουάν η ράχη,

μετάνοιωσε που γνώρισε αυτά τα νέα φρούτα

και κάθε τόσο φώναζε: «Μωρέ, μα τί ’ναι τούτα;»



Πλην μ’ όσα και αν έκανε δεν έπαυαν ακόμα,

αλλ’ όμως και ο Δόν Ζουάν θυμώνει τότε πια,

και την κυρίαν ύπανδρον καταφιλεί στο στόμα,

μα δίνει και στην ύπανδρον μια δυνατή τσιμπιά.

Αφήνει απ’ εδώ τη μια κι ευθύς την άλλη πιάνει

κι ως ταπεινή θεράπαινα προθύμως διορθώνει

της παντρεμένης τον κορσέ, της χήρας το φουστάνι,

της μιας το πουφ το πισινό, της άλλης το κορδόνι.

Καρφώνει τα λυτά μαλλιά της χήρας με φορκέτες,

δένει και τις μισόλυτες της άλλη καλτσοδέτες

και παίρνει το σκαρπίνι της μ’ ευγένεια και χάρη

και στο μικρός της το φορεί και παχουλό ποδάρι.

Δείχνει πως έχει μέσα του και για τις δυό καημό,

θέλει να μείνει καθεμιά κατευχαριστημένη,

τσιμπά της μιας το μάγουλο, της άλλης το λαιμό,

και μιά στη χήρα ρίχνεται και μια στην παντρεμένη,

Αλλά κι εκείνες έβαλαν τον Δόν Ζουάν στη μέση

– και ποιός δεν θέλει να βρεθή σε μία τέτοια θέσι; –

κι η μιά τον σέρνει απ’ εδώ κι η άλλη απ’ εκεί

ώσπου με τα τραβήγματα τού σχίζουν το βρακί.

Μα το ανέλπιστο κακό εδώ δεν σταματά

κι αρχίζει νέος πόλεμος των δύο γυναικών

κι ο Δόν Ζουάν με το βρακί σχισμένο τις κοιτά

και γίνεται tableau vivant23 εκ των μοναδικών.

Την άλλη μέρα έγιναν γνωστά τα του αγώνος

κι ο σύνευνος της νεαράς κι υπάνδρου Αμαζόνος,

που ήτον άπειρος πολύ ως μαθητής Λυκείου

και σύζυγος εξαίρετος εκ των του Βοκκακίου,

cocu, battu et très content24, μαθών μετά χαράς

από πολλούς γνωρίμους του τους άθλους της κυράς,

εις του Πατούχα25 έτρεξε σαν να τού είχαν νέφτι

κι έναν καινούργιο έστειλε στον Δόν Ζουάν καθρέφτη.




Δ’ – Ο ΧΟΡΟΣ



Χοροί μεγάλοι γίνονται στου τάδε και στου δείνα,

πολλά δε κτήνη του στρατού ψοφούν από την πείνα

και πάμπολλοι αυτοκτονούν με Άγγλων ψυχραιμίαν,

δια ρεβόλβερ μερικοί και άλλοι διά φούρκας,

η δε Αυλή εξέφρασεν σφοδράν επιθυμίαν

να χορευθή και ο χορός της Ρωσσικής μαζούρκας.



Βαθέως συνεκίνησε των ευγενών τας σφαίρας

κι όλους τους ξένους πρεσβευτάς ο πόθος της Αυλής

και η μαζούρκα έγινε το θέμα της ημέρας

μα και τα έργα έπαυσαν αμέσως της Βουλής,

διότι βουλευταί πολλοί μη έχοντες καιρόν,

καθότι επεδόθησαν στον Ρωσσικόν χορόν,

δεν ήρχοντο εις την Βουλήν να γίνει απαρτία,

προς τούτο έμεινε αργή και η διπλωματία

κι ουδ’ έγγραφα εστελλοντο εκ των σπουδαιοτέρων

πλην δεν εβλάπτετο μ’ αυτό του κράτους το συμφέρον

καθόσον ήσαν φιλικαί κι αι σχέσεις των Ελλήνων

με Δύσιν και Ανατολήν, Μαρόκον και Πεκίνον.

Αλλ’ όμως και ο Πρόεδρος αυτός του Υπουργείου

εμούντζωνε προς το παρόν τα του ισοζυγίου

και την μαζούρκα χόρευε μαζί με τον Βαλάση26,

μη θέλων της σεπτής Αυλής το κέφι να χαλάσει.



Κι οι δημοκράται χόρευαν και οι βασιλικοί

κι ο Δόν Ζουάν εσύχναζε εις ένα κι άλλο σπίτι,

αλλά παντού εμάνθαναν μαζούρκα Ρωσσική

καθένας Ερμαφρόδιτος και κάθε Αφροδίτη.

Και μία μέρα τράβηξε να πάει στο Παλάτι,

διότι διεδίδετο και γνώμη επεκράτει,

πως ο Μεγαλειότατος από καιρού εσκόπει

κοντά εις την Ακρόπολιν την θάλασσα να φέρει,

και δι αυτό ετρόμαξε Ανατολή κι Ευρώπη

κι εγίνετο εις τας Αυλάς μεγάλο νταραβέρι.

Αλλά ενώ επήγαινε με πόζαν διπλωμάτου

πληροφορείται καθ΄οδόν μετά χαράς αμέτρου

πως άφησε κι ο βασιλεύς αυτά τα σχέδιά του

και στη μαζούρκα τό ’στρωσε μετά του Χατζηπέτρου27.



Χορός μεγάλος γίνεται στο μέγαρον του Τι

που ήτο ξένος στρατηγός, πολύξερος με γνώσι,

εις τας Αθήνας έμενε, δεν ξέρω διατί

αλλά θα ήλθε και αυτός να μάς διοργανώσει.

Και προσεκλήθη ο αφρός της νέας ευγενείας,

τού άι-λάιφ δηλαδή της όλης κοινωνίας,

όπου κανείς τους τίτλους του ως τώρα δεν γνωρίζει,

που χθες ακόμη έτρωγε σπανάκι με το ρύζι,

με τόσην δε στολίζεται ο βίος του τιμήν

που σαν ευρή στην τσέπη του και λίγο ψωμοτύρι,

ταράσσεται και απορεί ως ο Βενιαμίν

σαν είδε μές στο σάκκο του εκείνο το ποτήρι,

αυτό που χύνει μυρωδιές και που βρωμά σαν φλόμος,

αυτό που ρεκλαμάρεται εις τας εφημερίδας,

αυτό που περιέγραψε ο Δόν Ζουάν συντόμως

στου Ημερολογίου του τας μυστικάς σελίδας.



Και τώρα σύ ώ Ερατώ, tu vatem, diva mone28

σύ έμπνευσον των ευγενών το στίφος να μετρήσω,

και σύ, ώ φίλε Δόν Ζουάν και οδηγέ μου μόνε,

βοήθησέ με στο σωρό με σέ να προχωρήσω.

Ποτέ τοιούτους ευγενείς δεν είδε και η Ρώμη

με τόσην δύναμιν παντού, υπεροχήν και κλέος,

που κι η Αυλή τούς προσκυνεί και ημπορούν ακόμη

να παίζουν εκαρτέ29 και βιστ30 μετά του βασιλέως.

Οι ευγενείς πατέρες των απέθανον προ χρόνων,

οπόταν εμαστίζετο εκ πείνης η Ελλάς,

και τίποτα δεν άφησαν στα τέκνα παρά μόνον

περί σουφροποιήσεως ολίγας συμβουλάς.

Και θησαυρούς απέκτησαν τα τέκνα ουκ ολίγους

κι αντί ρετσίνας έπιναν της Καμπανίας οίνον

κι οι μέν των δε ανήρπασαν τας κόρας και συζύγους,

ως οι Ρωμαίοι άλλοτε τας κόρας των Σαββίνων31.



Ιδού ο κόσμος, ο το παν δυναμένος να κάμη,

φροντίζων περί των κοινών και περί των ιδίων,

ιδού ο αγαθός πατήρ, ο πάππος και η μάμμη,

ιδού η μήτηρ η καλή και το καλόν παιδίον.

Ιδού μεγάλων γενεών οι δοξασμένοι κλάδοι

που δημοσίαις τρέφονται δαπάναις εν Ελλάδι,

καθώς η πάλαι ιερά του Πρυτανείου όνος,

και δι αυτούς αμέριμνος διέρχεται ο χρόνος

και τρέχοντες στας αγοράς και εις τα Πρυτανεία,

στου Γιαννοπούλου32 δηλαδή και στ’ άλλα καφενεία,

παραπονούνται διαρκώς και νύκταν και ημέραν

πως η πατρίς τους κόπους των ποσώς δεν ανταμείβει,

ενώ αν έβλεπαν το φως εις άλλου έθνους σφαίραν

ενώπιόν των ήθελε κι βασιλιάς να σκύβει.

Και τα παπούτσια βερεσέ καμμιά φορά λουστράρουν

και πίνονυ μπόλικο νερό κι αδιάκοπα φουμάρουν,

αν δε μικρά σταγών καφέ εις την στολή των πέση,

ευθύς μπορούν τον καφετζή να κόψουν μες στη μέση

και να τού κάμουν θάλασσα για μια στιγμή τον πάγκο

και μέσα στο τεζάχι33 του να μην αφήσουν φράγκο.

Ιδού! ιδού! και στρατηγοί σαν τον γνωστόν Αννίβα,

που έχουν εις τον σβέρκον των από γαλόνια στίβα,

όπου μακράν συγκρούσεων, πολέμων και αρμάτων

δοξάζουν της πατρίδος των το τιμημένο στέμμα,

και μόνον εις την εποχή των κυνικών καυμάτων34

τούς παίρνουν οι μπαρμπέρηδες ολίγα δράμια αίμα.


