Γυναίκες και άνεμος

Από Βικιθήκη
Γυναίκες και άνεμος
Συγγραφέας:


Είχαν φτάσει γυναίκες αλλόκοτες
Με πρόσωπα άσπρα και χιόνι στα χέρια
Τις είχε άλλοτε πλανέψει ο ήλιος
Σε μαυροντυμένες χώρες
Τώρα ζητιάνευαν το ψωμί
Και τρέμαν από λύπη κι από κρύο

Ήταν σαν άρρωστα πουλιά
Που τα βρήκαμε στην αγκαλιά μας
Σαν μας άφησε το σκοτάδι
Θέλαν τη δροσιά της λαλιάς μας
Ζητούσαν ένα τόπο απάνεμο
Λίγον ίσκιο

Πάνω τους μοιράζονταν ο στοχασμός μας
Γινόταν μονήρης και φλύαρος
Έκοβε βόλτες
Σαν να είχε καιρό μπροστά του
Σαν ν' ανακάλυπτε χώρο
Για να χορέψει

Τρώγαμε μαζί
Στα καταγώγια της σιωπής
Ανάμεσα σε κάτι καπνούς
Αφόρητους
Σε κάτι κρασιά
Που μας πίεζαν χάμω

Κάποτε αθόρυβα
Χωρίς κελάδημα
Μέσα στην άνοιξη
Βγαίναμε αγκαλιασμένοι
Πίναμε τον αγέρα
Πίναμε το νερό απ' τα λουλούδια

Χορταίναμε μοσχοβολιές
Σαν να ήταν χείμαρρος
Η ζώνη μας
Ύστερα τρελαινόμαστε
Με τις φωνές μας
Για να ησυχάσουμε

Αλλά φιλούσαμε
Λίγο-πολύ τον άνεμο
Λίγο-πολύ τα χρόνια
Μέσα στα πρόβατα
Λούζαμε το πρόσωπο
Μέσα στον ουρανό.