Διαβόλοι στο γιαλό

Από Βικιθήκη
Διαβόλοι στο γιαλό
Συγγραφέας:


Ὁ καπετὰν Γεράσιμος ὁ Φαρακλᾶτος ἤτανε Κεφαλλονίτης. Κεφαλλονίτης καὶ ναυτικός, φαντάσου τί βλάστημος! Σκυλίαζε μὲ τὶς βλαστήμιες του ὄχι μονάχα τοὺς ἁγίους μὰ καὶ τοὺς διαβόλους ἀκόμα. Κι οἱ διαβόλοι ἀποφασίσανε νὰ τὸν τιμωρήσουν.

Μία φορὰ ὁ καπετὰν Γεράσιμος ἄραξε μὲ τὸ μπάρκο του στὸ Μπουγιούκδερε. Μὲ τὸ ἄραγμα ξεμπαρκάρισε ὅλο του τὸ τσοῦρμα. Ἔτσι τό ῾κανε πάντα· σὲ κάθε πόρτο τσουρμάριζε καὶ ξετσουρμάριζε. Δύο ταξίδια δὲν τά ῾κανε ποτὲ μὲ τοὺς ἴδιους ναῦτες. Μονάχα τὸ γραμματικὸ κρατοῦσε γιατὶ τὸν ἔβρισκε βολικὸ καὶ τοῦ εἶχε τὰ πιστά. Τὸν ἤξερε ποὺ διάβαζε ἱερὰ βιβλία κι εἶχε στὸ γιατάκι του ἀκέριο εἰκονοστάσι καὶ δὲ θύμωνε ποτέ. Τοῦτα ὅλα ἔκαναν τὸν καπετὰν Γεράσιμο νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸ γραμματικό του.

Σὰν ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πρυμάρει γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα, βγῆκε στὸ Γαλατᾶ νὰ τσουρμάρει. Μπῆκε - βγῆκε στὶς ταβέρνες τοῦ Κεμὲρ-ἀλτί· νά σου μπροστά του ἕνας γεροδιάβολος.

- Γειά σου, καπετάνιε.

- Γειά σου.

- Ἂν θέλεις τίποτα τσοῦρμα.

- Ναί, θέλω. Μὰ ξέρεις, εἶμαι λιγάκι δύσκολος ἐγώ.

- Δὲν πειράζει· ἔχω συντρόφους βολικούς.

- Δὲ θέλω τρίτσα - κάτσα· ὁ λόγος μου προσταγή.

- Ὁ λόγος σου προσταγή· ἔννοιά σου.

- Πόσο;

- Τόσο.

Συμφωνήσανε. Πῆρε ὁ γεροδιάβολος δεκαπέντε συντρόφους του καὶ πᾶνε στὸ μπάρκο. Τὴ νύκτα ποὺ κοιμότανε ὁ καπετάνιος, σοφίζεται νὰ δοκιμάσει τοὺς ναῦτες του. Ξυπνάει, κράζει τὸ λοστρόμο.

- Ἐγώ, τοῦ λέει, θὰ πάω στὴ Στένη ν᾿ ἀνταμώσω ἕνα Γαλαξειδιώτη καπετάνιο· εἶναι παλιός μου φίλος καὶ θέλω νὰ μιλήσουμε. Ἐσὺ νὰ βάλεις τὸ τσοῦρμα νὰ μπογιατίσει τὸ μπάρκο.

- Ἔγινε, τοῦ ἀπαντάει ὁ γεροδιάβολος. Τὴ νύχτα εἶχε φεγγάρι κι ἔβαλα καὶ τὸ χρωματίσανε.

- Μὰ πῶς; λέει ὁ καπετάνιος· ἐγὼ δὲ σοῦ εἶπα τίποτα.

- Δὲ μοῦ εἶπες· μὰ τὸ κατάλαβα.

Ὁ καπετὰν Γεράσιμος φουρκίστηκε.

- Γιὰ νὰ σοῦ εἰπῶ, τοῦ λέει· ἂν εἶναι νὰ κάνεις τοῦ κεφαλιοῦ σου, πάρε τοὺς συντρόφους σου καὶ ὄξω. Ἐγὼ δὲ θέλω ἄλλο νοικοκύρη ἐδῶ μέσα.

- Μὰ δὲν ἔκαμα τοῦ κεφαλιοῦ μου, καπετάνιε· τοῦ ἀπάντησε ὁ λοστρόμος γλυκομίλητα. Ἐσὺ τὸ ἠθέλησες καὶ ἐγὼ τό ῾καμα.