Ιδού! και οι ανώτεροι αυτής της κοινωνίας

με του Σωτήρος τους σταυρούς και τας μακράς ταινίας,

που έχουν και παράσημα επάνω στο κεφάλι,

και αν δεν φαίνωνται σ’ αυτούς, αλλά τα βλέπουν άλλοι.

Ιδού! ιδού! και γέροντες εκ των σεβαστοτέρων,

αριστοκράται και αυτοί με κόμας φαλακράς,

επιγαμίας βλέποντες υιών και θυγατέρων,

και μειδιώντες στους μικρούς καθώς και στας μικράς,

κι ούτε ενθυμούμενοι ποτέ τα περασμένα χρόνια

που ετηγάνιζαν κι αυτοί μαρίδες και πλεμόνια.

Ιδού και απαλότατοι το δέρμα νεανίσκοι,

όπου καθείς των πίστωσιν από παντού ευρίσκει,

αυτοί που συναλλάγματα ευκόλως υπογράφουν

και με φτιασίδια γυναικών τα πρόσωπά τους βάφουν

δια ν’ αρέσουν στου καλού τους τόσους θαυμαστάς

και να ευρίσκουν ούτω πως ολίγους δανειστάς.



Ιδού μητέρες comme il faut35 με τόση φρονιμιά,

μ’ ανοίξεις εβδομήκοντα και όψιν σεβαστήν,

οπού στο κάθε της παιδί θυμάται κάθεμιά

και κάποιον της νεότητος αρχαίον εραστήν.

Και τώρα της κοιλίας των τα έργα καμαρώνουν

ως αληθώς φιλόστοργοι κι ενάρετοι γονείς,

και κάποτε τους οφθαλμούς προς ουρανόν υψώνουν

και ψάλλουν το τροπάριον το της Κασσιανής36.

Ιδού και αι θυγατέρες των, αγνόταται ακόμη

ως η Μαρία του Κλωπά37 και όπως η Σαλώμη38.

Χαρά στον που της ορεχθή, χαρά στον που τής πάρη!...

έχουν και προίκες μετρητές και χάρες ουκ ολίγαις,

και γίνονται πιο κόκκινες και από το παντζάρι

όταν πετούν τριγύρω των ερωτευμένες μύιγες.

Με ασχολiας ευγενείς τnν ώρα των περνούν,

λευκαiνουσαι και χρίουσαι το ευµελές των σωµα,

και µ' όλα των τα δυνατά σπουδάζουν να γενούν

και από τας µητέρας των καλλίτεραι ακόµα

κι αριστερά και δεξιά γυρiζουν µε κερί

και γραµµατείς των Πρεσβειών ζnτούν φιρί φιρί,

ώς που στό τέλος η μπογιά της μούρης των ξεβάφει

και μένουν νύμφαι του Χριστού απάνω εις το ράφι.



Μα τι ν’ αφήσω ύστερον και τι να πρωτοπώ;

Εμπρός των μένω έκθαμβος και βλέπων σιωπώ.

Κονδύλι μου χρειάζεται και νούς Ομηρικός

για να γραφούν μ’ ακρίβειαν και περιστατικώς.

Τι πλήθος ποικιλόμορφων νυμφών πολυταλάντων!

Τι φορεσιές, τι ντεκολτέ, τι πλούτος αδαμάντων!

Οποίον κρύβει Πακτωλόν η νέα Κεκροπία!

Τι ψέλλια39 κι ενώτια40 κι ασημικών πληθώρα,

που στίλβουν περισσότερον εκείνων τα οποία

ο Ελιέζερ έφερε προς την Ρεβέκκαν δώρα41.



Πώς απεκτήθησαν αυτά ποσώς δεν εξετάζω,

εγώ την λάμψιν μοναχά του πλούτου των κοιτάζω

και τους δεσπότας προσκυνώ σμαράγδων και σαπφείρων

χωρίς κανένα σχόλιον, χωρίς κανέναν λήρον.

Και ποίος ψύλλους στ’ άχυρα καθίζει να γυρεύει;

Τις εξετάζει πώς και πού ο πλούτος απεκτήθη;

Μπορείς διαμάντια να φορής;... ο κόσμος σε λατρεύει,

τα δ’ άλλα παραβλέπονται και τα σκεπάζει λήθη.



Ιδού! λαλούν περί ενός κυρίου οψιπλούτου42

και ο καθείς την γνώμην του εκφέρει περί τούτου.

Ένας τον λέγει μασκαρά, ο άλλος πρωτοψεύτη,

εκείνος ασυνείδητο, άλλος κατσικοκλέφτη

και λέγουν πως για σπίτι του τού έπρεπε αχούρι,

κι είναι τιμή του αρκετή αν τόν ειπούν γαϊδούρι.

Αλλ’ έξαφνα εισέρχεται ο περί ού ο λόγος

και παύουν αι διαβολαί και παύει κάθε ψόγος,

και προσκυνούν τον κύριον που κάνει για τ’ αχούρια

και είναι άνθρωπος αυτός κι εκείνοι τα γαϊδούρια.



Η πλάσις έζησε και ζει με τα παράξενά της

κι εκείνους πάντα θα τιμά που έχουν τα στολίδια,

ενόσω στρέφεται η γή περί τον άξονά της

και ο Θεός ξεκάρφωτα βαστά τα κεραμίδια.

Και όποιος είναι τίμιος, ας γίνει ερημίτης

κι ας συχνοβράζει την τιμή να πίνει το ζουμί της.

Αλλ’ όμως πού εμείναμε;... εις τον χορόν νομίζω...

λοιπόν αμέσως σύντομον περιγραφήν αρχίζω

και ας ιδώ πού διάβολο μ’ αυτά θα καταντήσω,

γιατί εδώ που έμπλεξα, πολύ θα τα σαστίσω.



Εις ποία, Μούσα, χρώματα τον νούν μου παρασύρεις;

Το πνεύμα μου εις όραμα πλανάται μαγικόν...

δεν έχει τόσα χρώματα η ουρανία Ίρις,

ουδ’ όλα τα πολύχρωμα πτηνά των τροπικών.

Οπόταν δε σιγά σιγά που πέφτει το λυκόφως

και κάθε ράχις των βουνών χρυσώνεται και λόφος

και μ’ άλλα νέα θέλγητρα ενδύεται η φύσις,

τόσα ποικίλα χρώματα δεν σχηματίζ’ η Δύσις,

όσα εδώ υπό το φως αδαμαντίνων άστρων

επλέκοντο εις σώματα λειότερ’ αλαβάστρων.



Τι ερυθρόν, τι πράσινον, τι κίτρινον, τι άλλα!

Τι σμάλτινον, χλωρόλευκον, ροϊόχρουν, μολυβδώδες!...

Αλλ’ όμως υπεφαίνεντο τα στήθη ως το γάλα

και μ’ έλαφράν υπόδησιν αβροί εσκίρτων πόδες.

Τα πάντα συνεδέοντο και ενώνοντο εκεί

με θαυμαστάς παραλλαγάς και τέχνης αρμονίαν,

και όρχησιν ανέκρουε φαιδρά η μουσική

και αφήνοντο εις του χορού την μέθην με μανία.



Και πλούτος ρόδων τεχνητών και καταλεύκων κρίνων

της κόμης την αναβολήν κοσμεί επιχαρίτως,

και ούτε διεκρίνετο εις τον χορόν εκείνον

ο πρώτος και ο έσχατος, ο δεύτερος κι ο τρίτος.

Πυκνός αήρ μοσχοβολά εις όλους τους θαλάμους,

θαρρείς ως δευτερόλεπτα οι ώρες πως περνούν

και σμίγουν ρόδα ερυθρά με καστανούς πλοκάμους

και βόστρυχοι χρυσόξανθοι με άνθος κυανούν.

Και προς τα τόσα χρώματα εναμιλλάται43 πάλιν

το χείλος το κοράλλινον κι αιμόχρους παρειά,

και περί κάλους ήριζε η μία με την άλλην

ως του Αισώπου τη γνωστή μηλέα και ροϊά44.

Και υποσκάζουν οι μικροί των παρειών λακκίσκοι

κι ερατεινόν μειδίαμα τους ορχηστάς μεθύσκει,

κι εγείρουν πάσαν αίσθησιν πνοαί αρωματώδεις

και χαιρετούν οι Χάριτες του κάλους την πλειάδα,

κι αφρίζει κάθε χορευής καθώς και ο Ηρώδης

εδαιμονίσθη άλλοτε με την Ηρωδιάδα,

κι ευθύς δι’ αποφάσεως σκληράς και παρανόμου

διέταξε την κεφαλή να κόψουν του Προδρόμου45.



Αλλ’ όμως εις την αίθουσαν προβάλλ’ η Μιχαλού,

καμαρωτή και λυγιστή σαν πάπια του γιαλού.

Τι λούλουδα και τι φτερά φορούσε στο κεφάλι,

η Μιχαλού επρώτευε στων ρόδων την μαγείαν,

δεν ήτο χρώμα πουθενά που δεν το είχε βάλει

κι εσπούδαζεν επάνω της την χρωματολογίαν.

Η Μιχαλού, η Μιχαλού!... φωνάζουν όλες κι όλοι,

τόπο σε τούτο τον μπαξέ, σ’ αυτό το περιβόλι,

κι αρχοντικά χαμογελούν της Μιχαλούς τα χείλια

και τήν κιαλάρει καθεμιά και σκάζει από ζήλεια.

Τα κόκκαλά της έτριζαν από αδυναμίαν,

αν κι εταξίδευε συχνά για κούρα στο Παρίσι,

και ο καθείς ηδύνατο ευκόλως μίαν μίαν

του θώρακός της τας πλευράς ευκόλως να μετρήσει,

και δεν ηξεύρω διατί, όταν εμπρός της ήσο,

ευθύς την ματαιότηταν του κόσμου ενθυμείσο,

κι εσκέπτεσο καθ’ εαυτόν πως λέγεσαι θνητός

και πως θα μείνεις μια φορά κοκκάλων σκελετός.



Αλλά εν μέσω γυναικών τοσαύτης καλλονής

και του Ορέστου έβλεπες εκεί τας Ερρινύς46,

και λάμιες των παραμυθιών και μαύρες καλιακούδες

και μούμιες για βαλσάμωμα και στρίγγλες και μαϊμούδες

που μόλις εσυγκρίνετο εκείνο το μπουκέτο

με του Ρωμηού τον Φασουλή και με τον Περικλέτο47.

Και όμως ωνομάζοντο γυναίκες και αυταί

κι είχαν το θάρρος στους χορούς να βάζουν ντεκολτέ,

κι εμόρφαζαν ερωτικώς μπροστά εις τους Δαντήδες48

και ίσως να εγράφησαν γι αυτές κι ακροστοιχίδες.



Και άνθρωποι με οφθαλμούς ευρέθησαν ακόμα

όπου μαζί τους έγιναν μία ψυχή κι εν σώμα,

και να ιδούν ευτύχησαν παστάδας νυμφικάς

και διαχύσεις ήκουσαν συζύγων μυστικάς

κι εφούσκωσαν ως οι ασκοί εκείνοι του Αιόλου49

και αγλαοί εβλάστησαν καρποί εκ την γαστρός των

και τίποτε παράξενον κι απίθανον καθόλου

να διατρέχει κίνδυνον η κοίτη του ανδρός των.



Δίδε, ώ ύψιστε Θεέ, εις όλας τας γυναίκας

τα γόητρα της Ιουδήθ50, την χάριν της Ρεβέκκας

και μην αφήνεις άσχημον το γυναικείον πλάσμα,

το μόνον σου ακτίκτυπον και των ασμάτων άσμα,

που είναι σύντροφος πιστός της λύπης και χαράς μας,

οστούν εκ των οστέων μας, πλευρά εκ της πλευράς μας.

Αλλέως ας μη γίνωνται γυναίκες εις την γήν,

οπόταν με το κάλλος των μάς τρέπουν εις φυγήν.



Ο Δόν Ζουάν, ο Δόν Ζουάν στη σάλα προχωρεί

με στόμφον θριαμβευτικόν και βάδισμα βαρύ,

τον ηκολούθυν δε πολλά του υπουργείου μέλη,

το σώμα των διπλωματών και πάντες οι εν τέλει,

με τις ολόχρυσες στολές και τα σπαθιά κοντά

και με τ’ αποκριάτικα εκείνα τρικαντά51

όπου κατά την γνώμην μου και την μικράν μου κρίσιν,

μου φαίνονται κατάλληλα προς μίαν άλλην χρήσιν.

Αυτοί οπού το μέλλον μας εκ του παρόντος κρίνουν

και λέγουν όσα θα συμβούν και όσα δεν θα γίνουν,

αυτοί που κατεπλούτισαν το έθνος από γνώσεις,

αυτοί που θέλουν καπελιές στο τρικαντό απάνω,

που στέλλουν τελεσίγραφα, στρυφνάς διακοινώσεις

και εις τον Βίσμαρκ52 απαντούν και στον Κογλετσιάνο53,

αυτοί που επιβάλονται με τόνο σοβαρό,

αυτοί που διακρίνονται για την κομψή χωρίστρα

και λάμπουν στα παράσημα, που σαν αυτά θαρρώ

δεν είχε η αείμνηστος εκείνη Οθωνίστρα54.

Όταν δε κάποιος Σαλιάρ-Γιούγκ55 και απ’ εδώ περάσει,

ή βασιλεύς του Τομβουκτού56, ή άλλος ηγεμών,

παράσημα του κράτους του εις όλους θα μοιράσει

και σύμμαχος προς χάριν μας θα γίνει μεθ’ ημών.

Μα να! Και κάποιος πρεσβευτής εκ της Μακαρονίας

που είναι το enfant gaté57 μεγάλης κοινωνίας

και κατορθώνει να τραβά πολλές από τη μύτη

αν κι είναι ασχημότερος και από τον Θερσίτη58.



Εκτός αυτών τον Δόν Ζουάν παρηκολούθουν κι άλλοι,

Αυστριακοί και Γερμανοί, καθώς και Αγγλογάλλοι,

αλλά και η πολύχρυσος παρείπετο Αυλή

με τας κυρίας της τιμής και τον Αρχισταυλίτην

κι ο σύζυγος της Ριαρώ και σύζυγοι πολλοί

που είχαν με τον Δόν Ζουάν από κοινού την κοίτην.

Παρείποντο μουφλούζηδες59 προς τούτοις Τραπεζίται

και χρεωγράφων και σπιτιών και γυναικών μεσίται

και Κολονέλοι της φακής και άλλοι πτεροφόροι

ως στην Σελήνη έπονται αστέρες δορυφόροι.

Εισήλθεν ουν ο Δόν Ζουάν γελών και υποκλίνων

κι υπό πολλών φρουρούμενος αλλοδαπών κι Ελλήνων,

κι αμέσως εσηκώθησαν οι χορευταί βουβοί,

αφήσαντες τ’ αστεία των και τας συνομιλίας

και όλοι παραμέριζαν εμπρός του να διαβή

κι η μουσική τού έπαιξε τον ύμνον της Αγγλίας.

Τόν έβαλαν κι εκάθισε απάνω σε σοφά

κι ετριγυρίσθη σαν Πασσάς απ’ όλας τας ωραίας,

και από τα τσιμπήματα που τού ’διναν κρυφά,

τού εκατακοκκίνισαν το απαλό του κρέας.

Κι οι διπλωμάται τά ’χασαν κι απόμειναν στα κρύα

κι ούτε καμμιά τούς ζύγωνε δοξομανής κυρία,

και μ’ όλα των τα τρικαντά και τα πολλά των άστρα,

ο Δόν Ζουάν τούς έκανε στο κόρτε των χαλάστρα.

Αλλ’ όμως και ο πρεσβευτής εκ της Μακαρονίας

κι αυτός δεν είχε πέρασι εκείνη τη βραδυά

και όλας περιέτρεχε της σάλας τας γωνίας

χωρίς για τα γενόμενα να βγάζει τσιμουδιά.



Ενώπιον του Δόν Ζουάν σκιρτών και ανθηρός

παρήλαυνε των κυριών ο ευπρεπής χορός,

κι εκείνος εκορδώνετο χωρίς να βγάλει λέξι,

κι ευρίσκετο σε δίλημμα ποιά πρώτη να διαλέξη.

Κι ο κλήρος τέλος έλαχε εις μίαν ζωντοχήραν,

και όλοι εμακάρισαν την ευτυχή της μοίραν

κι ευθύς επήρανε φωτιά τσακίστρες μερικές

και άρχισαν ψιθυρισμούς οι γλώσσες οι κακές.



Οι γέροι τόν εκοίταζαν με λαύρα και καημό,

οι νέοι τόν λοξόβλεπαν με ζήλια και θυμό,

κατέπτυαν τους κόλπους των αι σεβασταί μητέρες,

εγαργαλίζοντο κρυφά σφριγώσαι θυγατέρες,

κι ο Ριαρώ και οι λοιποί τό είχαν για καμάρι

που είδε το κρεβάτι των αυτό το παλληκάρι.

Κι εχόρευε κι εχόρευε και όλοι κάνουν τόπο

εμπρός στον ευνοούμενο βροτόν της ευτυχίας,

αλλ’ απ’ οπίσω έξαφνα τον τσίμπησε με τρόπο

ένας σπουδαίος βουλευτής ευάνδρου Επαρχίας,

λάτρης και ούτος, φαίνεται, θερμός της καλλονής,

καθώς και ο καλόγηρος εκείνος της Μονής.



Πλην φεύ60! εις έναν στρόβιλον ο Δόν Ζουάν γλιστρά

κι αμέσως με την πλάτη του το πάτωμα μετρά.

Οπόση τότε σύγχυσις επήλθε στον χορόν!

Κι η ζωντοχήρα έπεσε στον Δόν Ζουάν απάνω

και βγήκαν κάτι πράγματα κρυφά στο φανερόν

οπού εντρέπομαι γι αυτά ρεκλάμα να σάς κάνω,

και όλοι για να μην τα δούν και γίνουν νταραβέρια,

εσκέπασαν τα μάτια των και με τα δυό των χέρια.

Και τρέχουν προς τον Δόν Ζουάν οι πάντες εν τω άμα

και τόν ρωτούν αν έπεσε βαρειά ή ελαφρά,

αν τούτος πρώτος γλίστρησε και ύστερα η ντάμα,

αν κτύπησε στον αφαλό, στο γόφο, στα νεφρά,

και μία βούρτσα ο καθείς στο χέρι του αρπάζει

και απ’ οπίσω κι απ’ εμπρός τον Δόν Ζουάν τινάζει.

Και καθεμιά χορεύτρια από ψυχής συγχαίρει

του Δόν Ζουάν το διαλεκτό και ζηλεμένο ταίρι,

που αξιώθη να βρεθή σε μία τέτοια θέση

κι απάνω εις τον Δόν Ζουάν φαρδιά πλατιά να πέση.



Ενώ δ’ ελέγοντο αυτά, ο Δόν Ζουάν και πάλιν

Εσάλταρε εις τον χορόν με ζωντοχήραν άλλην,

και μόλις άφησε κι αυτήν καταμεσής της σάλας,

εφάνη έξαφνα πηδών με ζωντοχήρας άλλας,

διότι, ως ελέγετο, εις τούτον τον χορόν

ευρέθη μία δωδεκάς ζωστή ζωντοχηρών.

Κι ο Δόν Ζουάν ηρέσκετο εις πρώτην ευκαιρίαν

να φαίνεται των ορφανών και των χηρών προστάτης,

κι ησθάνετο συμπάθειαν προς την ζωντοχηρείαν

καθ’ ό ιππότης αληθής και δη αριστοκράτης.