- Δὲ σ᾿ τό ῾πα, μωρὲ γιαμᾶ· ἐγὼ δὲ σ᾿ τό ῾πα!…

- Δὲ μοῦ τό ῾πες· μὰ τὸ μάντεψα.

- Ὄρσε στὴ μαντεψιά σου! εἶπε ὁ καπετάνιος πηδώντας ὀρθὸς ἀπ᾿ τὸ γιατάκι του. Καὶ τί μπογιὰ τοῦ ῾βαλες, μωρέ, τί μπογιά; Ἐγὼ τό ῾θελα κόκκινο, σὰ λαμπριάτικο αὐγό.

- Κόκκινο εἶναι.

Ὦ διάολε! Ὁ καπετὰν Γεράσιμος σάστισε. Κανένα καράβι δὲ βάφτηκε ὡς τώρα κόκκινο. Ἔτσι τὄειπε γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸ λοστρόμο του. Μὰ κι ἀκόμα δὲν πίστευε. Πετιέται ὄξω, κοιτάζει: τὸ καράβι του ἔλαμπε κόκκινο σὰ λαμπριάτικο αὐγό.

- Μωρέ, λέει μέσα του εὐχαριστημένος· καλὸ τσοῦρμα διάλεξα, τὸ λοιπός!

Ἦρθε ὡς τόσο καιρὸς νὰ πρυμάρουν.

- Σάλπα τὴν ἄγκουρα! προστάζει ὁ καπετάνιος.

Ὥς που νὰ τὸ προστάξῃ ἡ ἄγκυρα ἦταν ἀπάνου, δεμένη μάλιστα στὸ κατάστρωμα.

- Φόρα πανιά! ξαναπροστάζει.

Ὅλα τὰ πανιὰ βρέθηκαν ἀνοιχτὰ καὶ γιομάτα. Δέκα μίλια ἔπαιρνε τὸ καράβι στὴν ὥρα. Οἱ ὄχθες τοῦ Βόσπορου πισώφευγαν ἀστραπὴ ζερβόδεξα. Μὲ τὸ σούρουπο βγῆκε τὸ μπάρκο στὰ νερὰ τῆς Μαύρης Θάλασσας.

Ὁ καπετὰν Γεράσιμος ἦταν μαγεμένος μὲ τοὺς ναῦτες καὶ τὸ ταξίδι του. Μὰ ὁ γραμματικὸς μπῆκε ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα σὲ συλλογή. Αὐτὸ τὸ ἄψε - σβῆσε τοῦ γάνωσε τὸ μυαλό. Μπρέ, σοῦ λέει· ἀνθρῶποι εἶναι τοῦτοι ἢ διαβόλοι! Ἄρχισε νὰ τοὺς προσέχει. Καὶ μία ἡμέρα ἐκεῖ ποὺ πήγαινε ν᾿ ἀλλάξῃ τὴ βάρδια, κάνει ἔτσι καὶ βλέπει ἑνὸς τὸ ποδάρι. Μπομπῶ! Θέ μου, φύλαξε! τὸ ποδάρι ἦταν γαϊδουρινό. Κοιτάζει ἄλλον, κι ἄλλον· κοιτάζει καὶ τὸν λοστρόμο: Ὅλοι ποδάρια γαϊδουρινά! Τρέχει γραμμὴ στὴν κάμαρα τοῦ καπετάνιου· ἐκεῖνος κοιμότανε. Πῶς νὰ τὸν ξυπνήσει; Ὁ καπετὰν Γεράσιμος, ἅμα τὸν ξύπναγαν, γινότανε σκυλί. Τὸ παιδί του νά ῾βρισκε μπροστά, θὰ τὸ πετοῦσε στὴ θάλασσα. Σκέφτηκε ὁ γραμματικός, ξύστηκε, ξαναξύστηκε· δὲν ἔβρισκε τρόπο. Ἄξαφνα βλέπει ἀπάνου ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ καπετάνιου τὸ καντήλι τοῦ Ἁϊνικόλα. Κόντευε νὰ σωθεῖ τὸ λάδι του καὶ τὸ λουμίνι τσιτσίριζε. Λίγο ἀκόμη καὶ θά ῾σβηνε. Τοῦ ἦλθε φώτιση. Βούτηξε τὸ δάχτυλό του στὸ καντήλι καὶ καθὼς ἦταν τὸ λάδι ζεστὸ ἔσταξε μία στάλα στὸ πρόσωπο τοῦ καπετάνιου. Τό ῾στάξε καὶ κρύφτηκε ἀμέσως.