Και τώρα πάλι προς αυτήν ο έρως του εστράφη,

αν και γι αυτό εφούρκιζε η των εγγάμων σπείρα...

κι εγώ το λέω πάντοτε πως άνωθεν εγγράφη

κάθε γυναίκα ώμορφη να μένει ζωντοχήρα.

Κι εχόρευε ο Δόν Ζουάν με μέση λιγερή

κι ανέπαλλε το στέρνον του μ’ αναπνοήν ταχείαν

και κάπου κάπου τού ’δινε και μια τσιμπιά γερή

ο καλλιτέχνης βουλευτής από την Επαρχίαν.



Ασώτευε, ασώτευε, ώ Δόν Ζουάν κανάγια

και μάγευε τις λιγερές με τα χρυσά σου μάγια,

κι ο Ιακώβ ελάτρευε τον έρωτα εκθύμως

κι είχε την Λείαν και Ραχήλ61 γυναίκας του νομίμως,

μα και παιδίσκας έτρεφε πολλάς δε και ωραίας

και θραύσιν επροξένησε μεγάλην στας Εβραίας,

διότι, ως μάς βεβαιεί κι η πάλαι ιστορία,

νομίζω πως εγέννησε παιδιά εικοσιτρία,

τον Νεφθαλείμ, τον Ζαβουλών και άλλους περιδρόμους

και γάμους έκαμε πολλούς, νομίμους και ανόμους,

και όμως ήτο του Θεού και ούτος εκλεκτός

κι εμπρός του ο παράδεισος ευρέθη ανοικτός,

και τώρα πας χριστιανός εις τα υστερινά του,

όταν ιδή πλησίον του το φάσμα του θανάτου,

εν κατανύξει δέεται του Σαββαώθ62 μεγάλη

στου μακαρίτη Ιακώβ τους κόλπους να τόν βάλει,

αν και φρονώ πως άνθρωπος εκ της θνητής φυλής

εις κόλπους ως του Ιακώβ δεν είναι ασφαλής.



Εις το σουπέ63, εις το σουπέ, εφώναξε ο Τι,

και όλοι τρέχουν στο σουπέ να πάρουν κάτι τι.

Απ’ όλα εύρισκες εκεί και με το παραπάνω,

μα δεν σκοπεύω το μενού των φαγητών να κάνω,

εις άλλους την εμπρέπουσαν περιγραφήν αφήνω,

εγώ το βλέπω μοναχά και ξεροκαταπίνω,

καθώς ο Πτωχοπρόδρομος64, γνωστός μας ποιητής,

θύμα των μέτρων και αυτός και λόρδας δυνατής,

που μιά ημέρ’ αντίκρυ του παχύσαρκος Δεσπότης

μόνος επεριδρόμιαζε μια συναγρίδα πρώτης,

κι ο πεινασμένος ποιητής τον έβλεπε στο στόμα

καθώς πεινώντες κόρακες το θνησιμαίον πτώμα,

και ως αυτός ομολογεί, τού έτρεχαν τα σάλια

κι εμούτζωνε τα μέτρα του και τα πολλά του χάλια.



Τι κάπονες, φασιανοί και καμπανίται οίνοι!

χορευτριών και χορευτών το μάγουλο ανάβει,

μα το καλλίτερο κρασί ο Δόν Ζουάν το πίνει

και την καλλίτερη μπουκιά ο Δόν Ζουάν τήν χάβει.

Γευθήτε, φίλε Δόν Ζουάν, κι από το μέρος τούτο,

γευθήτε, σάς παρακαλώ, κι αυτό το νέο φρούτο,

αγαπητέ μου Δόν Ζουάν, καθίστε κι απ’ εδώ,

ορίστε Σόλωνος κρασί, ορίστε και Βορδώ.

Δεχθήτε, σάς παρακαλώ, κι αυτό το χοιρομέρι

δεχθήτε, σάς παρακαλώ, κι αυτό το σαλτσισώτο,

και ο καθένας κάτι τι στον Δόν Ζουάν προσφέρει,

κι αυτός δεν ξέρει τι να πιή και τι να φάη πρώτο,

ωσπου στο τέλος έγινε με τα κρασιά στυλιάρι

και μόλις είχε δύναμι τα πόδια του να πάρει.



Αλλά τον εμιμήθησαν εις τούτο και οι άλλοι

και πίνουν, πίνουν ό,τι βρούν ως βάκχου Σειληνοί,

μα έξαφνα, ενώ μεθά τους πάντας η κραιπάλη,

σοβαρωτάτη το. χορόν ετάραξε σκηνή,

διότι μία δέσποινα, θαρρώ αλλοδαπή

με τις σαμπάνιες φαίνεται πως έγινε στουπί

και ίσως από το κρασί και το κουβαρνταλίκι

χωρίς να θέλει έπαθε κακό μασκαραλίκι,

όπου με λόγια δεν μπορώ να σάς το παραστήσω,

αν και πολύ επιθυμώ να σάς ευχαριστήσω.

Κι αν επιμένη από σας κανέναν να το μάθη,

ας φαντασθή μονάχος του σαν τι μπορεί να πάθη,

αν εις καιρόν που σέρνονται κοψίματα και πόνοι,

φάει πολλά κορόμηλα και μπόλικο πεπόνι.

Σαν ένα τέτοιο έπαθε και η αλλοδαπή...

καλλίτερα η γλώσσα μου δεν ξέρει να το πή.



Μα μες σ’ αυτό το ξαφνικό, κεριά και φώτα σβήνουν

και γίνονται οι χορευταί μαλλιά κουβάρια όλοι...

φωνάζουν, σπρώχνουν, σπρώχνονται, δεν ξέρουν πού να μείνουν

κι ανακατεύονται μαζί αγγέλοι και διαβόλοι.

Και σιγαλοί ψιθυρισμοί ακούονται στο σκότος

κι εσθήτων65 μεταξίνων θρους και φιλημάτων κρότος,

και πού και πού περιπαθής κυρίας στεναγμός,

μα και κοκκάλων κάποτε ηκούετο τριγμός.

Τα κόκκαλα χορευτριών θα ήσαν υποθέτω...

Αλλ’ όμως, σκότος απεχθές, εις κόρακαν ερρέτω,

να δούμε πού τον άνθρωπον η μέθη καταντά,

διότι περιέργεια μεγάλη μάς κεντά.



Φως! φως! φωνάζουν απ’ εδώ, φως! φως! και απ’ εκεί,

αβάντι πάλι ο χορός κι ας παίξ’ η μουσική.

Και νά! τα φώτα ήναψαν και το σκοτάδι φεύγει

κι ας δούμε τώρα πώς και πού ευρέθησαν τα ζεύγη.

Ο σύζυγος – δεν ξέρω ποιός –, από σαμπάνιες τάπα

ευρέθη σ’ έναν καναπέ με μια κυρία Κάππα,

της Κάππα δε ο σύζυγος ευρέθη με την Βήτα,

της Βήτα δε ο σύζυγος ευρέθη με την Ήτα,

της Ήτα δε ο σύζυγος ευρέθη με την Γιώτα,

με άλλους λόγους δηλαδή, σαν άναψαν τα φώτα,

εφανερώθη πως πολλοί των αυστηρών συζύγων

του φίλου τους και γείτονος την σύζυγον ετρύγων.



Πολλά σκαρπίνια βρέθηκαν εδώ κι εκεί ριγμένα,

πολλά φουστάνια ντεκολτέ βρεθήκανε σχισμένα,

πολλές κυρίς βρέθηκαν με ξέπλεκα μαλλιά,

πολλοί κορσέδες βρέθηκαν απάνω στα χαλιά

και μεγαλόσταυροι πολλοί και άλλα μπιχλιμπίδια

εδώ κι εκεί βρεθήκανε ριγμένοι σαν σκουπίδια.



Ευρέθησαν γονατιστοί πολλοί των χορευτών

και κάποιος νέος κύριος εκ των διπλωματών

στο τρικαντό του έκρυβε ολίγο χοιρομήρι,

ένας μεσίτης έκλεβε πολύτιμο ποτήρι,

ένα κορίτσι αγκαλιά ευρέθη μ’ ένα γέρο

κι ο βουληφόρος περί ού ελέχθη ανωτέρω,

τον προσφιλήν του Δόν Ζουάν εμπρός του μη ευρίσκων,

άλλον ακμαίον αντ’ αυτού ετσίμπα νεανίσκον.



Κι ο Δόν Ζουάν;... δεν φαίνεται να είναι πουθενά,

και άρχισε να γίνεται μεγάλη φασαρία...

Μην το κρασί τόν ζάλισε και πήρε τα βουνά;

Μην εκακοστομάχισε με τα φαγιά τα κρύα;

Μην έπαθε ο Δόν Ζουάν κανένα ξαφνικό

καθώς εκείνο πού ’παθε και η αλλοδαπή

κι από το μπάλο τό ’στριψε με τρόπο Γαλλικό

χωρίς εις την ομήγυριν ωρεαβουάρ να πη;

Αλλά εχάθη με αυτόν και μία ζωντοχήρα...

πού τάχατε να βρίσκεται κι εκείν’ η κακομοίρα;

Ψάχνουν εδώ, ψάχνουν εκεί με τέσσερα τα μάτια,

ψάχνουν παραπετάσματα, ντουλάπες και κρεββάτια



ψάχνουν σε κάθε κάμαρα και μές στο μαγειριό

και κατεβαίνουν από κει και παν στο πλυσταριό,

αλλά κι αυτού προς το παρόν δεν φαίνεται κανείς

και μόνον μία νεαρά του Τι θεραπαινίς

απ’ εκεί μέσα έβγαινε με κάποιον βουλευτή...

ποιός ξέρει τι εγύρευαν στο πλυσταριό κι αυτοί.



Ψάχνουν, πηγαινοέρχονται, ανεβοκατεβαίνουν,

και μέσα στο υπό μηδέν δωμάτιον πηγαίνουν,

μα πουθενά ο Δόν Ζουάν δεν είναι ορατός

κι η ζωντοχήρα φαίνεται μαζί του πως εχάθη,

και όλοι τότε σχόλια εκφέρουν προπετώς

και μιά ζηλιάρα κόντεψε λιγοθυμιές να πάθει.



Μην τάχατε καμιά σεμνή τού έστρεψε τα νώτα;

Μήπως τού κακοφάηκε που έσβησαν τα φώτα;

Μη της μαζούρκας ο χορός δεν τού πολυαρέσει;

Κανείς εκεί δεν ήξευρε σαν τι να υποθέσει.

Μα τέλος πάντων έρχονται στο περιβόλι κάτω,

που ήτο με πορτοκαλιές και νερατζιές γεμάτο.

Υπό πυκνά φυλλώματα ρεμβάζ’ η ζωντοχήρα,

ωραία ως η άλοχος66 του εριγδούπου67 Ήρα,

κι ενώ αυτή εθαύμαζεν τον άπειρον αέρα,

ο Δόν Ζουάν γονατιστός τής έκανε αέρα.



Και τώρα συμβουλεύομεν κυρίους και κυρίας,

αν θέλουν σώνει και καλά σαφείς λεπτομερείας

περί αυτού του αληθώς πρωτοφανούς χορού

εφημερίδες να ιδούν εκείνου του καιρού,

γιατί αν λόγο θέλετε δι’ όλα να σάς δώσω,

μού φαίνεται τον Δόν Ζουάν πως δεν θα τόν τελειώσω

κι εγώ πάλι βιάζομαι εις πέρας να τόν φέρω,

διότι τι μού κόστισε, μονάχος μου το ξέρω.



Σκεφθήτε, αναγνώσται μου, πως ειναι τρομερόν,

πολύ σπαραξικάρδιον, βαρύ και ανιαρόν,

να είναι μην Ιούλιος, καυμάτων εποχή,

να καίει πάσης και παντός το σώμα και ψυχή,

κι εγώ καταμεσήμερα τους τοίχους να κοιτάζω

και στίχους για τον Δόν Ζουάν χιλιάδες ν’ αραδιάζω,

και να περνούν πολύτιμοι του βίου μου στιγμαί

μ’ αυτόν τον θεοήλατο68 και τον σουρτουκλεμέ69

που τον ετρόμαξε ποτέ και Άδης κι ουρανός,

ως λέγουν δε τον έκαυσεν προ χρόνων κεραυνός.

Και πριν ακόμα να γενή συντέλεια του κόσμου,

δεν ξέρω τι τού κάπνισε και πάλιν ανεστήθη,

κι εφύτρωσε εις τα καλά καθούμενα εμπρός μου

να εξοφλήσω και εμών αμαρτιών τα πλήθη.




E’ – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ



Από εκείνον τον χορόν πολλοί παρήλθον μήνες...

πώς πέρασε ο Δόν Ζουάν σ’ αυτό το μεταξύ;

Πώς να περάσει;... πάντοτε αργός ως οι κηφήνες

ανέπνεε τα ούρα μας και φανικόν οξύ70.

Δεν μετεβλήθη παντελώς, τα ίδια και τα ίδια,

πάντα καινούργιες γνωριμιές, φουστάνια και παιχνίδια

κι ευχάριστα θεάματα ερωτικών σκηνών

κι επλήθαιναν οι εκλογείς του Δήμου Αθηνών,

και κάθε μέρα έγραφαν, ως λέγουν, τακτικά

δέκα περίπου τοκετούς στα Ληξιαρχικά,

ο δε Καζάζης71 ο γνωστός κατά Κυριακήν

δεν εξετέλει ευχερώς το εαυτού καθήκος,

κι έμεινε η πρωτεύουσα χωρίς Στατιστικήν

και ηγνοείτο ούτω πως το πλήθος των κατοίκων

Μία δε στείρα μάλιστα πενηντα πέντε χρόνων,

χέρσος και άκαρπος αγρός και γη εκ των αγόνων,

τον Δόν Ζουάν γνωρίσασα εσχάτως εις Αθήνας,

υιούς διδύμου έτεξεν μετά ολίγους μήνας,

κι έγινε θόρυβος πολύς για τούτο και αντάρα

και όλοι εσυζήτησαν επί του τοκετού της,

αλλά κατόπιν έπαυσαν, σκεφθέντες πως κι η Σάρα

εγέννησε τον Ισαάκ σχεδόν εκατοντούτις.



Έτσι λοιπόν ο Δόν Ζουάν εσκότωνε τον χρόνον,

αλλά για ένα πάντοτε παρηγορείτο μόνον,

πως δεν ευρέθη άνθρωπος τη μούρη του να τρίψει

και μες στο δρόμο φανερά να τού τίς πασαλείψει,

ή να τού δώσει μια σπαθιά και μια καλή σπαλιόρα72

να τόν ξεφορτωθώ κι εγώ αρχήτερα μιαν ώρα.



Ήτο νομίζω Μάιος κι εσπέρα εξαισία...

παίζουν αι νύμφαι των δασών και σκιερων λειμώνων,

από παντού η βλάστησις ανέθαλλε πλουσία

και διαχύσεις άρχιζαν γαϊδάρων βαρυτόνων.

Εις αχυρώνας και αγρούς ο έρως κατεσκήνου,

το παν εξωραΐζετο την όψιν και το σχήμα,

κι από γελώντα ουρανόν το φως της πανσελήνου

του γαλανού Σαρωνικού ηργύρωνε το κύμα,

και εις τον φωσφορίζοντα του κύματος αφρόν

ωρχούντο Τρίτωνες πολλοί με άλμα ελαφρόν.

Με άλλους λόγους Αττική εσπέρα εξ εκείνων

που αναγκάζουν κάποτε τους ξένους οδοιπόρους

φίλοι στενοί να γίνωνται του έθνους των Ελλήνων

κι υπέρ ημών διατριβάς να γράφουν παρηγόρους.

Πού άραγε ο Δόν Ζουάν την φύσιν να θαυμάζει;

μην είναι παρά θιν’ αλός73; μην είναι εις κραιπάλην;

ή μήπως νέα θαύματα για μας προετοιμάζει

και άλλης Σάρας τοκετούς θ’ ακούσωμεν και πάλιν;

Επάνω στην Ακρόπολη ο Δόν Ζουάν ανέβη...

μα εκεί πέρα μόνος του, τι διάβολο γυρεύει;

Μη άλλος έρως έτρωγεν την μαύρην του καρδίαν

κι αρχαιολόγος έγινε καθώς τον Καββαδίαν;74

Τι να σάς πω!... μού φαίνεται – κι ο κόσμος ας το μάθει –

πως όλας τας σημερινάς κυρίας εσιχάθη,

και εις τας Καρυάτιδας επήγε να ριχθή,

ποθών εις σφαίραν άυλον κι αυτός να εισαχθή.



Ιδού τον!... ως ρωμαντικός παράφρων ποιητής

προς τα σιγώντ’ αγάλματα τας χείρας του ορέγει

κι εμπρίς στις Καρυάτιδες λαλεί γονυπετής,

αλλ’ ας ακούσωμεν κι εμείς τι προς εκείνας λέγει.



«Κυρίαι Καρυάτιδαι, ιδέτε τον τρελλόν,

όπου ευρίσκεται κοντά στα πρόθυρα του χάρου...

δεν θέλω πλέον σώματα με χώμα και πηλόν,

επιθυμώ να ερασθώ κυρίας εκ μαρμάρου.

Δεν θέλω νά ’μαι Δόν Ζουάν, ζητώ να γίνω άλλος,

διψώ αρχαία θέλγητρα, διψώ αρχαίον κάλλος.

Θέλω γυναίκας ευσταλείς75 της σμίλης του Φειδία,

σιχαίνομαι την Ριαρώ και τας θνητάς τας άλλας,

δι όλας με κατέλαβε μεγάλη αηδία

και τώρα πλέον στρέφομαι προς τ’ άυλα ο τάλας.



«Θέλω να ζήσω προς στιγμήν στην εποχήν εκείνην

οπού με λάγηνον χρυσήν υδρεύοντο αι κόραι

παρά την εννεάκρουνον της Καλλιρόης κρήνην

ροδίζουσαι και θάλλουσσαι76 ως εύχυμοι οπώραι.

Θέλω τριγύρω μου ν’ αυλή περιπαθώς ο Παν,

να εντρυφήσω προς καιρόν με την μυθολογίαν,

διότι κόρον αηδή μού προξενεί το παν,

μα την Παρθένον Αθηνάν και μα την Παναγίαν.

Δεν θέλω πλέον ηδονάς ερώτων αναλάτων

οπίσω μυστικών θυρών και παραπετασμάτων,

εις δώματα πολυτελή, ανάκλιντρα και κλίνας,

με τις Σινιόρες του συρμού, με τας χρηστάς δεσποίνας.



«Δεν θέλω πλέον έρωτας ψυχρούς δια της βίας

καθώς οι Σεκρετάριοι της Αγγλικής Πρεσβείας.

Δεν θέλω να μονομαχώ με ξίφη και πιστόλας,

δεν θέλω πλέον έρωτας των ιπποτών κομψούς,

θέλω με μίαν απο σάς ή και μαζί με όλας

να πλανηθώ στο σπήλαιο της κόρης Καλυψούς,

και μόνος μου μαζί με σας στο άνδηρον αυτό,

να χάνωμαι, να βρίσκωμαι, να παίζω τον κρυφτό.