Ξύπνησε ὁ καπετάνιος, εἶδε τὸ καντήλι, ἄρχισε τὶς ἀγριοβλαστήμιες. Κατέβηκε τότε ὁ γραμματικὸς καὶ τοῦ εἶπε τῶς καὶ τῶς!

- Μωρέ, τί λές! ἀλήθεια;

Ὁ καπετάνιος ἔπεσε στὴ συλλογή. Ἄξαφνα ρίχτηκε στὰ σταυροκοπήματα καὶ τὶς μετάνοιες κοιτάζοντας τὸν Ἀϊνικόλα.

- Γιὰ τοῦτο μὲ ξύπνησε τὸ λοιπός... προσκυνῶ τὴ χάρη του! εἶπε. Σήκω, σοῦ λέει, καὶ χάνεσαι...

Σύγκαιρα πετάχτηκε ἀπὸ τὸ γιατάκι, βγῆκε ὄξω· τί νὰ ἰδεῖ; Ἄλλη ρότα εἶχε τὸ καράβι κι ἀλλοῦ πήγαινε· στεριὰ πουθενά.

- Σώπα, τοῦ λέει τοῦ γραμματικοῦ. Σώπα καὶ κάνε τὸ χαζό, γιατὶ χαθήκαμε...

Ἔπειτα κράζει τὸ λοστρόμο.

- Νά! πάρτε ἄλειμμα, τοῦ λέει, ν᾿ ἀλείψετε τὴ γούμενα τσῆ ἄγκουρας.

- Μά... κάνει νὰ μιλήσει ὁ λοστρόμος.

- Σούτ! διατάζει ἄγρια ὁ καπετάνιος· δὲ συφωνήσαμε νὰ μὴ μ᾿ ἀντιμιλᾶς; Πάρε τ᾿ ἄλειμμα καὶ γλήγορα.

Πῆρε τ᾿ ἄλειμμα ὁ λοστρόμος, τό ῾δωκε στοὺς ναῦτες κι ἄλειψαν τὴ γούμενα. Τότε, βλέπεις, οἱ ἄγκυρες δὲν κρεμόνταν, ὅπως τώρα, μ᾿ ἁλυσίδες. Ἄλειψε τὴ γούμενα ὁ γεροδιάβολος, μὰ μέσα του λογάριαζε τὸ χαμὸ τοῦ καραβιοῦ. Ἤθελε νὰ τὸ βουλιάξῃ σύψυχο.

- Φοῦντο, ἄγκουρα! φωνάζει ἄξαφνα ὁ καπετὰν Γεράσιμος.

Ἀμολοῦν οἱ ναῦτες τὴν ἄγκυρα, γλιστρᾶ ἡ γούμενα σὰν ἀστραπή. Πῆγε δὲν πῆγε στὴ μέση, ματαφωνάζει ἀγριότερα ὁ καπετάνιος:

- Βάλε βόλτα!...

Ποῦ βόλτα! τὸ ἄλειμμα ἔκανε τὴ γούμενα κι ἔφευγε σὰ χέλι ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ναύτη. Κι ὅσο ἕσφιγγαν τὶς χοῦφτες τους, τόσο γλιστροῦσε τὸ σχοινί. Πῆγε στὸν πάτο ἡ ἄγκυρα...

- Στὴ θάλασσα! προστάζει ὁ καπετάνιος· μέσα νὰ τὴν βγάλτε!

Πλούμ! μέσα οἱ διαβολοναῦτες.

- Κι ἐσύ, τοῦ λέει τοῦ λοστρόμου· μέσα κι ἐσύ· τί κάθεσαι;

- Μά... κάνει ὁ γεροδιάβολος.

- Τί μὰ καὶ ξεμά, μωρέ, τὰ θεούνια σου! τί μὰ καὶ ξεμά!... Μέσα, τρισκατάρατε καὶ σὲ ξορκίζω...

Μπλούμ! πάει κι ὁ γεροδιάβολος στὸν πάτο.

- Οἱ δυό μας τώρα! φωνάζει ὁ καπετάνιος στὸ γραμματικό του· μόλα γούμενα!

Φόρα τὸ μπαλντᾶ, πάει ἡ γούμενα στὸν πάτο. Ἔπειτα πήδησε ὁ γραμματικὸς στὸ κατάρτι, ἅρπαξε ὁ καπετάνιος τὸ δοιάκι καὶ τὸ καράβι ηὖρε πάλι τὴ γραμμή του. Στὸ ἡλιοβασίλεμα ἤτανε μέσα στὴ Σινώπη.

Μὰ οἱ διαβόλοι ἀκόμα πολεμᾶνε μὲ τὴν ἄγκυρά του.


Ἀθῆναι, Ἰούνιος τοῦ 1908