«Θέλω να ίδω προς στιγμήν την παλαιάν Ελλάδα,

που όλη απερρόφησε του κόσμου την ικμάδα,

που τους θεούς της έγλυψεν ωραίους ως την φύσιν,

που αθανάτους και θνητούς εις μοίραν είχεν ίσην,

όπου γελώσα έπλασε τους φαιδροτέρους μύθους,

που φιλοσόφους έτρεφε κυλίοντας τους πίθους

και βασιλείς εκάθιζε σκηπτούχους εις τον θρόνον

δια να ζούν υπέρ αυτής και ν’ αποθνήσουν μόνον.



«Θέλω να ίδω τους σοφούς εν μέσω των τριόδων,

θέλω ν’ ακούσω κόρδακας77 Σατύρων τραγοπόδων,

θέλω ν’ ακούσω γέλωτας ευθύμων εορτών,

θέλω να ίσω τους θεούς εν μέσω των θνητών,

μα θέλω και οι σύζυγοι, όπου τούς πρέπει κούνια,

που είχαν τις γυναίκες τους από κοινού μαζί μου,

να γίνουν ταύροι έξαφνα και τράγοι με κουδούνια

κι εγώ βοσκός των να γενώ εν μέσω της ερήμου.



«Θέλω να έχω ποίμνια μακράν της τύρβης78 μόνος,

θέλω να γίνω άγαλμα επί του Παρθενώνος,

θέλω γυναίκας όπως σεις, χωρίς κορσέ και βέλο,

κι εγώ δεν ξέρω τι ζητώ, τι θέλω και δεν θέλω.»



Ταύτα ειπών ο ναυαγός τοσούτων καταιγίδων

επέπεσεν επί μιάς εκ των Καρυατίδων,

κι ενώ ηναγκαλίζετο σφικτά τα γόνατά της,

έπεσε και τον πλάκωσε η κόρη Καρυάτις.



Κι αν ήτον άλλος άνθρωπως εκ σιδηρών μυώνων,

θα είχε γίνει τρίψαλα, καθώς δεν αμφιβάλλω,

μα τούτο το κακό σκυλί απέθανε και μόνον,

χωρίς μ’ αυτό το πλάκωμα να πάθει τίποτ’ άλλο.



Αλλ’ όμως πριν να πλακωθή, τας χείρα του εκτείνας

επρόφθασε δυό φάσκελα να δώσει στας Αθήνας,

και μουρμουρίσας κάτι τι εκάγχασε πικρώς,

και με παλάμας ανοικτάς απέμεινε νεκρός.



Οπόταν δ’ ηλιόφωτος ανέτειλεν ημέρα,

αρχαιολόγος εμβριθής εφάνη εκεί πέρα

δια να κάμει, φαίνεται, κι αυτού ανασκαφάς

και να εκδώσει έπειτα δοκίμους συγγραφάς.

Μόλις δ’ αυτό το σύμπλεγμα εκοίταξ’ εν εκστάσει,

ολίγου δει ο δυστυχύς το λογικόν να χάσει

και προς τας Καρυάτιδας προσέδραμ’ εν σπουδή,

κραυγάζων ως φρενόληπτος το παν πως ενεπαίχθη,

και όταν επλησίασε καλλίτερα να δη,

αυτός τα πρώτα φάσκελλα του Δόν Ζουάν εδέχθη.



Απέθανεν ο Δόν Ζουάν, ο ήρως της ημέρας,

αυτός ο ιερόσυλος, ο ασεβής, το τέρας.

Ιδού τον!... δύρει όπισθεν του βίου του τα ράκη,

και αν εις το τρισύνθετον πιστεύει του Μακράκη79,

βεβαίως δεν θα τού δοθή εκ τού θεού συγγνώμη

και ουδ’ αυτός ο Σατανάς θα τον δεχθή ακόμη.

Μόλις η μαύρη του ψυχή στους ουρανούς θα φθάνει,

με μια κλωτσιά στου Σατανά θα πέφτει το καζάνι,

αλλά κι αυτού η μιαρά του Βερζεβούλ αγέλη

με μία δεύτερη κλωτσιά επάνω θα τον στέλλει,

και άλλη πάλι απ’ εκεί θα παίρνει κουντρουβάλα,

κι απάνω κάτω θα πηδά σαν λαστιχένια μπάλα.



Ο θάνατος του Δόν Ζουάν αμέσως διεδόθη

και πένθος και κατήφεια πολλή εξεδηλώθη.

Απέθανεν ο Δόν Ζουάν, το τέκνο της προόδου

και διερράγη των Ρωμιών η τρυφερά καρδία,

και μετά σκέψιν ώριμον της Ιεράς Συνόδου

απεφασίσθη να γενή πολιτική κηδεία.

Εις τούτο συνεφώνησε κι ο Λάτας80 κι ο Μακράκης,

προς δε το επεκύρωσε και ο Καλαποθάκης81.



Επένθησαν βαρύτατα κι οι δούλοι της Αυλής

και συνεδρία έγινε μεγάλη της Βουλής,

εις τούτην δε, ως λέγεται, καμπόσοι βουλευταί,

οπού ως τότε τσιμουδιά δεν έβγαζαν ποτέ,

σκεφθέντες πόσον έχασε η τάλαινα πατρίς

με λύσσαν ερητόρευσαν καθένας ώρες τρεις.



Αλλά κι ο Μεγαλόσταυρος δτον Δόν Ζουάν εδόθη

δια τας εκδουλεύσεις του προς την σοφήν Ελλάδα,

και απορώ στην μνήμην του πώς δεν αφιερώθη

κανένας τόπος ιερός, καμμία Μανωλάδα.



Υμνήθηκαν του Δόν Ζουάν αι τόσαι αρεταί,

μα επλακώθη άγαμος κατά καλήν μας μοίρα,

αλλέως οι φιλάνθρωποι του έθνους βουλευταί

θα εχορήγουν σύνταξιν στου Δόν Ζουάν τη χήρα.



Κ ιαμέσως παραρτήματα εκδίδουν σοβαρά,

κι εφημερίδες πού ’βγαιναν το χρόνο μια φορά

εξέδωσαν ημίφυλλα διά τον πλακωθέντα

και μόνον για τον Δόν Ζουάν εγίνετο κουβέντα.

Φιλόπατρις εφρόντισε καθένας να φανή

κι έβαλε την εικόνα του στην Καθημερινή,

μα είχε τέτοια ομορφιά, μα είχε τέτοιο χάλι

που πιο πολύ ωμοίαζε του Λάμπρου του Μιχάλη82.

Εν τούτοις εσημείωσαν επάνω της εικόνος:

«Ούτος εστίν ο Δόν Ζουάν, ο αληθής και μόνος».



Και τα φανάρια που ποτέ δεν άναβαν το βράδυ

και πάντοτ’ εβασίλευε ψηλαφητόν σκοτάδι,

τώρα τα ήναψαν κι αυτά στο μέσον της ημέρας

προς ένδειξιν, ως φαίνεται, τιμής μεγαλυτέρας.

Από παντού εκοίταζες κλητήρας κι αστυνόμους,

μεγάλη αναστάτωσις εις όλας τας Αθήνας,

κι αυτοπροσώπως έβρεχεν ο Δήμαρχος τους δρόμους

που είχαν να καταβρεχθούν περί τους πέντε μήνας.



Εις του Ψυρρή τού έβγαλαν λυπητερό τραγούδι,

εις δε τας πέριξ εξοχάς δεν έμεινε λουλούδι,

διότι έσπευσε καθείς των Αθηνών δημότης

να καταθέσει στέφανον ως πούρος πατριώτης,

και με στεφάνους ο νεκρός αμέσως κατεκλύσθη

και νέον εμβατήριον, ως λέγουν, ετονίσθη.



Παντού οδύνη αληθής μετά λυγμού και θρήνου

κι αργία και κατάλυσις ελαίου τε και οίνου,

και καταστήματα πολλά επένθησαν εμπόρων

κι εξώσται καλλιμάρμαροι και πάσα προκυμαία,

εις δε την στέγην της Βουλής κι επί των Ανακτόρων

πενθίμως εκυμάτιζεν μεσίστιος σημαία.



Εσήμαινε τους κώδωνας εκάστη εκκλησία,

η δε ταφή του έγινε δαπάνη δημοσία,

και όλαι ακολούθησαν της πόλεως αι τάξεις,

οι περισσότεροι πεζοί και άλλοι εφ’ αμάξης,

και η Ριζάρειος Σχολή και τα σχολεία όλα,

τα πεδινά και ορεινά του έθνους πυροβόλα,

το ναυτικόν, το πεζικόμ και η καβαλλαρία,

το σώμα των διπλωματών με όλα του τα λούσα,

αλλά και πάσα ευγενής κι ευαίσθητος κυρία

παρηκολούθει σκυθρωπή και μελανειμονούσα,

εκράτουν δε τας τέσσαρας ταινία του φερέτρου

οι Σύμβουλοι του Στέμματος μετά του Χατζηπέτρου.



Οι ρήτορες του άλλαξαν Χριστό και Παναγία,

πενήντα επικήδειοι κι εξήντα ελεγεία,

προς τούτης δε κατ’ εντολήν της όλης πρωτευούσης

απήγγειλ’ επιτάφιο και ο Μυριανθούσης83.

Όταν δε πλέον ο νεκρός κατήλθε εις τον τάφον

προς δυστυχίαν ποιητών και δημοσιογράφων,

γη κι ουρανός ετράνταξε από το κανονίδι

κι όλους τους ξένους πρεσβευτάς τους πήγε ριπιτίδι84.



........................................................................................



Και τώρα, Μούσ’ αμαρτωλή, σταμάτησε τα σχόλα

και πάει πια ο Δόν Ζουάν, ετίναξε τα κώλα,

και όλοι με συγκίνησιν τον έκλαυσαν μεγάλην,

αλλ’ όμως αν απέθανε, θ’ αναστηθή και πάλιν

οπόταν πλέον συν Θεώ των Αθηνών η πόλις,

καθώς ελέχθη κι άλλοτε στο βήμα της Βουλής,

γίνει χρηματιστήριον της οικουμένης όλης

και καύχημα της Δύσεως και της Ανατολής

προς δόξαν Πανελλήνιον και άφθιτον85 τιμήν...

είθε να δώσει ο Θεός, τρις γένοιτο... αμήν!



ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

A’

1. ο Μπάιρον τον άφησε θαρρώ εις το Λονδίνον: Αναφορά στο σατιρικό ποίημα “Don Juan” του λόρδου Byron, που τελειώνει με τον Δόν Ζουάν να ζει στο Λονδίνο και να έχει περιπέτειες με διάφορες κυρίες της Βρετανικής αριστοκρατίας.

2. ο χαϊδεμένος εραστής σοφής αυτοκρατείρας: Κατά το πoίημα του Byron, ο Δόν Ζουάν ταξίδεψε και στην Ρωσία, όπου είχε σχέσεις με την Αυτοκράτειρα Αικατερίνη.

3. πατρός Μακράκη: Απόστολος Μακράκης (1831-1905), εκκλησιαστική φυσιογνωμία και χριστιανολόγος του 19ου αιώνα. Δες: https://el.wikipedia.org/wiki/Απόστολος_Μακράκης

4. quelle bonheur: Τι ευτυχία.

5. Κέκροπας: Κέκρωψ ή Κέκροπας, κατά τη Μυθολογία ήταν γιος του Ουρανού και της Γής και ο ιδρυτής της αρχαίας Αθήνας.

6. Ιακώβ: Πατριάρχης του Ισραήλ. Ήταν γιος του Πατριάρχη Ισαάκ, μικρότερος αδελφός του Ησαύ και πατέρας 12 γιων οι οποίοι έγιναν προπάτορες των 12 φυλών του Ισραήλ.

7. Εσπερία: Κατά την Ελληνική μυθολογία, ως Εσπερία αναφερόταν η περιοχή της Ιταλίας και της Ισπανίας.

8. Εκεί προς την Νεάπολιν: Πρόκειται για τον περίφημο οίκο της κυρίας Κασσιού. Δες: https://www.lifo.gr/culture/vivlio/i-kryfi-sexoyaliki-zoi-tis-palias-athinas

9. τα φουστάνια της Λιζιέ: Μοδίστρα της εποχής?????


B’

10. καθώς και τον Δόν Άλφονσον της Δόνας Ιουλίας: Χαρακτήρες από το σατιρικό ποίημα “Don Juan” του λόρδου Byron. Ο Δον Αλφόνσο (Don Alfonso) είναι ένας πενηντάρης παντρεμένος με την 23άχρονη Δόνα Ιουλία (Doña Julia), φίλη της μητέρας του Δόν Ζουάν, Δόνα Ινέζ. (Doña Inez). Απογοητευμένη από το γάμο της, η Δόνα Ιουλία αρχίζει μια ερωτική σχέση με τον Δόν Ζουάν.

11. Διάγγελης: ?????

12. sapristi: Γαλλικό επιφώνημα έκλπηξης.

13. Κουρτοπάσης: Ήρωας του βιβλίου «Κουρτοπάσσης: Adieu a un diplomate» (1888?) του Μιχαήλ Μητσάκη.


Γ’

14. ουλεμάς: Αραβικός όρος, που στην αρχική του έννοια αναφέρεται σε «μελετητές σχεδόν όλων των κλάδων». Ειδικότερα, στο πλαίσιο του σουνιτικού Ισλάμ, οι ουλεμάδες θεωρούνται ως «οι κηδεμόνες, οι μεταδότες και οι διερμηνείς της θρησκευτικής γνώσης, της ισλαμικής θεωρίας και του νόμου».

15. Γανυμήδης: Μυθολογικός πρίγκηπας της Τροίας, γιός του βασιλιά Τρωός και της Καλλιρόης. γνωστός για την ομορφιά του.

16. με όσην λύσσαν έπεσε στον Ιωσήφ απάνω εκείν’ η αξιόλογος του Πετεφρή κυρία: Κατά την Παλαιά Διαθήκη, ο Πετεφρής ήταν αξιωματούχος του Φαραώ, στο σπίτι του οποίου υπηρετούσε ο Ιωσήφ. Η γυναίκα του Πετεφρή ερωτεύτηκε τον Ιωσήφ και προσπάθησε πολλές φορές μάταια να τον αποπλανήσει.

17. την μέθοδον την Φροβελιανήν: Από τον Friedrich Fröbel, Γερμανό παιδαγωγό, ο οποίο έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης εκπαίδευσης με βάση τη θεωρία ότι τα παιδιά έχουν ειδικές ικανότητες και ανάγκες. Δημιούργησε το θεσμό του νηπιαγωγείου (kindergarten).

18. Μπεσίκια: Κωμόπολη στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται η Μικρή Βόλβη.

19. Χαυτεία: Περιοχή της Ομόνοιας γύρω από την διασταύρωση της οδού Αιόλου με την οδό Σταδίου. Η περιοχή οφείλει την ονομασία της σε καφενείο του 19ου αιώνα, το οποίο έφερε το όνομα του ιδιοκτήτη του, ο οποίος λεγόταν Χαύτας.

20. νταυλοκαλόγερος, νταυλαμπάς: Ευτραφής καλόγερος ή ιερωμένος.

21. καλλίβοτρυς: (για κλήμα) Αυτό που έχει ωραία τσαμπιά σταφύλια αρχ. (για φυτά) εκείνο που έχει πυκνά, φουντωτά άνθη, πολλές κεφαλές ανθέων από μια ρίζα.

22. ο Αρετίνος τας αποκρύφους καλλονάς εξύμνει της Λαιλίας: Pietro Aretino (1492-1556), Ιταλός συγγραφέας, και ποιητής.

23. tableau vivant: Κυριολεκτικά σημαίνει ζωντανός πίνακας. Δες: https://en.wikipedia.org/wiki/Tableau_vivant

24. cocu, batty e très content: Κερατάς δαρμένος κι ευχαριστημένος. Τίτλος ιστορίας από το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου.

25. Πατούχας: ?????


Δ’

26. μαζί με τον Βαλάση: ?????

27. Χατζηπέτρου: Ευθύμιος Χατζηπέτρος (1833-1890). Έλληνας στρατιωτικός του 19ου αιώνα, γιός του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου. Διετέλεσε διαγγελέας στο παλάτι του βασιλιά Όθωνα και αργότερα υπασπιστής του βασιλιά Γεώργιου Α’ (1878-1890).

28. Ερατώ... tu vatem, diva mone: Ελαφρώς παραποιημένη φράση από την Αινειάδα του Βιργίλιου (tu vatem, tu, diva, mone, Verg. A. 7.37), όπου κάνει επίκληση στη Μούσα Ερατώ. Η φράση σημαίνει «εσύ μάντισσα, εσύ θεά, καθοδήγησέ με».

29. εκαρτέ: écarter. Χαρτοπαίχνιο του 19ου αιώνα Γαλλικής προέλευσης για δύο παίκτες.

30. βιστ: whist. Αγγλικό χαρτοπαίγνιο που ήταν δημοφιλές τον 18ο και 19ο αιώνα.

31. ως οι Ρωμαίοι άλλοτε τις κόρες των Σαββίνων: Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο, στις πρώτες μέρες της Ρώμης σημειώθηκε μεγάλη έλλειψη γυναικών. Έτσι οι Ρωμαίοι κάλεσαν σε μια γιορτή τον γειτονικό πληθυσμό των Σαββίνων, από τους οποίους άρπαξαν τις παρθένες κόρες εξαναγκάζοντάς τες σε γάμο.

32. Γιαννοπούλου: Ιστορικό καφενείο στην Πλατεία Συντάγματος, στη οδό Ερμού.

33. τεζάχι: (ή τεζάκι) ο πάγκος του μαγαζάτορα σε παντοπωλείο ή καφενείο, ο μπουφές.

34. κυνικών καυμάτων: Στην αρχαιότητα, το χρονικό διάστημα μετά την 21η Ιουλίου αναφέρεται και σαν «Κυνάδες ημέρες». Στα έργα αρχαίων συγγραφέων (Απολλώνιου, Διόδωρου του Σικελιώτη κ,ά.) αναφέρεται η ταυτόχρονη Ανατολή του Ηλίου και του Σείριου αυτή την περίοδο καθώς και τα αντίστοιχα φαινόμενα. Συγκεκριμένα, περιγράφουν ότι όταν ο Σείριος πλησίαζε σε τροχιά τις Κυκλάδες, τις κατέκαιγε με τη μορφή των Κυνικών Καυμάτων με αποτέλεσμα να στερεύουν οι πηγές, να μην φυσάει καθόλου δροσερός άνεμος και να προκαλούνται λοιμικές αρρώστιες.

35. comme il faut: καθωσπρέπει.

36. Κασσιανή: Βυζαντινή ηγουμένη, ποιήτρια, συνθέτρια και υμνογράφος, στην οποία και αποδίδεται το τροπάριο που αρχίζει με τις λέξεις: «Κύριε η εν πoλλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή...».

37. Μαρία του Κλωπά: (ή του Κλέοπα) είναι πρόσωπο που αναφέρεται στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ως μία από τις Μαρίες που είναι παρούσες στη Σταύρωση του Χριστού.

38. Σαλώμη: Μάλλον αναφέρεται (λόγω αναφοράς στην Μαρία του Κλωπά αμέσως πριν), στη γυναίκα του Ζεβεδαίου, μητέρα των αποστόλων Ιάκωβου και Ιωάννη και εξαδέλφη της παρθένου Μαρίας. Ήταν μία από τις γυναίκες που ακολούθησαν και υπηρέτησαν τον Ιησού στη Γαλιλαία. Αυτή, μαζί με τη Μαρία Μαγδαληνή πήγαν με αρώματα και λουλούδια στον τάφο του Σωτήρα και, βλέποντάς τον άδειο, πήγαν και ειδοποίησαν τους αποστόλους, φέρνοντάς τους το μήνυμα της Ανάστασης του Χριστού.

39. ψέλλια: Βραχιόλια.

40. ενώτια: Σκουλαρίκια.

41. ο Ελιέζερ έφερε προς την Ρεβέκκαν δώρα: Σύμφωνα με το βιβλίο της Γενέσεως, ο Ελιέζερ ήταν ο έμπιστος υπηρέτης του Αβραάμ, ο οποίος ανέλαβε να ταξιδέψει στη Μεσοποταμία για να βρει σύζυγο στον Ισαάκ. Όταν έφτασε σε ένα πηγάδι κοντά στην πόλη Ναχώρ, παρακάλεσε το Θεό να τού υποδείξει ως γυναίκα για τον Ισαάκ εκείνη που θα έδινε νερό να πιεί αυτός και οι καμήλες του. Τότε εμφανίσθηκε η Ρεβέκκα που έκανε ακριβώς αυτό, ενώ επιπλέον ήταν και πολύ όμορφη («καλή τη όψει σφόδρα»), οπότε ο Ελιέζερ την επέλεξε για σύζυγο του Ισαάκ. Η Ρεβέκκα φιλοξένησε τον Ελιέζερ στο σπίτι της οικογένειάς της και αυτός τούς έδωσε πλούσια δώρα προκειμένου να τόν ακολουθήσει η Ρεβέκκα στην Χαναάν.

42. οψίπλουτος: Νεόπλουτος.

43. εναμιλλάται: Ανταγωνίζεται.

44. ως του Αισώπου τη γνωστή μηλέα και ροϊά: Μύθος του Αισώπου, στον οποίο μια μηλιά και μια ροδιά τσακώνονται για το ποιά είναι πιο όμορφη.

45. ο Ηρώδης... του Προδρόμου: Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, η κόρη της Ηρωδιάδας Σαλώμη χόρεψε το χορό των εφτά πέπλων για τον Ηρώδη και εκείνος για να την ευχαριστήσει, τής είπε ότι θα τής έκανε ό,τι χάρη ήθελε. Η Ηρωδιάδα έπεισε την κόρη της να ζητήσει την κεφαλή του Ιωάννη του Προδρόμου «επί πίνακι».

46. Ερρινύς: Οι Ερρινύες ή Ευμενίδες ήταν κατά την Ελληνική μυθολογία χθόνιες θεότητες που κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων.

47. με του Ρωμηού τον Φασουλή και με τον Περικλέτο: Χαρακτήρες ποιημάτων του Σουρή, δύο λαϊκοί τύποι που σχολίαζαν και σατίριζαν με πνευματώδη δηκτικότητα την επικαιρότητα της εποχής. Τα ποιήματα αυτά δημοσιεύονταν στην σατιρική εφημερίδα του Σουρή «Ο Ρωμηός».

48. δανδής ή δαντής: (από το Αγγλικο dandy). Άτομο με επιτηδευμένο ντύσιμο και προσποιητούς αριστοκρατικούς τρόπους.

49. Αίολος: Θεός των ανέμων στην Ελληνική μυθολογία.

50. Ιουδήθ: Η Ιουδήθ ήταν μία όμορφη Ισραηλίτισα χήρα, που αποφασίσε να επέμβει προκειμένου να σώσει τους συμπατριώτες της από τους Ασσύριους. Πήγε στο στρατόπεδο του Ασσύριου στρατηγού Ολοφέρνη και, υποσχόμενη πληροφορίες για τους Ισραηλίτες, κέρδισε την εμπιστοσύνη του. Ένα βράδυ που ο Ολοφέρνης την προσκάλεσε στην σκηνή του με σκοπό να την αποπλανήσει, εκείνη τον μέθυσε και όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, τον αποκεφάλισε. Επέστρεψε θριαμβευτικά στον λαό της με το κεφάλι του Ολοφέρνη και οι Ασσύριοι, έχοντας χάσει τον ηγέτη τους, υποχώρησαν και το Ισραήλ σώθηκε.

51. τρικαντό: γαλλ. tri-canton. Τρίκοχο καπέλο φτιαγμένο από μαύρο ύφασμα, με ανεστραμμένο γείσο και φτερά.

52. Βίσμαρκ: Otto von Bismark, Γερμανός πολιτικός και στρατιωτικός, πρώτος καγκελάριος της Γερμανίας.

53. Κογλετσιάνο: ?????

54. Οθωνίστρα: Άννα ή Οθωνίστρα.

55. Σαλυάρ-Γιούγκ: ?????

56. Τομβουκτού: ή Τιμπουκτού. Πόλη της Αφρικής, στο σημερινό κράτος του Μάλι.

57. enfant gaté: Kακομαθημένο παιδί.

58. Θερσίτης: Έλληνας στρατιώτης κατά τον Τρωικό πόλεμο. Αναφέρεται ως παρασιτικό στοιχείο μέσα στο στρατόπεδο των Ελλήνων, ένας δειλός που μόνο έβριζε, φιλονικούσε και προκαλούσε με την αυθάδη συμπεριφορά του. Κατ’ άλλους όμως ήταν ένας επαναστάτης που αμφισβητούσε τις αποφάσεις και την εξουσία των ανωτέρων του και μιλούσε από την οπτική γωνία του απλού στρατιώτη. Επίσης γνωστός για την άσχημη εμφάνισή του: ήταν αλλοίθωρος, κουτσός και στραβοπόδαρος, με ελάχιστα μαλλιά στο κεφάλι του.

59. μουφλούζηδες: αναξιόχρεοι, χρεοκοπημένοι, μπατίρηδες, αδέκαροι.

60. φεύ: Αλίμονο.

61. Λείαν και Ραχήλ: Ο Ιακώβ, πατριάρχης του Ισραήλ, είχε τουλάχιστον 4 γυναίκες (Λεία, Ραχήλ, Ζελφά, Βαλλά). Από αυτές τις γυναίκες απέκτησε 12 γιούς, οι οποίοι έγιναν οι προπάτορες των 12 φυλών του Ισραήλ, καθώς και μία κόρη.

62. Σαββαώθ: Από χριστιανικό ύμνο στον οποίο ο προφήτης Ησαΐας είδε τους αγγέλους γύρω στο θρόνο του θεού να ψάλλουν «άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαββαώθ», που σημαίνει κύριος των Δυνάμεων.

63. σουπέ: Δείπνο με κρύα πιάτα που καταναλώνεται μετά τα μεσάνυχτα.

64. Πτωχοπρόδρομος: Ως Πτωχοπρόδρομος (1115-1160) χαρακτηρίζεται συμβατικά ο Βυζαντινός ποιητής και συγγραφέας που συνέταξε τον 12ο αιώνα σε δημώδη γλώσσα και σε δεκαπεντασύλλαβους πολιτικούς στίχους τέσσερα σατυρικά και επαιτικά ποιήματα που είναι γνωστά με το γενικό όνομα Πτωχοπροδρομικά.

65. εσθήτα: Επίσημο φόρεμα. Από το αρχαίο ελληνικό ἐσθής, που σημαίνει ένδυμα, ενδυμασία.

66. άλοχος: (λ. ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα.

67. ερίγδουπος: Προσωνύμιο του Δία που σημαίνει αυτός που βροντάει, ο βροντερός.

68. θεοήλατος: κακό ή καταστροφή που προέρχεται από το Θεό.

69. σουρτουκλεμές: λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει το αλάνι, τον ρεμπέτη.


Ε’

70. φανικόν οξύ: Φαινόλη, επίσης γνωστή ως υδροξυβενζόλιο ή καρβολικό οξύ. Χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό.

71. Καζάζης: ?????

72. σπαλιόρα: δυνατό χτύπημα. Προφανώς εδώ συνεκδοχικά ένα χέρι ξύλο.

73. παρά θιν’ αλός: (αρχαιοπρεπές) στην παραλία, δίπλα στη θάλασσα.

74. Καββαδίας: Παναγής Καββαδίας (1850-1928). Αρχαιολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου.

75. ευσταλής: (λόγιο) που έχει ωραίο παράστημα, λεβεντόκορμος.

76. θάλλουσσαι: ανθισμένες, εκ του θάλλω: ανθίζω, ανθοφορώ, μεταφορικά ακμάζω.

77. κόρδαξ: 1. είδος χορού της αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε απρεπής και αισχρός από τους μεταγενεστέρους, 2. επειδικτική ασχημοσύνη, απρεπής κίνηση.

78. τύρβη: θόρυβος, βαβούρα, φασαρία από πλήθος ανθρώπων.

79. και αν εις το τρισύνθετον πιστεύει του Μακράκη: Ο Μακράκης δίδασκε ότι ο άνθρωπος, είναι τρισύνθετος, σώμα, ψυχή, πνεύμα, κι επέμενε ότι τα ιερά κείμενα περιείχαν την έννοια του τρισύνθετου της ανθρώπινης φύσεως.

80. Λάτας: Διονύσιος Λάτας (1835-1894). Μητροπολίτης και Αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου από το 1884 μέχρι το θάνατό του.

81. Καλαποθάκης: Δημήτριος Καλαποθάκης (1865-1921), δημοσιογράφος και συγγραφέας, ιδρυτής της εφημερίδας Εμπρός.

82. Μιχάλης Λάμπρου: ?????

83. Μυριανθούσης: (1780-1852). Σημαντικός Κύπριος ιεράρχης, επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος.

84. ριπιτίδι: διάρροια, συνήθως στην έκφραση «μού πάει ριπιτίδι» (φοβήθηκα τόσο πολύ που είχα διάρροια).

85. άφθιτος: Ο άφθαρτος, αυτός που δε φθείρεται, αθάνατος.